Πόσες και πόσες Πασχαλιές δεν περιορίστηκαν μόνο στο τελετουργικό πλαίσιο, αλλά πήραν και θέση στα ιστορικά δρώμενα του τόπου.
Η Πασχαλιά στο Ρέθυμνο δεν είχε πάντα χαρούμενα χρώματα. Συνέβησαν γεγονότα και καταγράφτηκαν περιστατικά, που άλλοτε ευωδιάζουν δάφνη και μύρο λεβεντιάς και άλλοτε κλείνουν στο χρονικό τους αίμα και δάκρυα. Ας θυμηθούμε μερικές από αυτές.
Από τους επιφανέστερους μπέηδες του Μυλοποτάμου ήταν οι Χατζηδάκηδες. Διατηρούσαν αρχοντικό στον Άγιο Ιωάννη, αλλά ασκούσαν μεγάλη επιρροή σε όλη την επαρχία. Τούρκοι και Χριστιανοί τους σέβονταν και τους εκτιμούσαν γιατί ήταν δίκαιοι.
Γιος του Χουσεΐν ήταν ο Μουσταφά Χατζή Χασάν Ογλού. Γεννήθηκε το 1827 κι όσο μεγάλωνε έδειχνε απροκάλυπτα τη συμπάθειά του στους Χριστιανούς.
Ακόμα κι όταν έγινε έπαρχος δεν άλλαξε συμπεριφορά. Η ζωή του εν γένει προβλημάτιζε τους ομοθρήσκους του, αλλά δεν έδινε καμιά αφορμή να του καταλογίσουν στάση ενάντια στο ντοβλέτι.
Κι ήρθε η βραδιά της Ανάστασης του 1884. Κατάμεστη η εκκλησιά του χωριού από κόσμο που περίμενε το μεγάλο μήνυμα. Και κάποια στιγμή προβάλει ο αφέντης ο Μουσταφά συνοδευόμενος από όλη του την οικογένεια.
Με αγέρωχο ύφος, ευθυτενής κατευθύνθηκε προς το ιερό της εκκλησίας, ενώ οι πάντες παρακολουθούσαν απορημένοι. Μπροστά στον ιερέα ο Χατζηδάκης, έκανε τη μεγάλη αποκάλυψη. Ήταν Χριστιανός. Είχε μάλιστα βαπτιστεί με όλη του την οικογένεια και λεγόταν Ιωάννης.
Η ομολογία αυτή χαροποίησε τους πάντες που εκείνη τη χρονιά ήταν σαν να γιόρταζαν διπλανάσταση.
Ένα χρόνο αργότερα ο γιος του Γεώργιος εκλέχτηκε δήμαρχος Αυδανιτών.
Σύμφωνα με τον Γιώργη Εκκεκάκη, η οικογένεια αυτή δεν ταυτίζεται με τους Κυρίμηδες με τους οποίους είχαν μια συγγένεια εξ αγχιστείας.
Απόγονος της επιφανούς αυτής οικογενείας είναι ο σημερινός υπουργός Κωστής Χατζηδάκης.
Η μάχη των Μελάμπων
Οι Μέλαμπες ήταν πάντα ένα οδυνηρό αγκάθι στην περηφάνια των Τούρκων. Κανένας Μελαμπιανός δεν άφηνε προσβολή από Τούρκο να πέσει κάτω. Δεν θα γινόταν επομένως εξαίρεση από έναν θρασύδειλο γενίτσαρο τον Αγακάκη.
Με το θράσος που τον χαρακτήριζε διεκδίκησε από τον άντρα της μια γυναίκα που τον είχε θαμπώσει η ομορφιά της. Εκείνος φυσικά αρνήθηκε και βρήκε τραγικό θάνατο.
Το πάθημα του Μαρκοδιακουμή, έτσι έλεγαν το θύμα, δεν γινόταν να περάσει στη λήθη χωρίς γδικιωμό. Οι συγχωριανοί του γρήγορα πήραν εκδίκηση για το θάνατό του, σκοτώνοντας τον φονιά του.
Απρίλη του 1822, ο αγάς Χάνιαλης με 2.000 άντρες ξεκίνησε να τιμωρήσει τις Μέλαμπες και με την ευκαιρία να λεηλατήσει και τα γύρω χωριά.
Σαν πιο κατάλληλη στιγμή της επίθεσης διάλεξε νύχτα της Ανάστασης.
Σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να αιφνιδιάσει τους Μελαμπιανούς μέσα στην εκκλησία.
Οι Μελαμπιανοί πάντως ετοιμοπόλεμοι, όπως το συνήθιζαν. Μπορεί να μην είχαν καν στοιχειώδη οπλισμό και όσα όπλα κατάφεραν να συγκεντρώσουν να είναι λάφυρα από άλλες μάχες, αλλά το έλεγε η καρδιά τους.
Λίγη ώρα μετά την Ανάσταση η ομάδα των Τούρκων που ερχόταν από Β.Α., βρέθηκε στα πρώτα σπίτια του χωριού, όπου και έγινε η πρώτη μάχη. Οι Μελαμπιανοί αμύνθηκαν, όμως οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό, έκαψαν, λεηλάτησαν, έσφαξαν και βεβήλωσαν την εκκλησία που λίγο πριν είχε γίνει η Αναστάσιμη Ακολουθία, καθώς και τις οικίες τους. Ήταν 12 Απριλίου 1822.
Ο χρόνος που οι Τούρκοι λεηλατούσαν το χωριό, έδωσε τη δυνατότητα στους οπλαρχηγούς της περιοχής Σαχτουρίων, Κρύας Βρύσης, Ακουμίων και Μεσσαράς να σπεύσουν προς βοήθεια, στήνοντας ενέδρα μαζί με Μελαμπιανούς στην περιοχή Κακό Ρυάκι. Εκεί, έγινε η κύρια μάχη, στην οποία οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και αποδεκατίστηκαν. Τον αρχηγό τους σκότωσε στη συνέχεια ο Ιωάννης Ασουμανής. Ο απολογισμός της θρυλικής αυτής μάχης που έγινε τη νύχτα του Μ. Σαββάτου και την Κυριακή της Λαμπρής, 12 και 13 Απριλίου του 1822, σε αριθμό νεκρών είναι 1.400 Τούρκοι και 120 Χριστιανοί.
Η τελευταία πασχαλιά του Δράκου Ανυφαντή
Από τους μεγάλους ήρωες της επανάστασης του 1821 ήταν ο Δράκος Ανυφαντής από το Βυζάρι.
Οι ωμότητες των Τούρκων τον υποχρέωσαν να εκπατρισθεί στη Γαλλία, στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης.
Κατετάγη σαν εθελοντής στον αγγλικό στρατό και όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης εξεστράτευσε κατά της Αιγύπτου, τον ακολούθησε και διακρίθηκε σε πολλές μάχες, μετά αποβιβάστηκε στην Κρήτη με πολεμικές γνώσεις και πείρα. Κάποια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά στους δικούς τους και γνωστούς στο χωριό Βυζάρι, με πλήρη πολεμική στολή. Εκεί έμαθε τις νέες βδελυρές πράξεις των Αμπαδιωτών και την ερήμωση που είχαν δημιουργήσει. Οι παλιές αρχοντικές οικογένειες του Βυζαρίου είχαν σχεδόν εξοντωθεί. Οι Βλαστοί, οι Βαρούχοι, οι Σιλιγάρδοι, οι Δετοράκηδες, οι Σαουνάτσοι, οι Σιγανοί. Οι επαύλεις τους ήταν κατερειπωμένες γιατί εγκατέλειπαν τον τόπο τους, άλλοι λόγω των δεινών και άλλοι γιατί κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους. Πήγε λοιπόν ο Ανυφαντής στο πατρικό του σπίτι και ορκίστηκε όρκο βαρύ και μεγάλο. Κατέφυγε μετά στα γνωστά του από τα παιδικά του χρόνια όρη και δημιούργησε αρματολικό σώμα και άρχισε τις επιθέσεις κατά των αιμοσταγών τυράννων, που καταλήφθηκαν από δέος ανέκφραστο, διότι ο τρομερός εκδικητής εμφανιζόταν εκεί που δεν περίμεναν και σκορπούσε το θάνατο. Οι αγριότεροι Αμπαδιώτες πλήρωσαν με την κεφαλή τους, τα φοβερά τους κακουργήματα. Οι Χριστιανοί πήραν θάρρος και άρχισαν να αναπτύσσουν θαρραλέα αντίσταση. Οι Αγάδες του Ρεθύμνου μα και της άλλης Κρήτης τον θεωρούσαν πια σα μυθικό Δράκο. Από το κρησφύγετο του Ψηλορείτη έκανε με τους θαρραλέους οπαδούς του γενναίες επιδρομές κατά των εχθρών. Μια απρονοησία του όμως και παράτολμη πράξη του στοίχισε τη ζωή.
Ήταν νύχτα του Πάσχα. Ο Ανυφαντής με σιγανές κωδωνοκρουσίες καλούσε τους κατοίκους στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παγωμένος άνεμος ερχόταν από το χιονισμένο Ψηλορείτη και φυσούσε τις κορφές των δασών του Αμαρίου. Οι κάτοικοι όμως άρχισαν να σιγοφτάνουν στον ναό. Η ψυχή του ήρωα ζητούσε τη γαλήνη ύστερα από τους αγώνες χρόνων ολόκληρων. Κανείς εχθρός δεν υποπτεύτηκε την εκεί παρουσία του.
Πάνοπλος λοιπόν εμφανίστηκε στη μέση των συγχωριανών του χωρίς οπαδούς. Και όλοι με φωνές έκπληξης και χαράς τον υποδέχτηκαν. Εκείνος ευθυτενής και σοβαρός προχώρησε προς την Ωραία Πύλη και γονάτισε στο πέτρινο σκαλοπάτι. Ο σεβάσμιος ιερέας με δάκρυα ευλόγησε το άξιο τέκνο της πατρίδας και της εκκλησίας.
Ξαφνικά και ενώ εψάλλοντο τα αναστάσιμα μελωδικά τροπάρια, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μετά δεύτερος και τρίτος με βλασφημίες και απειλές. Όλοι τρομαγμένοι κοίταζαν τον γενναίο αρματολό, που, αμέσως από τον πρώτο πυροβολισμό εννόησε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε μόνος του, μεταξύ άοπλων και κατάλαβε ότι μεσολάβησε προδοσία. Ήταν όμως όχι μόνο αδύνατον να φύγει αλλά και ανάρμοστο για τη γνωστή γενναιοψυχία του. Φώναξε όμως προστατευτικά με θάρρος στους ομοχώριούς του. «Παιδιά από σας κανείς σας δεν μπορεί να με υπερασπιστεί. Φύγετε και σώσετε τις οικογένειές σας. Ψυχή να μη μείνει εδώ… ακούτε;».
Όλοι τότε όρμησαν έξω, ενώ οι πυροβολισμοί δονούσαν τα παλιά παράθυρα του ναού και φωνές πόνου ακολούθησαν…
Σύμφωνα με προφορική παράδοση εξήντα (60) θηριώδεις Αμπαδιώτες με λύσσα για εκδίκηση, πολιορκούσαν τον μικρό ναό της Παναγίας και πυροβολούσαν ομαδικά.
Έκαναν εξορμήσεις μα στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν μ’ ένα ή δύο λιγότερους. Ο ήλιος προχωρούσε στο μεσουράνημα και ο αγώνας συνεχιζόταν. Επτά εχθροί είχαν πέσει γύρω από τον ναό, δίχως τους Χριστιανούς που έπεσαν κατά τη νυχτερινή από τον ναό εξόρμηση.
Η άμυνα πια ήταν αδύνατη, διότι ο ήρωας άυπνος, αποκαμωμένος, δίχως εφόδια, θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών εντός ολίγου. Κι όταν μανιώδης με τα μάχαιρα ετόλμησε να βγει, αλαλαγμός φρικτός ακούστηκε και όλοι οι εχθροί έπεσαν πάνω του με πυροβολισμούς και μαχαίρια. Έτσι ο ήρωας έπεσε καταπονημένος από πολλά βόλια… Και πριν ξεψυχήσει οι κανίβαλοι εκείνοι έσχισαν τα ευρέα στήθη του και ξερίζωσαν την πάλλουσα ακόμη καρδιά του, το σώμα του το τεμάχισαν και το άφησαν να γίνει βορρά στα σκυλιά και τα όρνια.
Αυτό ήταν το ηρωικό τέλος του γενναίου Ανυφαντή του Βυζαριανού.
Τα γεγονότα στη Μικρή Παναγία
Είναι και το άλλο γεγονός που μας περιγράφει ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις.
Πάσχα 1917. Ήταν τότε που κλήθηκαν και οι Ρεθεμνιώτες να συμμετάσχουν στην μικρασιατική εκστρατεία.
Δυο διμοιρίες είχαν στρατωνιστεί στο τζαμί του Αγκεμπούτ Αχμέτ Πασά, στο γνωστό «Κουτσοτρούλη», όπως ονομαζόταν ο Κομμένος μιναρές δίπλα στο ναό της Κυρίας των Αγγέλων που λειτουργούσε σαν τέμενος για 271 χρόνια. Ο χώρος είχε επιταχθεί επειδή και οι δυο στρατώνες του Ρεθύμνου είχαν γεμίσει.
Το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα 3 Απριλίου του 1917 το Ρέθυμνο ξύπνησε από δυνατές κωδωνοκρουσίες, πυροβολισμούς και φωνές.
Οι Τούρκοι φοβήθηκαν. Στην κεντρική είσοδο του τζαμιού είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου κι ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βοργιαδάκης ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με στεντόρεια φωνή κρατώντας στο δεξί του χέρι την εικόνα της Παναγίας.
Πλάι του ήταν ο στρατιώτης που είχε προκαλέσει το θόρυβο με το επαναλαμβανόμενο όνειρό του, στο οποίο εμφανιζόταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα που τον παρακινούσε να ψάξει να βρει την εικόνα της Παναγίας. Εκείνος το είχε αναφέρει στους ανωτέρους του και όταν έψαξαν στην συγκεκριμένη θέση που υποδείκνυε η γυναίκα βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας του 1850 που βρίσκεται και σήμερα στο ναό στο δεξί προσκυνητάρι.
Πικρές πασχαλιάτικες μνήμες
Οι μνήμες όμως γύρω από το Πάσχα δεν έχουν μόνο γλυκό νοσταλγικό χρώμα. Κάποιες έχουν κεντηθεί στο γκρίζο φόντο των αγώνων για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αξέχαστη η αναφορά του Γιάννη Χαλκιαδάκη, ιδρυτή των «Ρεθεμνιώτικων Νέων», για κάποιο βράδυ Ανάστασης που δεν την γιόρταζε στην όμορφη οικογενειακή ατμόσφαιρα όπως όλος ο κόσμος.
Μόλις που είχε καταφέρει η χούντα των συνταγματαρχών να εδραιωθεί και να ξεκινήσει τις διώξεις.
Είχε συλληφθεί κι εκείνος και τον κρατούσαν στο Αστυνομικό Τμήμα μέχρι να δουν τι θα τον κάνουν.
Εκεί στο κρατητήριο άκουσε τις αναστάσιμες καμπάνες κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Σκέφτηκε την οικογένειά του, τους δικούς του ανθρώπους που δεν θα γιόρταζαν φέτος το Πάσχα μαζί του.
Κι εκεί που καθόταν συλλογισμένος, άκουσε το όνομά του. Κάποιος χωροφύλακας του φώναξε να σηκωθεί. Υπάκουσε απορημένος και τι να δει;
Μπροστά του στεκόταν ο Πολύβιος Τσάκωνας, εκείνος ο σπουδαίος άνθρωπος που το Ρέθυμνο του οφείλει κάθε του μεγάλο πνευματικό απόκτημα, όπως η Δημόσια Βιβλιοθήκη.
Κρατούσε καλά προστατευμένο το φως της λαμπάδας του κι ένα ακόμα κερί. Χαμογελούσε προσπαθώντας να μην παρασύρει σε συγκινήσεις και τον φίλο του που έσπευσε να στηρίξει ψυχολογικά.
«Έλα Γιάννη μου, του είπε. Σου έφερα από το Άγιο Φως. Άντε καλή Ανάσταση…».
Αυτή τη σκηνή δεν την ξέχασε μέχρι το θάνατό του ο ιδρυτής της εφημερίδας και το ανέφερε με κάθε ευκαιρία.