Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Σε κάθε χωριό ανακαλύπτω ανθρώπινες αξίες ανεκτίμητες. Από χρόνια έχουν περάσει σε άλλες κοσμικές διαστάσεις, αλλά υπάρχουν πάντα σε κιτρινισμένες πια φωτογραφίες που κοσμούν τους τείχους των σπιτιών που μύρωσαν με το μόχθο και την παρουσία τους.
Ιδιαίτερα οι γυναίκες με εντυπωσιάζουν. Απλές, ανώνυμες, ηρωίδες της ζωής που έλαμψαν στον κοινωνικό τους περιβάλλον τιμώντας τη γυναίκα της Κρήτης. Γυναίκες όπως η Μαρία Φωτάκη.
Μαρία Φωτάκη
Η σπάνια αυτή γυναίκα αντιπροσώπευε επάξια τη μάνα των πέτρινων χρόνων μιας εποχής πλημμυρισμένης στο μίσος, στο αίμα και στην ορφάνια.
Η ίδια πένθησε δικούς της ανθρώπους που θυσιάστηκαν για τα εθνικά ιδεώδη.
Στο εξαιρετικό βιβλίο του «Στη βορεινάδα μιας κορφής, γράφω τα που θυμούμαι», ο γιος της κ. Σταύρος Φωτάκης, που θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη παρουσίαση, κάνει αναφορά στη μητέρα του με ξεχωριστή τρυφεράδα. Κι από ‘κει θα δανειστούμε κάποια στοιχεία για να δώσουμε έστω και με αδρές γραμμές το πορτραίτο της σπουδαίας αυτής γυναίκας.
Η Μαρία Φωτάκη γεννήθηκε το 1907 στον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου. Ένα χωριό ηρωικό που κράτησε ανόθευτες τις τοπικές παραδόσεις.
Είχε το θλιβερό προνόμιο αλλά και εύσημο τιμής να προέρχεται από οικογένεια μαρτύρων της πίστης και της πατρίδας.
Η κοπέλα έτυχε άριστης ανατροφής γιατί μεγάλωσε σε παραδοσιακή οικογένεια. Ήταν φυσικό επομένως να ενταχθεί στην Αντίσταση αδιαφορώντας για τις συνέπειες, βοηθώντας το θείο της Εμμ. Παπαδογιάννη, με τις δικές της δυνάμεις στον αγώνα του. Μια απέραντη πηγή καλοσύνης και προσφοράς ήταν η Μαρία που είχε προσφέρει στέγη και τροφή σε αναρίθμητους πατριώτες που κατέφευγαν στο σπίτι της.
Οι Γερμανοί γνωρίζοντας τη δράση του Εμμ. Παπαδογιάννη, του «παππού της Αντίστασης» είχαν επιδοθεί σε μια λυσσαλέα προσπάθεια να τον συλλάβουν.
Όταν κατάλαβαν ότι δεν είναι εύκολο σκέφτηκαν να τον εκβιάσουν ψυχολογικά, συλλαμβάνοντας δικά του πρόσωπα. Κι έβαλαν στόχο τις αδελφές του.
Ξημέρωνε 14 Ιουλίου του 1943, όταν νύχτα ακόμα οι Γερμανοί κύκλωσαν τον Άι Γιάννη. Οι κάτοικοι δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν η κύκλωση αυτή. Μόλις την Πρωτοχρονιά, μερικούς μήνες πριν είχε γίνει το ίδιο, προκειμένου να μάθουν οι γερμανοί που κρύβονται οι Άγγλοι με τους ασυρμάτους.
Εκείνο το πρωί τους συνόδευε και ο προδότης που δεν άργησε να τους υποδείξει την Καλλιώ και τη Βαγγελιώ, τις αδελφές του Παπαδογιάννη. Η Μαρία βουβή από την οδύνη είδε να συλλαμβάνουν τη μητέρα της Καλλιόπη. Ο σύζυγός της και πατέρας της Μαρίας ο Στέφανος Παραδεισανός, που γεννήθηκε το έτος 1879, πλησίασε, αλλά οι Γερμανοί του είπανε πως δεν τον χρειάζονται και μπορεί να φύγει. Εκείνος όμως αρνήθηκε κι απάντησε πως «Εκειά που θα πάει η γυναίκα μου θα πάω κι εγώ». Έτσι λοιπόν, οι τρεις συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο Ρέθυμνο, όπου παρέμειναν φρουρούμενοι και υπό αυστηρή επιτήρηση στη Φορτέτζα επί δίμηνο περίπου…
Η Μαρία ζούσε με το άγχος για την τύχη των δικών της. Δεν μπορούσε να τους προσφέρει το παραμικρό. Κάποτε το αποτόλμησε. Θα πήγαινε να τους δει να τους προσφέρει έστω λίγο γάλα που ήθελε τόσο ο πατέρας της.
Κατάφερε με χίλια βάσανα να της επιτραπεί η επίσκεψη στις φυλακές Αγυιάς για να προσφέρει στους γονείς της λίγο φαγητό και λίγο γάλα. Ο δεσμοφύλακας Γερμανός όμως δεν το επέτρεψε και μάλιστα χτύπησε στο χέρι τη Μαρία, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω το γάλα και να χυθεί.
Τον Νοέμβριο του έτους 1943 οι Γερμανοί φορτώσανε στο Α/Π «Petrella» στο λιμάνι της Σούδας πυρομαχικά και για καμουφλάζ επιβιβάσανε περίπου 2.000 Ιταλούς αιχμαλώτους, στρατιώτες αλλά και πολλούς Κρητικούς ομήρους αντάρτες. Δυστυχώς ένα Αγγλικό υποβρύχιο βύθισε το πλοίο με όλο το φορτίο. Στο πλοίο «Petrella» υπήρχανε και Γερμανοί στρατιώτες. Τους Έλληνες βάλανε για να μην τους χτυπήσουνε. Ένας από τους διασωθέντες Γερμανούς, ο Willi Meier, διηγήθηκε ότι στο καράβι ήτανε περίπου 6.000 Ιταλοί, 300 Γερμανοί και 200 Έλληνες όμηροι, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενοι τρεις συλληφθέντες από τον Άι Γιάννη. Δυστυχώς, το ίδιο έγινε και βυθίστηκε και το Α/Π «Sinfra», στο οποίο εκτός από βόμβες επέβαιναν 2.000 Ιταλοί στρατιώτες αιχμάλωτοι και αρκετοί Κρητικοί αντάρτες.
Η ατρόμητη Αμαριώτισσα ακόμα και μετά το τραγικό γεγονός δεν υπέκυψε, δεν σταμάτησε να προσφέρει τις υπηρεσίες της.
Όταν ο Κράιπε με τους απαγωγείς του πέρασαν από το χωριό του Άι Γιάννη, ημέρα Τετάρτη 3 Μαΐου του 1944, η Μαρία Φωτάκη ανέλαβε την τροφοδοσία ορισμένων από αυτών που συμμετείχαν στην απαγωγή αλλά και των Μελαμπιανών που συνόδευαν τον Παπαδογιάννη.
Η Μαρία Φωτάκη αξιώθηκε να χαρεί την προκοπή των παιδιών της και πέθανε στα 92 χρόνια της τον Ιούνιο του 1992 με την ικανοποίηση ότι έκανε το καθήκον της σαν σύζυγος, σαν μάνα σαν πατριώτισσα.
Μαρίκα Πινιατίδου Μπενάκη (1926-2018)
Η Μαρίκα Πινιατίδου Μπενάκη ήταν μια ακόμα ηρωίδα που δεν της έχουμε ακόμα αποδώσει τις τιμές που της αξίζουν.
Σε μια ηλικία που οι έφηβοι φοβούνται και τον ίσκιο τους εκείνη έκανε μια πράξη αποκοτιάς το καλοκαίρι του 1943, που και μόνο αυτή την κατατάσσει στη χορεία των ηρωίδων. Έτσι έχουν τα γεγονότα.
Η Μαρία με τη φίλη της Χριστίνα Γεωργίου Μπαγουράκη αν και νεαρές στην ηλικία είχαν ενταχθεί στην Αντίσταση. Σύμφωνα με τον Ηλία Λουλούδη που έχει κάνει σχετικό αφιέρωμα εκείνος που μύησε τη Μαρία στην Αντίσταση ήταν ο Πέτρος Ταχτατζής.
Επειδή και οι δυο κοπέλες είχαν δείξει μεγάλη συνέπεια και θάρρος ήρθε η στιγμή να τους ανατεθεί μια εξαιρετικά επικίνδυνη αποστολή. Να αποσπάσουν ένα από τα δυο πολυβόλα που είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί στο λόφο του Τιμίου Σταυρού ένα από τα στρατηγικά σημεία του Ρεθύμνου.
Αναφέρει για το γεγονός αυτό ο μεγάλος μας λογοτέχνης Δημήτρης Αετουδάκης στο βιβλίο του «Το Χτικιό».
«Στο σπίτι μας είχε σχεδιαστεί ο τρόπος αρπαγής του πολυβόλου που βρισκόταν στημένο στον λόφο του Τιμίου Σταυρού στα δυτικά και στο άκρο της πολιτείας, εκεί πάνω από τη Μεσκηνιά. Μεσκηνιά ονομαζόταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο μικρός οικισμός πάνω από το νεκροταφείο, που φιλοξενούσε τους δυστυχισμένους λεπρούς, που τότε τους ονόμαζαν μεσκήνιδες.
Επιστράτευσαν τότε δύο πανέξυπνα κορίτσια, όμορφα και θαρραλέα, όπως ήταν τότε, στα 17 τους χρόνια. Ηλικία που ούτε φοβάται, ούτε μπορεί να σκεφθεί τις όποιες συνέπειες των πράξεών της. Εκεί ψηλά οι Γερμανοί είχαν στήσει ένα αντιαεροπορικό πολυβόλο, που το φύλαγαν νύχτα μέρα Γερμανοί φρουροί δίπλα σε στημένο μεγάλο αντίσκηνο. Αυτό το πολυβόλο είχε βάλει στο μάτι η ΕΠΟΝ, με σκοπό την αρπαγή του, ώστε να ενισχύσει το αίσθημα της αντίστασης και το ηθικό των μελών της και να φέρει και ένα δυνατό χτύπημα στους Γερμανούς μέσα στην πόλη. Βέβαια, το τόλμημα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες για το Ρέθυμνο και τους Ρεθεμνιώτες. Όμως, εκείνες τις ώρες της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή, η σκέψη ήταν μακριά από κάθε φόβο και από κάθε συνέπεια. Έτσι, επιστράτευσαν τις δύο σπουδαίες, θαρραλέες και δυναμικές κοπέλες για να φέρουν σε πέρας το τολμηρό αυτό έργο. Η Χριστίνα Βαβουράκη που κατοικούσε στη Μεσκηνιά, κάτω από το πολυβόλο, είχε πιάσει αρκετές μέρες κουβέντα με τους νεαρούς φρουρούς και είχε γνωριστεί κατά κάποιον τρόπο μαζί τους. Την ημέρα της αρπαγής, θα ‘ταν σούρουπο, η Χριστίνα ανέβηκε στη σκηνή και παρακάλεσε τους Γερμανούς να της γράψουν ένα γράμμα στα γερμανικά που ήθελε δήθεν να το στείλει σε κάποιο φίλο στη Γερμανία. Έτσι απασχολούσε τους δύο φρουρούς με αστεία, γελάκια, χαριεντίσματα.
Μην ξεχνάμε πως και οι Γερμανοί στρατιώτες, νέα παιδιά με έντονες σεξουαλικές ανησυχίες και με ερωτικές διαθέσεις, έβλεπαν τις όμορφες Ρεθεμνιωτοπούλες με ερωτική διάθεση. Έτσι βρήκε την ευκαιρία η Μαρία Πινιατίδου, μια θαρραλέα, δυναμική και τολμηρή προσφυγοπούλα, να αποσπάσει το πολυβόλο από τη βάση του, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, γιατί είχε αναρριχηθεί από το πίσω μέρος του λόφου. Και ενώ η Χριστίνα χαριεντιζόταν με τους φρουρούς μέσα στη σκηνή, η τολμηρή και άφοβη Μαρία απέσπασε το πολυβόλο και από το ίδιο πίσω μέρος το έφερε και το έκρυψε στο χωράφι που είναι σήμερα κτισμένος ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης -χωράφι τότε με ψηλό χόρτο- χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Πράξη και ενέργεια που μπορεί σήμερα να φαίνεται εύκολη, όμως τότε κάτω από τα τρομερά αντίποινα που ακολουθούσαν κάθε πράξη αντίστασης και δολιοφθοράς σε καιρό πολέμου, να λογάται παράτολμη και παράλογη. Και όμως, αυτή η γενναία πράξη της Πινιατίδου, που συνοδευόταν από τους παλμούς της καρδιάς της και από τους γρήγορους ανασασμούς του φόβου, μπορούσε να αποβεί μοιραία αν, έστω και για μια στιγμή, ένας από τους δυο φρουρούς έβγαινε από τη σκηνή και αντιλαμβανόταν την αρπαγή. Τότε ασφαλώς μ’ έναν πυροβολισμό η Μαρία Πινιατίδου -νυν κυρία Μπενάκη- θα γινόταν ακόμη μία μάρτυρας της αντίστασης και μια ιστορική ανάμνηση. Όμως, αυτό το πολυβόλα το πήραν, μόλις η Μαρία ειδοποίησε, ο Φραγελάκης, οι αδελφοί μου Λευτέρης και Γιώργος, ο Ευάγγελος Ψαρρός, ο Νίκος Μπιρλιράκης και ο Κίμων Τζέτζος και το έφεραν και το έκρυψαν στην αποθήκη του σπιτιού μας, εκεί στο γονικό μας, που πουλήθηκε αργότερα, το 1954. Μάλιστα, το κουβάλησαν μέσα σε τσουβάλι περνώντας ανάμεσα στον κόσμο που έχανε περίπατο στη λεωφόρο Κουντουριώτη, χωρίς να υποψιαστεί κανείς το παραμικρό.
Έτσι, μια κοπέλα μόλις 17 ετών, με τόλμη και θάρρος αξιοθαύμαστο, εξετέλεσε με επιτυχία ένα σπουδαίο έργο που μόνο ικανοί και εκπαιδευμένοι κομάντος μπορούσαν να πραγματοποιήσουν. Γι’ αυτό αξίζει να αναφέρεται η πράξη αυτή της Πινιατίδου ως πράξη ηρωισμού και αυτοθυσίας για τη νεολαία, κυρίως σήμερα, ώστε να αποτελεί εσαεί πράξη προς παραδειγματισμό».
(Από το βιβλίο του «Το Χτικιό»).
Στο εξαιρετικό αφιέρωμά του ο Ηλίας Λουλούδης (27/1/2029) αναφέρει για τη Μαρίκα και τα εξής σημαντικά:
«…Η νεαρή Μαρίκα ήταν δεινή κολυμβήτρια και ένα κορίτσι όλο νεύρο και δύναμη.
Η φυσική κατάσταση και το πείσμα της, την βοηθούσαν να συμμετέχει ενεργά σε παράτολμες ενέργειες και δολιοφθορές κατά των κατακτητών.
Παραθέτω τρεις δράσεις, οι οποίες στην ουσία ήταν η καθημερινότητά της.
Μια καθημερινότητα αντίστασης και κινδύνου.
Σε μια επιχείρηση του ΕΑΜ στην παλιά πόλη, κατάφερε να περάσει τους ελέγχους και να σαλτάρει σε ένα γερμανικό φορτηγό, από το οποίο αφαίρεσε τρία κασόνια χειροβομβίδες οι οποίες διοχετεύτηκαν στη συνέχεια στο αντάρτικο.
Ο φούρνος του Κοτάκη στα βρυσάκια ήταν ο μοναδικός στον οποίο οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής πουλούσαν αλεύρι.
Ένα μέρος των κερδών από την πώληση του ψωμιού έμπαινε σε τσουβάλια (λεφτά Τσολάκογλου), τα οποία κρυβόταν κάτω από τον πάγκο του τερζή Γρυντάκη που ήταν δίπλα. Η Μαρίκα μαζί με την Ολυμπία Παπουτσιδάκη, με κίνδυνο ζωής, μετέφεραν τα χρήματα έξω από την πόλη για τις ανάγκες τις αντίστασης.
Στο γερμανικό φούρνο εργαζόταν αρκετοί επιταγμένοι Ρεθεμνιώτες. Ένας από εργαζόμενους ήταν ο αδερφός της ο οποίος τις έδινε κλεμμένη ζύμη την οποία μοίραζε στον κόσμο που πεινούσε…».
Αιμιλία Λάριου
Ήταν ένα Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1966, όταν περαστικοί εντόπισαν ένα πτώμα στη θαλάσσια περιοχή πίσω από το κτήριο της Νομαρχίας στο ύψος του Αγίου Σπυρίδωνα, να επιπλέει σε πρηνή θέση. Δεν άργησε να διαπιστωθεί ότι επρόκειτο για την Αιμιλία Λαρίου ετών 75.
Επί τόπου μετέβη ο τότε λιμενάρχης Καραγιάννης με λιμενικά όργανα, ανέσυραν το πτώμα και το μετέφεραν στο Νεκροτομείο για ιατροδικαστική εξέταση.
Ενώ προχωρούσε η θλιβερή διαδικασία, η τοπική κοινωνία αναστατωμένη από το γεγονός, δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη σε γεγονότα του είδους, σχολίαζε το θέμα και η ενημέρωση του τύπου «σπασμένο τηλέφωνο» οργίαζε.
Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι η άτυχη γυναίκα υπέφερε από χρόνια, αντιμετωπίζοντας σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Και η κατάστασή της είχε επιδεινωθεί ζώντας σε άθλιες συνθήκες χωρίς καμιά περίθαλψη, χωρίς μια ευκαιρία να βγάζει με αξιοπρέπεια το καθημερινό. Η κυρά Αιμιλία όπως ακουγόταν εξασφάλιζε το καθημερινό της από το Φιλόπτωχο Ταμείο, που ανέλαβε και τα έξοδα της κηδείας και ταφής.
Κάποιοι θυμήθηκαν να πουν ότι υπήρχε και στενός συγγενής που την είχε εγκαταλείψει και έμενε μόνιμα στην Αθήνα χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί για την τύχη της.
Έτσι έκλεισε ο κύκλος ζωής μιας γυναίκας που δεν έλειψε από κανέναν.
Κι όμως λίγες μέρες αργότερα ο αξέχαστος μεγάλος αγωνιστής Γιάννης Κυριακάκης δημοσιεύει στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» τα παρακάτω:
Λίγα λουλούδια
«Αυτοί που δεν σκιάχτηκαν την καταχνιά»
Αιμιλία Λάριου
Αυτές τις μέρες ζήσαμε ένα τραγικό γεγονός που κρατεί σε συγκίνηση ολόκληρη την κοινωνία του Ρεθύμνου.
Η Αιμιλία Λαρίου μια ονομαστή νοικοκυρά, μια ανθρώπινη ύπαρξη που πόνεσε πολύ στη ζωή της και που τα βάσανα και οι πίκρες ήταν γι’ αυτήν ατέλειωτα, βρέθηκε προχθές το πρωί πνιγμένη στην κάτω του Εθνικού Γυμναστηρίου της πόλεώς μας θαλάσσια περιοχή.
Μπροστά σ’ αυτή την τραγικότητα που τη συνοδεύει ο πόνος και η οδύνη, είμαστε υποχρεωμένοι να ανοίξουμε τις πόρτες της μνήμης και να βρεθούμε στην περίοδο που οι Χιτλερικοί μόλυναν τα ιερά χώματά μας στις δύσκολες αυτές και υπεύθυνες ώρες που μετριούνται με την αφειδώλευτη προσφορά και αγάπη προς την πατρίδα και η εθνική συνείδηση και αγάπη προς την ελευθερία.
Για να δούμε πως η πολυδιαβασμένη αυτή γυναίκα Αιμιλία Λαρίου στάθηκε μια άξια Ελληνίδα, μια πραγματική πατριώτισσα αντάξια των αγώνων και των παραδόσεων του λαού μας. Γιατί τις ρητές απαγορευτικές διαταγές των Γερμανών για την παροχή ασύλου στους πατριώτες η κυρά Αιμιλία με άμεσο κίνδυνο της ζωής της, αψηφούσα τα πάντα, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του σπιτιού της για να φιλοξενήσει τους φτασμένους αγωνιστές του λαού μας, Νίκο Μανουσάκη με το ψευδώνυμο Γαλάνης, Μιχάλη Βιτζατζάκη, Μιχάλη Κλεάνη το γνωστό μας κουμπάρο, οι οποίοι με άλλους αγωνιστές κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τα νησιά του θανάτου που τους είχε ρίξει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, και να φτάσουν στο νησί μας για να οργανώσουν την αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Μοιράστηκαν σε ομάδες και σκορπίστηκαν σε όλους τους νομούς της Κρήτης.
Και δεν βρήκαν μόνο άσυλο στο σπίτι της κυρίας Αιμιλίας, αλλά μια ζεστή γωνιά που τους επέτρεψε να οργανώσουν μαζί με τους αξέχαστους αγωνιστές Γιάννη Μαθιουδάκη, καθηγητή, Μανούσο Πορτάλιο, Σήφη Μανωλεσάκη και άλλους πολλούς πατριώτες απλούς ανθρώπους και προσωπικότητες του Νομού μας, το Λαό του Νομού Ρεθύμνης μέσα στις γραμμές του Εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου.
Ένας πυρετός οργανωτικής προετοιμασίας, μια πολύπλευρη εργασία που αφορούσαν την οργάνωση και επιτυχία του αγώνα μελετούνται στο σπίτι της κυρά Αιμιλίας και έφθαναν μετά μέχρι το τελευταίο σημείο του νομού μας. Οι σύνδεσμοι αλώνιζαν την ύπαιθρο και πήγαιναν και έξω από το Νομό μας.
Και να ο κίνδυνος ήταν άμεσος και ενέδρευε πάντοτε όμως όχι μόνο δεν ακούστηκε από το στόμα της κερά Αιμιλίας ούτε η ελάχιστη μεμψιμοιρία αλλά σήκωνε περήφανα και εθελοντικά το βάρος αυτού του αγώνα και συμπεριφερόταν απέναντι στους αγωνιστές σαν και πραγματική μάνα που απλώνει τα φτερά της για να τα προστατεύσει από το βάρβαρο κατακτητή».
Αυτά έγραψε ο Γιάννης Κυριακάκης τονίζοντας την προσωπικότητα μιας άγνωστης ηρωίδας, που αν δεν νεκρολογούσε ο ίδιος κανένας δεν επρόκειτο να ασχοληθεί. Ενώ ο τύπος εκείνων των ημερών κατακλύζεται από δημοσιεύσεις για άλλους επιφανείς νεκρούς, από ευχαριστήρια των οικογενειών τους, για την Αιμιλία δεν περίσσεψε από άλλον ούτε μια φράση συμπαθείας, καθώς ήταν φτωχή και άσημη, χωρίς ένα στήριγμα στη ζωή.
Πηγές:
Σταύρου Φωτάκη: «Στη βορεινάδα μιας κορφής γράφω τα που θυμούμαι…».
Εύας Λαδιά: Μαρία Φωτάκη: Η δασκάλα της ανθρωπιάς.
Εύας Λαδιά: Μανόλης Φωτάκης: Της ανθρωπιάς ο πρίνος.
Ανδρέα Καριανάκη: Μια ηρωίδα μάνα (περιοδικό «Προμηθέας Πυρφόρος» 1984)