Κλέαρχος και Γεώργιος Μαμαλάκης – Αναστάσιος Βάμβουκας
Η μεταπολεμική γενιά γαλουχήθηκε με πολλές ηθικές αξίες αλλά κυρίως με έναν υγιή πατριωτισμό. Είχαν πρότυπα να ακολουθήσουν εκείνοι οι άνθρωποι που δυστυχώς στερούνται οι σημερινοί νέοι. Ονόματα, θρύλοι στοίχειωναν τα όνειρα των αγοριών και γιγάντωναν την επιθυμία στις καρδιές τους να γίνουν σαν αυτούς τους ήρωες.
Και μόνο οι γεννήτορες δεν έπαψαν να πενθούν κι ας τους γέμιζε περηφάνια η θυσία των παιδιών τους.
Από τις τραγικές μορφές ο Στρατής Μαμαλάκης από το Ροδάκινο, που άκουγε το όνομα του αεροπόρου γιου του Κλέαρχου να κυκλοφορεί σαν θρύλος, αλλά εκείνος δεν έπαυσε να τον πενθεί. Ευτυχώς που δεν του έλαχε να πιει και το πικρό ποτήρι του εγγονού του Γεωργίου που κι αυτός υπήρξε μεγάλος αγωνιστής και πάνω στο καθήκον τον βρήκε ο θάνατος.
Ο Στρατής όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο σχετικό μας αφιέρωμα για την οικογένεια Μαμαλάκη, γεννήθηκε στο Ροδάκινο πιθανότατα το 1858 και μεγάλωνε μέσα στις φλόγες της μεγάλης επανάστασης του 1866. Έτσι από μικρός βίωσε και το χρέος της τιμής και το βαρύ τίμημα που πλήρωσε το χωριό του για τη μεγάλη του συμβολή στους αγώνες.
Αυτές οι εμπειρίες χαλύβδωσαν τον χαρακτήρα του και τον προετοίμασαν για τη δική του ώρα που θα έπαιρνε θέση στο μετερίζι για να πολεμήσει τον τύραννο.
Εκεί βρέθηκε με άλλους σπουδαίους καπετάνιους, τον Τσάκαλο, τον Λιάπη, τον Γαλάνη, τον Γερώνυμο, τον Τσούρδο, μεγάλες μορφές του αγώνα που τον δέχτηκαν ανάμεσά τους με τιμές και μαζί έγραψαν σελίδες με ανδραγαθήματα που κόβουν την ανάσα. Κι έγιναν τραγούδι οι ανδραγαθίες αυτές που τραγουδούσαν μέχρι και τα μικρά παιδιά με ξεχωριστό καμάρι.
Στην επανάσταση του 1889 που έμεινε στην ιστορία ως η επανάσταση της Καραβανοξυπολισιάς έδρασαν παντού.
Κι έπειτα ήρθε το δρεπάνι του χάρου να θερίζει μια μια τις ηρωικές αυτές μορφές.
Στις βουνοπλαγιές του Ρούβα το 1890, έπεσε ο Τσάκαλος. Αργότερα σκοτώθηκαν στην Αθήνα ο Λιάπης κι ο Γαλάνης.
Ο Καπετάν Στρατής παρέλαβε τότε μόνος του την αρχηγία του Σώματος και συνέχισε τον αγώνα για τη λευτεριά της Κρήτης. Κι όταν μετά στα 1897 χάραξε το πρώτο φως, ο δοξασμένος καπετάνιος προσελήφθη από την Κρητική Πολιτεία, η οποία του ανέθεσε διάφορα καθήκοντα στη Χωροφυλακή.
Κι ήρθε μετά το κάλεσμα από την Ήπειρο και τη Μακεδονία, στο οποίο από τους πρώτους ανταποκρίθηκε ο Στρατής. Και στους Βαλκανικούς αλλά και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο τίμησε τον τόπο και τη γενιά του.
Ήταν γέρος πια όταν πήρε μέρος στην εκστρατεία των Δαρδανελλίων αλλά κι εκεί διακρίθηκε με τη φλόγα στην καρδιά εφήβου.
Με το τέλος του ευρωπαϊκού πολέμου αποστρατεύθηκε κι έλαβε σύνταξη ανθυπασπιστού. Δυο γιοι του έμειναν να συνεχίσουν τη δράση του. Ο Λεωνίδας που πολέμησε στο Γαλλικό μέτωπο και ο Κλέαρχος για τον οποίο κάνουμε σχετική αναφορά παρακάτω.
Στα χρόνια της ειρήνης ο καπετάν Στρατής ποτέ δεν θέλησε να αναφερθεί στα κατορθώματά του. Σεμνός πάντα απέφευγε να απαντά στους επαίνους εκείνων που τον γνώριζαν. Κι όταν έβλεπε πως δεν σταματούσαν την υμνολογία τους έκοβε με το δωρικό του ύφος λέγοντας: «Έκανα απλά το χρέος μου».
Ο Στρατής ήπιε με αξιοπρέπεια το πικρό ποτήρι της απώλειας χάνοντας τον Κλέαρχο που σκοτώθηκε το 1922 στη Χίο.
Ένοιωθε περηφάνια και δεν βαρυγκώμησε ποτέ. Αλλά το σαράκι τον «έτρωγε» κι ας μην το μολογούσε.
Κλέαρχος Μαμαλάκης
Ο Κλέαρχος γεννήθηκε το 1896 στο Ροδάκινο Ρεθύμνου. Πολέμησε ως εθελοντής κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913.
Τον Αύγουστο του 1917 κατατάχθηκε στην Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού για να εκπαιδευτεί ως οδηγός αεροπόρος. Για τον σκοπό αυτό στάλθηκε στην Αεροπορική Σχολή Σαρτρ της Γαλλίας, απ’ όπου επέστρεψε τον Μάρτιο του 1918 και εξακολούθησε την εκπαίδευσή του στην Αεροπορική Σχολή του Σέδες. Πτυχιούχος οδηγός αεροπόρος τοποθετήθηκε στην 532 Ελληνική Μοίρα και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου, μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της Μ. Ασίας υπηρετώντας διαδοχικά στην Α’ και Δ’ Μοίρα Αεροπλάνων και εκτέλεσε πολλές και ποικίλες αεροπορικές αποστολές.
Σκοτώθηκε στις 10 Αυγούστου 1922 στην περιοχή της Χίου λόγω πτώσεως του αεροσκάφους του κατά την εκτέλεση διατεταγμένης αποστολής.
Δυο χρόνια αργότερα έγινε με τιμές ήρωα η ανακομιδή των οστών του στη γενέτειρα.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε ανακοινωθεί από την προηγουμένη είχε μαζευτεί στις 11:00 το πρωί ένα πλήθος κόσμου στην αποβάθρα του λιμανιού με τις αρχές και τα σχολεία στις πρώτες σειρές. Είχε παραταχθεί κι ένας λόχος από το σύνταγμα για να αποδώσει τιμές.
Μόλις έφθασε η αντιπροσωπεία σχηματίστηκε πομπή με προπορευόμενο τον κλήρο με τα εξαπτέρυγα και πίσω έρχονταν αυτοί που κρατούσαν το κιβώτιο με τα οστά, οι αρχές και ο κόσμος. Η θέα του κιβωτίου που είχε καλυφθεί με τη γαλανόλευκη. Η πομπή κατέληξε στη Μητρόπολη όπου έγινε τρισάγιο, προεστώτος του Μητροπολίτη Τιμόθεου Βενέρη.
Μετά το τέλος της ιεροτελεστίας ο λοχαγός Φαράντος, αφού εξήρε τις αρετές του τιμώμενου νεκρού κατέθεσε στέφανο εκ μέρους των αξιωματικών Φρουράς.
Αμέσως μετά ο Μάνος Τσάκωνας πρόεδρος των εφέδρων αξιωματικών νομού Ρεθύμνης μίλησε επί μακρόν για τον ένδοξο νεκρό και κατέθεσε στέφανο με τη σειρά του εκ μέρους του φορέα που εκπροσωπούσε. Σειρά πήρε μετά ο δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης για κατάθεση στεφάνου μετά από μικρή συγκινητική προσλαλιά.
Ο επίλογος ήταν ένα ποίημα από τον δάσκαλο Γιώργη Ζανουδάκη που συγκλόνισε το ακροατήριο:
Κλέαρχε συ που πέταξες τόσες φορές στα ύψη
Συ που σφαλούσες μια καρδιά λεονταριού στα στήθη
Συ που κρατούσες θαρρετά το ξακουστό τιμόνι
κι εψήλωνες κι ανέβαινες στα σύννεφα απάνω
πως ήρθες και πως σ’ έφεραν εις την λεβεντογέννα
τη μάνα που σ’ εγέννησε και σ’ είδε καπετάνιο;
Κλέαρχε πως εδέχτηκες να ’ρθείς μ’ ένα βαπόρι
εσύ που μόνο πεταχτός και γρήγορος κι ασβέλτος
πετούσες μες στον θάνατο στον ουρανό με τόλμη
κι ένοιωθες μέσα στην καρδιά πάντα να ξεφουντώνει
ο Έρωτας προς την τιμή και της Πατρίδας πόνος
Πώς έκανες στην ξενηθειά τόσον καιρό και μόνος;
Εμείς που περιμέναμε να δούμε τα φτερά σου
ν’ ακούσομε το βοητό και το φτερούγισμά σου
πού ’κανε τ’ αεροπλάνο όταν στα ύψη επέτα
σε βλέπομε αμίλητο ψυχρό σαν κρύα πέτρα
Μα όχι ακούσετε βογκά η μηχανή του θα ’ναι
να τα φτερά που πέφτουνε νάτε και το τιμόνι
Ιδέτε και τον Κλέαρχο μπροστά μας πως πληγώνει
όσους τον ήξεραν καλά κι όσους τον είδαν πάλι
στον πόλεμο, στο Μέτωπο στης Σμύρνης τ’ ακρογιάλι
Ποια είναι εκείνη η φτερωτή γυναίκα που σε φέρνει
εις τα φτερά της τα γοργά με πόνο και λαχτάρα;
Μην είν’ παιδί μου η λευτεριά μην είναι η Ιωνία
μην είναι η Χίος που έρριξε τη φοβερή την μπόρα
κι άνοιξε και σ’ αγκάλιασε και σ’ είχε ως τα τώρα;
Είναι η δόξα που παντού θα σε βαστά μαζί της
Γιατί σ’ ανάθρεψε μικρό και σ’ έκαμε παιδί της
Και θα σε πάρει πλάι της αιώνια να μένεις
Στον τόπο που ‘ναι οι ξακουστοί οι πρώτοι οι δοξασμένοι
Στις 10 Αυγούστου 1922, ο ανθυπολοχαγός Κλέαρχος Μαμαλάκης έχασε τη ζωή του λόγω πτώσεως του αεροσκάφους του, στην περιοχή της Χίου, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης αποστολής.
Γεώργιος Μαμαλάκης του Κλέαρχου
Γιος του Κλέαρχου ήταν ο ήρωας επίσης Γεώργιος Μαμαλάκης. Όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του, η μητέρα του ήταν έγκυος.
Ακολουθώντας το πρότυπο του ήρωα πατέρα του, έγινε κι αυτός αεροπόρος. Φέρεται μάλιστα να έχει πολεμήσει και στη μάχη της Κρήτης. Ο πόλεμος όμως τον υποχρέωσε να αλλάξει μετερίζι. Έπρεπε να τιμήσει τη γενιά του και να δώσει κι αυτός τον αγώνα του για τη λευτεριά. Η τύχη τον έφερε κοντά σε μια σπουδαία γυναίκα τη Λέλα Καραγιάννη. Αναφερόμαστε στη γυναίκα θρύλο. Για όσους δεν γνωρίζουν αν και υπάρχει οδός στην πόλη μας (ελπίζω να υπάρχει ακόμα).
Στην ομάδα της Καραγιάννη, της περίφημης «Μπουμπουλίνας» στην Αντίσταση, δεν έμπαινε καθένας. Έτσι και μόνο ότι ο Γιώργος Μαμαλάκης έγινε συνεργάτης της αυτό και μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό εύσημο ανδρείας.
Κάθε αποστολή που αναλάμβανε την έφερνε σε πέρας με μεγάλη επιτυχία. Σε μια από αυτές όμως συνάντησε και τη γυναίκα της ζωής του. Ένα πανέμορφο κοριτσάκι που ήταν ήδη επιτυχημένη καλλιτέχνις, αστέρι του θεάτρου και της επιθεώρησης. Ήταν η ηθοποιός Καλή Καλό επίσης Ρεθεμνιώτικης καταγωγής.
Μαζί στη ζωή μαζί και στην Αντίσταση. Ο πόλεμος κοντεύει να τελειώσει όταν η Καλή αντιλαμβάνεται ότι θα γίνει μητέρα. Ο Γιώργος όμως δεν πρόλαβε καν να συνειδητοποιήσει ότι έρχεται ένα νέο πλάσμα στον κόσμο ένα δικό του παιδί.
Παραμονές της απελευθέρωσης κι ενώ η Καραγιάννη έχει ήδη συλληφθεί και εκτελεστεί ο Γιώργος αναλαμβάνει αποστολή κοντά στο Ελληνικό Σπεύδει στο καθήκον και δεν ξαναγυρίζει Έπεσε σε ενέδρα και εκτελέστηκε
Έτσι πέρασε στην αθανασία ο Γιώργος Μαμαλάκης του Κλέαρχου. Πήγε να συναντήσει τον ήρωα πατέρα του, αλλά και τον ήρωα παππού του, τον Στρατή Μαμαλάκη με το όνομα.
Αναστάσιος Βάμβουκας
Ένας ακόμα σπουδαίος αεροπόρος ήταν και ο Αναστάσιος Βάμβουκας γιος του θρυλικού αξιωματικού της Χωροφυλακής Γεωργίου Βάμβουκα.
Γεννήθηκε το 1923 στην Αθήνα.
Κατατάχθηκε στη Β. Αεροπορία τον Ιούνιο του 1945 με την πρώτη μεταπολεμική σειρά για το Τμήμα Δοκίμων Εφέδρων Υπαξιωματικών Χειριστών. Τελικά αποφοίτησε τον Μάιο του 1948 με τον βαθμό του μονίμου ανθυποσμηναγού.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων του Εμφυλίου πολέμου είχε δείξει αφάνταστη γενναιότητα. Σε μια από τις επικίνδυνες αποστολές που είχε αναλάβει, πετώντας με Spitfire τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Η κατάσταση της υγείας του ήταν ανησυχητική. Όλοι περίμεναν το μοιραίο. Και τότε αποφασίστηκε να του εφαρμοστεί μια μέθοδος με την τοποθέτηση τιτανίου σε τμήμα του κρανίου του, μέθοδος που τελικά αποδείχτηκε σωτήρια. Ο Τάσος είχε πραγματικά ανασυρθεί από τον Άδη. Όπως ήταν επόμενο μετά την περιπέτειά του αυτή θα έπρεπε να τεθεί σε τιμητική αποστρατεία και να φροντίσει τον εαυτό του. Όσο όμως και αν τον πίεσαν και συγγενικά του πρόσωπα, τονίζοντας ότι θα ρίσκαρε τη ζωή του μπαίνοντας σε νέα περιπέτεια εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά την αποστρατεία. Ζήτησε να παραμείνει με την ειδικότητα του ιπτάμενου και έτσι έγινε.
Τον Απρίλιο του 1951 με το αξίωμα του ανθυποσμηναγού, πήγε στην Κορέα και προστέθηκε στη δύναμη του 13ου Σμήνους που μαχόταν εκεί. Όλα έγιναν με δική του αίτηση και επιμονή. Ήταν η μόνη περίπτωση που δεν ήθελε καν να ακούσει τις παραινέσεις του πατέρα του που από τη μια ένοιωθε περήφανος, από την άλλη όμως ανησυχούσε για την υγεία του παιδιού του.
Και από το νέο του μετερίζι που διάλεξε ο Τάσος Βάμβουκας μεγαλουργούσε κι ας ήταν ο νεότερος κυβερνήτης του σμήνους. Εκτός από γενναίος ήταν και άνθρωπος έξω καρδιά. Συνάδελφοί του είχαν να λένε για το πλούσιο γέλιο του που γέμιζε αισιοδοξία όποιον το άκουγε.
Στις 26 Μαΐου 1951 με συγκυβερνήτη τον έφεδρο ανθυποσμηναγό Νικόλαο Μάμαλη, και μηχανικό τον Αρχισμηνία Ανδρέα Αρτσίτα εκτελεί με C-47 Dacota 92-612 διατεταγμένη πτήση από το αεροδρόμιο Κ-2 ( Taegu) προς το αντίστοιχο Κ-14 (Κίμπο) κοντά στη Σεούλ. Στο ίδιο αεροσκάφος επιβαίνουν ο Υποσμηνίας Οικονομόπουλος και ο Νοτιοκορεάτης Υπολοχαγός Γιαν Πο.
Οι μετεωρολογικές συνθήκες ήταν άθλιες. Ειδικά στην περιοχή μεταξύ Taegu και Σεούλ επικρατούσαν συνθήκες παγετού πέραν της χαμηλής νέφωσης Αυτός ο καιρός ταλαιπωρούσε επί ένα διήμερο την περιοχή αλλά δεν στάθηκε εμπόδιο στον Τάσο Βάμβουκα να πάρει το πηδάλιο.
Ήταν η τελευταία του πτήση. Σύμφωνα με τις αναφορές στο βιβλίο «Ελληνικά Φτερά στον Πόλεμο της Κορέας» (σελ.76-77) το αεροσκάφος είχε πάρει ύψος και πετούσε εντός των νεφών, αλλά πλησιάζοντας στην Taejon έμπαινε σε περιοχή όπου η κακοκαιρία μαινόταν. Σύμφωνα με τους πραγματογνώμονες ο κυβερνήτης θα προτίμησε να συνεχίσει κάτω από τα σύννεφα εκμεταλλευόμενος κάποιο άνοιγμα Από τα συντρίμμια του αεροσκάφους που βρέθηκαν αργότερα στην περιοχή Taejon εικάζεται ότι ο άτυχος Βάμβουκας ακολούθησε ένα ίχνος μέσω του ποταμού Pochong-Chon από τα ανατολικά στα δυτικά σε χαμηλό ύψος προσπαθώντας να βρει διέξοδο. Αλλά μια απροσπέλαστη αλυσίδα από κορυφές σκεπασμένες με πυκνά σύννεφα και η δυνατή βροχή στάθηκαν μοιραία. Από τη συντριβή του αεροσκάφους κανένας δεν επέζησε
Ένας συστρατιώτης του Βάμβουκα, ο σμηναγός Γεώργιος Τσιτσόγλου, μιλώντας στον δημοσιογράφο Λεωνίδα Μπλαβέρη (η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πόλεμος και Ιστορία» τεύχος Ιουλίου 2002), ανέφερε για το θανατηφόρο ατύχημα.
«Απογειώθηκα με άλλο αεροσκάφος και μετά από λίγα λεπτά ακούσω στον ασύρματο ότι ο Βάμβουκας είναι έτοιμος για απογείωση. Σε λίγο ξαναμιλήσαμε στον αέρα και μετά δεν ξαναμιλήσαμε ξανά.
Εγώ πέταγα σε καιρό που συνεχώς χειροτέρευε μέχρι που μπήκα σε σύννεφα κατάμαυρα. Πίσσα. Δεν βλέπαμε τίποτα έξω. Το αεροπλάνο μας άρχισε να κτυπιέται δεξιά κι αριστερά, πάνω-κάτω. Ταυτόχρονα έπεφτε δυνατό χαλάζι. Εκκωφαντικός ο θόρυβος. Ο κόσμος που μετέφερα πίσω, Αμερικανοί στρατιώτες, άρχισε να φωνάζει και να ουρλιάζει: «Μας σκοτώνεις, μας σκοτώνεις». Τα όργανα πτήσης του αεροσκάφους έκαναν σαν τρελά. Δεν υπάκουσαν. Έκαναν ό,τι ήθελαν. Όταν είδα ότι η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο αποφάσισα να κάνω στροφή 180ο και να επιστρέψω πίσω. Σε λίγο αποκαταστάθηκε και η λειτουργία των οργάνων πτήσης και περίμενα να ακούσω τον Βάμβουκα. Σε λίγο χτύπησε ένα τηλέφωνο. «Συναγερμός. Έπεσε ένα αεροπλάνο σε κοντινό λόφο…». Έτσι σκοτώθηκε αυτό το παιδί. Ο Θεός ας τον συγχωρέσει».
Στο βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη «Πρωινή Γαλήνη» (εκδόσεις Μεταίχμιο) που μας έθεσε υπόψη ο ανιψιός του ήρωα πανεπιστημιακός κ. Γεώργιος Αρ. Βάμβουκας, αναφέρεται σε διάλογο, στη σελίδα 360. « …Έχω λίγους μήνες στο σμήνος. Ήρθαμε μαζί με τον συμμαθητή μου τον Βάμβουκα. Θα τα έχετε μάθει τα δικά του εκεί στο τάγμα, απογειώθηκε, τον έκλεισε ο καιρός κι έπεσε πάνω στην πλαγιά. Κάηκαν όλοι. Τίποτε δεν έμεινε. Το πιστόλι του είχε λιώσει, μια πλεξούδα είχε γίνει, εγώ ο ίδιος το μάζεψα. Ήμουν στο συνεργείο περισυλλογής στοιχείων. Μαύρος Μάιος ο περασμένος για το σμήνος μας. Μαύρος κατάμαυρος. Και να σκεφτείς μετά το βαρύτατο τραυματισμό του στον ανταρτοπόλεμο, ο Βάμβουκας, μπορούσε να βγει σε πολεμική διαθεσιμότητα, κι όμως αυτός ο ξεροκέφαλος Κρητικός ήθελε να συνεχίσει να πετάει και ζήτησε μόνος του να έρθει εδώ χάμω…».
Στον Ανθυποσμηναγό Αναστάσιο Βάμβουκα απονεμήθηκε μετά θάνατον ο βαθμός του σμηναγού.
Η σορός του μεταφέρθηκε με οπλιταγωγό, χρόνια αργότερα με άλλες 172 σορούς από στρατιωτικό νεκροταφείο του Πουσάν Κορέας στο λιμάνι του Πειραιά.
Σύσσωμη η πολιτειακή, πολιτική, στρατιωτική κ.λπ. εξουσία ήταν εκεί για να υποδεχθούν τα φέρετρα. Και από εκεί τα μετέφεραν με τιμές στο Α Νεκροταφείο Αθηνών όπου βρήκαν οι ήρωες την αιώνια ανάπαυση.
Από αφηγήσεις και μνήμες όσων τον έζησαν αποδεικνύεται η γενναιότητα του ανδρός, ενός νέου με φλογερά πατριωτικά αισθήματα, που χάθηκε πιστός στο καθήκον, ενώ θα μπορούσε να είχε σωθεί. Αλλά για τον Τάσο Βάμβουκα δεν υπήρχε ζωή μακριά από το μετερίζι της τιμής όπου μέτρησαν το μπόι της ψυχής του τόσοι και τόσοι άλλοι πρόγονοί του. Έτσι έλαβε το στέφανο της αθανασίας, οριοθετώντας με τη θυσία του τους κανόνες του χρέους προς την πατρίδα.