«Απειλή» για τον κλάδο αποτελούν οι ελληνοποιήσεις μελιών εισαγωγής από Κίνα, Ουκρανία και Ισπανία – Χ. Κουβαρά: «Τα βαφτίζουν κρητικά και τα πουλάνε στη βόρεια Ελλάδα»
Πάγιο αίτημα του συλλόγου η ένταξή τους στην ΚΑΠ προκειμένου να λαμβάνουν επιδότηση
Σοβαρά και πολλαπλά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μελισσοκομικός κλάδος στο Ρέθυμνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, που σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχαν ως συνέπεια τη μείωση της παραγωγής στα μελίσσια κατά 60%, κάτι το οποίο συνεπάγεται λιγοστά έσοδα για τους μελισσοκόμους.
Με τη βιωσιμότητα παλεύει και ο μελισσοκομικός κλάδος, όπως και άλλοι τομείς του πρωτογενή τομέα, που αδυνατούν να καλύψουν τα αυξημένα έξοδα παραγωγής, καθώς και να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα του κλάδου, όπως τις λεγόμενες «ελληνοποιήσεις» των εισαγόμενων προϊόντων στη χώρα, τη δυσκολία εύρεσης τροφής για τις μέλισσες, καθώς και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Πολλοί είναι αυτοί που σκέπτονται να εγκαταλείψουν τη μελισσοκομία, που σύμφωνα με τους επαγγελματίες του κλάδου, πλέον δεν μπορεί να αποτελέσει ένα βιοποριστικό επάγγελμα.
Σοβαρές εκτιμάται ότι θα είναι οι επιπτώσεις για το περιβάλλον και τον άνθρωπο με τον αφανισμό της μέλισσας, καθώς αποτελεί τον βασικό επικονιαστή στη φύση.
«Η μέλισσα κινδυνεύει να χαθεί»
Στα προβλήματα που απασχολούν τον κλάδο αναφέρθηκε η πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Ρεθύμνου «Μελιττεύς», Χριστίνα Κουβαρά, μιλώντας στα «Ρ.Ν.».
Η ίδια περιέγραψε ότι ο κλάδος βρίσκεται σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση, με το κυριότερο ζήτημα των μελισσοκόμων να αποτελεί η σημαντική μείωση της παραγωγής στα μελίσσια, καθώς και η συνακόλουθη απώλεια του ζωικού κεφαλαίου.
«Δεν έχουμε παραγωγή τα τελευταία 3-4 χρόνια, έχει πέσει σημαντικά. Αυτήν τη στιγμή η παραγωγή είναι κάτω από 60%. Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι χάνουμε και μελίσσια. Δεν μπορούμε να τα συντηρήσουμε πλέον, διότι δεν έχουμε έσοδα και ως αποτέλεσμα έχει να χάνουμε το ζωικό κεφάλαιο».
Ένα άλλο ζήτημα που απασχολεί έντονα τον μελισσοκομικό κλάδο είναι η έλλειψη τροφής που βρίσκει η μέλισσα στη φύση, κάτι το οποίο δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τους παραγωγούς, λόγω της οικονομικής αδυναμίας, αλλά και λόγω της ανάγκης της μέλισσας για γύρη:
Την ανησυχία της εξέφρασε η κ. Κουβαρά αναφέροντας:
«Πως θα κρατηθούν οι μέλισσες στη ζωή τη στιγμή που δεν υπάρχει μέλι στη φύση και δεν υπάρχει γύρη; Από την άλλη δεν υπάρχουν τα χρήματα για να βάλουμε υποκατάστατο, να πάρουμε τη ζάχαρη, να κάνουμε τροφές και να ταΐσουμε τα μελίσσια, κάτι που πάλι θα ήταν μια προσωρινή λύση, διότι η μέλισσα εάν δεν βρει από τη φύση τροφή, δεν μπορεί να κρατηθεί στη ζωή. Έχει ανάγκη τη γύρη και το νέκταρ».
Τις σημαντικές επιπτώσεις στη φύση και στον άνθρωπο με την εξαφάνιση της μέλισσας «φωνάζουν» οι μελισσοκόμοι του Ρεθύμνου:
«Αυτήν τη στιγμή η μέλισσα κινδυνεύει να χαθεί. Κάνουμε ενημερωτικές ημερίδες, προσπαθούμε να κατανοήσει ο κόσμος την ανάγκη της μέλισσας. Χάνονται οι μέλισσες κατά χιλιάδες και θα τις χάσουμε. Θα χάσουμε το κεντρί της μέλισσας που είναι εξαιρετικά καλό για την υγεία μας, το μέλι που είναι πολύ καλό για την υγεία, όμως επίσης θα χάσουμε τη μέλισσα που επικονιάζει τα πάντα. Εάν η μέλισσα δεν επικονιάσει τα θυμάρια δεν θα μείνει τίποτα», τονίζει η κ. Κουβαρά.
Οι ελληνοποιήσεις «εμποδίζουν» τους μελισσοκόμους στην αύξηση της χαμηλής τιμής του μελιού
Το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων είναι έντονο στη χώρα, κατά το οποίο εισαγόμενα προϊόντα μελιού από το εξωτερικό ονομάζονται «ελληνικά» και διατίθενται στην αγορά, κάτι το οποίο είναι εις βάρος των γνήσιων ελληνικών μελιών.
Επίσης η πολύ χαμηλή τιμή πώλησης των εισαγόμενων προϊόντων στην αγορά, «εμποδίζει» τους μελισσοκόμους να αυξήσουν τις τιμές στο μέλι, οι οποίες είναι πολύ χαμηλές και δεν ανταποκρίνονται στα έξοδά τους, λόγω του ανταγωνισμού από τα φθηνότερα «ελληνοποιημένα» μέλια.
«Εισάγεται μέλι από Κίνα, Ουκρανία, Ισπανία και τα βαφτίζουν «ελληνικά» και τα πουλάνε σαν κρητικά ή ελληνικά μέλια στη βόρεια Ελλάδα. Αυτό είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε», αναφέρει η κ. Κουβαρά, ενώ συμπληρώνει:
«Δεν έχουμε υψηλές τιμές στο μέλι. Με 12-15 ευρώ το μέλι αυτήν τη στιγμή, όταν βγάζουμε ένα 40% της παραγωγής μας, δεν είναι δυνατόν να είμαστε βιώσιμοι. Η τιμή του μελιού δεν έχει ανέβει καθόλου. Βέβαια οι άνθρωποι σαν καταναλωτές είναι φυσικό να μην μπορούν να προμηθευτούν το μέλι εάν αυξηθεί η τιμή του από τη στιγμή που δεν έχουν μεγάλα έσοδα ούτε οι ίδιοι. Όμως για να μπορέσουμε και οι μελισσοκόμοι να ανταπεξέλθουμε οικονομικά, εφόσον βγάζουμε μια παραγωγή 40%, θα πρέπει η τιμή του μελιού να αυξηθεί 60%. Βέβαια, δεν μπορούμε να πουλήσουμε μέλι με 60% πάνω, διότι θα πάει γύρω στα 20 ευρώ, οπότε δεν θα μπορεί να το αγοράσει ο καταναλωτής. Πως θα ανταγωνιστούμε το «μέλι» εισαγωγής που κοστίζει 3 και 4 ευρώ; Ο κόσμος καταφεύγει σε αυτήν τη λύση, που πλανώνται βέβαια, διότι δεν μπορεί να γνωρίζει τι περίεχε. Πάντως σήμερα κάτω από 12 ευρώ θεωρείται πολύ κακό ένα μέλι. Δεν ξέρουμε καν εάν είναι μέλι, διότι με 3,5 ευρώ καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν να είναι μέλι».
Όλα τα προβλήματα του μελισσοκομικού κλάδου εντάσσονται στο πλαίσιο του υψηλού κόστους παραγωγής και της γενικότερης ακρίβειας, χωρίς να έχουν τα ανάλογα έσοδα:
«Υψηλό κόσμος παραγωγής. Ένας μελισσοκόμος καθημερινά έχει να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, τις αυξημένες τιμές στα καύσιμα που είναι ένα μεγάλο έξοδο με τις μετακινήσεις που κάνει, με τα μεροκάματα. Έχουμε πολλά έξοδα και δεν υπάρχουν έσοδα. Πουλάμε και με αυτήν την πολύ χαμηλή τιμή και δεν μπορούμε να καλύψουμε αυτά τα έξοδα», τόνισε η κ. Κουβαρά.
Αίτημα στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης μέσω της Περιφέρειας Κρήτης για την ένταξή τους στην ΚΑΠ έχει υποβάλει ο Μελισσοκομικός Σύλλογος εδώ και τέσσερα χρόνια, όμως χωρίς αντίκρισμα.
Σύμφωνα με την κ. Κουβαρά:
«Ο σύλλογός μας έχει ζητήσει από το υπουργείο εδώ και τέσσερα χρόνια, διότι το προβλέπαμε, να μας εντάξουν στην ΚΑΠ, ώστε να παίρνουμε μόνιμα επιδότηση, διότι πλέον δεν μπορούμε ούτε τα μελίσσια να συντηρήσουμε. Από τότε έχουμε πάρει μόνο υποσχέσεις. Έχουμε ζητήσει από την περιφέρεια να ενταχθούμε στην ΚΑΠ, έχουμε μιλήσει με τον υπουργό. Προσπαθούμε μέσω περιφέρειας και μέσω δήμου να το διεκδικήσουμε. Δυστυχώς δεν έχει καταλάβει ακόμη κανείς τη σημαντικότητα της μέλισσας και πόσο τραγική κατάληξη έχει».