Ανατιμήσεις σκοπεύουν να κάνουν πάνω από μία στις πέντε μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα πωλούμενα αγαθά ή υπηρεσίες τους κατά το β΄ εξάμηνο του 2023, στοιχείο που δείχνει αν μη τι άλλο ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχιστούν για αρκετό καιρό ακόμη. Παρά την αύξηση, πάντως, του κόστους παραγωγής και λειτουργίας οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις φαίνεται ότι είδαν καλύτερες ημέρες το 2022 με πάνω από τις μισές να καταγράφουν κέρδη πέρυσι, κάτι που είχε να συμβεί από το 2019, και να προβαίνουν σε επενδύσεις, αλλά και σε προσλήψεις νέων εργαζομένων. Την ίδια ώρα, τα προβλήματα ρευστότητας – αν και μικρότερα σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια – παραμένουν σημαντικά, καθώς μία στις τέσσερις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχει μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από τη σημαντική, λόγω πληθωρισμού, αύξηση του κόστους του χρήματος. Το ζήτημα αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η συνεχιζόμενη ακρίβεια θα πλήξει περαιτέρω την κατανάλωση ανησυχεί τις επιχειρήσεις, οι οποίες φοβούνται πλέον αρκετά περισσότερο σε σύγκριση με τις αρχές του 2023 τον κίνδυνο διακοπής των δραστηριοτήτων τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα λοιπόν με την εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος που διενήργησε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ), ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, μετά τη σημαντική ενίσχυση που κατέγραψε το δεύτερο εξάμηνο του 2022 στις 69,5 μονάδες, αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση που έχει καταγραφεί σε έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, υποχώρησε ήπια το πρώτο εξάμηνο του 2023 στις 66,7 μονάδες. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας, υποδηλώνει ότι η κατάσταση των επιχειρήσεων μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις έχει σταθεροποιηθεί και σε γενικές γραμμές έχει επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα. Το 51% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη το 2022, έναντι 37,5% το 2021 και μόλις 27,3% το 2020, ενώ το 2019 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 55,2%. Άλλο θετικό στοιχείο είναι η αποκλιμάκωση που παρουσιάζουν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες βρίσκονται σε επίπεδα χαμηλότερα από την προ πανδημίας περίοδο. Συγκεκριμένα, μία τουλάχιστον ληξιπρόθεσμη οφειλή έχει το 27,2% των ΜμΕ, ποσοστό όχι αμελητέο, αλλά αρκετά χαμηλότερο από τα προηγούμενα χρόνια. Τον Φεβρουάριο του 2020, πριν δηλαδή εκδηλωθεί η πανδημία και κυρίως οι επιπτώσεις της στην ελληνική οικονομία, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 38,7%. Το μεγαλύτερο πρόβλημα υπερχρέωσης αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης, καθώς το 20,9% αυτών έχει τρεις ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Πρόκειται για κλάδο που επλήγη μεν σοβαρά από την πανδημία, πρόκειται όμως και για κλάδο με υψηλό ποσοστό φοροδιαφυγής. Σημαντικότερο ίσως πρόβλημα – ακόμη και από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές – είναι η αύξηση του κόστους λειτουργίας. Κατά το α΄ εξάμηνο του 2023 υπολογίζεται ότι το κόστος ενέργειας για τις ΜμΕ αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 20,8%, το κόστος πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 19,8%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 17,3%, το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 7,9%. Βεβαίως, η αύξηση του κόστους μετακυλίεται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στους τελικούς καταναλωτές. Έτσι, μετά τις ανατιμήσεις στις οποίες προχώρησαν οι ΜμΕ το 2022, συνεχίζουν και το 2023. Υπενθυμίζεται ότι το α΄ εξάμηνο του 2022 το 59,2% των επιχειρήσεων είχε δηλώσει ότι αύξησε τις τιμές, το β΄ εξάμηνο του 2022 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 49,1% και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023, 43,3%. Το 21,1% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι σκοπεύει να αυξήσει τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών κατά το β΄ εξάμηνο του 2023 και μόλις το 4,4% δήλωσε ότι θα τις μειώσει. «Φαίνεται λοιπόν πως οδεύουμε σταδιακά σε μια κατάσταση στην οποία οι τιμές θα έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα νέο υψηλότερο επίπεδο με μικρά περιθώρια αποκλιμάκωσης», επισημαίνει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.