Τελικά το Ρέθυμνο τον απέκτησε χάρις στον ζήλο του αξέχαστου παπά Μιχάλη Σταυριανάκη
Καταιγισμός εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από το μαρτύριο των Αγίων 4ων μαρτύρων. Δεν ξέρεις σε ποια να κάνεις ιδιαίτερη αναφορά αφού κάθε μια έχει κι ένα ιδιαίτερο νόημα.
Αυτό που με ξεπερνά σε μερικές περιπτώσεις είναι όταν γίνονται συγκρίσεις και μάλιστα από ανθρώπους που δεν χαρακτηρίζονται για την αισθητική τους και πολύ περισσότερο για την παιδεία τους.
Όποιος διαθέτει αυτές τις αρετές ποτέ δεν κριτικάρει ως «κυράτσα» αλλά χειροκροτεί και επαινεί. Γιατί η Τέχνη και κάθε απαύγασμα ψυχής δεν χωράει αμφισβήτηση.
Αυτό που δεν είδα ακόμα και περιμένω να το αξιολογήσουν όπως του πρέπει οι «επαίοντες» είναι η πρωτοβουλία του Σεβασμιοτάτου κ. κ. Προδρόμου.
Ο φωτισμένος μας Ιεράρχης κατάφερε να ενώσει τα ανόμοια σε έναν κοινό στόχο. Έχει ξαναγίνει αυτό και μάλιστα με τόση επιτυχία;;; Από τους νεοσσούς του πολιτιστικού γίγνεσθαι μέχρι τους κορυφαίους όπως ο Μπάμπης Πραματευτάκης βάζουν τη δική τους ψηφίδα σε ένα παζλ δημιουργίας που θα χαιρετίζουν και οι αιώνες.
Με τη δράση αυτή του Μητροπολίτη μας σίγουρα θα αγάλλονται οι ψυχές εκείνων που ασχολήθηκαν χρόνια για να έχει ο ναός των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων τη μεγαλοπρέπεια που τον χαρακτηρίζει.
Στο Αμάρι ο πρώτος ναός
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι ο πρώτος ναός στη μνήμη τους χτίστηκε στον Αγ. Ιωάννη Αμαρίου κατά το 1867, από συγγενείς του Αγγελή. Επίσης γύρω στα 1920 χτίστηκε και στην Αγ. Γαλήνη, το 1958 στο χωριό τους Μέλαμπες (εκεί που τους συνέλαβαν και αποχαιρέτησαν τα παιδιά τους), μάλιστα ένας από τους τέσσερις έβγαλε τα καινούρια παπούτσια του και τα χάρισε στον βαφτισιμιό του.(Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη: Ο ναός των 4ων Μαρτύρων).
Την πρώτη εξάλλου εκκλησία των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου οφείλουμε στη Μονή Πρέβελη.
Οι κάτοικοι του φτωχού ορεινού χωριού Άκτούντα, ενός από τα ψηλότερα της Κρήτης, δεν είχαν εκκλησία να τους χωρεί. Κατάφυγαν στο Μοναστήρι και με τη μεσολάβηση του ονομαστού «Γούμενου του 65» Αγαθάγγελου Παπαβασιλείου, που ήτο χωριανός των και που τόσο σοφά διακυβέρνησε το Μοναστήρι στις πιο δραστήριες σ’ όλη την εποχή του περιστάσεις, πέτυχαν να καταβάλει τούτο τα έξοδα και εκείνοι την προσωπική εργασία να κτισθή η Εκκλησία. Ύστερα από απαίτησι του Μοναστηριού στη Διμάρτυρη εκκλησία που θα χτιζόταν, το ένα κλίτος θα αφιερωνέτο στον Ευαγγελισμό και το άλλο στους Τέσσερις Νεομάρτυρες των Μέλαμπων.
Η εκκλησία κτίστηκε και είναι ένα πολύ εντυπωσιακό έργο για την εποχή του, στα 1877. Και σε όβγορη τοποθεσία τόσο που φαίνεται όλη η Επαρχία τ’ Άη -Βασίλη και δυτικά τα βουνά ως τη Μαλάξα και Ανατολικά η έκτασις ως τα Αστερούσια όρη (Κόφινας) του Μονοφατσίου. Μόνο η παραλία δεν φαίνεται!
Τα παραπάνω που έχουν αναρτηθεί και στο «Πολιτιστικό Ρέθυμνο» είναι από την έρευνα του Μιχαήλ Μυρωνος Παπαδάκι, που ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκε με πάθος και για να αναδείξει την ιστορία των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων.
Ίδρυση του ναού στο Ρέθυμνο
Ο ναός τους όμως στην πόλη του Ρεθύμνου πέρασε από «σαράντα κύματα».
Στον τόπο μαρτυρίου τους έγινε η πρώτη ενέργεια για την ίδρυση ναού το 1904 με δωρεά του περιβολιού οικοπέδου από τον …μουσουλμάνο Τουρκορεθεμνιώτη Αρίφ Μπεσιράκη. Έγιναν στη συνέχεια έρανοι σε χωριά του νομού και το 1907 ο Ύπατος Αρμοστής Κρήτης Αλ. Ζαΐμης ενέκρινε την ανέγερση του ναού, που φαίνεται να ξεκίνησε το 1909 που κόπηκε και ο πλάτανος Στο καταστατικό του συλλόγου που ιδρύθηκε το 1930 με την υπ’ αριθμόν 628 απόφαση του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου με σκοπό την αποπεράτωση επιτέλους του ναού, αναφέρεται ότι το πρώτο κτίσμα θεμελιώθηκε από τον Επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονύσιο Καστρογιαννάκι στα 1905. Είχε σχέδιο Σταυροειδούς Βασιλικής με εγγεγραμμένο Σταυρό, άνευ τρούλλου. Στα 1910, ο Μητροπολίτης επεδήμησε εις Κύριον και η Εκκλησία έμεινε ημιτελής. Ευτυχώς που είχαν προλάβει να βάλουν γαλλικά κεραμίδια για οροφή.
Οι Ρεθεμνιώτες δυσανασχετούσαν για την αδιαφορία των αρμόδιων που οδηγούσε το κτίσμα στην κατάρρευση και
έκαμαν το σωματείο να περισώσει ότι μπορεί.
Πράγματι τα μέλη του σωματείου έκαναν ό,τι μπορούσαν. Κι ήταν ξεχωριστοί όλοι οι συμπολίτες που το αποτελούσαν.
1) Πρόεδρος: Εμμανουήλ Ι. Φραγγεδάκις ιατρός
2) Αντιπρόεδρος: Ευστάθιος Κουμεντάς
3) Γραμματεύς: Μύρων Παπαδάκις
4) Ταμίας: Εμμανουήλ Ζ. Βασιλάκις
5) Μέλη: Αντώνιος Λαμπάκις, Νικόλαος Τζιράκης, Σπύρος Δασκαλάκης, Μάρκος Τζέλησις, Δημήτριος Σταυριδάκης, Ευάγγελος Ζουρμπάκις.
6) Κοσμήτωρ
7) Λοιπά ιδρυτικά μέλη: Νικόλαος Μαρκάκις, Κωνσταντίνος Φωτάκις, Γρηγόριος Ντελιδάκης, Μιχαήλ Κλειδής, Νικόλαος Παπουτσιδάκις, Στυλ. Βιζυργιανάκης, Ιωάννης Μαρκάκις, Εμμανουήλ Σαββάκις, Κωνσταντίνος Γαλάνης, Εμμ. Παπουτσιδάκις, Γεώργιος Φ. Δάφερμος.
Έκαναν πράγματι ό,τι μπορούσαν οι άνθρωποι αυτοί για την εκπλήρωση των καταστατικών τους σκοπών. Και εράνους ξεκίνησαν και το κράτος κινητοποίησαν προς την κατεύθυνση της αποπεράτωσης του ναού.
Από το σημείο αυτό ξεκινούν και οι περιπέτειες καθώς υποστηρίχτηκε πως η εκκλησία ήταν ετοιμόρροπη και μέχρι να εξακριβωθούν τα επικίνδυνα σημεία κυλούσε ο χρόνος χωρίς αποτέλεσμα. Με τη δικτατορία Μεταξά σταμάτησε κάθε δραστηριότητα αφού καταργήθηκε και αυτό το σωματείο μαζί με τα άλλα. Ο πόλεμος που ακολούθησε κάθε άλλο παρά ευνοούσε τέτοιες προσπάθειες. Το 1941 μάλιστα με διαταγή του Γερμανού φρουράρχου Μπάουρερ, χρησιμοποιήθηκε ως …στάβλος (!!!) για τα άλογα, αλλά και χώρος στάθμευσης μοτοσυκλετών με ειδική ράμπα.
Μετά τον πόλεμο και μέχρι το 1947 ο ναός ήταν χώρος ευτυχισμένης προσέλευσης των παιδιών που εύρισκαν άνετο χώρο …να παίξουν.
Από μια επιστολή του π. υπουργού Εμμ. Παπαδογιάννη στην εφημερίδα «Βήμα» τον Νοέμβριο του 1954 πληροφορούμαστε ότι το 1949 πήρε την πρωτοβουλία να ασχοληθεί με το θέμα.
Βρήκε όμως απέναντι την Εκκλησία που υποστηρίζοντας την αρχή της τελειότητας έκανε μεγαλεπήβολες σκέψεις για την ολοκλήρωση του ναού. Βέβαια και η εκκλησιαστική αρχή έδειχνε με τη σειρά της ότι κάτι κάνει με επιδεικτική δράση στη συλλογή εράνων. Κι ήταν τόσο σημαντικό το αποτέλεσμα που είχε δημιουργηθεί σε όλους η εντύπωση ότι θα απέδιδε στη λατρεία της τοπικής κοινωνίας ένας ναός που μπορεί να μην πλησίαζε αυτό της Αγίας Σοφίας θα ήταν όμως επιβλητικός και αντάξιος για την περίσταση
Σύμφωνα πάντα με την επιστολή Παπαδογιάννη «την κατεδάφισην του ετοιμόρροπου κτίσματος και τη ανέγερσιν του προς ανέγερση ναϊσκου διετέθεσαν εξ ειδικού κονδύλιου αρχικώς 125.000.000 και όταν απεδείχθησαν ανεπαρκή έτερα 60.000.000 ήτοι σύνολον 185.000.000 δραχμών».
Και καταλήγει ο Παπαδογιάννης «Έγιναν μεν αδικαιολόγητοι καθυστερήσεις αποπεράτωσης του κτιρίου μετά την εκ του υπουργείου της ανοικοδομήσεως αποχώρησιν μου, αλλ’ οπωσδήποτε προς τριετίας αποπερατώθη το έργον, διότι η πίστωσις είχε κατετέθη εις την Τράπεζαν και δεν ήτο δυνατή και διάθεσίς της προς άλλους σκοπούς, ως συνέβη δι άλλα έργα, ως η χρηματοδότησις είχε διαταχθεί επί των ημερών μου (υδραγωγείου και Νοσοκομείου Ρεθύμνης και άλλα).
Και με την αποπεράτωσιν του κτιρίου και την παράδοσιν του εις την Εκκλησιαστικήν αρχήν εγεννήθη εύλογος προσδοκίαν ότι η Επιτροπή θα μέριμνά δια την διακόσμησιν και τη συμπλήρωσιν του Ναού και εις Αθήνας έφθασεν η πληροφορία ότι τα εγκαίνια του θα ετελούντο κατά την επέτειον του μαρτυρίου κατ’ Οκτώβριον 1951 η οποία θα συμπίπτει κατά θείαν σύμπτωσίν με τη μεγάλη Εθνικήν Επέτειον της 28ης Οκτωβρίου.
Αλλ’ εκ των πραγμάτων διεψεύθησαν και αι προσδοκίαι και αι πληροφορίαι και αι υποσχέσεις. Με τη συνήθη μακαριότητα τα πάντα εσταμάτησαν και πάσα σχετική κίνησης περιήλθεν εις νέκρωσιν. Θλιβερά διαπίστωσις μοιρολατρείας. Ολοι υπο μανδραγόραν καθεύδουν και η επιδεκτική δραστηριότης και τα μεγαλεπήβολα σχέδια εξητμίσθησαν!
Τιθεμένον κατά μέρος ζητήματος του Εθνικού νομίζω ότι χρέος έχουν οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι το νομού να επιληφθούν του θέματος. Ο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ως τυπικός και ουσιαστικός αρμόδιος αλλά και ο Λάμπης και Σφακίων ως ηθικώς θεματοφύλαξ της υποχρεώσεως και αποδόσεως τιμών εις του Μάρτυρας τους οποίους εγέννησεν η Λάμπη της οποίας είναι θρέμματα και της οποίας είναι ο πνευματικός αρχηγός.
Φιλικότατα».
Εμμ. Μ. Παπαδογιάννης
Το 1949 ο προηγούμενος ναός κατεδαφίστηκε με απόφαση της Νομαρχίας και το χτίσιμο της δεύτερης εκκλησίας ξεκίνησε το 1955.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 28-10-1955 από τον επίσκοπο Αθανάσιο Αποστολάκη και με πρώτο εφημέριο τον Μιχάλη Σταυριανάκη.
Ούτε κι ο ναός αυτός με τριπλή τζαμαρία στον πρόναο ικανοποιούσε τους ρέκτες συμπολίτες και το 1972 παρά τις διαμαρτυρίες ορισμένων κατεδαφίστηκε με το αιτιολογικό ότι ήταν μικρός είχε κακοτεχνίες και δεν ανήκε σε κανένα ρυθμό.
Ο ναός που γνωρίζουμε θεμελιώθηκε στις 25 Ιουνίου 1972 από τον μακαριστό επίσκοπο Τίτο και εγκαινιάστηκε από τον ίδιο στις 28 Δεκεμβρίου 1975. Με χωρητικότητα περίπου 1.000 ατόμων κάλυπτε τις προσδοκίες των ενοριτών, όσο για το κόστος έφθασε τα 8 εκατ. δρχ. Μεγάλες ευεργέτιδες του ναού ήταν η Ελένη Θ. Γεωργίου και η Βασιλική Μαθιουδάκη.
Με την ολοκλήρωση του ναού πήρε βαθειά ανάσα ο αξέχαστος παπά Μιχάλης Σταυριανάκης που είχε κάνει σκοπό ζωής την ολοκλήρωση του ναού.
Να προσθέσουμε για την ιστορία ότι στις 29-8-78 με Συνοδική Πράξη από τον Πατριάρχη Κωνσταντουπόλεως Δημήτριο αγιοποιήθηκαν οι Τέσσερις Μάρτυρες, με το κεντρικό κλίτος του ναού ν’ αφιερώνεται στη μνήμη τους (28 Οκτωβρίου), ενώ το νότιο στους Αγ. Δέκα (23 Δεκεμβρίου) και το βόρειο στους 40 Μάρτυρες (9 Μαρτίου). Στο ιερό βήμα φυλάσσονται οι τρεις κάρες των αγίων, με το τέμπλο να είναι δωρεά της οικογένειας Βαρδινογιάννη (με εικόνες του 1955 από τον Φ. Κόντογλου). Στο υπόγειο του ναού υπάρχει παρεκκλήσι του Αγ. Σάββα (5 Δεκεμβρίου).
Ο παπά Μιχάλης είχε τοποθετηθεί στην ενορία το 1955 Σπουδαίος ιερέας και αξέχαστος. Έδινε την αίσθηση μιας αγγελικής παρουσίας. Ακτινοβολούσε αγάπη και το μόνο που τον θυμάμαι, τότε που τον πρωτογνώρισα, με πόση αγωνία έτρεχε από υπηρεσία σε υπηρεσία, πόσες επιστολές έστελνε σε παράγοντες και πόσο ευτυχισμένος δήλωνε όταν εύρισκε ανταπόκριση. Σου έδινε την εντύπωση ότι του χάρισαν τον κόσμο ολόκληρο.
Ήταν τόσο ευαίσθητος, τόσο σημαντικός εκείνος ο αγαθός λευίτης που αποτελεί την ομορφότερη ανάμνηση παιδικών χρόνων για τους σημερινούς πενηντάρηδες και άνω. Τον αισθανόσουν πάντα κοντά σου σε χαρά και σε λύπη. Άκουγες και το γλυκό του μάλωμα με σεβασμό. Γιατί ποτέ δεν υπήρξε άδικος με κανέναν.
Μπροστά στο Άγιο Βήμα, λεβέντης καθώς ήταν, εντυπωσίαζε, χωρίς να το επιδιώξει. Άλλωστε όταν ιερουργούσε ο παπά Μιχάλης, καμιά άλλη σκέψη δεν μπορούσε να σε αποσπάσει σε κάτι απλό καθημερινό.
Σωστά ειπώθηκε ότι βίωνε τη θεία λειτουργία κι αυτό μετέδιδε στο εκκλησίασμα.
Έδινε χρώμα ο παπά Μιχάλης με την αγγελική παρουσία του σε κάθε τελετή, σε κάθε μεγάλη στιγμή της Ορθοδοξίας μας.
Περήφανος για την ταπεινή καταγωγή του
Γεννήθηκε στη Δρύμισκο το 1929. Ήταν γιος ενός ευσεβέστατου απλού ανθρώπου του Κωνσταντίνου Σταυριανάκη και της Παγώνας Κυριακάκη. Ήταν ένα αγνό, πράο παιδί γεμάτο όρεξη για μάθηση. Φρόντιζε να είναι πάντοτε κοντά σε ‘κείνους που είχαν ανάγκη και να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια.
Πάλευε ο πατέρας ν’ αναστήσει τα παιδιά του χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσει για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
Το περιβάλλον που μεγάλωσε, ο παπά Μιχάλης, οι παραδόσεις που τον γαλούχησαν, η ιστορική του καταγωγή, τον έφεραν κοντά στην Εκκλησία από φλεγόμενη πίστη και αγάπη στον Χριστό.
Ακολούθησε σπουδές στην Ιερατική Σχολή Χανίων και χειροτονήθηκε αμέσως διάκονος το 1953 και δυο χρόνια αργότερα έγινε ιερέας στον ιερό χώρο, όπου επρόκειτο να μεγαλουργήσει ως εφημέριος και ως άνθρωπος. Τον χειροτόνησε ο τότε επίσκοπος Αθανάσιος Αποστολάκης.
Συνέχισε τις σπουδές του χωρίς να αμελήσει κανένα από τα καθήκοντά του και λίγο αργότερα έλαβε το πτυχίο Ποιμαντικής από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο παπά Γιώργης Χουρδάκης, σε μια νεκρολογία του, αναφέρει στο βιογραφικό του παπά Μιχάλη ότι παρακολούθησε και σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αυτό που τον διέκρινε πάντα ήταν ο σεβασμός στις ρίζες του.
Ποτέ δεν ντράπηκε για την ταπεινή του καταγωγή, αντίθετα μιλούσε με ευγνωμοσύνη και περηφάνια για τους γεννήτορές του, που ενώ ήταν πάμπτωχοι, κατάφεραν να προσφέρουν τόσα πολλά στα παιδιά τους.
Κυρίως να τα γαλουχήσουν με τις αξίες της ζωής.
Θυμάμαι ένα βράδυ πηγαίνοντας να πάρω τα παιδιά από τη μητέρα μου, που έμενε απέναντι από το σπίτι του παπά Μιχάλη, στην Ιερολοχιτών, με καθήλωσε ένα υπέροχο άκουσμα. Είχαν γιορτή. Πρέπει πως ήταν των Ταξιαρχών. Τραγουδούσε ο παπά Μιχάλης ριζίτικο. Κι όταν τέλειωσε εκείνος συνέχισε η πρεσβυτέρα του η αξέχαστη Αμαλία Σταυριανάκη, που ήταν από τις βασικές φωνές και της Μικτής Ρεθεμνιώτικης Χορωδίας. Άκουγα και δεν ήθελα να φύγω. Καθόμουν καταμεσής του δρόμου και απολάμβανα.
Τίτλος τιμής ο Χατζής
Το 1989 ο παπά Μιχάλης επισκέφθηκε τους Άγιους Τόπους. Με τη χαρά μικρού παιδιού δακρύζοντας, κάποιες φορές, μου περιέγραφε τα συναισθήματά του, πατώντας εκεί περπάτησε ο Κύριος. Και από το ταξίδι του αυτό και μετά, δεν έλειπε από τις υπογραφές του η λέξη «Χατζής» που ήθελε και να την ακούει γιατί όπως έλεγε ήταν όνειρο ζωής.
Συνηθίζω να μην αναφέρομαι σε σημεία που αποτελούν μελανές σελίδες στην ιστορία του τόπου.
Θα κάνω μια εξαίρεση γιατί από αυτό που ήρθε στο νου, με την ευκαιρία, φαίνεται και η προσωπικότητα του παπά Μιχάλη.
Όταν ήταν υποχρεωμένος να κτυπά πόρτες για την ανέγερση του νέου ναού των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, κράτησε σε δέλτο μνήμης, ανεξίτηλης, όλους τους ευεργέτες.
Σε μια περίοδο που είχε και το Ρέθυμνο διχαστεί, τα γνωστά μιας εποχής που μας αξιολογούσαν ανάλογα με την ιδεολογική μας ταυτότητα, ο παπά Μιχάλης δέχτηκε τη μήνη τοπικού παράγοντα, γιατί σε μια τελετή φάνηκε σαν να κάνει διάκριση σε κάποιο πολιτικό πρόσωπο. Ακόμα το θυμάμαι και θαυμάζω…
Θεέ μου τι λεβεντιά ήταν εκείνη… Άστραψε και βρόντησε ο υπέροχος εκείνος ιερέας.
«Θα μου πείτε εμένα πως θα δεχθώ κάποιον που ποτέ δεν μου έκλεισε την πόρτα στις εκκλήσεις μου για το ναό αυτό; Νομίσετε ό,τι θέλετε. Λιθοβολήστε με. Την ανθρωπιά μου δεν τη διαπραγματεύομαι…».
Είπε και σώπασαν οι πάντες. Τι να πουν άλλωστε;
Αυτά σε μια εποχή που έπρεπε να ακολουθείς ρεύματα της εποχής για να επιβιώσεις κοινωνικά.
Κοντά στο τέλος
Αρχές της δεκαετίας του ’90 ο λαοφιλέστατος ιερέας δεν ήταν αυτό που θυμόμαστε. Δεν θύμιζε τον λεβεντόκορμο παπά με το αγέρωχο βάδισμα. Πρόβλημα υγείας τον καθήλωνε σιγά-σιγά. Ακόμα και τότε όμως δεν έχασε το θάρρος του. Αντιμετώπιζε κάθε πρόβλημα με αξιοπρέπεια. Και δεν έπαυσε να ευχαριστεί τον Θεό μετά την πρώτη επιτυχημένη εγχείρηση, στην οποία είχε υποβληθεί και όλοι αγωνιούσαμε για το αποτέλεσμα.
Αξίζει να τονιστεί ότι σε κάθε κρίση, όταν του θύμιζε η μεγάλη καρδιά του ότι θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός, αλλά εκείνος δεν έβαζε το καθήκον στο περιθώριο, οι γιατροί έτρεχαν κοντά του με περισσότερο ζήλο από όσο θα περίμενε κανείς. Σαν να επρόκειτο για στενό τους συγγενή. Στόχος να τον βοηθήσουν γιατί όλοι τον είχαμε ανάγκη. Μόνο για το χαμόγελο και τη ζεστή του ματιά. Μόνο να τον βλέπουμε να κατευθύνεται στο ναό με το σκούφο του καλόγερου και το ράσο του να κυματίζει.
Ο αξέχαστος παπά Μιχάλης, μας αποχαιρέτησε μια σημαδιακή μέρα. Ήταν των Τριών Ιεραρχών του 1995. Γιορτή που εκείνος τιμούσε ιδιαίτερα.
Με το πρώτο θλιβερό άγγελμα της καμπάνας βυθίστηκε στο πένθος το Ρέθυμνο. Στο λαϊκό προσκύνημα που εκτέθηκε η σορός του συμμετείχαν όλοι μικροί και μεγάλοι. Αποχαιρετούσαμε με δάκρυα οδύνης τον αξέχαστο κληρικό Δάκρυα της καρδιάς χωρίς υπερβολή.
Θα συνεχίσουμε στο αυριανό φύλλο μας με τους επόμενους άξιους συνεχιστές του έργου του παπά Μιχάλη στην ενορία των Τεσσάρων Μαρτύρων.