Κλειστά παραμένουν εδώ και μια βδομάδα τα μικροβιολογικά εργαστήρια και στο Ρέθυμνο, καθώς οι εργαστηριακοί γιατροί του νομού συμμετέχουν στην πανελλήνια κινητοποίηση του κλάδου διεκδικώντας να αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΠΥ για όλες τις συνταγές που εκτελούν.
Αυτήν τη στιγμή στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα εργαστήρια έχουν κατεβάσει ρολά, με τη συμμετοχή να ξεπερνά το 80%, ενώ μόλις δύο εργαστήρια στον νομό εξυπηρετούν μόνο τα επείγοντα περιστατικά στο Ρέθυμνο. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο του πληθυσμού του νομού, το διάστημα αυτό που είναι σε εξέλιξη η κινητοποίηση των εργαστηριακών γιατρών, μπορεί να εξυπηρετείται από το νοσοκομείο Ρεθύμνου, με ό,τι ταλαιπωρία αυτό συνεπάγεται, δεδομένες τις σοβαρές ελλείψεις προσωπικού στο νοσηλευτικό ίδρυμα.
Χθες στη διάρκεια συνέντευξης τύπου η πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου Αναστασία Καπελέρη αναφέρθηκε στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαστηριακοί γιατροί οι οποίοι, όπως είπε, οδηγούνται σε οικονομική εξουθένωση, καθώς ο κλειστός προϋπολογισμός του ΕΟΠΠΥ και τα clαw back έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο τους γιατρούς και απειλούν τη βιωσιμότητα των μικροβιολογικών εργαστηρίων των αυτοαπασχολούμενων κλινικοεργαστηριακών γιατρών. Όπως τονίζουν οι γιατροί εδώ και χρόνια πραγματοποιούν εργαστηριακές εξετάσεις χωρίς να αποζημιώνονται για το σύνολό τους.
Συγκεκριμένα η κα Καπελέρη, περιγράφοντας το χρονικό που οδήγησε τα μικροβιολογικά εργαστήρια σε κινητοποιήσεις, τόνισε:
«Ο κλειστός προϋπολογισμός και η ανοιχτή συνταγογράφηση δημιουργούν τεχνητό χρέος στους εργαστηριακούς ιατρούς, καθώς είναι αποδέκτες ενός παραπεμπτικού που είναι υποχρεωμένοι να εκτελέσουν. Το 2013 επιβάλλονται οι μνημονιακοί νόμοι clawback και rebate. Το clawback σημαίνει υποχρεωτική οριζόντια έκπτωση επί του τζίρου, ενώ rebate είναι κλιμακωτή έκπτωση επί του τζίρου, το οποίο ξεκινούσε από τα 500 ευρώ με ποσοστό 5%, για να φτάσει σε ποσοστά 25% και άνω. Το 2017 εισήχθηκαν 86 νέες εξετάσεις με μηδενισμό της συμμετοχής για ορισμένες κατηγορίες ασφαλισμένων, χωρίς να αυξηθεί ο προϋπολογισμός. Το clawback ανεβαίνει σταδιακά 24%. Φτάνουμε στα χρόνια της πανδημίας, στα οποία – σύμφωνα και με επίσημους αναλυτικούς μηνιαίους πίνακες του ΕΟΠΠΥ – το clawback εκτινάσσεται από το 32% για να φτάσει μέχρι σήμερα στο 55%. Αυτό συνέβη, διότι έγινε μια στροφή των ασφαλισμένων του ΕΟΠΠΥ στα ιδιωτικά εργαστήρια, καθώς είτε δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν στα νοσοκομεία εξαιτίας της πανδημίας, είτε γιατί πολλά νοσοκομεία έγιναν μονοθεματικά, δηλαδή δέχονταν μόνο ασθενείς με κορονοϊό. Στη συνέχεια, το 2022, με έναν προϋπολογισμό σε εργαστηριακές εξετάσεις 680 εκ. ευρώ, ο κλειστός προϋπολογισμός του ΕΟΠΠΥ ανέρχεται γύρω στα 380 εκ. ευρώ, με αποτέλεσμα τα 200 εκ. ευρώ να τα πληρώνουμε εμείς. Εάν σκεφτεί κανείς ότι συγχρόνως με το τρέχον clawback, γίνονται εισπράξεις δύο κύκλων δόσεων των 120 που αφορούν clawback των προηγουμένων ετών, στα οποία δεν εφαρμοζόταν προείσπραξη, έχουμε φτάσει να εισπράττουμε ένα 30% της υποβολής μας. Για παράδειγμα, εάν ένας πάροχος έχει υποβολή 5.000 ευρώ, καταλήγει να εισπράττει με το φόρο 1500 ευρώ. Το να καταθέτεις 100 ευρώ και να παίρνεις τα 25, δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε διαχειρίσιμο πλέον. Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ότι για κάθε καινούργια εξέταση που προσθέτει ο ΕΟΠΠΥ – και καλώς προσθέτει, διότι η επιστήμη εξελίσσεται και οι ασφαλισμένοι χρειάζονται εξετάσεις που να τους βοηθούν στη διάγνωση της νόσου και στην καλύτερη αντιμετώπισή της- η προσθήκη της εξέτασης αυτής δε θα προκαλέσει δαπάνη στον οργανισμό, αφού αυτή τη δαπάνη θα την πληρώσουν αυτοί που θα έπρεπε να αμειφθούν για την εκτέλεσή της. Δηλαδή, την εξέταση αυτή την ενσωματώνουν στον μηχανισμό του clawback. Το Σύνταγμα της Ελλάδας και η χάρτα δικαιωμάτων του ανθρώπου απαγορεύουν την απλήρωτη εργασία. Επίσης, το Σύνταγμα της Ελλάδας δεν επιτρέπει την πώληση υπηρεσιών κάτω του κόστους» και συμπλήρωσε ότι: «Τα εργαστήρια με τα υπέρογκα ποσά που τους καταλογίστηκαν καταστράφηκαν οικονομικά χωρίς να έχουν ευθύνη και όταν αποφάσισαν να αντιδράσουν απειλούνται με διακοπή της σύμβασής τους. Δηλαδή ο ΕΟΠΠΥ ενεργοποίησε μια τροπολογία, στην οποία αναφέρει ρητά, ότι εάν αρνηθούμε να εκτελέσουμε παραπεμπτικά, θα χάσουμε τη σύμβασή μας. Αυτό όπως καταλαβαίνετε δεν είναι σωστό. Εμείς κλείνουμε, όχι γιατί δε θέλουμε να εξυπηρετήσουμε τους ασφαλισμένους μας, για τους οποίους ζητάμε συγγνώμη για την ταλαιπωρία που υφίστανται, καθώς οι εργαστηριακοί γιατροί καλύπτουν άνω του 90% των εξετάσεων που χρειάζεται στην Α’ βάθμια φροντίδα υγείας. Εμείς κλείνουμε γιατί πλέον δε μπορούμε να ανταπεξέλθουμε σε αυτή την κατάσταση».
Αίτημα η εφαρμογή διαγνωστικών πρωτοκόλλων
Λύση για την «επιβίωση» των μικροβιολογικών εργαστηρίων για τη συνέχιση της εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων με ποιοτικές εξετάσεις, είναι η εφαρμογή διαγνωστικών πρωτοκόλλων, που σύμφωνα με την κα Καπελέρη αφορά μεταξύ άλλων και στον έλεγχο της παραβατικότητας της συνταγογράφησης.
Συγκεκριμένα, τα αιτήματα των εργαστηριακών γιατρών σύμφωνα με την πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου είναι: – Να εφαρμοστούν διαγνωστικά πρωτόκολλα, όπως εφαρμόζονται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα δηλαδή με διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες ορθής κλινικής συνταγογράφηση. «Ζητάμε να καταργηθούν οι μνημονιακοί νόμοι, δεν είμαστε πλέον στα μνημόνια. Έστω να υπάρξει το πολύ ένα 5%, όπως υπάρχει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Και από εκεί και πέρα είναι ευθύνη του κράτους το τι θα κάνει. Επίσης, ζητάμε υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας, όπως του ΠΙΣ με όλους του εργαστηριακούς ιατρούς της χώρας. Όπως έχουν όλοι οι κλάδοι των υγειονομικών και οι φυσικοθεραπευτές και οι φαρμακοποιοί. Υπάρχουν αυξημένες ανάγκες στους ασφαλισμένους, κάτι το οποίο οι υγειονομικοί το γνωρίζουμε και τις ικανοποιούμε, κάτι στο οποίο το υπουργείο δεν αναγνωρίζει. Αυτό που λέμε υπερσυνταγογράφηση, για μας είναι αυξημένες ανάγκες που τις σεβόμαστε και εκτελούμε τα παραπεμπτικά. Εάν θεωρεί το υπουργείο ότι υπάρχει παραβατικότητα, έχει το ίδιο τους μηχανισμούς ώστε να το ελέγξει. Εμείς δεν δεν βλέπουμε που φτάνει η δαπάνη. Εμείς εκτελούμε και κάνουμε την υποβολή μας στο τέλος του μήνα. Το υπουργείο έχει τα ψηφιακά μέσα και γενικότερα όλα τα μέσα για να μπορέσει να δει εαν υπάρχει παραβατικότητα. Έχουμε προτείνει να ελέγχεται ένα τρίγωνο κλινικού, ασθενούς και εργαστηρίου. Αυτά όλα μπορεί να αναδείξουν παραβατικότητες».
Παράλληλα, πρόσθεσε «Η δίκαιη αμοιβή είναι ένα από τα στοιχεία των συνθηκών εργασίας, μεταξύ πολλών άλλων που διασφαλίζουν ότι το ιατρικό επάγγελμα παραμένει ελκυστικό. Σε περιόδους έλλειψης υγειονομικού προσωπικού, οι εργαστηριακές ειδικότητες είναι υπό αφανισμό. Ελάχιστοι νέοι γιατροί τις επιλέγουν και αυτό θα δημιουργήσει μελλοντικά τρομερό πρόβλημα για τη διάγνωση στην Ελλάδα. Σε περιόδους έλλειψης υγειονομικού προσωπικού είναι προς το κοινωνικό συμφέρον να διασφαλιστεί η πρόσβαση στο σύστημα υγείας με τη διαφύλαξη των ιατρικών υπηρεσιών. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, οι κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν δεσμεύσεις για επενδύσεις στην υγεία, ώστε να προστατεύσουν τη βιωσιμότητα της υψηλής ποιότητας περίθαλψης των ασθενών».