Υπεραλίευση, παράνομη αλιεία και λαγοκέφαλος οδηγούν τον ψαρά σε σταδιακή απομάκρυνση από το επάγγελμα
Αστάθεια στις τιμές της Ρεθεμνιώτικης ιχθυαγοράς, συνεχείς ανατιμήσεις σε είδη ψαριών και μόνιμο ζήτημα οι ελλείψεις
Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης βρίσκονται οι επαγγελματίες αλιείς του Ρεθύμνου, με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν να θέτουν σοβαρά ζητήματα βιωσιμότητας του κλάδου. Τα σημαντικά μειωμένα ιχθυαποθέματα και η μεγάλη ζημιά που έχει υποστεί η αλιεία σε τοπικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την απουσία μέτρων οικονομικής στήριξης των αλιέων έχουν διαμορφώσει μία κατάσταση, από την οποία δύσκολα υπάρχει γυρισμός, αν δεν γίνουν δραστικές αλλαγές. Οι περίπου 25 ψαράδες που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στην αλιεία στον νομό Ρεθύμνου «λιμοκτονούν», όπως ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Βαγγέλης Κασωτάκης, αντιπρόεδρος του συλλόγου Επαγγελματιών Αλιέων Ρεθύμνου και εκπρόσωπός του σε εθνικά συμβούλια αλιείας. Σύμφωνα με όσα δήλωσε, οι αλιείς είναι ο μοναδικός κρίκος της αλυσίδας του πρωτογενούς τομέα, ο οποίος δεν λαμβάνει καμία επιδότηση, αδυνατώντας να εκσυγχρονίσει τα σκάφη του και να αντικαταστήσει τον απαρχαιωμένο πλέον εξοπλισμό του. «Στο ψάρεμα, πολλές φορές ο ψαράς δεν βγάζει τα έξοδά του. Τα ιχθυαποθέματα έχουν σχεδόν εξαλειφθεί στο Ρέθυμνο και μειώνονται κάθε χρόνο, με τους ψαράδες να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου από το 1987 ακόμα, με επιστολές προς τοπική και κεντρική διοίκηση, αλλά να μην εισακούγονται».
Στην υπεραλίευση, αλλά και στην παράνομη αλιεία απέδωσε ο κ. Κασωτάκης μεγάλο μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι αλιείς, επισημαίνοντας ότι στο Ρέθυμνο ψαρεύουν ακόμα και καΐκια που δεν είναι από εδώ, χρησιμοποιώντας επίσης ανεπτυγμένα τεχνολογικά εργαλεία, όπως οι μηχανότρατες. «Κάποια ψάρια έχουν εξαφανιστεί τελείως, δεν αλιεύονται καθόλου, όπως τα χριστόψαρα και οι ρίνες και φυσικά πολλά ακόμα. Έχουν αυξηθεί πολύ και τα θηλαστικά, όπως τα δελφίνια και οι φώκιες, τα οποία δεν βρίσκουν τροφή να φάνε, έχουν αλλάξει τις διατροφικές τους συνήθειες και βρίσκουν τροφή μόνο στα δίχτυα και τα παραγάδια του ψαρά, με αποτέλεσμα η αλιεία να έχει υποστεί τρομερή ζημιά». Όλη αυτή η κατάσταση έχει σαν αποτέλεσμα ο ψαράς να αναγκάζεται να πουλήσει τα ψάρια του σε υψηλές τιμές, όπως τόνισε, αλλά χωρίς να μπορεί να μετακυλήσει το σύνολο του αυξημένου κόστους στην αγορά, γιατί μετά αυτή θα οδηγηθεί αναπόφευκτα σε εισαγόμενα ψάρια. «Ο ψαράς έχει επιλέξει τη σταδιακή αποχώρηση. Ουσιαστικά καταργείται το επάγγελμα. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν αποστασιοποιηθεί ήδη από το ψάρεμα και όλοι κοιτούν κατά γενική ομολογία το πώς θα φύγουν. Οι ψαράδες περιμένουν το πρόγραμμα της απόσυρσης των καϊκιών για να γλιτώσουν, την ώρα που σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει ενδιαφέρον να ενταχθεί νέος κόσμος στον κλάδο, ακόμα και όταν θέλει κάποιος εμείς τον αποτρέπουμε».
Συνολικά 25 επαγγελματίες αλιείς δραστηριοποιούνται στον νομό Ρεθύμνου και περίπου 17 στον δήμο Ρεθύμνης, με τους ηλικιακούς μέσους όρους να κυμαίνονται άνω των 60 ετών και τους νέους ανθρώπους να μην έχουν διάθεση να ενταχθούν σε έναν, καθώς φαίνεται, υπό εξαφάνιση κλάδο. «Κωφάλαλο υπουργείο» χαρακτήρισε ο κ. Κασωτάκης το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Κλιματικής Κρίσης, το οποίο αγνοεί τα προβλήματα των ψαράδων και δεν λαμβάνει μέτρα προστασίας του επαγγέλματος, μάλιστα το επιβαρύνει ακόμα περισσότερο, όπως ανέφερε: «Έχει έρθει και ένα μέτρο τώρα, που το επιβάλλει το υπουργείο για να ζυγίζουν οι ψαράδες τα ψάρια εν πλω. Πρέπει δηλαδή ο ψαράς να κουβαλάει ένα ιχθυοκιβώτιο για κάθε είδος ψαριού το οποίο βγάζει και να ζυγίζονται με ηλεκτρονικές ζυγαριές πάνω στο σκάφος τα ψάρια, αποστέλλοντας ψηφιακή έκθεση στο υπουργείο. Ουσιαστικά μας επιβάλλουν νομοθεσίες που είναι αδύνατον να εφαρμοστούν», ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι δεν μπορούν να γίνονται τέτοιες ενέργειες αν δεν υπάρχει μία κοινή Ευρωπαϊκή ελεγκτική πολιτική. Όπως τόνισε, οι καλές πρακτικές αλιείας σπανίζουν, το οποίο συνιστά και τη ρίζα του ενός πολυπαραγοντικού προβλήματος, καθώς «Οι έλεγχοι από το κράτος και το αρμόδιο Λιμεναρχείο δεν θα είναι ποτέ επαρκείς, αν εμείς οι ίδιοι δεν αλλάξουμε συνήθειες», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον κ. Κασωτάκη, τα διαθέσιμα ιχθυαποθέματα μειώνονται πολύ περισσότερο από ότι αυξάνονται οι τιμές των ψαριών, με το κόστος αυτών να μην έχει αυξηθεί σε ανάλογο, με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ψαράδες, βαθμό. Οι επαγγελματίες εστιάτορες, αλλά και η τοπική ιχθυαγορά προσπαθούν πάντα να βρουν το φρέσκο ψάρι και οι απαιτήσεις μένουν πάντα ψηλά, αλλά ζητούν πολλές φορές ένα ψάρι, που ο ψαράς δεν μπορεί να βγάλει πλέον. «Όλες τις αυξήσεις που γίνονται εμείς τις επιβαρυνόμαστε, χωρίς να αυξάνεται το εισόδημα», σημείωσε ο κ. Κασωτάκης μεταξύ άλλων, ενώ προέβλεψε ότι μέσα στα επόμενα χρόνια δεν θα υπάρχει ούτε το ¼ των επαγγελματικών αδειών αλιείας στην Ελλάδα, που υπάρχουν σήμερα, εξηγώντας ότι αν συνεχιστούν οι συνθήκες υπεραλίευσης, καθώς και οι ελλείψεις σε κίνητρα και οικονομικές ενισχύσεις, τότε αναπόφευκτα, «τα νούμερα των διαθέσιμων επαγγελματιών αλιέων κάθε χρόνο θα αλλάζουν», σημείωσε.
Ένας πρόσθετος και καθόλου αμελητέος προβληματισμός για τους ψαράδες είναι ο λαγοκέφαλος, σύμφωνα με τον κ. Κασωτάκη, καθώς «το ψάρι χωρίς εχθρό», όπως το χαρακτηρίζουν, επιτίθεται και καταστρέφει τα δίχτυα των ψαράδων, την ώρα που αποτελεί και κίνδυνο για τον ίδιο τον τουρισμό, καταγράφοντας ακόμα και κρούσματα σε ανθρώπους. «Ο λαγοκέφαλος είναι πολύ σοβαρό ζήτημα, γιατί προκαλεί μεγάλη ζημιά στα δίχτυα, δεν πρόκειται για ένα ακόμα προβληματάκι. Ο ψαράς κάποτε έκανε δίχτυα και τα δούλευε όλο τον χρόνο και τώρα σε 2-3 εβδομάδες δεν έχει δίχτυα. Το λαγόψαρο απειλεί να τινάξει τον τουρισμό στον αέρα, γιατί υπάρχουν ήδη κρούσματα στους ανθρώπους. Το μοναδικό κρέας που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα αυτή τη στιγμή στη θάλασσα είναι ο άνθρωπος και ο λαγοκέφαλος», ανέφερε, συμπληρώνοντας επίσης ότι πρόκειται για ένα ψάρι που έπρεπε να έχει ήδη επικηρυχθεί, αλλά δεν λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα προστασίας της αλιείας. Τέλος, σχολιάζοντας τη λειτουργία των τρατών και την επίδρασή τους στο τοπικό θαλάσσιο οικοσύστημα, ο κ. Κασωτάκης παραδέχτηκε ότι πρόκειται για μία πρακτική που προκαλεί ζημιά και κακό στον θαλάσσιο βυθό, αλλά ακόμα και οι ιδιοκτήτες των τρατών έχουν προβλήματα με τα διαθέσιμα ιχθυαποθέματα, καθότι το σύνολο των αλιέων βρίσκεται σε μία τραγική κατάσταση, όπως τόνισε.
Αστάθεια σε τιμές και ιχθυοαποθέματα στην αγορά
Αστάθεια στις τιμές των ψαριών, ακόμα και για τα εισαγόμενα ψάρια καταγράφει η τοπική ιχθυαγορά του Ρεθύμνου, με τις ελλείψεις σε ορισμένα είδη να παρατηρούνται κατά καιρούς, χωρίς ωστόσο να διακόπτεται παρατεταμένα η διάθεσή τους. Οι απότομες αυξήσεις στις τιμές ακόμα και μερικών ευρώ είναι μία συνηθισμένη κατάσταση πλέον, όπως εξήγησε μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Λάμπρος Χαραλαμπάκης, υπεύθυνος ιχθυοπωλείου στο κέντρο της πόλης. «Οι τιμές είναι ασταθείς και απρόβλεπτες, ένα προϊόν από τη μία στιγμή στην άλλη μπορεί να πάρει 2 και 3 ευρώ αύξηση. Αν ο πελάτης βρίσκει κάτι σε καλύτερη τιμή θα πάει να το πάρει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τον ενδιαφέρει η ποιότητα. Υπάρχουν κατά καιρούς ελλείψεις σε ψάρια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι διακόπτεται η ροή». Ακόμα και μόνιμες προσφορές σε συγκεκριμένα είδη ψαριών διαθέτει η αγορά, σύμφωνα με τον κ. Χαραλαμπάκη, προκειμένου να κρατήσει ζεστό το ενδιαφέρον του καταναλωτή, τονίζοντας ότι τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα της αγοράς είναι αναμφισβήτητα οι τιμές και τα ιχθυοαποθέματα. «Αν υπάρχει επάρκεια στα αποθέματα, οι τιμές θα είναι καλύτερες και οι δυνατότητες άλλες».
Με τη σειρά της, η Ελένη Καψωμενάκη, εργαζόμενη σε ιχθυοπωλείο στο κέντρο της πόλης επιβεβαίωσε τις αλλαγές στις τιμές ορισμένων ειδών ψαριού ανά τακτά χρονικά διαστήματα, γεγονός που εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά και από τη διαθεσιμότητα. «Μερικές φορές υπάρχουν ψάρια τα οποία εξαντλούνται και μετά κάνουμε πολύ καιρό να τα ξαναδούμε. Οι τιμές γενικά επηρεάζονται απότομα, δεν βλέπουμε τεράστιες αυξήσεις, αλλά βλέπουμε σίγουρα απότομες αυξήσεις, ακόμα και 5 ευρώ, γιατί αν ένα ψάρι υπάρχει σε μικρή ποσότητα αναγκαστικά θα το πουλήσει ο ψαράς ακριβά στον έμπορο και ο έμπορος μετά στον πελάτη». Αναφορικά με το κατά πόσο η ντόπια ιχθυαγορά στρέφεται σε εισαγωγές ψαριών, στα οποία υπάρχουν τυχόν ελλείψεις σε τοπικό επίπεδο, η κ. Καψωμενάκη πρόσθεσε: «Συνήθως τα εισαγόμενα ψάρια είναι αυτά που εισάγονται σχεδόν πάντα, όπως γαρίδες, χταπόδια, πέρκα και άλλα ψάρια από την Αφρική. Ωστόσο όταν δεν υπάρχει ένα ψάρι που το παίρνει το κατάστημα από εδώ, γιατί εξαντλείται ή γιατί δεν υπάρχει, τότε δύσκολα αναπληρώνεται αυτό με εισαγωγές», συμπλήρωσε.