Κανένας από τους νέους της μαρτυρικής γενιάς που ανδρώθηκαν στο μέτωπο δεν πίστευε πως πηγαίνει σε γλέντι. Απλά ήταν μεγάλη υπόθεση να εμφανίζεται στους δικούς του με το τιμημένο χακί. Και δικαιολογημένα καμάρωναν.
Όσο για την εμφάνιση ας μην το συζητάμε καλύτερα. Όπως αφηγείται ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις στο «Ημερολόγιο ενός Λοχίου» μόλις παρουσιάζονταν οι κληρωτοί, τους οδηγούσαν σε μια αποθήκη όπου θα έπρεπε από ένα σωρό ανόμοιων σε μεγέθη ρούχων να προσπαθήσουν με συνδυασμούς να ντυθούν. Και αλίμονο στο νεοσύλλεκτο που θα έκανε παράπονο. Έπρεπε από την πρώτη στιγμή να συνειδητοποιήσουν ότι στο στρατό μετράει η γενναιότητα και καθόλου η κομψότητα της στολής. Κι ενώ με τα ρούχα κάτι μπορούσε να γίνει, σε συνεργασία πάντα με κείνους που «έκοβε» το μάτι τους όταν ερχόταν η ώρα να βρουν άρβυλα να φορέσουν, εκεί άρχιζε μια νέα οδύσσεια.
Ήταν όμως οι εποχές τέτοιες, ήταν οι λόγοι του Ελευθερίου Βενιζέλου που τους ενέπνεαν κι οι φαντάροι έφευγαν για το μέτωπο με δόξες και τιμές, δημιουργώντας την αίσθηση ότι πάνε σε πανηγύρι.
Αποχαιρετισμός σε ατμόσφαιρα γιορτής στο Αμάρι
Χαρακτηριστικό και το ρεπορτάζ της «Κρητικής Επιθεώρησης» (10 ΜΑΙΟΥ 1917):
«Κατά την 26 Απριλίου την πρωϊαν της Τετάρτης ανεχώρησαν εις το κέντρον της συναντήσεως την Μονήν των Ασωμάτων οι εφέδροι εκ των χωρίων των.
Προπέμπονται με τας ευχάς και ευλογίας ανδρών και γυναικών των ομοχωρίων των με τας σημαίας των χωρίς να λείπουν και οι συνήθεις πυροβολισμοί. Ουτω φθάνουσιν εις Μονήν οι εκ των χωρίων Αποστόλων, Καλογέρου, Θρόνος Μέρωνος, Γερακάρι Ν. Αμάρι, Οψιγιά Μοναστηράκι, Πλατανιά, Παντάνασσα και Πατσό. Έλαμπον δια της απουσία των οι εκ Πισταγής και οι πλείστοι εκ Φουρφουρά, ενώ οι από τα κάτω χωρία δεν επροφθάσαν. Τους εξ Άνω Μέρους συνοδευομένους υπό του διαπρεπούς Ανθυπιάτρου Γ. Φραγκιουδάκη προσεφώνησε καταλλήλως ο διδάσκαλος Εμ. Λινοξυλάκης. Τους σπεύδοντας προς το ιερόν καθήκον αγροφύλακας συγκινητικότατα προσεφώνησεν εν τη Μονή ο αγρονόμος Ε. Καμπούρης, ο δε κ. Γαλανάκης δασονόμος απήγγειλαν ωραίον λόγον. Η δις Ευαγγ. Παττακού απέτεινε σύντομον αλλα κατάλληλον προσφώνησίν, οι δεν μαθηταί τους έψαλλον τον Εθνικόν ύμνον. Ο δεν δαφνοστεφής αγωνιστής Ανδρ. Ζουμπουλάκης ιερεύς απήγγειλεν ενθουσιώδη λόγον,, μεθ ο δ’ επίλεκτος στρατιώτης Αντών. Μουρτσανός μετά των συντρόφων του έψαλλε κατάλληλα τραγούδια. Και μετά τα ουρανομήκη ζήτω ο Εθνικός μας Στρατός ζήτω, ο Εθνοσωτήρ Βενιζέλος κ.λ.π και υπο τους ήχους των κωδώνων της Μονής εξεκίνησαν συγκεκινημένοι εκ χαράς τα τιμημένα μας παιδιά οι συνελθόντες έφεδροι και φθάνουσι με τας ευλογίας πολλών συνοδών εν οις και ο ανθυπασπιστής κ. Κεριμάκης εις την Γραι λίμνην ένθα η διδασκάλισσα δις . Π. Τσικαλοπούλου απέτεινε θεσπεσίαν προσλαλίαν προς τους μέλλοντας αναστηλωτάς της κατασπιλωθείσης τιμής της Πατρίδος υπό του ψευτοκωνσταντίνου και των φαυλοκρατών του και τους εκδικητάς των εθνικών μας ιδεωδών .
Πολλαί μητέρες ευτυχείς διότι τοιαύτα έχουσι τέκνα εύχονται των παιδιών των. Τους πάντας όμως κατεσυνεκίνησεν η εκ Καλογέρου μητέρα ήτις κατασπαζομένη τον υιόν της έλεγε «παιδί μου δοξασμένος πάλιν ν’ αρθης, και δεν έχω καλλίτερα να μείνεις εκεί με τους σκοτωμένους αδελφούς σου. Έχει και άλλους υιούς φονευμένους κατά των πρώτον Βουλγαρικόν πόλεμον». Και όμως έγινε γεγονός. Αυτά είπε.
Τοιαύται μητέρες υπερβαίνουν τας πάλαι Σπαρτιάτιδας.
Εκείθεν αναχωρούσι με το ολίγους συνοδούς, με την λύραν των τα ζήτω και τα τραγούδια τ’Αρκαδιού κατευθυνόμενοι δια Ρέθυμνον».
Και ποιητικές ανταποκρίσεις
Το θέαμα πάντως ενέπνεε και ποιητές αν κρίνουμε από το παρακάτω ποίημα που δεσπόζει πρωτοσέλιδο:
«Τους είδαμε χαρούμενους να προχωρούνε προς το θάνατο.. και ζωηρούς να τρέχουνε προς τη Θυσία..
Κι έζησε ζωντανή – μπροστά στα μάτια μας – η μαγική εικόνα των ημίθεων να ανεβαίνουν προς τον Όλυμπο. Και πες απ ’τις κροσάτες αντηλιές έλαμπαν οι Απόλλωνες πετώντας απ’ τα μάτια τους τις φλόγες της εκδίκησης. Και ψάλλοντας χαρούμενα «λες και σε πανηγύρι πήγαιναν. Έκλινε ο Ψηλορείτης την κορφή του χαιρετώντας τους και κάποια Αύρα – Από τ’ Αρκαδίου τα χώματα – εχάϊδευε τα μαλλιά φιλώντας τους!
Κι ο ποιητής γελούσε εγωιστικά στο ξύπνημα των στίχων του:
Και πολεμούν με τις πληγές ορθάνοικτες
Κι οι κανονιές βαριά κρατούν το ίσο
Χαρά στο Καπετάνιο το καλότυχο που τέτοια παλληκάρια σέρνει πίσω!
ΣΟΜΑΙΡΩ»
Και το αποκορύφωμα της συγκίνησης και του εθνικού μεγαλείου σημειώθηκε στους παλιούς στρατώνες όπου το Ρέθυμνο ξεπροβόδιζε τους λεβέντες του 44ου ΣΠ Εκεί και εν μέσω ξέφρενου ενθουσιασμού ο υποδιοικητής του Σήφης Βλαστός παραλάμβανε από την πρόεδρο του νεοσύστατου Λυκείου των Ελληνίδων Ιουλία Πετυχάκη τη χρυσοκέντητη σημαία που θα δόξαζαν στη συνέχεια με τον αγώνα τους.
Σ’ αυτή την πορεία προς τη δόξα που σημάδεψε τη σύγχρονη ιστορία με οδυνηρό επίλογο την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, εκτός από το καθήκον στην πατρίδα ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργης Καλομενόπουλος εκτελούσε και χρέη πολεμικού ανταποκριτή.
Κι όπως διαβάζουμε στις ανταποκρίσεις του που δημοσιεύονται στην «Κρητική Επιθεώρηση» 1917-1922 ο ποιητής κυριαρχούσε μέσα του. Παραθέτομε χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Ιούλιος 1921
Το τραίνο ξεκινάει με όλη του την ανατολίτικη νωχέλεια και το περίφημο «Γιαβάς». Αφήνουμε πίσω μας το γραφικό Μουδανιά. Τα βαγόνια έχουν πλημμυρίσει από χακί. Αξιωματικοί, φαντάροι, καβαλαρέοι, σκαπανείς, νοσοκόμοι, πυροβοληταί, όλα τα όπλα ολαι αι υπηρεσίαι. Ο καθένας με το φύλλο πορείας του στη τσέπη τρέχει προς την οριστικήν του Διεύθυνσιν. Άλλος στη Προύσα, άλλος στο ΕσκηΣεχίρ, άλλος στο Κιουταειρ, στο Σύνταγμά του στη Συζυγαρχία του, στη Μοίρα του, στο χειρουργείο του.
Ζωηροί και εύθυμοι.. καλά ντυμένοι, παπουτσωμένοι γερά εφοδιασμένοι με όλα τα χρειώδη τους. Δίνουμε μια εικόνα εξαιρετικού ηθικού με τα άκράτητα γέλια τους και την απεριόριστη φλυαρία τους. Τους καμαρώνουν όλοι οι πολίτες που συνταξιδεύουνε πηγαίνοντας για την Προύσσα. Οι περισσότεροι Αρμένηδες προσφέροντάς τους κάθε περιποίηση.
Ένας σαρικωμένος Αρμένης πλάι μου, με ανυπότακτα μουστάκια και με τραγίσια γενειάδα δε παραλείπει να με φιλεύει τσιγαράκι και κάθε τόσο με το στερεότυπο.
«Μπουγιουρεφένδη μ’» συνοδευόμενο και μ’ ένα κίνημα του χεριού στο στήθος εις ένδειξη σεβασμού.
Σκίζουμε πυκνοφυτεμένους ελαιώνες και απέραντα αμπέλια.
Η γόνιμος ανατολή απλώνεται μπροστά μας με όλη τη μεγαλοπρέπεια. Η σκηνοθεσία αλλάσει ολοένα. Και τα ρομαντικά τοπία διαδέχονται το ένα μετά το άλλο συνεχώς. Πλαγιές καταπράσινες, λόφοι καλλιεργημένοι. Βοσκές με άμετρα γελάδια. Περβόλια ολάνθιστα και λόφοι θερισμένοι δώρα σιταριού ή καλαμποκιού υψώνονται φαλακροί σα κουρεμένες κεφαλές. Οι χωρικοί εργάζονται ήσυχα με πλήρη τη βεβαιότητα της ασφάλεια τους από την ελληνική Διοίκηση. Συναντούμε που και που μικρά χωριουδάκια με ξύλινα παράξενα σπιτάκια αλειμμένα με σταχτί σκούρο πηλό.
Σ’ όλη τη γραμμή συναντούμε δικά μας φυλάκια ασφαλείας σιδηροδρόμων. Ύστερα από δύο σταθμούς απέχουμε μετά μισή ώρα από την Προύσα. Το τραίνο προχωρεί οπότε μας παρουσιάζεται ένα ωραίο θέαμα στα μάτια μας. Η Προύσα λευκάζει σαν όμορφη νύμφη μέσα σε μια απέραντη πρασινάδα. Χωνόμεθα σε ένα βαθύσκιωτο άλσος και προχωρούμε κάτω από πανύψηλες ιτιές. Σε πολλά μέρη τα δέντρα ενώνουνται πάνω από τα κεφάλια μας σε φυσικές αψίδες. Κήποι απέραντοι και περιβόλια ολοπράσινα δίδουνε μια άφθαστη εις γραφικότητα εικόνα. Άφθονα και κρύα νερά κυλάνε παντού. Άγριες ροδαριές και πανύψηλη μύρτια μυρώνουν την ατμόσφαιρα. Προχωρούμε μέσα από ένα αληθινό παράδεισο και η ωραία Προύσα μας παρουσιάζεται πια καθαρά.
Το θέαμα είναι πανοραμικότατο. Σταματούμε και τραβάμε προς την πόλη κάτω από ένα σωστό ανθώνα.
Μια πόλις σωστή ανατολίτισσα! Όλα παράξενα όλα ιδιόρρυθμα όλα με τη σφραγίδα του Ανατολίτικου ρυθμού. Μια πόλις που μυρίζει καθαρή μοιρολατρία. Καλτιρίμια τουρκικού τύπου. Σπίτια με αυστηρά καφάσια σα φυλακές.
Λουτρώνες απέραντοι σε κάθε δρόμο σε κάθε συνοικία σχεδόν. Όλα τα μαγαζιά με σκεπασμένους τους τοίχους από πολύχρωμα χαλιά με διάφορες εικονικές παραστάσεις και ρητά από το Κοράντρο. Καφενέδες με τους σοφάδες. Και οι γνήσιοι ανατολίτικοι τύποι με τα μακριά γένια και τα μαύρα κομπολόγια καθισμένοι διπλογόνατοι. Σε κάθε πλαταιΐτσα κι ένα σιντριβάνι με άφθονο νερό. Και γύρω στους πάγκους σαρηκωμένοι εφεντάδες, πελώριοι Τουρκαλάδες, φεσωμένοι μπέηδες, κύκλο καθισμένοι με τ’ απαραίτητο μαρκούτσι στο χέρι. Ο ναργιλές βασιλεύει παντού. Από το μικρότερο κουλτούκι του σιμιτζή ίσαμε το κλασσικό γραφείον του Τούρκου γραμματισμένου με τα γυαλιά, που εργάζεται ρουφώντας το γιαβάσικο. Όπου και αν πάτε το πολυποίκιλο «βάσανο» και θα ακούσετε τη συναυλία του γουργουρητού. Τα τζαμιά είναι άφθονα εδώ . και οι εξωφρενικά κοκκινοβαμένοι μιναρέδες τους υψώνονται σαν απειλή. Ένα κτίριο ωραίο για επαγγελματικές σχολές, παρθεναγωγείο και λοιπά σχολεία.
Η πόλις με 150 χιλιάδες κατοίκους σχεδόν, είναι ιστορικοί. Σε πολλά μέρη σώζονται ερείπια και τάφοι Ιστορικής αξίας. Μνημεία άλλοτε πασάδων και μεζαρλίκια προσώπων γνωστών στην ιστορία, διατηρούνται ακόμη περιποιημένα.
Στα Τουρκικά σπίτια ανεμίζεται ακόμη ένα άσπρο πανί περασμένα σ’ ένα καλάμι σημείο υποταγής.
Προύσα Ιούλιος 1921
Γ. Καλομενόπουλος
Ένας Τούρκος τραυματίας
Ακόμα και σε τραγικές στιγμές απλά καθημερινά γεγονότα αποδείκνυαν πως οι λαοί πάντα θέλουν να ζουν αγαπημένοι. Μισούν τον πόλεμο που καλλιεργούν τα πολιτικά συμφέροντα. Ένα τέτοιο περιστατικό μας διασώζει ο Γιώργης Καλομενόπουλος Αναφέρει σχετικά:
Μέσα σ’ ένα υγειονομικό αυτοκίνητο έκανα τη γνωριμία ενός Τούρκου λοχαγού του Πυροβολικού, τραυματία, του Νουρεδιν – Μπέη. Ένας ωραίος νέος με μαύρο στριφτό μουστάκι και με μεγάλα εκφραστικά μάτια. Είχε τραυματιστεί στην Κιουτάχια.
Πρώτα – πρώτα οφείλω να ομολογήσω μου λέγει – την αδελφική περιποίηση που μου έκαναν στο χειρουργείο σας. Με περιποιήθηκαν σαν δικό σας. Θα θυμάμαι για πάντα την ευγένεια των αξιωματικών της υγειονομικής υπηρεσίας.
Του ζητάω τη γνώμη του για τον στρατό μας. Δεν αποκρύπτω μου λέει ότι επολεμήσατε παλληκαρήσια. Είναι η αλήθεια.
Του φέρνω το ζήτημα για τον Κεμάλ. Αντιλαμβάνομαι τη στεναχώρια ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να μιλήσει ελεύθερα. Μα πάλι με θάρρος και ειλικρίνεια απαντάει.
– Επιτρέψατε μου να τον νομίζω καλό πατριώτη και καλό Στρατηγό. Κάνει ότι μπορεί για την Πατρίδα του.
– Η γνώμη σας είναι ότι θα εξακολουθήσει τον αγώνα;
– Ναι. Ίσαμε να μπορεί. Ίσαμε να του είναι δυνατόν. Γιατί η αλήθεια ότι ο κόσμος στρατεύεται άθελα του και με όλα τα μέσα της βίας.
– Αλήθεια ότι αυτοπροσώπως διεύθυνε τη μάχη;
– Όχι. Ήρθε μονάχα για λίγη ώρα. Μίλησε με τον Ισμέτ. Συνεννοήθηκαν και έφυγε πάλι για την Κιουτάχεια. Σε λίγο αρχίσαμε να υποχωρούμε. Είχαμε νικηθεί.
Χαμηλώνει τα ωραία του μάτια το ευγενικό παλληκάρι και μια ελαφρά ωχρότης του σκεπάζει το πρόσωπο. Σέβομαι τον πόνο του και τον αφήνω.
Οι ταλαιπωρίες των στρατιωτών μας
Εκτός των άλλων οι στρατιώτες μας πέρασαν φρικτές μέρες κάτω από απερίγραπτες καιρικές συνθήκες.
Αναφέρει σχετική ανταπόκριση:
Ξημερώνει, ένα τσουκτερό κρύο παρ’ ολον που είναι Ιούλιος μας κάνει να μαζευόμαστε στις μανδύες μας. Χωμένοι μέσα σε τεράστια φορτηγά πυρομαχικά ξεκινάμε αργά-αργά απ’ την Προύσα για το ΕσκηΣεχίρ. Τα αυτοκίνητα καθώς προχωρούν εις γραμμήν παρατάξεως αποτελούν μια απέραντη αλυσίδα.
Ο δρόμος αν και αμαξιτός έχει φθαρεί εις πολλά σημεία πράγμα που μας κάνει να υποφέρουμε φοβερά. Από τα τραντάγματα, οι κάσσες των πυρομαχικών θορυβούν αλληλοσυγκρουόμενοι απειλητικά και μείς καθισμένοι επάνω χορεύουμε ένα απαίσιο χορό. Σύννεφα σκόνης που υψώνονται μας κάνουν να μη βλέπουμε τίποτε απολύτως. Αφήνουμε πίσω μας τις γεμάτες μεγαλοπρέπεια πανύψηλες κορυφές του Ολύμπου και μετά εξάωρο μαρτυρικό ταξίδι φθάνουμε στο γραφικότατο χωριό Ινεγκιόλ. Ένα χωριό μεγάλο με μια παράξενη εντελώς ιδιόρρυθμη όψη. Τα σπίτια μικρούτσικα και χαμηλά, αλειμμένα με μίγμα από χώμα και ξηρό χόρτο καταλήγουν επάνω σε τρίγωνα αετώματα. Τα μαγαζάκια αράδα αράδα έχουν τόσον χώρο όσος αρκεί να κάθεται διπλοπόδι ο καταστηματάρχης με την πίπα η με τον Ναργιλέ του στο στόμα. Στη μικρή πλατεία του χωριού έχουν στριμωχθεί κάτω από τη σκιά μεγάλων δένδρων όλοι οι πλανόδιοι πωλητές με τα εμπορεύματά τους εκτεθειμένα πάνω σε τάβλες.
Οι γύρα από ένα κυκλικό σιντριβάνι καθισμένοι με τις σεβάσμιες γενειάδες τους, μας χαιρετούν με ντεμενάδες εις ένδειξιν σεβασμού. Μεταημίωρον ανάπαυσιν κινάμε σιγά-σιγά. Ο δρόμος χειρότερος. Το μαρτύριο μεγαλύτερο.
Συμβαίνει πάλι η ταλαιπωρία από το κρύο να εμπνέει μέχρι και ευρεσιτεχνίες όπως στην περίπτωση του Βασίλη Χαριστάκη του μεγάλου καλλιτέχνη του φακού και τόσο ευρηματικού εφευρέτη.
Κληρωτός της κλάσης του 21 κατατάχτηκε στο Έμπεδο Ρεθύμνου το 1920 και αποσπάστηκε στον κλάδο αυτοκινήτων, επειδή ένα χρόνο νωρίτερα είχε εργαστεί σε ένα λεωφορείο.
Από το Ρέθυμνο πήγε στον Όρχο Αυτοκινήτων Αθηνών και μετά ένα μήνα στον Όρχο Σμύρνης.
Εκεί υπηρετούσε ο αδελφός του και μαζί του είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τη μαγευτική πόλη με την υψηλή κουλτούρα και την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Περνούσε πολύ όμορφα. Ήταν νέος, όμορφος, ήξερε να ζει με ευπρέπεια και να απολαμβάνει με απόλυτο συναίσθημα ευθύνης κάθε χαρά της ζωής.
Κάθε ωραίο έχει όμως και ημερομηνία λήξης. Κάποια στιγμή λοιπόν και ο Βασίλης πήρε απόσπαση στην 26η μεταγωγική Διμοιρίας Ελαφρών Φορτηγών Αυτοκινήτων που είχε έδρα τη Νικομήδεια.
Μαρτύριο και το κρύο
Στις 18 Οκτωβρίου του 1920 έφυγε με το τρένο για την Πάνορμο. Το τρένο όμως τερμάτιζε στο Σώμα κι έτσι αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει εκεί. Συμβαίνει κάποιες φορές μια νύχτα να σημαδεύει τη ζωή σου. Κι εκείνη η νύχτα ήταν μαρτυρική για τον Βασίλη. Το κρύο ήταν αφόρητο. Αν και αρκετά σκληραγωγημένος και ψύχραιμος στις κακουχίες, από τότε που ήταν μικρό παιδί, αφού βίωσε στην οικογένειά του τις αυστηρότερες μεθόδους διαπαιδαγώγησης, εκείνο το βράδυ ένοιωθε πως δεν θα αντέξει. Έτρεξε σαν τρελός στο φυλάκιο του σταθμού. Μια μεγάλη φωτιά, που είχαν ανάψει οι φαντάροι, σκορπούσε τη γλυκιά θαλπωρή της. Ο Χαριτάκης πλησίασε τόσο που κάποιοι έσπευσαν να τον απομακρύνουν, λίγο, από φόβο ότι θα καεί. Από τη λαχτάρα του και το κρύο που τον βασάνιζε, κόντευε να πέσει μέσα στις φλόγες.
Εκείνο το βράδυ απέκτησε τα πρώτα προβλήματα υγείας που δεν έπαψαν δυστυχώς να τον απασχολούν στην υπόλοιπη ζωή του.
Ο κοφτερός νους του Χαριτάκη τον έσωζε πολλές φορές από δύσκολες καταστάσεις.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς κι όσο προλάβαιναν οι θαλαμοφύλακες κρατούσαν τη φωτιά ζωηρή. Συχνά όμως η φωτιά έσβηνε τη νύχτα και η ατμόσφαιρα πάγωνε αφόρητα. Μια νύχτα από αυτές το κρύο δεν άφηνε το Βασίλη να κοιμηθεί. Κι εκεί που στριφογύριζε του ήρθε η ιδέα.
Σηκώθηκε με προσοχή και πήγε στη γωνιά που ήταν τα σαμάρια. Πήρε ένα μεγάλο κι ένα μικρό. Κάθισε στο κρεβάτι του, τύλιξε τα πόδια του με την κουβέρτα κι έβαλε πάνω το μικρό σαμάρι. Έπειτα ξάπλωσε κι έριξε πάνω του το μεγάλο. Δεν άργησε να ζεσταθεί και να τον πάρει ένας γλυκός ύπνος. Είχε όμως το νου του να ξυπνήσει νωρίς για να μην τον δουν οι άλλοι με τα σαμάρια κι αρχίσει η καζούρα. Κάποιος άλλος όμως που επίσης δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το κρύο, είδε τη «πατέντα» του συναδέλφου του και βρήκε την ιδέα καλή. Περίμενε να κοιμηθεί ο Βασίλης και μετά σηκώθηκε πήρε κι αυτός δυο σαμάρια και βολεύτηκε.
«Δεν μπορώ να σου πω πόσο ευχαριστήθηκα έλεγε αργότερα ο Χαριτάκης, όταν θυμόταν το γεγονός. Από μια απλή ιδέα πέρασαν καλά τόσοι άνθρωποι απαλλαγμένοι από το μαρτύριο του κρύου. Η ιδέα να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου με έκανε να ασχοληθώ τόσο με την έρευνα και να πετύχω κάποιες ευρεσιτεχνίες…».
Αυτό επιδίωκε πάντα ο Βασίλης Χαριτάκης. Να προσφέρει με τις ιδέες του μεγάλη ωφέλεια στο κοινωνικό σύνολο.
Θα συνεχίσουμε το αφιέρωμά μας και με άλλες περιπέτειες στρατιωτών στο Μικρασιατικό Μέτωπο.