Ήταν κι αυτός ένας από τους πρωταγωνιστές
Είχε πάντα μια δεσπόζουσα θέση στις επετειακές εκδηλώσεις η Μάχη των Ποταμών. Στην εκδήλωση που γινόταν με μεγάλη επισημότητα συναντούσες όλες τις εμβληματικές μορφές του Αντιστασιακού Αγώνα και φυσικά ποτέ δεν έλειπε ένας από τους πρωταγωνιστές. Ο Αλέκος Μαθιουδάκης (1919-2002).
Ο αγνός ιδεολόγος κομμουνιστής, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, και συγγραφέας. Είχε διατελέσει και πρόεδρος της Κοινότητας Κοξαρέ, ενώ είχε κατέβει σε μια εκλογική αναμέτρησης ως υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ.
Ο Αλέκος Μαθιουδάκης, γεννήθηκε στην ανταρτομάνα Κοξαρέ το 1919. Φτωχή αγροτική οικογένεια το περιβάλλον του, αλλά άνθρωποι τίμιοι βιοπαλαιστές κι ας ήταν ελάχιστα τα γράμματα που γνώριζαν.
Το 1933 αποφασίζει να πάει στην Αθήνα να φοιτήσει στο Γυμνάσιο, που υπηρετούσε φιλόλογος ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Γιάννης. Στην αρχή δεν είχε πρόβλημα. Η σκέψη των γονιών του όμως τον βασάνιζε. Ποιος ξέρει πώς περνούσαν; Γιατί να μην είναι κοντά τους να συνεισφέρει τουλάχιστον στην προσπάθεια για τον επιούσιο; Δεν άντεξε περισσότερο και κατέβηκε στο χωριό. Στο μεταξύ ο Γιάννης και άλλοι συγχωριανοί τους, είχαν οργανώσει τον πρώτο οργανωμένο πυρήνα του ΚΚΕ.
Η δικτατορία του Μεταξά δίνει την ευκαιρία στον Αλέκο να αποδείξει τα αγωνιστικά του φρονήματα. Μάταια ο ενωμοτάρχης προσπαθεί να πείσει τοΝ μικρό να φορέσει τη στολή της νεολαίας ΕΟΝ. Εκείνος αρνείται πεισματικά. Δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με τη νεολαία του Μεταξά. Αυτή του την άρνηση πληρώνει ο πατέρα του και συγγενείς τους με μηνύσεις, δικαστήρια, εξορίες.
Στις 3 Μαρτίου 1940, παρουσιάζεται για να υπηρετήσει τη θητεία του και κοντεύει να τελειώσει τη Σχολή Λοχίων, που παρακολουθούσε, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, στον οποίο παίρνει μέρος και διακρίνεται. Η περίοδος μετά την κατάρρευση του μετώπου τον βρίσκει στην Αθήνα ν’ αναζητά μέσον για να επιστρέψει στην Κρήτη. Στο διάστημα αυτό γνωρίζει από κοντά τα δεινά του δοκιμαζόμενου από πείνα και ωμή βία του κατακτητή για να τον υποτάξει ολοκληρωτικά. Ο Αλέκος οργανώθηκε από τους πρώτους στο Εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα, κρατώντας σταθερή την ιδεολογική του ταυτότητα, κοιτάζοντας πάντα αριστερά.
Για τη συμβολή του στη Μάχη των Ποταμών ο επίσης γενναίος αντιστασιακός Χαρίδημος Δραμυτινός, που μας περιγράφει το συγκλονιστικό γεγονός καρέ-καρέ αναφέρει σχετικά:
«Τα χαράματα στις 11 του μήνα Σεπτεμβρίου* το αντάρτικο του ΕΛΑΣ επιχειρεί αιφνιδιασμό στη γερμανική φρουρά της Σχολής Ασωμάτων και θα βρει τον αντίπαλο απροετοίμαστο, αφαιρώντας του κάθε πρωτοβουλία. Είναι τέτοια η ταχύτητα της επίθεσης, ώστε Γερμανοί και Ιταλοί πιάνονται στον ύπνο. Επικρατεί σύγχυση, σηκώνουνται με τα εσώρουχα και με ψηλά τα χέρια. Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας ολόκληρη η δύναμη εκεί παραδίδεται, χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά.
Το διοικητή της γερμανικής φρουράς θα ξυπνήσουν ο καπετάν Αλέκος Μαθιουδάκης μαζί με τον εκπρόσωπο του ΕΑΜ της επαρχίας του Αμαρίου Μιχάλη Πατακό. Καθώς ανοίγει τα μάτια του ο αξιωματικός βλέπει πάνω από το κεφάλι του τους δύο αντάρτες, τα χάνει και παραδίδεται, πριν προλάβει να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Το πρώτο και ιερό καθήκον του ΕΛΑΣ είναι να υψωθεί η Ελληνική μας σημαία.
Μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, με πατριωτική έξαρση και ιερή συγκίνηση, γίνεται η έπαρση της στην εκκλησία της Σχολής. Για πρώτη φορά από την αρχή της κατοχής κυματίζει σε λεύτερο κρητικό έδαφος το ιερό λάβαρο της ρωμιοσύνης, ενώ όλοι μαζί οι αντάρτες ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο.
Θα ‘ταν εννέα με εννιάμιση πρωινή ώρα της ενδέκατης Σεπτεμβρίου του 1944 σαν άρχισε η μεγαλώνυμη μάχη των Ποταμών, που έμεινε πια στην ιστορία. Με τη λαχτάρα που παθαίνουν από τον αιφνιδιασμό μας και τα εύστοχα πυρά μας, με το να βλέπουν να σκοτώνονται δίπλα τους οι σύντροφοι τους – ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του αξιωματικού διοικητή τους – οι Γερμανοί δεν αργούν να αρχίσουν να κλονίζονται.
Στο μεταξύ ο Αγγελάκης στέλνει αγγελιοφόρο στη Μονή Ασωμάτων, ο οποίος σπεύδει τροχάδην, σαν άλλος μαραθωνοδρόμος, για να τους αναγγείλει πως έχουμε εμπλακεί με τους Γερμανούς σε αμφίρροπη μάχη, που δεν έχει κριθεί ακόμα ως προς το τελικό της αποτέλεσμα.
Μόλις μαθαίνουν τα μαντάτα ο Στρατής Βελουδάκης με τον Καπετάν Λεμονιά, μπαίνουν στο αυτοκίνητο-λάφυρο, φεύγουν σαν βολίδα κι έρχονται για να συμπαραταχτούν’ αυτές τις κρίσιμες ώρες της μάχης.
Καταλήγουν να σταλεί πάραυτα μια ενισχυμένη ομάδα και με την καθοδήγηση του Αλέκου Μαθιουδάκη, να ανεβεί πάνω στα απέναντι υψώματα. Οι υπόλοιποι τραβούμε και πάλι για το ύψωμα «Μιχελάκι». Με συντονισμένη και επιτυχή κυκλωτική κίνηση περισφίγγουμε τους Γερμανούς… Σε μια αποφασιστική εξόρμηση κατορθώνουμε και εξουδετερώνουμε το φονικό πολυβόλο των Γερμανών, εκείνο που μας έβαζε από το ύψωμα που είχαν αγκιστρωθεί. Τώρα πια είμαστε κύριοι της κατάστασης. Όσοι Γερμανοί γλυτώνουν σηκώνουν τα χέρια τους ψηλά και παραδίνονται, ενώ λίγοι ξεφεύγουν τρέχοντας μέσα στη ρεματιά…».
Ο Αλέκος Μαθιουδάκης έγραψε με σεμνότητα για τα γεγονότα που έζησε, αρθρογραφώντας στον τοπικό τύπο και περικλείοντας συγκλονιστικές αναμνήσεις, σε τέσσερα βιβλία που εξέδωσε μετά την αποφυλάκισή του.
Αυτά τα βιβλία υπάρχουν και στη Δημόσια Βιβλιοθήκη μας και είναι πολύτιμες πηγές για κάθε ερευνητή.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος ο Αλέκος δεν θέλησε να υποταχθεί στο πολιτειακό καθεστώς και παρέμεινε διωκόμενος. Μέχρι και τα μέσα του 1950, γνώριζε ανείπωτα βασανιστήρια, ανηλεείς διώξεις και φυλακίσεις.
Τι πέρασαν αλήθεια κάποιοι άνθρωποι που ήθελαν να σκέπτονται ελεύθερα.
Καμιά πλευρά βέβαια, ούτε αριστερά ούτε και δεξιά, δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την κατάσταση που επικράτησε και το μαρτύριο τόσων ανθρώπων που καταστράφηκε η ζωή τους, σπονδή στην ιδεολογία τους. Αλλά εκείνοι που θα πρέπει να δέχονται το αιώνιο ανάθεμα της ελληνικής ιστορίας είναι οι «προστάτες» της χώρας μας, οι σύμμαχοι που την έσπρωξαν σε τόση δυστυχία.
Κάποτε αποφυλακίστηκε και ο Αλέκος. Προσπάθησε να ξαναβρεί τον δρόμο του. Ακτινοβολούσε αγάπη, ο λεβέντης αυτός που ξεχώριζε στην Αντίσταση κατά κοινή ομολογία και των δύο πλευρών.
Στις εκλογές του 1981 ήταν υποψήφιος βουλευτής νομού Ρεθύμνης με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ. Δραστηριοποιήθηκε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση στο Ρέθυμνο και εκλεγόταν για οκτώ χρόνια ως πρόεδρος της κοινότητας Κοξαρέ.
Πέθανε το 2002 σε ηλικία 83 ετών.
Και άφησε μνήμη ηρωική στην ιστορία του τόπου μας και το φως από το χαμόγελό του σε όσους τον γνωρίσαμε, μετά τα γεγονότα, και χαρήκαμε τη φιλόξενη αρχοντιά του και το μεγαλείο της ψυχής του. Κι ας μην ακούσαμε ποτέ από τα χείλη του τα αναρίθμητα ηρωικά του κατορθώματα.