Μαρτυρίες αγωνιστών που σκέπασε η λήθη
Έγραφαν οι φαντάροι από το παγωμένο αρμί για να τονώσουν το φρόνημα εκείνων που έμειναν πίσω. Πάντα μια αόριστη αναφορά στον χώρο για τον φόβο των Ιουδαίων που εκείνους τους χρόνους το έλεγαν λογοκρισία.
Πεινούσαν, διψούσαν, κρύωναν, αλλά τους ζέσταινε το πάθος των ιδανικών που είχε σπείρει στη συνείδησή τους ο πατέρας κι ο παππούς που πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη Μικρασία.
Υπέφεραν σε μια φρικτή αβεβαιότητα αντιμετωπίζοντας με σκουριασμένα όπλα τις λεγεώνες των άριστα εξοπλισμένων εχθρών. Αλλά και πάλι άντεχαν. Ακόμα και τη φρικτή αλήθεια για τον εμπαιγμό που έζησε ο ελληνικός λαός πληρώνοντας από το υστέρημά του για την …άμυνα. Έβλεπαν τώρα με τον παμπάλαιο οπλισμό που τους διέθεσαν τι είχαν γίνει τόσα χρήματα, τόσος ιδρώτας ενός λαού ακόμα μια φορά προδομένου. Αλλά πολεμούσαν. Στο κάτω της γραφής ο επίβουλος εισβολέας είχε όπλα ισχυρά. Ο Έλληνας φαντάρος είχε κάτι ισχυρότερο. Την ψυχή του. Μ’ αυτή πολεμούσε κι έριχνε τον εχθρό στη θάλασσα.
Εκεί στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας ο Έλληνας έγραψε μια ακόμα εποποιία. Είχε και Ρεθεμνιώτικες υπογραφές αυτή, υπογραφές όπως του Κωστή Παπαδάκη.
Ήταν όμορφο παλικάρι ο Κωστής και από τις πιο «καλόσειρες» η οικογένεια που μεγάλωσε.
Ο πατέρας του Μύρωνας Παπαδάκης, εργαζόταν στον δικαστικό κλάδο με ρίζες στο Βάτο Αγίου Βασιλείου. Εκεί γεννήθηκε ο Κωστής το 1911.
Όλα του τα σχολικά χρόνια τα πέρασε στο Ρέθυμνο, στο σπίτι που ήταν απέναντι από την τότε Νομαρχία και σημερινή Περιφερειακή Ενότητα.
Η αδελφή του Μαρία η μετέπειτα πανεπιστημιακός και ιδρύτρια του τμήματος Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Κρήτης έτρεφε βαθύ σεβασμό για τον αδελφό της που δεν έμενε ήσυχος ούτε λεπτό διψώντας για γνώση και δράση.
Διάβαζε ατέλειωτες ώρες και επιδίωκε να πρωτοστατεί σε δραστηριότητες που υπηρετούσαν το πνεύμα και τον άνθρωπο. Μα ήταν πολλά και τα πρότυπα που συναντούσε στην οικογένεια και δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί.
Οι καθηγητές του στο σχολείο είχαν να λένε για την ευστροφία του, την αγάπη για μάθηση και τον επαινούσαν για τη μελέτη πολλών εξωσχολικών βιβλίων που έδιναν φτερά στις σχολικές επιδόσεις του.
Μαθητής ακόμα αρχίζει να αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο με το ψευδώνυμο « Κωστής Πάλμης» και κάποια στιγμή δημοσιεύει και την πρώτη ποιητική του συλλογή που ήταν δυστυχώς και η μοναδική.
Τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα σημαδεύονται από τη φιλία και τις ατέλειωτες συζητήσεις με κορυφαίους της εποχής του πνεύματος και των ιδεολογικών ρευμάτων από τις πηγές δημοκρατικών παρατάξεων.
Ερωτευμένος με τη δημοσιογραφία
Με συνέπεια και χωρίς να χάσει χρόνο τέλειωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών κι επειδή η δημοσιογραφία ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του άρχισε να εργάζεται στο «Ελεύθερο Βήμα». Ο γέρο Λαμπράκης αμέσως διέγνωσε το ταλέντο και τις άλλες αρετές και τον ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή. Του έδωσε την εμπιστοσύνη και όλες τις ευκαιρίες για να αναδείξει τα πνευματικά του χαρίσματα.
Και ο Κωστής ανταπέδιδε δικαιώνοντας τις προσδοκίες του εκδότη του και με απέραντο σεβασμό στον ίδιο.
Σεπτέμβριο του 1940 τον καλεί στο γραφείο και του αναθέτει καθήκοντα ανταποκριτή στο Λονδίνο. Ίσως να ήθελε και να τον προστατεύσει από τη θύελλα που ερχόταν και σαν έμπειρος γνώστης των πραγμάτων ο ίδιος έκανε τις εκτιμήσεις του για το μέλλον του τόπου του.
Αρχικά ο Κωστής ενθουσιάστηκε με την ιδέα αλλά μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος παραιτήθηκε από την ιδέα αυτή και δήλωσε ότι πηγαίνει να καταταγεί. Μάταια ο Λαμπράκης τόνιζε στον νεαρό Ρεθεμνιώτη πόσο πιο απαραίτητος θα ήταν στα μετόπισθεν, στο μετερίζι της δημοσιογραφίας. Εκείνος ανένδοτος προχώρησε στη διαδικασία κατάταξής του. Από τις πιο σπαρακτικές εικόνες αυτή που περιγράφει η αδελφή του Μαρία που τον ξεπροβόδισε στο σταθμό Λαρίσης. Κρεμασμένος από ένα παράθυρο ο Κωστής της έσφιξε το χέρι και τη διαβεβαίωσε ότι πηγαίνει στο μέτωπο με τη σιγουριά της νίκης. Ο έφεδρος αξιωματικός μηχανικού πλέον Κωνσταντίνος Μύρωνος Παπαδάκης βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Οι διαπιστώσεις ήταν απογοητευτικές. Ο Μεταξάς είχε παίξει καλά το παιχνίδι του πατριώτη, αλλά στην ουσία είχε τη χώρα εντελώς αποδυναμωμένη από βασικά αμυντικά όπλα. Θεός οίδε τι είχαν γίνει τα χρήματα από έρανο «για την άμυνα». Κι όμως ο Κωστής δεν πτοείται. Πολεμά με θάρρος. Και στέλνει «κάπου από το μέτωπο» και την πρώτη του ανταπόκριση στην εφημερίδα του το «Ελεύθερον Βήμα»:
«Κάπου εις το Μέτωπον 3 Νοεμβρίου 1940. Επτά μέρες τώρα και επτά νύχτες πολεμούμε. Τα κανόνια μας τα πολυβόλα μας, τ’ αεροπλάνα μας, τ’ αδέλφια μας, / όλοι εμείς που αποτελούμε τον ελληνικό στρατό με ψυχή γεμάτη θάρρος κι αυτοπεποίθηση πολεμούμε… Θα νικήσουμε έναν εχθρό για να δείξουμε σε όλους τους λαούς τον δρόμο της ελευθερίας και της τιμής….Ας μάθουν όλες οι μανάδες που έχουν παιδιά στα σύνορα πως πρέπει να είναι υπερήφανες γιατί στα παιδιά τους έλαχε ο κλήρος να δείξουν στον κόσμο πως η ελευθερία δεν χαρίζεται από κανέναν αλλά παίρνεται με το σπαθί».
Την επομένη ακριβώς, 4 Νοεμβρίου 1940, πέφτει νεκρός. Στο χέρι του είχε το περίστροφο που δεν μπορούσε βέβαια να τον βοηθήσει στον αεροπορικό βομβαρδισμό που είχε αρχίσει να θερίζει μαζί με αυτόν και άλλους νέους υπερασπιστές των ιδανικών μας.
O Μαρδοχαίος Φριζής
Σε κάποιο ντοκιμαντέρ που αναζητούσα στοιχεία για τον Κωστή Παπαδάκη, είδα να γίνεται λόγος πολύς για έναν αξιωματικό και μάλιστα Εβραίο στην καταγωγή.
Είχε πολεμήσει στα πρότυπα των Μαραθωνομάχων Ελλήνων με αφάνταστη γενναιότητα. Εντυπωσιασμένη από τη γενναιοψυχία του ανδρός συνέχισα να ψάχνω για τη ζωή του κι ομολογώ ότι ακόμα μια φορά απόρησα με τις λογιότατες «κεφαλές» που φάσκουν και αντιφάσκουν.
Για να μη χαλάσω και τη δική σας διάθεση δεν θα αναφέρω αυτά τα απείρου κάλλους μαργαριτάρια πολιτικών που αλίευσα στο διαδίκτυο. Για το αν δηλαδή θα έπρεπε, Εβραίος αυτός να πολεμήσει με τους Έλληνες, αν είναι ο πρώτος αξιωματικός που σκοτώθηκε, αν….αν…αν.
Αν έπεσε με το βαθμό του συνταγματάρχη, που του απονεμήθηκε επ’ ανδραγαθία για τη νίκη επί της Τζούλια, ή με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και ο βαθμός του Συνταγματάρχη του αποδόθηκε τιμητικά μετά θάνατον, και κατά συνέπεια με το αν ήταν ο πρώτος ανά βαθμό ανώτερος αξιωματικός που έπεσε στο ελληνοϊταλικό μέτωπο.
Καυγάς ολόκληρος μεταξύ των ανωνύμων που περνούν γενεές δεκατέσσερις όποιον δεν κάνουν κέφι …
Πουθενά όμως δεν είδα να αμφισβητείται η φιλοπατρία, το ακέραιο ήθος και ο ηρωισμός του Φριζή.
Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν ανατρέχοντας στον τοπικό τύπο διάβασα στην πάντα ενημερωμένη ιστορικά «Άγονη Γραμμή», ένα εξαιρετικό σημείωμα του εκλεκτού μας δικηγόρου, συγγραφέα, ερευνητή Χάρη Παπαδάκη με πλήρη στοιχεία ότι ο ήρωας που με εντυπωσίασε τόσο πολύ είχε σχέση με το Ρέθυμνο!
«Ο Φριζής ο Μαρδοχαίος ο καλύτερος Εβραίος» αναφερόταν στο δημοσίευμα. Ήταν μια φράση, που ακουγόταν για χρόνια ολόκληρα στην πόλη μας από τους παλιούς Ρεθεμνιώτες. Κάποιοι πίστευαν ότι ο Φριζής ανήκε στην Εβραϊκή κοινότητα του Ρεθύμνου. Από τη συνέχεια του δημοσιεύματος μαθαίνουμε ότι τη δεκαετία του 1930 εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο η οικογένειά του, λόγω μετάθεσης του τελευταίου σε στρατιωτική μονάδα της πόλης. Ο Φριζής μάλιστα από το Ρέθυμνο είχε ξεκινήσει με το 44ο Σύνταγμα Ρεθύμνης, για να πάει στο Αλβανικό Μέτωπο.
Ποιός ήταν
Ο Μαρδοχαίος Φριζής γεννήθηκε το 1893 στη Χαλκίδα σε πολύτεκνη οικογένεια. Το όνειρό του ήταν να γίνει αξιωματικός. Έδωσε εξετάσεις στη σχολή Ευελπίδων αλλά εγκατέλειψε τη σχολή. Γι’ αυτό υπάρχουν δύο εκδοχές, ότι θεώρησε υποτιμητικό το ότι δεν ήρθε πρώτος ή ότι εξαιτίας του ιουδαϊκού θρησκεύματος δεν έγινε δεκτός. Έδωσε εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και πέτυχε στη Νομική. Την περίοδο εκείνη συνδέθηκε με τον Κονδύλη, στον οποίο εκφράζει την επιθυμία του «να γίνει στρατιώτης». Μπήκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε το 1916. Έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην εκστρατεία στην Ουκρανία, και στη μικρασιατική εκστρατεία, όπου, κατά την υποχώρηση, πιάστηκε αιχμάλωτος στη Σμύρνη. Άλλοι Εβραίοι πληροφορήθηκαν το γεγονός, και συγκέντρωσαν χρήματα για να τον απελευθερώσουν, εκείνος όμως αρνήθηκε λέγοντας «Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει για όλους». Ένα χρόνο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αξιωματικούς. Το 1936 μετατέθηκε στην Κρήτη και του ανατέθηκε ο τομέας λογοκρισίας επί του τύπου. Μετατέθηκε στο Δελβινάκι με την αιτιολογία ότι «δεν έκανε σωστά τη δουλειά του».
Εκπόνηση σχεδίων απώθηση
Πριν ακόμη κηρυχθεί ο πόλεμος, ο Φριζής είχε εκπονήσει σχέδιο απώθησης του εχθρού σε περίπτωση επίθεσης, το οποίο είχε εγκριθεί από τον Παπάγο.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, διαβάζουμε σε στρατιωτικό έγγραφο, τον βρήκε διοικητή του υποτομέα Δελβινακίου της 8ης Μεραρχίας. Η άμυνα του μετώπου Ηπείρου είχε ανατεθεί εξ ολοκλήρου στην 8η Μεραρχία. Η γραμμή αμύνης άρχιζε στα αριστερά από τα παράλια σύνορα Ελλάδος-Αλβανίας και στα δεξιά στηριζόταν στον Σμόλικα. Η διαταγή της 23ης Σεπτεμβρίου του 1940 καθόριζε ότι η Μεραρχία απεφάσισε να παρασύρει τον αντίπαλο επί της οργανωμένης άριστα τοποθεσίας Ελαία-Καλαμά κι από εκεί με αντεπιθέσεις να τον απορρίψη πέραν των συνόρων. Το σχέδιο όριζε ότι οι μονάδες προκάλυψης θα εκτελούσαν μαχόμενες υποχωρητικούς ελιγμούς μέχρι την γραμμή αμύνης παρασύροντας στην υποχώρησή τους τον εχθρό. Εκεί, οι μονάδες προκαλύψεως θα περνούσαν στα μετόπισθεν σαν εφεδρείες
Έτσι, την 31η Οκτωβρίου το βράδυ, ο Υποτομέας Αώου και το Απόσπασμα Μετσόβου μαζί, αποτέλεσαν το Απόσπασμα Αώου του οποίου διοικητής ετέθη ο αντισυνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής.
Στόχος η παρεμπόδιση του Νοτίου Συγκροτήματος της Τζούλια να κυκλώσει την 8η Μεραρχία περνώντας τον Αώο. Στις 10 Νοεμβρίου ο Φριζής, πήρε εντολή να κινηθεί στη δεξιά πλευρά του μετώπου για να σταματήσει την υποχώρηση. Τα κατάφερε και ταυτόχρονα προετοίμασε τους στρατιώτες του για την αντεπίθεση. Η ομάδα του Φριζή είναι επίσης αυτή που συνέλαβε τους πρώτους αιχμαλώτους πολέμου – περίπου 700 Ιταλούς – και που κράτησε τη γέφυρα του Καλαμά απωθώντας τους «Κενταύρους». Στις 10 Νοεμβρίου στη διάβαση «Κλέφτης» οι Αλπινιστές του 9ου Συντάγματος απελπισμένοι και εξουθενωμένοι παραιτήθηκαν του αγώνα και σκορπίστηκαν προς Νότο, αφού εγκατέλειψαν κάθε είδους πολεμικό υλικό, νεκρούς και τη σημαία του 3ου Τάγματος του 9ου Συντάγματος Αλπινιστών.Πέτυχε την αναστροφή του μετώπου
Ο Μαρδοχαίος Φριζής, υλοποιώντας τη διαταγή του Β’ Σ.Σ. της 7ης Νοεμβρίου για περικύκλωση της Τζούλια, διέταξε μία Ημιλαρχία της 1ης Επιλαρχίας του 3ου Συντάγματος Ιππικού να καταδιώξει τα απομεινάρια του 8ου Συντάγματος της Τζούλια προς Κόνιτσα ενώ ο 2ος Λόχος του Τάγματος Κονίτσης θα τους περίμενε στο ύψωμα Σουσνίτσα κοντά στο χωριό Ελεύθερο. Οι Αλπινιστές αιφνιδιάστηκαν από την ενέδρα και είχαν 300 νεκρούς. 700 αλπινιστές από το 8ο Σύνταγμα παραδόθηκαν. Οι υπόλοιποι Αλπινιστές που ξέφυγαν, περίπου 7.500 άνδρες, πέρασαν στην Κόνιτσα κι από εκεί, μαχόμενοι και με μεγάλες απώλειες, για ανασυγκρότηση στην Πρεμετή, όπου στις 15 Νοεμβρίου ήταν πάλι ετοιμοπόλεμοι υπό τον Στρατηγό Νάσσι. Στη συνέχεια ο Μαρδοχαίος Φριζής ελευθέρωσε την Κόνιτσα και προχώρησε στο αλβανικό έδαφος ανακόπτοντας την προέλαση των Ιταλών, και επιτυγχάνοντας την αναστροφή του μετώπου.
Το ηρωικό του τέλος
Στις 5 Δεκεμβρίου, βορειοανατολικά της Πρεμετής, ο Φριζής και οι άντρες του δέχθηκαν επίθεση από ιταλικά αεροπλάνα. Ο Φριζής έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να πέσουν στα χαρακώματα, παρ’ όλα αυτά, για να μην υπάρξει πανικός στους στρατιώτες, ο ίδιος παρέμεινε καβάλα στο άλογό του και συνέχισε να τους εμψυχώνει. Ως καβαλάρης έγινε εύκολος στόχος για τα εχθρικά αεροπλάνα. Στην αρχή τον γάζωσαν και έπειτα μία βόμβα τον αποτελείωσε.
Τιμές μετά θάνατον
Σύμφωνα με μαρτυρία του δικηγόρου Χάρη Καλαϊτζάκη, που αναφέρεται στο δημοσίευμα του Χ. Παπαδάκη, η οικογένεια του Μαρδοχαίου Φριζή μετά το Ρέθυμνο και τον θάνατό του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης οι Γερμανοί ζήτησαν όπως και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος την καταγραφή των Εβραίων μέσω της κάθε Νομαρχίας. Η χήρα του Μαρδοχαίου πήγε στην Νομαρχία και απευθύνθηκε στον αρμόδιο υπάλληλο, ο οποίος ήταν Ρεθεμνιώτης και γνώριζε την ιστορία του ηρωικού συνταγματάρχη και της είπε να μη καταγραφεί με τα παιδιά της ως Εβραία, γιατί οι Γερμανοί έχουν κακό σκοπό. Πράγμα που έγινε. Η οικογένεια δεν καταγράφηκε και έτσι γλύτωσε από τον θάνατο. Τούτο επιβεβαιώνεται γιατί ο γιος του το 1954 ζει και δημοσιεύει την 28η Οκτωβρίου 1954 στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» άρθρο απ’ όπου και αντλήσαμε βιογραφικά στοιχεία του πατέρα του.
Προτομές του Μαρδοχαίου Φριζή έχουν τοποθετηθεί έξω από το Πολεμικό Μουσείο στο Καλπάκι, στη γενέτειρά του τη Χαλκίδα και στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. Μια οδός του δήμου Αθηναίων, κοντά στα σύνορα με το Ψυχικό φέρει, επίσης, το όνομά του καθώς και μια οδός στην Χαλκίδα πια στο Ισραηλιτικό Νεκροταφείο Θεσσαλονίκης.
Αυτός ήταν ο Φριζής ο Μαρδοχαίος ο καλύτερος Εβραίος που ανέφεραν με αγάπη και σεβασμό οι παλιοί Ρεθεμνιώτες. Κι ήταν αυτός που έγραψε τα πρώτα ένδοξα κεφάλαια σε κείνη την άνιση αναμέτρηση της εποποιίας του ’40 που ανιστορούμε με δέος και απέραντο θαυμασμό.
Ο Γιάννης Τσουπάκης
Νιόπαντρος βρέθηκε στο μέτωπο ο Γιάννης Τσουπάκης. Λεβέντης, έξυπνος, γενναίος. Από μικρό παιδί μεγάλωνε με τις κρητικές παραδόσεις που γενναιόδωρα δέχτηκε από τους γονείς του Μανόλη Τσουπάκη και Χαρίκλεια Λαντζουράκη.
Είχε κέφι για τη ζωή, ήταν ανοικτή καρδιά, μερακλής και φυσικά όνειρο κάθε κοριτσιού.
Εκείνος όμως διάλεξε για σύντροφο της ζωής του μια πανέμορφη κοπέλα από τη Νίθαυρη επίσης, συγχωριανή του δηλαδή, την Ξανθίππη Δανδουλάκη.
Ο γάμος τους τελέστηκε με όλο το τυπικό των αρχοντικών της εποχής οικογενειών. Το γλέντι κράτησε μέρες και οι ευχές ήταν αμέτρητες για την ευτυχία του ζευγαριού. Όλα έδειχναν ευοίωνα για μια ανέφελη ζωή. Λογάριαζαν όμως χωρίς την κατάρα του πολέμου.
Πύκνωναν τα σύννεφα αλλά όλοι απεύχονταν την αναμενόμενη συμφορά.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Γιάννη με τον ίδιο ενθουσιασμό που διακατείχε τους νέους της εποχής του «Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα» έλεγε στη γυναίκα του, που ζούσε ένα μαρτύριο αποχαιρετώντας τον άνδρα που δεν είχε ακόμα προλάβει να ζήσει μαζί του την καθημερινότητα.
Το ίδιο επαναλάμβανε στους γονείς που προσπαθούσαν με τη σειρά τους να κρατήσουν την ψυχραιμία τους και να δώσουν κουράγιο στον πρωτογιό τους που έφευγε για το μέτωπο. Μόνο τα μικρότερα αδέλφια ο Ζαχαρίας, η Ελπινίκη και η Ευαγγελία, δεν μπορούσαν να αντέξουν τη στιγμή του αποχαιρετισμού και άφησαν τον πόνο τους να ξεσπάσει. Μάταια ο Γιάννης τα παρακαλούσε να σκεφτούν πως πρέπει να φύγει για την πατρίδα. Σ’ αυτόν τον πρωτότοκο έμελε ο κλήρος να τιμήσει την οικογένειά του. Έπρεπε να σταθούν όλοι στο ύψος των περιστάσεων.
Ο Γιάννης έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Τεπελένι στις 15-2-1941 σε ηλικία 36 ετών.