Για την αγιοποίηση κάποιου που ανάλωσε τη ζωή του αφιερωμένος στον Θεό υπάρχουν κάποιες προδιαγραφές. Να είχε βίο αγαθό, να θαυματούργησε, να ευωδίαζαν τα λείψανά του …Για την καταξίωση κάποιου ανθρώπου που διακρίθηκε σε μια μικρή κοινωνία και επί σειρά ετών υπηρετούσε τον τόπο του από διάφορα μετερίζια, ποιές είναι άραγε οι προϋποθέσεις για να τον χαρακτηρίσεις εμβληματική μορφή;
Είναι πολλά αυτά που γράφτηκαν για τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, στη διάρκεια αυτή των 12 χρόνων από τον θάνατό του. Κάποια από αβροφροσύνη, κάποια από υποχρέωση, κάποια από ανάγκη συγκεκριμένης μνήμης. Πόσο καλά μας γνώρισαν όμως τον Γιάννη Χαλκιαδάκη;
Ευτύχησα να ζήσω αυτό τον άνθρωπο και πριν ακόμα μου κάνει τη μεγάλη τιμή να υπηρετήσω τα «Ρεθεμνιώτικα Νέα». Και νομίζω ότι ο πρώτος παλμός της ξεχωριστής του προσωπικότητας άρχισε να γίνεται αντιληπτός από το ταπεινό αλλά γεμάτο ευλογία σπίτι στις Ατσιπάδες, όπου είδε το πρώτο φως της ζωής στις 23 Δεκεμβρίου 1925. Εκεί που ο παπά Μανόλης και η πρεσβυτέρα Αγάπη δίδαξαν με τον τρόπο ζωής τους στα παιδιά τους αξιοπρέπεια. Προικιό που ο Γιάννης Χαλκιαδάκης κουβαλούσε με ευλάβεια μέχρι τον θάνατό του.
Σ’ αυτό το μικρό σπίτι όταν έπεφτε η νύχτα κι όλοι έκλειναν τα μάτια να ξεκουραστούν ο μικρός Γιάννης έμενε ξάγρυπνος στο σκοτάδι και ονειρευόταν.
Άφηνε τη φαντασία του να τον οδηγήσει σε άλλους κόσμους που μόνο από τα βιβλία γνώριζε. Γιατί η αλήθεια είναι ότι διάβαζε πολύ. Μα πώς να κορέσει τη δίψα του ο περιορισμένος αριθμός βιβλίων και το περιοδικό «Ζωή» που είχε στη διάθεσή του; Άσε που από κάποια βιβλία – μεγάλο ήταν το παράπονό του – έλειπαν και σελίδες.
Οι πιο χαρούμενες στιγμές της ζωής του, παιδί τότε, ήταν η άφιξη του ταχυδρόμου. Και η μεγαλύτερη συγκίνηση που δέχτηκε εκείνη την εποχή ήταν όταν του ανέθεσαν να παραλάβει κάποια βιβλία. Αποστολή που προϋπόθετε αρκετή πορεία. Κι όμως δεν κοιμήθηκε από τη λαχτάρα του μέχρι να ξεκινήσει και να πάει να τα παραλάβει.
Μετά το γυμνάσιο
Ήρθε μετά στο γυμνάσιο να δώσει εξετάσεις. Τον έφερε ο παπα-Μακρής πάνω στο γαϊδουράκι μαζί με ένα γιο του. Ποτέ δεν ξέχασε την απορία του διαβάζοντας στη προμετωπίδα «Οίκος Παιδείας». Ούτε και τις μέρες που ακολούθησαν.
Για να σπουδάσουν τα παιδιά ο παπα-Μανόλης είχε κάποιες αντιρρήσεις. Πολλά παιδιά, ποιό να προχωρήσει στα γράμματα, ποιό να αδικηθεί; Η πρεσβυτέρα Αγάπη όμως κατάφερε και πάλι να τον πείσει με κείνο το αφοπλιστικό «Ναι γέροντα» που έλεγε πάντα ασχέτως αν δεν συμφωνούσε με τα λεγόμενά του.
Πόσα δρομολόγια δεν έκανε η μάνα αυτή από Ατσιπάδες – Ρέθυμνο με τα πόδια για να φέρει στα «δασκαλάκια» της φρέσκο φαγητό και καθαρά ρούχα. Γιατί φεύγοντας τα παιδιά από το χωριό νοίκιαζαν ένα φτηνό δωμάτιο στην πιο ταπεινή γειτονιά της πόλης. Και πώς να τα βγάλουν πέρα;
Όλα όμως τέλειωσαν με άριστα.
Όταν ήρθε η στιγμή της επιλογής σπουδών ο Γιάννης εκδήλωσε την επιθυμία να γίνει δάσκαλος.
Από τα διάφορα που μου μετέφερε κατά καιρούς η αξέχαστη φίλη Χρυσούλα Μπουρλώτου ήταν και οι κοινωνικές ανησυχίες του Γιάννη. Τον γνώριζε καλά επειδή διευθυντής τότε στην Ακαδημία ήταν ο πατέρας της.
Μια μέρα βλέπει η παρέα των συμφοιτητών, ήταν και η Χρυσούλα μαζί τους, τον Γιάννη να καταφθάνει χωρίς το παλτό του μέσα στο καταχείμωνο.
Παραξενεύτηκαν γιατί ήξεραν πως αποζητούσε τη ζεστασιά. Μάλιστα η χαρά του ήταν που είχε βρει δωμάτιο πάνω από ένα φούρνο κι είχε εξασφαλισμένη …θέρμανση για τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Εκείνος απέφυγε να δώσει εξηγήσεις ξεστρατίζοντας την κουβέντα όπως πολύ καλά ήξερε όταν κάτι τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
Αργότερα έμαθαν από κάποιον ότι το παλτό είχε δοθεί σ’ έναν άρρωστο ζητιάνο που είχε ξεπαγιάσει σε μια γωνιά. Θέαμα που δεν θα μπορούσε να αφήσει τον Γιάννη Χαλκιαδάκη ασυγκίνητο.
Αγωνία για τα κοινά
Η έγνοια του για τα κοινά είχε ξυπνήσει μέσα του από τα εφηβικά του χρόνια, όταν κατέβηκε κι αυτός μαζί με άλλους να πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης. Ζήτημα να ήταν 16 χρόνων.
Όταν είχα συναντήσει τον αείμνηστο Κωστή Βαβουράκη στην Κοξαρέ, τον τελευταίο αντάρτη, ζήτησα να μου μιλήσει για τον Γιάννη Χαλκιαδάκη και για τη δράση που είχα ακουστά.
Κι εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη μου μίλησε για ένα πρόθυμο παλικαράκι που δεν δίσταζε να κουβαλά φαγητό στους αντάρτες πάνω στο λημέρι τους. Μια μέρα όμως τους είπε πως έπρεπε να σταματήσει γιατί έδωσε λόγο στον πατέρα του.
Και δεν ξαναφάνηκε. Ακόμα κάτι που έκανε το Γιάννη Χαλκιαδάκη να ξεχωρίζει. Ήταν ξεκάθαρος στις σχέσεις του έστω κι αν θα προκαλούσε μήνη ή θύελλα. Ποτέ δεν άφηνε εκκρεμότητες όπως και ποτέ δεν χρησιμοποιούσε μνήμες για να πληγώσει κάποιον που τον πίκρανε. Κι ας είχε τον τρόπο.
Βρήκα και μαρτυρίες για το πέρασμά του από την Κομμαντατούρ. Και μου είπαν μάλιστα πως η πρεσβυτέρα που καιροφυλακτούσε να τον δει, όταν έμαθε ότι θα τον μετέφεραν κάπου αλλού, δεν τον αναγνώρισε στην αρχή. Τόσο είχε αλλοιωθεί η μορφή του από τα χτυπήματα.
Μετά στην αντίσταση έκανε κι αυτός το χρέος του. Εκείνα τα δίσεκτα χρόνια έβγαλε και την πρώτη του εφημερίδα εκεί στο βουνό, στο μετερίζι του αγώνα.
Αναγκαστικές επιλογές
Αν και απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, οι πολιτικές του ανησυχίες και πεποιθήσεις δεν έφεραν ποτέ στον ίδιο τον διορισμό στο δημόσιο ως δάσκαλος.
Αποφάσισε να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο. Με την πρώτη «μαγιά» από τον πατέρα του αγόρασε το εμπόρευμα. Και μάλιστα έκανε εντύπωση στον προμηθευτή. Γιατί του άφησε στο τραπέζι όσα λεφτά κρατούσε με μια εμπιστοσύνη που ο άλλος εκτίμησε.
Βγαίνοντας όμως από το γραφείο αντιλήφθηκε ότι πεινά. Κάθεται να παραγγείλει μια κρέμα και διαπιστώνει πανικόβλητος ότι δεν έχει δεκάρα στην τσέπη. Γυρίζει πίσω και ζητά επιστροφή από τα χρήματα που κατέβαλε ίσα για την κρέμα και τα ναύλα του.
Αυτή ήταν μια άλλη αρετή του Χαλκιαδάκη. Σε δύσκολες περιστάσεις έπαιρνε το ρίσκο του αρκεί να μην θιγόταν η αξιοπρέπειά του.
Η ζωή του με την Ελένη
Μια άλλη πτυχή της ζωής του που ποτέ δεν ξεδιπλώθηκε και απορώ γιατί, είναι η αυτοπεποίθηση που τον διέκρινε. Γιατί να κερδίσεις την καρδιά μιας κοπέλας όπως ήταν η Ελένη – Ευαγγελία Χατζηγρηγόρη δεν ήταν τόσο απλό.
Η αγαπημένη μας και επίσης αξέχαστη «Μπούμπα» δεν ήταν καθόλου τυχαία. Προερχόταν από μια οικογένεια που στήριζε την τοπική οικονομία και διαχειριζόταν τις τύχες των ανθρώπων σε δίσεκτες εποχές.
Ήταν όμως και μια καλλονή του καιρού της. Πόσοι και πόσοι δεν την ονειρεύονταν για γυναίκα της ζωής τους. Ήταν τόσο υπέροχος άνθρωπος. Μια ανεξάντλητη πηγή καλοσύνης και ενέργειας, που όταν περίσσευε από την ενασχόλησή της με τον αθλητισμό που της χάρισε και διακρίσεις, τη διοχέτευε στο περιβάλλον της. Ήταν η «ψυχή» της παρέας. Ήταν το καμάρι των δικών της.
Η χαρισματική κοπέλα είδε στον Γιάννη Χαλκιαδάκη τον άνθρωπο που αντιπροσώπευε τα ιδανικά της. Γιατί έχοντας απολαύσει παιδική και εφηβική ζωή αρχοντοπούλας, σε άλλες αξίες έδινε σημασία. Και σήκωνε τον πήχη ψηλά.
Κέρδισε ο Γιάννης Χαλκιαδάκης μια τέτοια γυναίκα, αλλά άρχισε να δέχεται απανωτά τα χτυπήματα εξαιτίας της ιδεολογίας του.
Η «αρχοντοπούλα» του όμως δεν δείλιασε. Στάθηκε βράχος κοντά του σε κάθε δύσκολη στιγμή. Οι παλιοί Ρεθεμνιώτες τη θυμούνται με τον καλό λόγο πάντα στα χείλη να κάθεται στο βιβλιοπωλείο κι ας ήταν μέρες που δεν πατούσε ψυχή για να μην περάσει το όνομα στο τεφτέρι του «χαφιέ» που παραφυλούσε πιο πέρα. Και πώς να περιγραφεί η χαρά της, όταν μια σχολική περίοδο κατάφερε να ξεπουλήσει όλες τις σάκες.
Αυτή η θερμή συμπαράσταση που δεν στερούσε παράλληλα από στοργή και φροντίδα την Άβα και το Μανόλη τους, άφηνε ακόμα περισσότερα περιθώρια στον Γιάννη Χαλκιαδάκη να κυνηγήσει τα όνειρά του. Ίσως κι ο ίδιος δεν θα είχε ξεκαθαρίσει μέσα του τι ακριβώς ζητούσε από τη ζωή του. Θα του αρκούσε ένας δημαρχιακός θώκος; Θα συμβιβαζόταν με μια βουλευτική έδρα; Ποιος ξέρει. Αυτό που δεν αμφισβητεί κανένας είναι ότι ο Γιάννης Χαλκιαδάκης είχε γεννηθεί για τα κοινά.
Στο μετερίζι της δράσης
Ήταν ν’ απορείς πως ένα παιδί από ένα μικρό χωριό μεγαλωμένο με κάποιες παραδόσεις είχε εξελιχθεί σε μια εκρηκτική προσωπικότητα, που για το σύνολο θα έβαζε ευχαρίστως το κεφάλι του στο ντορβά. Όσο βαρύ κι ήταν το τίμημα.
Ήταν πολύ φυσικό λοιπόν να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Ευάγγελου Δασκαλάκη αλλά και του Ρεθεμνιώτικου λαού. Και βρίσκεται στο πρώτο μετερίζι της δράσης του που ήταν το δημοτικό συμβούλιο. Εκεί ως πρόεδρος παρουσιάζει σημαντικό έργο.
Δεν είναι τυχαίο ότι μια ομάδα ανθρώπων με θεσμικές και άλλες ιδιότητες (Ευάγγελος Δασκαλάκης, Γιάννης Χαλκιαδάκης, Γιώργης Αγγελιδάκης, Μανόλης Λουκάκης, Μαρία Τσιριμονάκη) διεκδικούν από την επίσημη πολιτεία πανεπιστήμιο και άλλα έργα υποδομής για να ανασάνει ο τόπος. Ήταν το 1964.
Το 1965, όπως μας διηγείται ο επιστήθιος φίλος του Γιώργης Αγγελιδάκης, δημιουργήθηκε η ανάγκη να αποκτήσει το Ρέθυμνο μια εφημερίδα που να εκφράζει τον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο. Και ο μόνος κατάλληλος κρίθηκε ο Γιάννης Χαλκιαδάκης που είχε μετατρέψει στο μεταξύ το βιβλιοπωλείο του σε «Παρνασσό» με τις προσωπικότητες που συγκεντρώνονταν εκεί.
Έτσι ιδρύθηκαν τα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».Δυο χρόνια μετά η εφημερίδα έκλεισε από τη χούντα και ο εκδότης οδηγήθηκε στις φυλακές επειδή επέμενε να μη συμμορφώνεται με τις διατάξεις. Γνωστή η συμμετοχή του και στην πρώτη αντιστασιακή σύναξη στο Αγιασμάτσι.
Με τη μεταπολίτευση και την επανέκδοση των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» ο Γιάννης Χαλκιαδάκης άρχισε να ασχολείται πιο ενεργά με τα κοινά.
Επί προεδρικής του θητείας του μάλιστα στην ΕΑΡ η ομάδα ανέβηκε στην Α’ Κατηγορία.
Ο Γιάννης Χαλκιαδάκης ήταν επίσης μεταξύ των ολίγων τολμηρών που όταν το Ρέθυμνο άδειαζε από απελπισμένα νιάτα που ζητούσαν καλύτερη μοίρα στις μεγαλουπόλεις και στο εξωτερικό, ένωσε και τις δικές του δυνάμεις για τη δημιουργία τουριστικών υποδομών, όπως το El Greco, που ήταν ουσιαστικά ο θεμέλιος λίθος στο τουρισμό του Ρεθύμνου.
Και δεν έμεινε σε αυτό.
Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν μια περηφάνια και μια αξιοπρέπεια ακόμα κι όταν τον αδικούσαν.
Πρωτοστατώντας και στον αγώνα για την ίδρυση του πανεπιστημίου είχε δημιουργήσει μια από τις πρώτες γέφυρες επικοινωνίας με τους καθηγητές αποσκοπώντας να τους φέρει πιο κοντά στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πόλης.
Ήταν δίκαιος άνθρωπος. Άφηνε τους άλλους να πιστεύουν πως τον έχουν πείσει με τις όποιες τους διαβολές σε βάρος άλλων. Κι όταν έφευγαν ο ίδιος τους διέγραφε από τη λίστα της εκτίμησής του.
Δεν δίστασε να διώξει και πολιτικό άνδρα, επιφανέστατο, σε προεκλογική περίοδο, όταν του ζήτησε υποστήριξη με το αζημίωτο.
Αυτός ο χαρακτήρας του τον έφερε κοντά σε μεγάλες προσωπικότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι από το γραφείο του στη γρότα της Χατζηγρηγοράκη πέρασε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Άξιο να αναφερθεί επίσης ότι είχε τη λεβεντιά να αναθεωρήσει απόψεις για δημόσια πρόσωπα όταν έπειθαν με το έργο τους ότι είναι κεφάλαια για την πόλη.
Σεβασμός στους συνεργάτες του
Είχε τις αδυναμίες του και τις όποιες εμμονές του σαν κάθε άνθρωπος. Αλίμονο όμως στον όποιο τολμούσε να θίξει συνεργάτη του.
Πώς να ξεχάσω ένα βράδυ, όταν ήρθε ένας ηγούμενος στο γραφείο μας που ήταν τότε στον χώρο της Γραφοτεχνικής για να με επιπλήξει που τον είχα ελέγξει δημοσιογραφικά. Βγαίνει από το γραφείο του ο Χαλκιαδάκης και χωρίς να ρωτήσει πως και γιατί τον έδιωξε κακήν κακώς από το γραφείο.
Κι όταν πλησίασα διστακτικά να ευχαριστήσω για την υποστήριξη, μου πέταξε ένα αυστηρό «στη δουλειά σου» και έκλεισε την πόρτα του γραφείου του βάζοντας έτσι τελεία και παύλα στο επεισόδιο.
Αλίμονο όμως και στον συνεργάτη του που θα τολμούσε να καταφερθεί κατά συναδέλφου του.
Συνηθίσαμε να λέμε για την οικογένεια των «Ρ.Ν.» αλλά βεβαιώνω ότι το εννοούμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τύχει χαρά και λύπη σε συνεργάτη κάθε βαθμού και να λείπει ο Γιάννης Χαλκιαδάκης στην αρχή και στη συνέχεια πάντα μαζί με το γιο του τον κ. Μανόλη Χαλκιαδάκη.
Η συμμετοχή αυτή όμως δεν σήμαινε ότι οι εργαζόμενοι είχαν και τα πεδίο ελεύθερο να μην αποδίδουν και να μην πειθαρχούν στους κανόνες της εφημερίδας.
Το κάθε πράγμα είχε την ώρα του.
Θα ’θελα πολύ χρόνο και χώρο να θυμίσω τη συμβολή του και στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Θα επανέλθω όμως σύντομα γιατί ο Γιάννης Χαλκιαδάκης ενίσχυσε πολιτιστικά γεγονότα που έχουν περάσει με χρυσά γράμματα στα τοπικά χρονικά (Εκδηλώσεις τύπου – Παιδική Άνοιξη – Αποστολές Συμφωνικής Ορχήστρας και Χορωδίας σε άλλες πόλεις….για να μην αναφερθώ στις χορηγίες του που συνεχίζει ο γιος του Μανόλης στηρίζοντας προσπάθειες που διατηρούν την παράδοση και τις ιστορικές μνήμες του τόπου). Αχ αυτή η Ζαχαρούλα μας, καλή της ώρα, πόσα θα είχε να πει αν της επιτρεπόταν να το κάνει.
Όσο για το χιούμορ του αξέχαστου εκδότη μας, ήταν παροιμιώδες, ιδιαίτερα όταν συναντούσε το μεσημέρι τον Κωστή Πετρίδη, που έφερνε τη συνεργασία του. Ακόμα και σε «χοντρό» δούλεμα αμφοτέρων, ήταν απόλαυση να τους ακούς.
Ήταν κι ετοιμόλογος. Κάποτε μετά από μια σοβαρή επέμβαση οι γιατροί είχαν συστήσει προσοχή θεωρώντας ότι τα χρόνια του είναι ελάχιστα.
Εκείνος όμως δεν το έβαζε κάτω και μερικά χρόνια αργότερα στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν η μητέρα του έτυχε να συναντήσει τον γιατρό που τον έχει χειρουργήσει.
Εκείνος βλέποντάς τον άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και άθελά του είπε:«Ώστε ζεις;».
Κι ο κύριος Γιάννης με το γνωστό του ύφος όταν έκανε πλάκα του απάντησε:«Γιατί γιατρέ μου; Το ψωμί σου τρώγω…;».
Ένας σεμνός άνθρωπος
Ωστόσο κάθε φορά που αντιμετώπιζε κάτι σοβαρό δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι θέλει μια κηδεία σεμνή, χωρίς φανφάρες και άλλα που ο ίδιος κατέκρινε όπου τα συναντούσε.
Να πούμε για τη φιλανθρωπία του; Έτυχε φορές που μας όρκιζε να ξεχάσουμε αυτό που είδαμε σε ανύποπτη στιγμή.
Από τα αγαπημένα του στέκια εκτός από τον Δημοτικό Κήπο ήταν και το «Μεσοστράτι». Εκεί καθημερινά έδιναν το ραντεβού τους με τον Γιώργη Αγγελιδάκη, που του ήταν απαραίτητος κι ας τον μάλωνε που αρκετές φορές δεν πρόσεχε τη δίαιτά του. Πόσα και πόσα αλήθεια δεν μοιράστηκε με το φίλο του αυτό.
Να ήταν άραγε εμβληματική προσωπικότητα ο Γιάννης Χαλκιαδάκης; Δεν νομίζω ότι αρκεί ο χαρακτηρισμός αυτός να αποδώσει απόλυτα την πραγματικότητα.
Γιατί ο Γιάννης Χαλκιαδάκης που δεν χρειάζεται επέτειο για να τιμηθεί η μνήμη του, πρέπει να ήταν κάτι περισσότερο αν κρίνουμε από το αποτύπωμα που άφησε στην επίγεια πορεία του. Είναι η εφημερίδα του που σε άξια χέρια του γιου του Μανόλη συνεχίζει να πορεύεται στην ίδια λεωφόρο και να μας εντυπωσιάζει με καινοτόμες δράσεις που φανερώνουν όραμα και πίστη για το μέλλον, όσο κι αν οι εποχές δεν είναι τόσο φιλικές με το επιχειρείν.
Είναι οι μνήμες των ανθρώπων που τον έζησαν. Είναι οι στιγμές που γέμισε με την πληθωρική παρουσία του στο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι.
Είναι το παρτέρι στα πόδια της περήφανης αροκάριας στην είσοδο των γραφείων μας που δημιούργησε, γιατί ήθελε παντού να χαίρεται φύση. Είναι και το παγκάκι έξω από την πόρτα να κάθεται ο κουρασμένος περαστικός για να πάρει μια ανάσα.
Για όλους είχε την έγνοια του ο αξέχαστος κ. Γιάννης. Κι έτσι θα τον θυμόμαστε και θα τον τιμούμε πάντα χωρίς να μας το υπενθυμίζουν οι επέτειοι.