Σελίδες από ημερολόγια βετεράνων μας περιγράφουν την εποποιία που έζησαν στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, όπου οι φαντάροι μας παρά τις απερίγραπτες συνθήκες μεγαλουργούσαν.
Ο αείμνηστος Κώστας Αντωνάκης από τους επιφανέστερους δικηγόρους της πόλης μας, άφησε ημερολόγιο με περιγραφή της ατμόσφαιρας που επικρατούσε μέρες πριν κηρυχθεί ο πόλεμος.Αναφέρει σχετικά:
3-9-1940
«Σήμερα πήρα μια επείγουσα ατομική πρόσκληση που με καλούσε να καταταχτώ σαν έφεδρος αξιωματικός στο στρατό. Δεν μου έκανε καμιά έκπληξη ύστερα από όσα προηγήθηκαν από τις 15 Αυγούστου 1940 μέχρι σήμερα.
4-9-1940
Πρωί βρέθηκα σήμερα έξω από τους στρατώνες ανάμεσα στους παλιούς και αγαπητούς συναδέλφους μου, Εφέδρους Αξιωματικούς, Νίκο Κατσιράκη, Λεωνίδα Ρολόγη, Αντώνη Λίτινα, Μανόλη Τσιριμονάκη, Σπύρο Αποστολάκη, Κώστα Κουμάντο, Νίκο Ψύρρη, Νίκο Περάκη, Γιάννη Ψωμακάκη, Γρηγόρη Σαριδάκη, Σταμάτη Ρολόγη, Γιώργη Σαλούστρο, Βασίλη Μαρκάκη, Γιάννη Γαβαλά, Γιάννη Βασιλάκη, Γιάννη Κουτσουράκη, Κώστα Βλαχάκη, Γιώργη Ουρανό, Φωκίωνα Μιχελακάκη, Στέλιο Περισσάκη, Λευτέρη Τσίβη, Χαράλαμπο Λίτινα, Ανδρέα Δασκαλάκη, Κοπανάκη, Λατζουράκη και πολλούς άλλους που περίμεναν να καταταχτούν στις μονάδες τους.
Ανταλλάξαμε θερμούς χαιρετισμούς, γιατί είχαμε χρόνια να ειδωθούμε από τον Ιούνη του 1937 που κάναμε μετεκπαίδευση στο 44ο Σύνταγμα και περιμέναμε στην πλατεία της Σοχώρας να ανοίξουν τα Γραφεία.
Στην αρχή αραιές ομάδες, μα όσο προχωρούσε η ώρα μαζεύοντο πυκνότερες για κατάταξη.
Είναι όλοι τους Έφεδροι γελαστοί, ζωηροί και ενθουσιασμένοι, από τα στρατιωτικά εμβατήρια, και τα πατριωτικά τραγούδια που μεταδίδουν τα μεγάφωνα του Ραδιοφωνικού Σταθμού.
Δοκίμασα μεγάλη συγκίνηση όταν την άλλη μέρα ντύθηκα τη στολή του Εφέδρου Αξιωματικού και ανέλαβα υπηρεσία. Οι μόνιμοι συνάδελφοί μας με επικεφαλής τον Διοικητή Ταγματάρχη Αριστείδη Παναγιωτάκη, αφού πρώτα μας καλωσορίσανε με εγκαρδιότητα μας καλέσανε να τους βοηθήσουνε στην συγκρότηση του 44ου Συντάγματος.
5-9-1940 – 27-10-1940
Μια εμπιστευτική διαταγή του Συντάγματός μου αναθέτει μια επείγουσα νυκτερινή εργασία που με απασχόλησε δυο βράδια, χωρίς να κλείσω μάτι. Άλλη διαταγή μου αναθέτει την αντικατάσταση του Ταγματάρχη Ευγένιου Σταμαθιουδάκη στην υπηρεσία της επίταξης κτηνών στην επαρχία Αγίου Βασιλείου λόγω κωλύματός του, παράλληλα δε ασκούσα και καθήκοντα προανακριτού του Συντάγματος.
Σκληρή, εντατική και υπεύθυνη εργασία με ανάγκαζαν να δουλεύω μέρα και νύκτα κι όμως δεν κουραζόμουνα γιατί είχα όπως κι όλοι οι άλλοι συνάδελφοί μου τα νιάτα των 30 χρόνων και τον φλογισμένο πατριωτισμό.
Η επίταξη των ζώων κράτησε πάνω από 20 ημέρες, μ’ έφερε στο διάστημα αυτό σε επαφή με τους συμπαθείς αγρότες μας, οι οποίοι παρέδιδαν τα ζώα των με αυθόρμητες πατριωτικές εκδηλώσεις και ενθουσιασμό. Μου λέγανε «κ. Ανθυπολοχαγέ προσφέρω το ζώο μου στην πατρίδα χαλάλι της και αν με χρειαστεί και μένα εδώ είμαι».
Όλοι μας είμαστε συγκινημένοι. Κοίταζα τους υπαξιωματικούς και τους στρατιώτες που παρελάμβαναν τα ζώα, να είναι δακρυσμένοι και υπερήφανοι και για να κρύψουν την συγκίνησή τους από τις εκδηλώσεις των αγνών αγροτών μας, χάιδευαν τα ταλαίπωρα ζώα την ώρα που με κάποιο δισταγμό άλλαζαν αφέντη.
Και τι να πει κανένας για τη φιλοξενία που μας επεφύλαξαν οι ευγενικοί κάτοικοι του ηρωικού χωριού Κοξαρέ που ήταν το κέντρο της επίταξης.
Στις αρχές του Οκτώβρη 1940 είχα τελειώσει την επίταξη στην πρώτη φάση της και τοποθετούμαι στο Ι τάγμα με επικεφαλής τον ηρωικό ταγματάρχη τον Αριστείδη Παναγιωτάκη και ειδικότερα στο 3ο λόχο σαν διοικητής της 1ης διμοιρίας του.
Ο λόχος μας είχε καταυλισθεί στα Τρία Μοναστήρια έξω από την πόλη και τότε δοκιμάσαμε για πρώτη φορά τη ζωή του αντίσκηνου μαζί με τους αγαπητούς μου συναδέλφους εφέδρους Αξιωματικούς Γιάννη Γαβαλά, Σταμάτη Ρολόγη, Κώστα Βλαχάκη και Σκορδαλλάκη, από τους οποίους παραμείναμε μόνιμα στελέχη του 3ου λόχου ο Κώστας Βλαχάκης κι εγώ με την προσθήκη του αγαπητού μου φίλου Γιώργη Σαλούστρου και κάποιου Μακεδόνα Δίζα Φιλώτα Αν/στη.
Η τοποθέτησή μου στον 3ο λόχο έξω από την πόλη Ρεθύμνης με εστενοχώρησε λίγο, γιατί θα έχανα την καθημερινή ευχάριστη συντροφιά τις βραδινές ώρες της αγαπημένης μνηστής μου και αργότερα εκλεκτής συζύγου μου. Κι όμως βρήκα τρόπο να ξεπερνώ το εμπόδιο αυτό. Έπαιρνα το άλογο του λόχου μου και κατέβαινα στην πόλη κοντά της. Ο ενθουσιασμός μου αυτός ήτο μεγάλος γιατί με τον τρόπο αυτό και την υπηρεσία μου εκτελούσα και τις συναισθηματικές μου υποχρεώσεις δεν παρέλειπα.
Αξέχαστες μέρες που θα μου θυμίζουν για πάντα την αληθινή ευτυχία!
Στις 26 του Οκτώβρη μια άλλη διαταγή του συνταγματάρχη Σέρβου διατάσσει την μετακίνηση του λόχου μα στην πόλη για μια τιμητική αποστολή. Πήγα να τρελαθώ από τη χαρά μου, γιατί η νυκτερινή μου επίσκεψη είχε αρχίσει να μου δημιουργεί προβληματάκια με το Συνταγματάρχη μου, ο οποίος σώνει και καλά ήθελε σκληρή πειθαρχία ακόμη και στους συναισθηματικούς δεσμούς μου!.
28 Οκτωβρίου 1940
Στις 8.30 της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940, είμαστε παρατεταγμένοι έξω από τη Μητρόπολή μας, με επικεφαλής το Διοικητή του 3ου Λόχου, το Λοχαγό Παναγιώτη Μπουλταδάκη. Την ώρα εκείνη, περνούσε ο γνωστός μου και έγκριτος συμπολίτης Μανώλης Γοβατζιδάκης και μου εψιθύρισε εμπιστευτικά στο αυτί, ότι η Ιταλία του Μουσολίνι είχε στείλει τελεσίγραφο στην Ελληνική Κυβέρνηση, τις πρωινές ώρες και ζητούσε να της παραδώσουμε τις Ναυτικές Βάσεις μας, ότι η Κυβέρνηση αρνήθηκε και η Ιταλία, μας κήρυξε τον πόλεμο. Και ενώ ετοιμαζόμουν να το αναφέρω στο Λοχαγό, βλέπω τον Υπασπιστή του Συντάγματος Υπολοχαγό Νικολακάκη, τρεχάτο να πλησιάζει το Λοχαγό και να τον ενημερώνει για το ίδιο θέμα. Η σταθερή φωνή του Λοχαγού: «Προσοχή. Εις θήκην λόγχη. Μεταβολή», ανατρέπει το πρόγραμμα. Ο Λαός που έχει ήδη πληροφορηθεί τα γεγονότα ενθουσιάζεται στο πέρασμα του Λόχου μας και αρχίζει να ζητωκραυγάζει «Γεια σας παιδιά, να τους φάτε τους μακαρονάδες, όλοι μαζί σας για τη νίκη». Με τα λόγια αυτά ο Λαός του Ρεθύμνου έκφραζε τον ενθουσιασμό του και εκδήλωνε την εμπιστοσύνη του στα στρατευμένα παιδιά του. Εμείς, υπερήφανοι προχωρούσαμε προς τους στρατώνες. Στο στρατόπεδο, ο Διοικητής του 44 Συντάγματος Πεζικού Συνταγματάρχης Ιωάννης Σέρβος, ενημερώνει τους Αξιωματικούς και εμείς με τη σειρά μας τους Στρατιώτες για τα τελευταία γεγονότα. Το ηθικό όλων μας είναι ακμαιότατο.
Στο σχολείο ο δάσκαλος περιμένει τα παιδιά, αλλά όχι για μάθημα. Τα ενημερώνει για την περιπέτεια της πατρίδας μας, με όσο πιο κατανοητά λόγια μπορεί, ώστε να μην τραυματίσει την αθώα παιδική τους ψυχή και τα στέλνει στο σπίτι.
Στα φύλλα των Εφημερίδων της Τρίτης 29 Οκτωβρίου 1940, δεσπόζει το μεγάλο γεγονός της κήρυξης του πολέμου και οι πρώτες ανακοινώσεις για την επιστράτευση των εφέδρων. Ενδεικτικά αναφέρουμε την Εφημερίδα Κρητική Επιθεώρησις, όπου στο κύριο άρθρο της «Υπέρ Βωμών και Εστιών» αναλύει την απρόκλητη Ιταλική επίθεση και τονώνει το ηθικό του Λαού, επισημαίνοντας πως ενωμένοι θα φθάσομε στη τελική νίκη. Στο ίδιο φύλλο, ο γνωστός δημοσιογράφος της εποχής Κυριάκος Κυριακάκης γράφει μεταξύ άλλων «Εις την επιβουλήν των ηγετών της Ρώμης, θα αντιτάξωμεν την δαφνοστεφάνωτον λόγχη μας και οι Έλληνες Στρατιώται, οι ίδιοι που έγραψαν με το αίμα τους τις λαμπρές σελίδες της νεωτέρας ιστορίας, θα υψώσουν τα νέα τρόπαια, τους νέους βωμούς του εθνικού μεγαλείου. Κάθε στιγμή, κάθε ώρα θα είναι και ένα στεφάνι δόξας για τα όπλα μας. Κάθε στρατιώτης θα γίνει και ένας ήρωας». Και πράγματι ο ένδοξος και φιλόχριστος Στρατός μας γράφει νέες σελίδες δόξας και τιμής. Η 5η Μεραρχία, η θρυλική Μεραρχία Κρητών, στην οποία υπαγόταν και το 44 Σύνταγμα Πεζικού κατέχει ξεχωριστή θέση στο Έπος του ’40.
Ο λαός οργανώνεται
Τις επόμενες ημέρες, παρακολουθούμε, μέσα από τις ανακοινώσεις στον Τύπο, ένα Λαό να οργανώνεται, κατά τρόπο ιδανικό για τις συνθήκες της εποχής. Για λόγους ασφαλείας ενημερώνεται ο κόσμος, ότι από της 8ης βραδινής ώρας, θα επικρατεί συσκότιση για τον κίνδυνο βομβαρδισμών. Στο εσωτερικό των σπιτιών, το φως θα πρέπει να είναι μόλις ικανό, για να διευκολύνει στοιχειώδεις ανάγκες, ενώ παράθυρα και πόρτες θα πρέπει να καλυφθούν με χοντρά υφάσματα. Λίγο αργότερα προστίθενται και άλλες οδηγίες, όπως να μένουν όλοι μακριά από τα τζάμια, για να αποφύγουν τα θραύσματα, σε ώρα επίθεσης από αέρος.
Δεν είχε κλείσει η πρώτη εβδομάδα από την κήρυξη του πολέμου και νεώτερη ανακοίνωση καλούσε όσους είχαν τον προστάτη της Οικογένειας στο μέτωπο και στερούνταν μέσων διαβίωσης, να υποβάλουν δικαιολογητικά για επίδομα. Και το πήραν.
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ορίστηκαν από το Δικηγορικό Σύλλογο μέλη του, για την παροχή δωρεάν συμβουλών και κάθε άλλη υποστήριξης, σε Οικογένεια στρατευθέντων. Το καθήκον αυτό κρατούσε δύο εβδομάδες εκ περιτροπής και με τον τρόπο αυτό οι Δικηγόροι μας, πρόσφεραν ακόμη και στα μετόπισθεν τις υπηρεσίες τους στο Έθνος .
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι οι πρώτοι, που ορίστηκαν για το καθήκον αυτό ήταν: Πέτρος Μανουσάκης, Νίκος Ανδρουλιδάκης, Γεώργιος Σμπώκος, Νικόλαος Μπιράκης, Στυλιανός Μαρκιανός, Αριστείδης Κορωνάκης, Εμμανουήλ Πετρακάκης, Γεώργιος Φωτάκης και Γεώργιος Τρουλινός.
Παράλληλα, με άλλες ανακοινώσεις, εκαλείτο ο Λαός, να συνδράμει τους Στρατιώτες στο μέτωπο, με ό,τι μπορεί ο καθένας, κυρίως μάλλινα ρούχα και κουβέρτες.
Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή να αποδείξει καθένας τα πατριωτικά του αισθήματα».
Μεγάλη η συμμετοχή στον έρανο -Νομάρχης,Λύκειο Ελληνίδων,Εκκλησία
Ο νομάρχης Ρεθύμνης Αθανάσιος Παπαθανασίου προσφέρει στο Κράτος το σπίτι του, στη Νέα Σμύρνη αξίας 700.000 δραχμών, για εκποίηση υπέρ του Στρατού.
Δάσκαλοι και καθηγητές προσφέρουν, από το μισθό τους, επίσης για τις ανάγκες του Στρατού.
Τα Σωματεία μας, με προπομπό το Λύκειο Ελληνίδων, αναλαμβάνουν, σε πρώτη φάση, την αποστολή δεμάτων στο μέτωπο. Συγκροτείται επιτροπή για τη «Φανέλα του Στρατιώτη» και συντονίζει ένα τιτάνιο έργο, γιατί ο Στρατός μας βρέθηκε στο μέτωπο, έχοντας να αντιμετωπίσει, εκτός από τον πανίσχυρο εχθρό, το χιόνι, το αφόρητο κρύο, την πείνα και άλλες κακουχίες, που δεν τον λύγισαν ποτέ.
Ακόμη και όταν διαπίστωσαν οι Στρατιώτες μας, ότι ο έρανος για την άμυνα, που έκανε ο Μεταξάς πολύ πριν από την κήρυξη του πολέμου, είχε εξυπηρετήσει άλλους σκοπούς, που δεν είχαν σχέση με την άμυνα της χώρας, δε λύγισαν, δεν απογοητεύτηκαν. Ακολούθησαν το παράδειγμα των προγόνων τους και μεγαλούργησαν.
Αξιοσημείωτη και η συμβολή της Εκκλησίας. Το Ρέθυμνο τότε είχε Επίσκοπο τον αοίδιμο Αθανάσιο Αποστολάκη. Από την πρώτη σχεδόν μέρα, βλέπουμε μια επιστολή του στις εφημερίδες, με πατριωτικά μηνύματα, να εμψυχώνει το Λαό και αμέσως μετά τη συνεδρίαση των αρμοδίων οργάνων διαχείρισης της Εκκλησιαστικής περιουσίας για την έγκριση ποσών, που θα έστελνε η Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου για τις ανάγκες των Στρατιωτών. Τα ποσά, που εγκρίθηκαν και ξεπερνούν συνολικά το ένα εκατομμύριο, σίγουρα έφτασαν στον προορισμό τους, αν κρίνουμε από τις απαντήσεις και τα ευχαριστήρια της Πολιτείας, που είδαν το φως της δημοσιότητας. Κάθε στρατιώτης τις μεγάλες εκείνες στιγμές έκανε το χρέος του αδιαμαρτύρητα. Κάποιοι για διαφορετικούς λόγους αναφέρονται περισσότερο. Σ’ αυτούς που κατάγονταν ή είχαν σχέση με το Ρέθυμνο η σύντομη αναφορά.
O πρώτος νεκρός ανταποκριτής του πολέμου
Ο Κωστής Παπαδάκης από το Βάτο Αγίου Βασιλείου ήταν ο πρώτος νεκρός ανταποκριτής του πολέμου.
Καταξιωμένος δημοσιογράφος παρά τη νεαρή του ηλικία θα μπορούσε να ζήσει στα μετόπισθεν. Ο Λαμπράκης του είχε προτείνει θέση ανταποκριτή στο Λονδίνο. Εκείνος αρνήθηκε. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή με τη φρικτή διαπίστωση ότι οι στρατιώτες πολεμούσαν χωρίς τον ανάλογο οπλισμό.
Κι όμως ο Κωστής δεν πτοείται. Πολεμά με θάρρος. Και στέλνει «κάπου από το μέτωπο» και την πρώτη του ανταπόκριση στην εφημερίδα του το «Ελεύθερον Βήμα»:
«Κάπου εις το Μέτωπον 3 Νοεμβρίου 1940. Επτά μέρες τώρα και επτά νύχτες πολεμούμε. Τα κανόνια μας, τα πολυβόλα μας, τ’ αεροπλάνα μας, τ’ αδέρφια μας, όλοι εμείς που αποτελούμε τον Ελληνικό Στρατό, με ψυχή γεμάτη θάρρος κι αυτοπεποίθηση πολεμούμε… Θα νικήσουμε έναν εχθρό, για να δείξουμε σε όλους τους Λαούς το δρόμο της ελευθερίας και της τιμής… Ας μάθουν όλες οι μανάδες, που έχουν παιδιά στα σύνορα, πως πρέπει να είναι υπερήφανες, γιατί στα παιδιά τους έλαχε ο κλήρος να δείξουν στον κόσμο, πως η ελευθερία δε χαρίζεται από κανένα, αλλά παίρνεται με το σπαθί».
Την επομένη, 4 Νοεμβρίου 1940, πέφτει νεκρός.
Στο χέρι του είχε το περίστροφο, μην μπορώντας βέβαια να τον βοηθήσει στον αεροπορικό βομβαρδισμό, που είχε αρχίσει να θερίζει μαζί με εκείνον και άλλους νέους υπερασπιστές των ιδανικών μας.
Μια ακόμα ηρωική πράξη
Ο καθηγητής και μετέπειτα Γυμνασιάρχης Νίκος Δρανδάκης από το Ζουρίδι, πηγαίνει στο μέτωπο, έχοντας χαραγμένες στο νου του τις παρακαταθήκες των αρχαίων προγόνων, που έχει τόσο πολύ μελετήσει και μετά το Πανεπιστήμιο.
Στον πόλεμο του ’40, ο Νίκος Δρανδάκης θα πράξει το καθήκον του στο ακέραιο. Μια πράξη του όμως, τον καταξιώνει και τον τοποθετεί στο πάνθεον των ξεχωριστών ανθρώπων. Κι ο μόνος που την αναφέρει, στη δική του νεκρολογία για το Νίκο Δρανδάκη είναι ο φίλος του Νίκος Περακάκης δάσκαλος, συγγραφέας και λογοτέχνης, από τις Πασαλίτες.
Στην οπισθοχώρηση βρίσκονται και οι δυο να υπηρετούν ως ταχυδρόμοι του 44ου Σ.Π.
Όταν κρινόταν η τύχη του στρατού, ο Διοικητής του λόχου Διοικήσεως, Μιχάλης Μανουράς, αναθέτει στο Δρανδάκη και στον Περακάκη μια εξαιρετική επικίνδυνη αποστολή.
Να συνοδεύσουν κρυμμένη, μέσα σε κιβώτιο πυρομαχικών, τη Σημαία της Μονάδος και τα χρήματα από τις επιταγές του Συντάγματος. Κάπου ένα εκατομμύριο και πλέον δραχμές της εποχής. Μετά τη συνθηκολόγηση, της 20ης Απριλίου 1941, όπου σύμφωνα με την ανακωχή, έπρεπε να παραδώσουν κάθε στρατιωτικό είδος και φυσικά τον οπλισμό τους, δίδουν τη σημαία στο Διοικητή τους Αριστείδη Παναγιωτάκη.
Ο εξαίρετος εκείνος Αξιωματικός, που με χίλιους δυο κινδύνους και προφυλάξεις τη διασώζει, τη διαφυλάσσει όλη την Κατοχή και μετά την απελευθέρωση, τη φέρνει στο Ρέθυμνο και σε μια σεμνή τελετή την παραδίδει στο Σύνταγμα.
Και αμέσως μετά από σύντομη συνεννόηση πηγαίνουν και οι δύο και παραδίδουν, μέχρι και το τελευταίο πενηνταράκι, στον Αριστείδη Παναγιωτάκη, στο Λοχαγό τους Μιχάλη Μανουρά και στον Υπολοχαγό της II πυροβολαρχίας Μιχάλη Κουκουράκη.
Σημειώνεται ότι κατά την υπόλοιπη οπισθοχώρηση, οι δυο ταχυδρόμοι ήταν απένταροι, αλλά ούτε και σε στιγμές μεγάλης ανέχειας δε μετάνιωσαν που έκαναν το χρέος τους.
Ο Απόστολος Χανδράκης ο Λοχαγός του ’40 και μετέπειτα Ανώτατος Αξιωματικός Απόστολος Χανδράκης, από το Άνω Μέρος, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή τίμησε τη γενέτειρά του. Κατά την εαρινή επίθεση των Ιταλών (9 Μαρτίου μέχρι 21 Μαρτίου 1941), με καταπληκτικό αιφνιδιασμό, συμβάλλει καθοριστικά και εκείνος στην ανατροπή του σχεδίου του Μουσολίνι και δημιουργεί θρυλικό Έπος.
Νίκος Κατσιράκης από τα Σκουλούφια, Νίκος Περάκης από το Αηδονοχώρι, αλλά έζησε στα Σκουλούφια, Έφεδροι Αξιωματικοί ήταν από εκείνους, που διακρίθηκαν στο έπος του ‘40 και τραυματίστηκαν.
Ο Υπολοχαγός Γιάννης Κουτσουράκης Ρεθύμνιος, Διοικητής Λόχου Πολυβόλων τραυματίστηκε σε ώρα μάχης.
Επίσης ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός, δημοσιογράφος Μανώλης Λίτινας, από τα Πλατάνια ξεχώρισε στο Καλπάκι, συνέχισε τον αγώνα στην αντίσταση και στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 σκοτώνεται από Γερμανούς στο Χαϊδάρι.
Γνωστό το ανδραγάθημα του Ζαχαρία Αρχοντάκη στην επιχείρηση για την κατάληψη του Μπουντα Νορ.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.