Την αγωνία τους για την κατάσταση που επικρατεί στο νοσοκομείο Ρεθύμνου με τις ελλείψεις γιατρών κυρίως στον τομέα των χειρουργών και των αναισθησιολόγων, που έχει ως αποτέλεσμα εδώ και δυόμιση χρόνια να μην εξυπηρετούνται τα τακτικά χειρουργεία και να καθυστερούν ακόμα και τα έκτακτα, εξέφρασαν χθες για μια ακόμα φορά οι νοσοκομειακοί γιατροί του Ρεθύμνου.
Στη διάρκεια συνέντευξης τύπου παρουσία και του γενικού γραμματέα της ΟΕΝΓΕ (Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας) Παναγιώτη Παπανικολάου, οι γιατροί περιέγραψαν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά, αδυνατώντας επί της ουσίας όπως λένε να εξυπηρετήσουν τα χειρουργεία. Πέντε είναι συνολικά οι χειρουργοί στην κλινική του νοσοκομείου, ωστόσο χωρίς αναισθησιολόγο και με ένα μόνον χειρούργο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κανένα χειρουργείο όπως εξήγησαν.
Οι ίδιοι αναφέρθηκαν στις επαναλαμβανόμενες προκηρύξεις που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα και οι οποίες δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, επισημαίνοντας πως χωρίς κίνητρα η κατάσταση αυτή δεν θα αλλάξει. Η λύση δεν μπορεί να δοθεί με δανεικούς αναισθησιολόγους, ανέφεραν.
Την ίδια στιγμή οι γιατροί χωρίς να έχουν σχετική ειδικότητα αναγκάζονται να κάνουν διακομιδές βαρέως πασχόντων ασθενών βάση του νέου νόμου, κάτι που όπως επισημαίνουν είναι επικίνδυνο και πρέπει να σταματήσει. Οι γιατροί σημείωσαν ότι η υποστελέχωση που υπάρχει σε αρκετά τμήματα αντιμετωπίστηκε από τη διοίκηση με «εντέλλεσθε» στους γιατρούς για να πραγματοποιούν εφημερίες πάνω από το πλαφόν τους και πάνω από την ψυχική και σωματική τους αντοχή. Την ίδια στιγμή κατηγορούν την πολιτική της κυβέρνησης για συρρίκνωση των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και τη σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίησή τους.
«Χρειάζεται η ενεργοποίηση των πολιτών για την ενίσχυση του ΕΣΥ»
Χαρακτηριστικά, στη διάρκεια συνέντευξης τύπου ο κ. Παναγιώτης Παπανικολάου, γραμματέας της ΟΕΝΓΕ αναφέρθηκε στα προβλήματα που γιγαντωθήκαν στα δημόσια νοσοκομεία την περίοδο της πανδημίας, επισημαίνοντας πως για την αναστροφή του κλίματος απαιτείται η ενεργοποίηση της κοινωνίας. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Τα δημόσια νοσοκομεία έχουν επέλθει σε κατάσταση κατάρρευσης. Ζούμε το παράλογο επί δυόμιση συνεχόμενα χρόνια να υποτίθεται ότι πρέπει να λειτουργούμε συνεχώς σε έκτακτες συνθήκες. Είναι το ίδιο πράγμα με το να γίνεται κάθε μέρα στις πέντε το πρωί ένας σεισμός οκτώ ρίχτερ σε όλη τη χώρα και κάθε μέρα όλοι οι γιατροί ανεξαρτήτου ειδικότητας να πάνε να δώσουν πρώτες βοήθειες στους τραυματίες. Αυτό γίνεται κάθε μέρα επί δυόμιση χρόνια. Γιατί αυτό γίνεται σε έκτακτες συνθήκες. Αυτό όπως καταλαβαίνουμε όλοι είναι ένα πλαστό και υποβολιμαίο αφήγημα. Ουσιαστικά αυτό που κρύβεται από πίσω είναι μια πρόθεση πλήρους ιδιωτικοποίησης των πάντων. Κοντά σε αυτό η κυβέρνηση λέει ανοιχτά εδώ και πάνω από ένα χρόνο ότι σκοπεύει να εφαρμόσει το σχέδιο να απομείνει ένα νοσοκομείο σε κάθε περιοχή, το οποίο το έχει ονομάσει «νοσοκομείο κόμβος» και όλα τα άλλα νοσοκομεία να υποβαθμιστούν σε κέντρα υγείας, κέντρα πρώτων βοηθειών, μετανοσοκομειακής φροντίδας κ.τλ. Αυτή η κατάσταση πρέπει να αντιστραφεί και για να αντιστραφεί χρειάζεται η ενεργοποίηση τω πολιτών, των χρηστών του συστήματος υγείας. Είμαστε σε μια κατάσταση που τα στοιχειώδη δικαιώματα των νοσοκομειακών γιατρών είναι σε απόλυτη αρμονία με τα στοιχειώδη δικαιώματα των πολιτών για δωρεάν δημόσια ισότιμη υψηλού επιπέδου περίθαλψη». Παράλληλα ο κ. Παπανικολάου καταγγέλλει την πολιτική που ακολουθεί στις μισθοδοσίες των γιατρών τονίζοντας πως: «Η πολιτεία προκλητικά με δυο συνεχόμενες κυβερνήσεις δεν εφαρμόζει τελεσίδικες αποφάσεις που λένε ότι οι μισθοί των νοσοκομειακών γιατρών πρέπει να γυρίσουν στα επίπεδα του Ιανουάριο του 2012 πριν τις περικοπές του 2ου μνημονίου είναι η ίδια πολιτεία που όποτε τη βολεύει κραδαίνει τη σημαία σεβασμού στις δικαστικές αποφάσεις». Ανέφερε.
Η γραμματέας της ένωσης γιατρών ΕΣΥ του ΓΝΡ Ελένη Ιωαννίδου, αναφέρθηκε στην κατάσταση που επικρατεί στο νοσοκομείο τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Το νοσοκομείο διανύει μια από τις δυσκολότερες περιόδους που έχει διανύσει μέχρι τώρα. Αυτά τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν την περίοδο της πανδημίας τώρα έχουν διογκωθεί, και οφείλονται κυρίως στην έλλειψη αναισθησιολόγου που δημιουργεί ένα ντόμινο στην κατάρρευση πολλών δομών του νοσοκομείου, κυρίως του χειρουργικού τομέα. Η έλλειψη αναισθησιολόγου έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στην κατάργηση της τακτικής λειτουργίας των χειρουργείων, με αποτέλεσμα ο χειρουργικός τομέας να υπολειτουργεί, οι ειδικευόμενοι να μην έρχονται να εκπαιδευτούν και οι εναπομείναντες γιατροί να μην μπορούν να εκτελέσουν το έργο τους.
Η έλλειψη αναισθησιολόγων οδήγησε και σε άλλες παράπλευρες απώλειες, που έχουν να κάνουν με την ασφαλή διακομιδή των διασωληνωμένων και βαριά πασχόντων ασθενών, η οποία δε μπορεί να γίνει από αναισθησιολόγους και εντατικόλογους που είναι λίγοι, έχει φορτωθεί στους υπόλοιπους γιατρούς οι οποίοι δεν έχουν την εκπαίδευση να το κάνουν αυτό. Γενικά επικρατεί η άποψη και τακτική από διοίκηση ότι όλοι μπορούν να τα κάνουν όλα, μειώνοντας και ελαττώνοντας την ποιότητα και τη φροντίδα υγείας που παρέχεται από το νοσοκομείο στους πολίτες.
Δυστυχώς και στα εξωτερικά ιατρεία υπάρχουν πολλές δυσλειτουργίες, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερο το νοσοκομείο μας να μη μπορεί να προσφέρει αυτά που χρειάζεται ο νομός μας. Άνθρωποι ψάχνουν να χειρουργηθούν στον ιδιωτικό τομέα ή σε άλλους νομούς, ψάχνουν να βρουν εξειδικευμένες υπηρεσίες αλλού. Πράγματα που γινόντουσαν παλιά στο νοσοκομείο δε μπορούν να γίνουν. Το νοσοκομείο μας δεν είναι δελεαστικό για τους γιατρούς που πρέπει να έρθουν. Προκηρύσσονται θέσεις και δεν έρχεται κανείς. Δεν είναι μια κατάσταση η οποία έτυχε από την πανδημία, τον πόλεμο και όλα αυτά. Είναι μια συγκεκριμένη πολιτική η οποία έχει συρρικνώσει και υποχρηματοδοτήσει τη δημόσια υγεία, με συγκεκριμένες πολιτικές κι έχει οδηγήσει τους νέους αλλά και μεγαλύτερους γιατρούς, να παραιτούνται από το σύστημα, να φεύγουν στο εξωτερικό ή να στελεχώνουν τον ιδιωτικό τομέα, τον επιχειρησιακό. Το θέμα για το ΓΝΡ είναι κομβικό. Αυτή τη στιγμή όλα τα μικρά νοσοκομείο αλλά και το δικό μας ακόμα περισσότερο, βρίσκονται σε μια θέση που το έχει μετατρέψει σε ένα εφημεριακό κέντρο, χωρίς πρακτική λειτουργία και χωρίς τη δυνατότητα να προσφέρει στους πολίτες αυτά που πρόσφερε. Είναι κομβικό για όλο τον κόσμο να καταλάβει τι γίνεται και να αντιδράσει, να αλλάξει αυτή η πολιτική, για να δοθούν κίνητρα και να σταθεί ένα εμπόδιο σε αυτήν την κατρακύλα».
«Αδυνατεί να λειτουργήσει η χειρουργική κλινική στο νοσοκομείο Ρεθύμνου»
Η χειρουργική κλινική του νοσοκομείου Ρεθύμνου οδηγείται σε λουκέτο λέει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Βρανάκης, χειρουργός στο ΓΝΡ τονίζοντας πως: «Η κλινική μου έχει σταματήσει να λειτουργεί πρακτικά εδώ και χρόνια. Τώρα τελευταία ακόμα και για τα επείγοντα περιστατικά. Δεν είμαστε βιώσιμη κλινική, η λύση που απομένει είναι να την κλείσουμε εντελώς και να μεταφερθούμε οι εναπομείναντες ιατροί στα όμορα νοσοκομεία του νησιού και να εξυπηρετούμε τον Ρεθεμνιώτικο λαό που θα έρχεται εκεί. Κάθε μήνα εδώ και τρία χρόνια βγαίνουμε στη γύρα ψάχνοντας γιατρούς να στελεχώσουν τις ελλείψεις του αναισθησιολόγου, των ΤΕΠ, της παθολογικής, της καρδιολογικής. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλη λύση. Δεν κάνουμε τη δουλειά που πρέπει να κάνουμε. Η μόνη λύση που βλέπω είναι το κλείσιμο της χειρουργικής κλινικής και η μεταφορά μας σε όμορα νοσοκομεία. Είμαστε πέντε χειρουργοί για να καλύπτουμε την κλινική και το ΤΕΠ με έναν να εφημερεύει. Δεν μπορεί ένας μόνος του χειρουργός να βάλει χειρουργείο. Χρειάζεται σύνθεση».
Σημειώνεται ότι λόγω της κατάστασης που επικρατεί πρόσφατα παραιτήθηκε και ο διευθυντής της χειρουργικής κλινικής.
Ο Μπάμπης Μαρκάκης, διευθυντής της ΜΕΘ του ΓΝΡ τόνισε: «Δυόμιση χρόνια τώρα η ΜΕΘ στη διάρκεια της πανδημίας έχει σηκώσει όλο το φορτίο χωρίς ουσιαστικά το κράτος να βοηθήσει τους γιατρούς στο ελάχιστο. Το ίδιο προσωπικό ή και λιγότερο προσπάθησε όλα αυτά τα χρόνια σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες να μπορέσει να στηρίξει τον κόσμο και την κοινωνία και εμείς στη ΜΕΘ αντί για επτά λειτουργούσαμε οκτώ κρεβάτια με δυο κλίνες κορονοϊού, με λιγότερους γιατρούς, χωρίς βοηθούς. Και η κατάσταση αυτή συνεχίζεται. Οι γιατροί δεν έρχονται στο ΓΝΡ γιατί ξέρουν τι συνθήκες θα ακολουθήσουν στον διορισμό τους. Οι επαναλαμβανόμενες προκηρύξεις που γίνονται και είναι χωρίς αποτέλεσμα έχουν καταντήσει αστείο. Η βασική αίτια είναι η κεντρική πολιτική της κυβέρνησης. Πρέπει να αποκατασταθεί το μισθολόγιο των γιατρών, ώστε να μην φεύγουν στο εξωτερικό οι γιατροί αναζητώντας καλύτερες συνθήκες. Εμείς σαν γιατροί πρώτης γραμμής όταν κάνουμε πάνω από τέσσερις εφημερίες, αυτές πληρώνονται με 250 ευρώ επιπλέον. Όμως αντί αυτού από Δεκέμβριο όχι μόνο δεν έχουν ακόμα καταβληθεί οι έξτρα εφημερίες αλλά είμαστε με έναντι. Δεν γίνεται να δουλεύεις με συνθήκες χειρότερες και να παίρνεις λιγότερα. Αν δεν αλλάξει η πολιτική το ΕΣΥ θα καταρρεύσει και θα οδηγηθεί σε ιδιωτικοποίηση.
Η Αναστασία Γαρμπή, μέλος της ένωσής ΕΣΥ και ορθοπεδικός στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, από την πλευρά της τόνισε: «Η οικονομική και υγειονομική κρίση σταδιακά έφεραν σε αδιέξοδο το νοσοκομείο. Τα τελευταία δύο χρόνια εμείς οι ορθοπεδικοί δεν πραγματοποιούμε κανένα τακτικό χειρουργείο. Κάνουμε εξωτερικά ιατρεία όμως δεν μπορούμε να χειρουργήσουμε. Εκτελούμε μονάχα επείγοντα χειρουργεία. Όμως και τα κατάγματα που έρχονται που θεωρούνται επείγοντα η αναμονή είναι από πέντε έως 18 μέρες. Η κατάσταση δεν είναι βιώσιμη. Αν δεν δοθεί κίνητρο ώστε το νοσοκομείο να στελεχωθεί καλύτερα, ο κόσμος θα ταλαιπωρείται και δεν θα μπορούμε και εμείς σαν γιατροί να σταθούμε στη θέση μας και να νιώσουμε καλά για το έργο που κάνουμε».
Από την πλευρά της η Μιχαέλα Αβδή, ειδικευόμενη στην Παθολογική κλινική του ΓΝΡ, ανέφερε: «Για να έρθει ένας ειδικευόμενος σε μια κλινική χρειάζεται πρώτα από όλα στελέχωση όλων των τμημάτων, επαρκής εκπαίδευσης η οποία σε συνθήκες πανδημίας αποδυναμώθηκε ακόμα περισσότερο καθώς κλίθηκαν όλοι οι ειδικευόμενοι να δουλέψουν για να καλύψουν ανάγκες που υπάρχουν. Πρέπει όλοι μαζί υγειονομικοί και πολίτες να διεκδικήσουμε ένα σύγχρονου νοσοκομείο με σύγχρονες υπηρεσίες υγείας».
Η Νεφέλη Κτιστάκη, μέλος του Συντονιστικού Υγείας Ρεθύμνου, είπε: «Εμείς σαν πολίτες βλέπουμε μια γενικευμένη πολιτική σε ό,τι αφορά τα δημόσια αγαθά που ιδιωτικοποιούνται, μια πολιτική ανακύκλωσης των εργαζόμενων που γίνονται λάστιχο για να ανταποκριθούν στις ανάγκες. Εμείς θέλουμε να στηρίξουμε τους εργαζόμενους και να διεκδικήσουμε δωρεάν και ποιοτική δημοσιά υγεία. Καλούμε τους πολίτες να στηρίξουν το μοναδικό νοσοκομείο του νομού και να βρεθούν δίπλα σε εμάς και τους εργαζόμενους».