Το φως της δημοσιότητας είδαν χθες αριθμητικές λεπτομέρειες για τον πύρινο όλεθρο στο νότιο Ρέθυμνο. Η Περιφέρεια Κρήτης ολοκλήρωσε την καταγραφή των δορυφορικών δεδομένων για την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις Μέλαμπες Ρεθύμνου. Συγκεκριμένα, οριστικοποιήθηκαν μέσω του Gis Crete, οι διεργασίες πλήρους αποτίμησης των καμένων εκτάσεων, βάσει των δορυφορικών δεδομένων του Sentinel-2, με περίοδο αναφοράς 15/07/2022 – 20/07/2022. Στο χάρτη που δημοσιεύτηκε δίδεται σαφής εικόνα για το μέγεθος της ζημιάς, τόσο σε έκταση, όσο και σε είδος.
Σύμφωνα με τον απολογισμό, η αποτεφρωμένη περιοχή καλύπτει μία επιφάνεια της τάξεως των 19.940 στρεμμάτων, τα οποία κατανέμονται ως εξής:
Ελαιώνες 38,5 %
Αμπελώνες 4,9 %
Γεωργική γη (καλλιέργειες) 12,7%
Φυσικοί βοσκότοποι 26,7%
Σκληροφυλλική βλάστηση 15,6%
Εκτάσεις με αραιή βλάστηση 1,2%
Ασυνεχής αστικός ιστός 0,4%
Παρόμοια ανάλυση είναι διαθέσιμη και για τις κατηγορίες σύμφωνα με την ταξινόμηση των καμένων δασικών εκτάσεων.
Δασικές εκτάσεις 16,5%
Χορτολιβαδικές εκτάσεις 7,5%
Μη δασικές εκτάσεις 76%
Την ίδια στιγμή, από τη δημοτική αρχή Αγίου Βασιλείου έγινε γνωστό ότι οι αποζημιώσεις για τους πληγέντες θα δοθούν από τον μόνιμο μηχανισμό Κρατικής Αρωγής, κάτι που σημαίνει ότι θα είναι άμεσες και υψηλότερες από τον μηχανισμό των ΠΣΕΑ και χωρίς περιττή γραφειοκρατία. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται αν μη τι άλλο σημαντική…
Αναγέννηση μέσα απ’ τις στάχτες
Τουλάχιστον πέντε έως επτά χρόνια θα πάρει η ανασύνθεση των αμπελώνων και των ελαιώνων στο νότιο Ρέθυμνο.
Η τοπική κοινωνία καλείται στην κυριολεξία να ξαναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της. Η διαδικασία, της επούλωσης των «πληγών» που άφησε πίσω της η πυρκαγιά στους οικισμούς του δήμου Αγίου Βασιλείου, είναι μακρά και επώδυνη.
«Εδώ έχουμε δύο ζημιές: Η πρώτη είναι στις πολυετείς καλλιέργειες (ελιές, αμπέλια όπου είναι η ζημιά πολύ μεγάλη), κι αυτή η αναγέννηση κρατά μία πενταετία τουλάχιστον. Έχουμε ακόμα ζημιές στις μονοετείς καλλιέργειες που ευτυχώς είχαν γίνει οι συγκομιδές» σημειώνει ο πρόεδρος του παραρτήματος Κρήτης του ΓΕΩΤΕΕ, κτηνίατρος Αλέκος Στεφανάκης.
«Ο νότος του Ρεθύμνου είναι μία υπέροχη περιοχή: Έχει πολλές δενδρώδεις καλλιέργειες, έχει πολλούς ανέμους, έχει όμως κι ένα μειονέκτημα: Δεν έχει τόση αιγοπροβατοτροφία όση θα μπορούσε για να γίνεται μία ελεγχόμενη υπερβόσκηση που χρειάζεται ο τόπος» διαπιστώνει ο ίδιος.
«Κάθε τέσσερα με πέντε χρόνια συμβαίνει αυτό το πράγμα» παρατηρεί ο κ. Στεφανάκης, αναφερόμενος στις πυρκαγιές. «Έχουν καεί τα χόρτα προς βόσκηση. Άρα, είναι άμεση η επίπτωση για τους επόμενους 4-5 μήνες, έως ότου να βρέξει και ξανανοίξει ο τόπος, για την κτηνοτροφία» προσθέτει.
Όπως θα πει, χρειάζεται πολλή δουλειά, το λιγότερο μια πενταετία, ώστε «να έρθουν και πάλι στα καλά τους» οι υποδομές και οι δενδρώδεις καλλιέργειες: «Οι κτηνοτρόφοι βιώνουν έναν εφιάλτη. Είχαν γίνει προσπάθειες αναμπελώσεων. Πάνω που είχαν αρχίσει οι ελιές να ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους, μετά από την προηγούμενη καταστροφή, ξανακάηκαν».
«Μια πενταετία για να επιστρέψουμε στην παραγωγικότητα»
Ο γεωπόνος Γιώργος Σαββάκης πραγματοποίησε επίσκεψη στους αμπελώνες που υπήρχαν στις πυρόπληκτες περιοχές την περασμένη Κυριακή. «Η καταστροφή ολοκληρώθηκε την επόμενη μέρα» δηλώνει ο ίδιος στα «Ρ.Ν.».
«Αυτό έχει τεράστιο αντίκτυπο. Δεν είναι μόνο η αξία του αριθμού των στρεμμάτων ή της παραγωγής. Είναι ότι είχαν αναστηθεί οι αμπελώνες εκατονταετιών και ήταν έτοιμοι να δώσουν ένα προϊόν πάρα πολύ υψηλής αξίας. Η ζημιά είναι τεράστια και πρέπει οπωσδήποτε να βάλουμε όλοι τα δυνατά μας να επανεκκινήσει» τονίζει.
Η εκτίμηση που είχε κάνει στην παρούσα φάση είναι ότι «Για τους αμπελώνες θέλουμε μία πενταετία για να επιστρέψουμε στην παραγωγικότητα». Να επιτρέψουμε δηλαδή στη φύση – «Με όλες τις δικές μας βοήθειες» – να ξαναγεννήσει μέσα από τις στάχτες ένα καινούργιο μικρό φυτό, το οποίο θα αναπτυχθεί, θα το περιποιηθούμε κατάλληλα και θα μας δώσει καρπούς. Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζονται περίπου πέντε χρόνια από τώρα».
Ο κ. Σαββάκης θα διευκρινίσει ακόμα: «Τους πρώτους καρπούς θα μας τους δώσει περίπου σε τρία χρόνια, αλλά για να πούμε ότι έχουμε μία υποτυπώδη παραγωγή πρέπει να έχουμε έναν όγκο και μια ποσότητα».
Ζημιές πολλών ταχυτήτων εντοπίζει ο ίδιος στους ελαιώνες. «Αν για παράδειγμα έχει διασωθεί ο όγκος του δέντρου κι έχουν απλά αφυδατωθεί τα φύλλα, κι είναι θέμα να πέσουν τα φύλλα και να βγουν καινούργια, σε δύο χρόνια επιστρέφουμε στην παραγωγή. Αυτή είναι η πιο απλή ζημιά. Η επόμενη ζημιά είναι όταν έχουν καεί και οι κλάδοι, αλλά έχει σωθεί ο κορμός – τότε πάμε κι εκεί στα πέντε χρόνια» αναφέρει.
Η καταστροφή σε ένα αιωνόβιο δέντρο μόνο ήσσονος σημασίας δεν είναι. Στο πιο απλό ερώτημα, πότε θα ξαναπάρει κάποιος παραγωγός ένα κιλό λάδι, ο κ. Σαββάκης απαντά: «Σε περίπου σε 5-7-8 χρόνια όπως έγινε και στην προηγούμενη καταστροφή. Αν πεις πότε θα επιστρέψει ο όγκος που είχε το δέντρο και μου έβγαζε την ποσότητα που μου έβγαζε, τότε καταλαβαίνετε ότι μπορούν να χρειαστούν 40 και 50 χρόνια για να επιστρέψει στην παραγωγή που είχε το φυτό».
Σε ό,τι αφορά τη κτηνοτροφία, το μόνο ευχάριστο για τον κ. Σαββάκη είναι ότι τουλάχιστον η χορτονομή την επόμενη χρονιά θα επανέλθει.
«Οι θάμνοι όμως που καταστράφηκαν δεν θα δώσουν τροφή στα ζώα, αλλά χαθούν κι ολοσχερώς. Γιατί αν είχαμε ένα μεγάλο θάμνο, τσίπαγε το ζώο, σωζόταν ο θάμνος. Τώρα, όμως, που θα βγει ο θάμνος, ένα βλασταράκι και θα πέσει το ζώο πάνω του και μπορεί να μην διασωθεί καν ο θάμνος» εξηγεί, κάνοντας λόγο για μία «τεράστια συζήτηση με πάρα πολλές παραμέτρους».
Ο κίνδυνος ερημοποίησης
Οι άμεσες, επείγουσες ανάγκες είναι οικονομικής φύσεως. «Πρέπει να εκτιμηθούν οι ζημιές και να υποστηριχθούν οι άνθρωποι, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούν να κρατηθούν στον τόπο τους. Θα πρέπει να υπάρξει ένας αναπτυξιακός σχεδιασμός, συνολικός, στην περιοχή, αφού πρώτα υπάρξουν οι άμεσες ενισχύσεις για να συνέλθει ο κόσμος και να μπορέσει να επιβιώσει» τονίζει ο κ. Στεφανάκης.
«Ο τόπος αυτός, φωτιά της φωτιάς θα οδηγηθεί σε ερήμωση!» προειδοποιεί, εξωτερικεύοντας ένα εφιαλτικό σενάριο που τον βασανίζει.
«Χρειάζεται ένας συνολικός ανασχεδιασμός για να δούμε πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα και να μην ξαναζήσουμε τέτοια καταστροφή» επισημαίνει, παραθέτοντας μία πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια που άπτεται του επιστημονικού του αντικειμένου, καθότι κτηνίατρος: «Στην Κρήτη, με πέντε εκατομμύρια επισκέπτες που έχουμε κάθε χρόνο, με τόσους γάμους και βαφτίσεις και με τόση απροσεξία, αν έλειπε η κτηνοτροφία θα ήμασταν ολόμαυροι! Αν έλειπε η αιγοπροβατοτροφία, όλη η Κρήτη θα είχε αυτή την εικόνα το καλοκαίρι. Δεν την έχει γιατί γίνεται μία ελεγχόμενη υπερβόσκηση από την κτηνοτροφία. Άρα, δεν υπάρχει μάζα για να καεί. Ενώ έχουμε καταπληκτικά συστήματα: ο Ψηλορείτης είναι ολοπράσινος, αλλά δεν καίγεται γιατί έχει φύγει η μάζα από κάτω».
Σε δεύτερο πλάνο έρχονται και οι (υπαρκτοί) κίνδυνοι πλημμυρικών φαινομένων, τον επόμενο χειμώνα. Ο κ. Στεφανάκης, ο οποίος γνωρίζει πάρα πολύ καλά τις ιδιαιτερότητες της ευρύτερης περιοχής μια και κατάγεται από τις Καρίνες του δήμου Αγίου Βασιλείου, λέει σχετικά: «Είναι ένα άλλο κομμάτι για το οποίο θα πρέπει να γίνει συνεννόηση με τη δασική υπηρεσία. Χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις ώστε να γλιτώσουμε από πλημμυρικά φαινόμενα ή τις διαβρώσεις – όλα αυτά που αποτελούν συνέπεια μίας καταστροφής. Είναι μία φυσική και οικονομική καταστροφή ταυτόχρονα. Δεν είναι ένας κάμπος: Υπάρχουν ρέματα, υπάρχουν ορεινοί όγκοι, υπάρχουν έντονες κλίσεις. Αν δεν υπάρξει ανάσχεση, θα έχουμε διάβρωση και πλημμύρες. Θα υπάρξει πρόβλημα».
Τα ανοιχτά μέτωπα
«Η επόμενη μέρα είναι να δούμε τι θα κάνουμε με τους ανθρώπους που επλήγησαν, πώς θα τους εξασφαλίσουμε μία βοήθεια για το εισόδημά τους που χάθηκε, γι’ αυτό που έπαθαν. Σε δεύτερη φάση πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε για να μην έχουμε προβλήματα από πλημμυρικά φαινόμενα λόγω της απογύμνωσης» υπογραμμίζει ο αντιδήμαρχος Πολιτικής Προστασίας του δήμου Αγίου Βασιλείου Βαγγέλης Καπετανάκης.
Ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Αγίου Βασιλείου Αντώνης Τσουρδαλάκης είδε το χωριό του, τις Μέλαμπες, να δοκιμάζεται ξανά.
«Αυτή τη στιγμή, το χωριό βρίσκεται σε μία τραγική κατάσταση, σε ένα οικονομικό αδιέξοδο» περιγράφει. «Οι κάτοικοι είναι απογοητευμένοι, είναι θυμωμένοι, δικαιολογημένα βεβαίως. Θα πρέπει τάχιστα ν’ αρχίσουμε να προετοιμάζουμε την επόμενη μέρα μετά την κατάσβεση των πυρκαγιών: Να ετοιμάζουμε το επόμενο στάδιο, αυτό που αφορά τις αποζημιώσεις, την αποκατάσταση των υποδομών και τη δημιουργία νέων. Και να βοηθήσουμε ψυχολογικά αλλά και υλικά τους ανθρώπους, προκειμένου να μπορέσουν να επανέλθουν όσο πιο σύντομα γίνεται στην παραγωγική φάση».
Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των Μελάμπων, όπως θα πει, απασχολούνταν και είχαν εισοδήματα από τον πρωτογενή τομέα (τη γεωργία και τη κτηνοτροφία), συνεπικορούμενοι από τον τουρισμό ως δεύτερη απασχόληση.
«Όλοι λίγοι πολύ βασίζονταν στην καλλιέργεια της ελιάς και στη κτηνοτροφία» λέει χαρακτηριστικά. Με πιο απλά λόγια: Το καλοκαίρι εργάζονταν στον τουρισμό και τον χειμώνα ζούσαν από τον πρωτογενή τομέα. Τώρα έχασαν ένα βασικό οικονομικό τους στήριγμα…
Η εμπόλεμη… ζώνη του καλοκαιριού
Απ’ τον δήμο Αγίου Βασιλείου εντείνονται οι πιέσεις προς τους αρμοδίους για την πυροσβεστική αναβάθμιση -θωράκιση του νότιου Ρεθύμνου.
«Επιτέλους, θα πρέπει να γίνει αυτό που ζητάμε εδώ και χρόνια: Να γίνει το Κλιμάκιο των Δαριβιανών Σταθμός Δ’ τάξης. Είναι απαραίτητο να γίνει. Δεν μπορεί όλο το νότιο Ρέθυμνο να μην έχει σταθμό Δ’ Τάξης και να έχει απλά ένα κλιμάκιο”» διατρανώνει ο κ. Καπετανάκης.
«Το νότιο Ρέθυμνο δεν έχει καμία σχέση με τη βόρεια Κρήτη. Οι βοριάδες κάνουν εξαιρετικά δύσκολο το επιχειρησιακό κομμάτι, όταν εκδηλωθεί μία πυρκαγιά. Αλλά τελευταία είναι και η ένταση πολύ περισσότερη σε σχέση με το παρελθόν» επισημαίνει ο αρμόδιος αντιδήμαρχος, επεξηγώντας τι σημαίνει πρακτικά η δημιουργία ενός κλιμακίου Δ’ Τάξης: «Θα έχει μόνιμο προσωπικό, δική του διοίκηση, δικό του ανακριτικό, επάνδρωση με συγκεκριμένο αριθμό πυροσβεστών και οχημάτων που θα μπορεί να καλύπτει τέσσερα σημεία που είχαμε επιλέξει στο παρελθόν. Έχουμε φτιάξει σπιτάκια, έχοντας επιλέξει τέσσερα σημεία με μεγάλη οπτική εμβέλεια, ώστε όταν ο δείκτης επικινδυνότητας είναι 4-5 αυτά να είναι επανδρωμένα».
Το μικροκλίμα του νότιου Ρεθύμνου, εκεί όπου το καλοκαίρι πνέουν θυελλώδεις άνεμοι ήταν μία απ’ τις βασικότερες αιτίες που ξέφυγαν οι φλόγες, σκορπώντας την απόλυτη καταστροφή στο διάβα τους. Το πιο επικίνδυνο διάστημα, σύμφωνα με τον κ. Τσουρδαλάκη είναι από τις 10 Ιουλίου έως τις 20-25 Αυγούστου. Τις μέρες που τα μποφόρ είναι πολύ υψηλά θα πρέπει όλοι να βρίσκονται σε… πολεμική ετοιμότητα, όπως προτείνει ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Αγίου Βασιλείου. «Δεν γίνεται διαφορετικά» αναφέρει ο ίδιος.
Απαιτείται λοιπόν αρμονική και προσεκτική… συμβίωση με τον άνεμο. «Στατιστικά κάθε τρία τέσσερα χρόνια βιώνουμε αυτό που βιώσαμε εφέτος. Πρέπει να δεχτούμε ότι αυτόν τον εχθρό θα τον έχουμε για πάντα. Είναι ένα μόνιμο πρόβλημα, ένας μόνιμος κίνδυνος για τον οποίο θα πρέπει όλοι μας να είμαστε διαρκώς προετοιμασμένοι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να περιορίσουμε τις πυρκαγιές εν τη γενέσει τους και να τις σβήσουμε» υποστηρίζει ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Αγίου Βασιλείου.