Άξιος διάδοχός του ο Παρασκευάς Μενιουδάκης
Ήταν το 1976, που επισκέφθηκε το Ρέθυμνο ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Ο τότε δήμαρχος Μανόλης Καλαϊτζάκης, είχε μεριμνήσει για ένα πρόγραμμα, που θα έδινε το στίγμα της τοπικής κουλτούρας. Και η ευθύνη του ήταν μεγάλη, όπως ο ίδιος ομολογούσε στο περιβάλλον του, γιατί δεν απευθυνόταν μόνο σε έναν κορυφαίο θεσμικό παράγοντα αλλά και σε έναν άνθρωπο, κιβωτό γνώσης και πολιτισμικής εμπειρίας. Γιατί αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, για όποιον τον ζούσε από κοντά, πέρα από όσα έγραψαν γι’ αυτόν τα βιβλία.
«Νουρέγιεφ της Κρήτης»
Όπως το συνήθιζε, μόλις καταλάγιασε το γεγονός, ο αξέχαστος δήμαρχος και δημοσιογράφος, που ευτύχισα να έχω δάσκαλο, ζήτησε, εν είδη άσκησης, να σχολιάσω τις επιλογές του. Ήταν αντάξιες μιας προσωπικότητας όπως ο Πρόεδρος; Κάπως έτσι κοντολογίς μου καλλιεργούσε και την πολιτιστική μου παιδεία.
Είπα τη γνώμη μου για το μενού που απόλαυσε ο πρόεδρος στο Δελφίνι, γνήσια παραδοσιακό, για τις επαφές που είχε με παράγοντες, για τα σχόλια που έκανε για την παραδοσιακή φιλοξενία, αλλά ο δάσκαλος επέμενε.
– Τι νομίζεις πως τον εντυπωσίασε. Αυτό θέλω να μου πεις.
Πήγα να πω για την ομιλία του, που ήταν εξαιρετική αν και ιστορική έμεινε εκείνη η άλλη όταν υποδέχτηκε και πάλι ως δήμαρχος, ένα χρόνο μετά, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Γέλασε εκείνος με το γνωστό ύφος που με έκανε να αναρωτηθώ «τι είπα πάλι;» και μετά μου είπε:
– Να το πάρει το ποτάμι και μετά θα κάνεις καφέ. Λοιπόν ο πρόεδρος ενθουσιάστηκε με τον Σταμάτη τον πρωτοχορευτή. Να σου πω ότι τον χαρακτήρισε «Νουρέγιεφ» της Κρήτης. Κι αυτό να το κρατήσεις.
Ο «ζωγράφος» της πίστας
Να πω ότι κατάλαβα τι μου έλεγε ο δάσκαλος θα ήταν ψέμα. Δεν γνώριζα πολύ κόσμο στο Ρέθυμνο. Πόσο μάλλον τον πρωτοχορευτή που όλοι θαύμαζαν. Αλλά δεν απογοητεύθηκα.
Κατέφυγα και πάλι στη γνωστή μου μέθοδο που με βοηθούσε να γίνομαι λιγότερο άσχετη στον κύκλο μου. Μόλις ήρθε λοιπόν στο γραφείο η αξέχαστη φίλη Ειρήνη Μπριλλάκη-Καβακοπούλου ζήτησα να μάθω περισσότερα για τον χορευτή αυτόν που εντυπωσίασε τον πρόεδρο τόσο πολύ. Κι εκείνη γεμάτη ενθουσιασμό μου μίλησε για ένα ιεροφάντη του χορού.
– Αυτός Εύα μου δεν χορεύει. «Ζωγραφίζει» βήματα. Είναι ασύλληπτη αυτή η ευχέρειά του να χορεύει σαν να μην απομακρύνεται από τη θέση του. Δεν ξέρω αν θα ξαναπεράσει χορευτής σαν τον Σταμάτη. Οι φιγούρες που κάνει είναι ασύλληπτες. Γεννημένος χορογράφος της παράδοσης θα έλεγα.
Τα ίδια μου είπε αργότερα και η Σοφία Ηλιάκη, που ήταν εξαιρετικά αυστηρή, στο θέμα αξιολόγησης χορευτών κρητικών χορών.
«Ο Σταμάτης, μου είπε, είναι σπουδαίος γιατί διδάσκει τον σεβασμό στον παραδοσιακό χορό που κοντεύουν κάποιοι να τον καταντήσουν μπαλέτο…».
Έτσι έμεινε ο Σταμάτης Παπαδάκης στο νου μου πρόσωπο θρυλικό που δεν ευτύχισα να γνωρίσω.
Παιδί πολυμελούς οικογένειας
Ο Σταμάτης Παπαδάκης γεννήθηκε στο Σπήλι το 1903 κι ήταν γόνος πολυμελούς οικογένειας. Όπως συνήθιζαν τα παιδιά που έπρεπε νωρίς να βοηθήσουν την οικογένεια, έμαθε την τέχνη του κουρέα στο χωριό του και μετά σταδιοδρόμησε επαγγελματικά στον Πλάτανο, στην καρδιά της παλιάς πόλης. Εκεί τον συναντούσαν και οι κορυφαίοι της μουσικής.
Χορό έμαθε ο ίδιος παρακολουθώντας παλιούς χορευτές σε γλέντια.
Σταθμοί στη χορευτική του καριέρα στάθηκαν η περιοδεία στη Γαλλία με τον Αλέκο Καραβίτη αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου και η πολύχρονη παρουσία του στα χορευτικά συγκροτήματα της Δώρας Στράτου. Η επίσημη χορευτική του δράση σε συγκροτήματα ξεκινάει αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 70′.
Η καλύτερη χορευτική του στιγμή, σύμφωνα με διηγήσεις του ίδιου, ήταν ένας γάμος στο Έλος Κισσάμου, στις αρχές της δεκαετίας του 70. Επί σειρά ετών αποτέλεσε το «χορευτικό ταίρι» του Θανάση Σκορδαλού, ζωγραφίζοντας στην κρητική γη τις μουσικές νότες του συρτού, της σούστας, του πεντοζάλη και του μαλεβιζιώτη που έβγαιναν από τη λύρα του Σκορδαλού.
Μα και άλλοι λυράρηδες θεωρούσαν τιμή να συνοδεύσουν τα βήματα του Σταμάτη.
«Ο χορός δεν είναι επάγγελμα»
Ο φημισμένος πρωτοχορευτής πέθανε πλήρης ημερών στις 24 Νοεμβρίου 1994, σε ηλικία 92 χρόνων και η κηδεία του έγινε στη γενέτειρά του το Σπήλι, όπου βρίσκεται και ο τάφος του. Το μήνυμα που έστειλε, από το 1982 στους νέους, εξακολουθεί να είναι και σήμερα επίκαιρο: «Ο χορός δεν είναι επάγγελμα και αν το δουν ως επάγγελμα χάνεται».
Ύμνος από μια σημαντική χωριανή του
Τον Σταμάτη Παπαδάκη ύμνησε και η χωριανή του λαογράφος, ποιήτρια και συγγραφέας Ειρήνη Μπριλλάκη Καβακοπούλου με την αξεπέραστη γραφίδα της.
Σταμάτη, θείε, του χορού
πόσες φορές με θαυμασμό στάθηκ’ η Κρήτη ομπρός σου
να καμαρώσει έκθαμβη τον όμορφο χορό σου.
Μα κι οι Θεοί, πόσες φορές θα ρώτηξαν κι εκείνοι,
που βρήκες τέτοιο χάρισμα, τέτοια λεβεντοσύνη.
Δε χόρευγες μόνο καλά, είχες κι άμετρη χάρη,
γι’ αυτό και κοντοστάθηκε κι ο χάρος να σε πάρει.
Κι’ όταν πια έφτασ’ η στιγμή να φύγεις στα ουράνια,
σαν ποιοί να ‘σαν’ οι χορευτές, οι λύρες, τα λαγούτα,
που ‘ρθανε και σε πήρανε, ανάλαφρος να σύρεις
τον τελευταίο σου χορό, τον άχαρο του Άδη.
Σίγουρα εκειά θα ‘τανε ο Αλέκος Καραβίτης,
με το Μπαξέ, τον Καρεκλά, Ροδινό, Φουσταλιέρη.
Μαζί θα ‘σαν κι οι Σπηλιανοί αρχιχορευταράδες
αγάντα να σου κάνουνε. Θα ‘ρθε κι ο Μαρκογιώργης
με το Βασιλοστεφανή, που μαζί θ’ αργοπαίζαν
τα Αγιοβασιλειώτικα, σιγανά πεντοζάλια,
για να διαβείς πιο μαλακά του Άδη τα σκαλέρια.
Κι από κοντά και κύκλω σου τ’ αρχοντικό σου σόι,
με τον παπά, την παπαδιά, τα έξ’ άλλα σ’ αδέλφια,
που επρωτομισέψανε. Μ’ αναμμένες λαμπάδες
το ίσο θα κρατούσανε στσ’ ουράνιες υμνωδίες,
που θα ‘ψελναν οι γι άγγελοι, οι θεϊκοί ψαλτάδες,
σαν τη λευκή σου την ψυχή θα ‘ρθαν να παραλάβουν.
Ευτυχώς με τα σύγχρονα μέσα έχει διασωθεί οπτικό υλικό, που αποδεικνύει τη μεγαλοσύνη του Σταμάτη Παπαδάκη στο χορό, για να καμαρώνουν και οι νεότεροι, να δικαιώνεται εσαεί και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος που τον είχε χαρακτηρίσει «Νουρέγιεφ της Κρήτης».
Ο άξιος «διάδοχος» του Σταμάτη
Το έργο «Η Νεράιδα και το Παλικάρι» είναι από τις ταινίες που προβάλλονται αμέτρητες φορές. Κάποιοι ξέρουν ακόμα και τις βασικές ατάκες του έργου. Πόσοι γνωρίζουν όμως τον πρωτοχορευτή που ξεχωρίζει με τη λεβεντιά του; Πόσοι θυμούνται τον Παρασκευά Μενιουδάκη;
Η αναφορά μας σε έναν από τους Ρεθεμνιώτες που άφησαν βαθειά τα χνάρια τους στη μνήμη των Ρεθεμνιωτών της δεκαετίας του 50 και μετά. Ήταν πανέμορφος, αντιπροσώπευε την κρητική περηφάνια στο έπακρο. Αποδείχτηκε άξιος μαθητής του Σταμάτη Παπαδάκη που είχε ως πρότυπο.
Χαιρόσουν να τον βλέπεις με την όμορφη και χαρισματική γυναίκα του, τη Χρυσούλα. Όλοι καμάρωναν το ζευγάρι αυτό. Όπως και θαύμαζαν τον Παρασκευά όταν χόρευε θυμίζοντας περήφανο αετό.
Ο σεμνός αλλά πολύτιμος διάκονος της παράδοσης κ. Μανόλης Τζιράκης, έχει ευτυχώς σκιαγραφήσει το πορτραίτο του αξέχαστου Παρασκευά και μάλιστα με πλήρη στοιχεία από έγκριτες πηγές. Και μας βοηθά να γνωρίσουμε καλύτερα το χορευτή που έγραψε τη δική του ιστορία στο πολιτιστικό γίγνεσθαι του Ρεθύμνου.
Από ιστορικές ρίζες
Στο Κάτω Βαλσαμόνερο, κοιτίδα παράδοσης, είδε το φως της ζωής ο Μενιουδάκης 5 Φεβρουαρίου 1934. Τα πρώτα του ακούσματα ήταν από το λαϊκό πολιτισμό και τα μεταλαμπάδευαν ανόθευτα οι δικοί του. Εκεί στο περιβάλλον που μεγάλωσε έμαθε να σέβεται και να τιμά τις παραδόσεις του νησιού του. Ήταν έξυπνος και προκομμένος. Έδειχνε από τα μικρά του χρόνια ότι κάποτε θα ξεχώριζε, αλλά αυτό κατά βάθος δεν τον πίστευε ούτε ο ίδιος. Ήταν πιο σκοτεινές εποχές από αυτή που ζούμε. Δύσκολα χρόνια, που έκανε δυσκολότερα η Γερμανική Κατοχή με όσα δεινά έφερε στους ανθρώπους. Τι να απογίνει ένα παιδί που δεν κατάφερε να σπουδάσει; Η Γεωργία και η Κτηνοτροφία του έδωσαν τα πρώτα του χρήματα σκληρής δουλειάς. Μια φύση ανήσυχη όμως πώς να περιοριστεί στη σιγουριά του καθημερινού; Οι ικανότητές του ενθάρρυναν για τολμηρές απόπειρες προόδου. Η μηχανική τον τραβούσε, δείγμα ενός οξύτατου πνεύματος. Κατάφερε σύντομα να γίνει ένας εξαιρετικός ραδιοτεχνίτης, εμπειροτέχνης μεν, αλλά άπιαστος στη δουλειά του.
Λάτρης της παράδοσης
Ο Παρασκευάς Μενιουδάκης, λάτρευε την παράδοση. Και κατάλαβε πόσο δεμένος ήταν με τις παρακαταθήκες της, όταν γνώρισε τον Σταμάτη Παπαδάκη. Στα μάτια του νεαρού ο Σπηλιανός, πρωτοχορευτής φάνταζε ημίθεος. Και δικαίωνε όσους έλεγαν πως όταν χορεύει ξεκινά σαν αετός που ετοιμάζεται να πετάξει. Αυτό που πρόσεξε και εκτίμησε περισσότερο στον Σταμάτη, ο μικρός, ήταν η σεμνότητα που τον διέκρινε. Δεν χόρευε για να προκαλέσει εντυπώσεις αλλά επειδή το ένιωθε σαν ανάγκη ψυχής. Έτσι ήθελε να γίνει ο Παρασκευάς. Και η φύση φάνηκε πρόθυμη να τον φέρει πιο κοντά στο όνειρό του. Όσο μεγάλωνε αποκτούσε το «σκαρί» του λεβέντη Κρητικού. Και το πρόσωπό του, που φώτιζε ένα καθάριο βλέμμα, σίγουρα θα έκανε πολλές κοπελιές να χάσουν τον ύπνο τους. Έφτασε να είναι η ψυχή της παρέας και του γλεντιού. Είχε όμως έναν αυθορμητισμό που κέρδιζε τους άλλους, σε βαθμό που ο θαυμασμός παραμέριζε τον φθόνο.
Στα 14 χρόνια του πετούσε κιόλας στον χορό. Κι ήρθε μια στιγμή που δεν την περίμενε ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Δέκα χρόνια μετά, ήταν γύρω στα 1958, γνώρισε τον Σταμάτη Παπαδάκη και αμέσως τους έφερε κοντά το πάθος για τον χορό. Το έμπειρο μάτι του πρωτοχορευτή, κατάλαβε αμέσως ότι ο μικρός βάδιζε στα χνάρια του. Θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί συνεχιστής του. Γιατί πρόσεξε με περηφάνια ότι ο μαθητής του είχε το δικό του στυλ το ξεχωριστό. Κρατούσε τις βάσεις που έβαζαν οι μεγάλοι και βετεράνοι του χορού, αλλά πρόσθετε τη δική του υπογραφή. Διατηρούσε μια αυτονομία, αυτοδημιουργία στις κινήσεις του που δεν περνούσαν απαρατήρητες. Κάποτε είχε πει για τον Παρασκευά ο Θανάσης Σκορδαλός, σε μια τηλεοπτική εκπομπή του Γιώργου Νταγάκη:
– Όταν τον έβλεπες ντυμένο με τη Κρητική φορεσιά να χορεύει, έλεγες Θεέ μου δώσ’ μου άλλα δυο μάθια, να τονε κοιτάζω!
Αλλά κι ο Παπαδάκης, καμάρωνε για τον μαθητή του και το έλεγε.
Θερμός πατριώτης
Ο Παρασκευάς ήταν και παθιασμένος πατριώτης. Πως αλλιώς θα γινόταν αφού μεγάλωσε σε χώματα που ευλόγησε το βήμα ηρώων και αγωνιστών.
Μια κοπελιά έκλεψε την καρδιά του και έγινε η αρχόντισσα του σπιτιού του. Χρυσούλα Πανταλού, με τ’ όνομα, από καλή οικογένεια και η ίδια φαινόμενο γυναίκας. Πριν ακόμα δημιουργήσουν οικογένεια, ονειρευόταν ο Παρασκευάς να αποκτήσει δυο θυγατέρες, όμορφες σαν τη μάνα τους και να τις ονομάσει Ελλάδα και Κρήτη. Δεν του βαροφάνηκε όμως όταν απέκτησε τον Σήφη και τον Μαρίνο του, πανομοιότυπους με τον πατέρα τους σε χάρη και ομορφιά.
Αν και λάτρευε τον χορό κι είχε βρει στο Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου, την ιδανική γωνιά για να διοχετεύσει την αγάπη του για την παράδοση, το μεγάλο αίσθημα ευθύνης που είχε πάντα και η αξιοπρέπεια που ήθελε να κανοναρχεί τη ζωή του τον ενθάρρυναν για νέες επιχειρηματικές προσπάθειες. Έτσι το 1967 ανοίγει δισκοπωλείο στην οδό Καστρινογιαννάκη και αργότερα (1976-1980) μεταφέρει την επιχείρηση στη Στοά Πλατείας Δασκαλογιάννη στο Ηράκλειο.
Αναπόσπαστα δεμένος με το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου, συμμετείχε ωστόσο και στην ομάδα της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας που επίσης είχε κερδίσει το ενδιαφέρον του με τους καταστατικούς σκοπούς της. Όπου εμφανιζόταν κέρδιζε το κοινό του. Πολλοί είπαν πως είναι ο διάδοχος του Σταμάτη. Δεν άργησαν να τον προσέξουν οι επιτελείς του Παγκρήτιου Ομίλου Βρακοφόρων των Χανίων, που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει τον ανθό των πρωτοχορευτών του νησιού.
Και βρέθηκε στο πλατό.
Το 1969 ο Ντίνος Δημόπουλος ενθουσιασμένος από ένα σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη κι έχοντας στη διάθεσή του Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ για να ενσαρκώσουν τη «Νεράιδα και το Παλικάρι», αυτός ήταν και ο τίτλος της ταινίας, δίνει μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια. Και για τη σκηνή του γλεντιού θέλει αυθεντικό χορό της Κρήτης. Ο Νίκος Μαμαγκάκης που έγραψε τη μουσική, θα έδωσε σίγουρα τις κατευθύνσεις του και σύντομα μπαίνει στο πλατό ο Παγκρήτιος Όμιλος Βρακοφόρων με τον Παρασκευά Μενιουδάκη, πρωτοχορευτή.
Ο σπουδαίος αυτός, αλλά και τόσο σεμνός καλλιτέχνης, γνωρίζει μεγάλη δόξα και αποκτά φήμη κάνοντας τουρνέ σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και στο εξωτερικό, γιατί είχε την ευκαιρία να προβάλλει τους χορούς της Κρήτης, σε Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Κύπρο, Ισραήλ. Χορεύει για τον εαυτό του και ξεσηκώνει το κοινό που τον αποθεώνει, τιμώντας στο πρόσωπό του την κρητική λεβεντιά. Όλα όμως θέλει να έχουν ημερομηνία λήξης. Αυτός δεν κάνει μακριά από τον τόπο του, από τους αγαπημένους του. Πουθενά αλλού δεν «πεταρίζει» από χαρά η ψυχή του. Κανένα αγέρι δεν έχει τη χάρη του κρητικού αγεριού, που να δίνει στην ανάσα του φτερά. Και δεν διστάζει να κλείνει πόρτες απορρίπτοντας προτάσεις που προϋπόθεταν ξενιτεμό από την Κρήτη του. Κι ας του δημιουργούσαν προοπτικές ζηλευτής καριέρας.
Ήταν σε ένα πανελλήνιο Φεστιβάλ Παραδοσιακών χορευτικών συλλόγων στην Αθήνα, που συμμετείχε με το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου και ο Παρασκευάς. Ήταν η πρώτη φορά μάλιστα, που συμμετείχε σε μια τόσο σοβαρή διοργάνωση με το κύρος μάλιστα του Λυκείου Ελληνίδων που αποτελεί την Κιβωτό της παράδοσης.
Ήταν ένας κι ένας οι χορευτές, αλλά η Δώρα Στράτου πρόσεξε τον Παρασκευά. Και χωρίς περιστροφές, του πρόσφερε μόνιμη θέση στην περίφημη παραδοσιακή χορευτική της ομάδα. Εκείνος ευχαρίστησε για τη μεγάλη τιμή, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά. Μάλλον πως δεν το μετάνιωσε ποτέ, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι μόνο στον τόπο του ένιωθε ότι ζούσε. Πρόθυμος πάντα συμμετέχει σε κάθε πολιτιστική εκδήλωση ακόμα και σαν απλός στρατιώτης. Στα «Καλά Ξέτελα» του Νίκου Ορφανού, που είχαν παρουσιαστεί στο Ωδείο, ο Παρασκευάς έδωσε τη δική του χαρακτηριστική νότα στην κλασική αυτή ηθογραφία.
Δάσκαλος χορού
Στη δεκαετία του 1980, εντάσσεται στο πολιτιστικό ρεύμα που δίνει νέα ώθηση στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του νησιού. Ο Κώστας Μουντάκης αρχίζει να δημιουργεί τμήματα λύρας στα Ωδεία, το Λύκειο Ελληνίδων προχωρεί σε φιλόδοξες παραγωγές προβάλλοντας προαιώνια έθιμα της Ελλάδας, δημιουργούνται παραδοσιακοί σύλλογοι για τη συνέχιση του λαϊκού μας πολιτισμού κι αυτή η κοσμογονία δεν αφήνει ασυγκίνητο τον Παρασκευά. Γίνεται ένας πολύτιμος μοχλός στο Μουσικοχορευτικό Σύλλογο «Οι Σταυραετοί της Κρήτης». Εκεί σμίγει με άλλους άρχοντες της παράδοσης Ανδρέα Γαλερό, Γιάννη Κουνδουράκη, Δημήτρη Απανωμεριτάκη, Ανδρέα Μπικάκη, πατέρα του Στέλιου μας κ.ά. και μεγαλουργεί μαζί τους. Εκεί στην οδό Γοβατζιδάκη αποφασίζει να διδάξει την τέχνη του χορού από το 1983 μέχρι το 1986.
Ο ίδιος ομολογεί ότι είναι από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του, γιατί δίνει συνέχεια στην αυθεντική μας παράδοση και μέσα από τη χοροδιδασκαλία του.
Άξιος κοινοτάρχης
Κάποια στιγμή αισθάνεται την ανάγκη να προσφέρει κάτι περισσότερο στο χωριό του. Είναι και οι φίλοι και συγχωριανοί που τον παρακινούν. Παίρνει τη μεγάλη απόφαση να ασχοληθεί με την τοπική αυτοδιοίκηση προβάλλοντας και διεκδικώντας επίλυση των προβλημάτων του χωριού του. Η θητεία του προέδρου από το 1986 μέχρι το 1991, είναι γεμάτη από δράση και συγκινητική αυταπάρνηση. Δεν κατάφερε όμως να υλοποιήσει όσα ονειρευόταν.
Ενώ για τον Σταμάτη, στάθηκε ο χρόνος γενναιόδωρος, αδίκησε το σπουδαίο μαθητή του. Ο Παρασκευάς έφυγε τόσο νέος στις 18 Δεκεμβρίου 1991. Θρήνησε η Κρήτη το παλικάρι και η παράδοση έναν από τους γνησιότερους εκφραστές της. Αλλά η μνήμη του μένει άσβεστη κάθε φορά που βλέπεις λεβέντη στην πίστα να χορεύει και να θαρρείς πως είναι αετός κι όπου νάνε θα πετάξει μεσούρανα…