16 °C Rethymno, GR
20/03/2023

«Σταθούλα, ράφτρα εκ Πόντου», ο θεατρικός μονόλογος της Μαρινέλλας Βλαχάκη

Της ΚΑΛΛΙOΠΗΣ ΚΩΤΣAΚΗ*

«…ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας…» (Γιώργος Σεφέρης, Τελευταίος σταθμός)

Σήμερα, πολλές φορές, έχουμε ανάγκη από έναν μίτο σκέψεων και ιδεών, προκειμένου να κατανοήσουμε την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Μας τον προσφέρουν η Ιστορία και η Λογοτεχνία. Η Ιστορία παρουσιάζοντας το κοινωνικό γίγνεσθαι στη διαχρονία του και η Λογοτεχνία αποκαλύπτοντας τα συστατικά του, δηλαδή τους ανθρώπους με τα προσωπικά τους βιώματα και τα αισθήματά τους. Η Ιστορία καθορίζοντας την ατομική ζωή και συνείδηση γίνεται βίωμα και στη συνέχεια η Λογοτεχνία αποτυπώνοντας το βίωμα, την εσωτερική αλήθεια των γεγονότων συγκινεί και προκαλεί τη συμπάθεια.

Διαβάζουμε Ιστορία και Λογοτεχνία για να γνωρίσουμε, να κατανοήσουμε την ανθρώπινη περιπέτεια εν όλω, να ανιχνεύσουμε σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και μέσα από το παλίμψηστο των ατομικών ιστοριών που την ενσαρκώνουν κάθε φορά «την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών»1 όπως έγραψε ο Κ. Π. Καβάφης.

Στο πλαίσιο του διαλόγου Ιστορίας και Λογοτεχνίας τοποθετείται και το νέο έργο της ποιήτριας, πεζογράφου και ηθοποιού Μαρινέλλας Βλαχάκη, ο θεατρικός μονόλογος «Σταθούλα,ράφτρα εκ Πόντου».

Η Σταθούλα ήρθε στην Ελλάδα το 1923. Πρόσφυγας. Τη συναντάμε τον Δεκέμβριο του 1950, στα Χανιά, σε ένα μικρό υπόγειο ραφτάδικο να κουβεντιάζει με το είδωλο της μάνας της και να ξεδιπλώνει τη ζωή της πριν από τους διωγμούς αλλά και τις τραγικές μέρες της γενοκτονίας. Το παρελθόν της καλυπτόμενο με αχλή, τα πέπλα του σκηνικού, εξαιρετικό σκηνοθετικό εύρημα, μέσα στα οποία κινείται η Σταθούλα, αποκτά φωνή χάρη στον μνημονικό λόγο της. Η αφήγηση της ζωής της και των θλίψεων της  σφιχταγκαλιασμένη με τη ζωή και τις θλίψεις όλων των γυναικών και των ανδρών που βίωσαν μαζί της το τραύμα του ξεριζωμού, γίνεται η κραυγή κάθε κατατρεγμένου ανθρώπου.

«Σαν νάχαν ποτέ τελειωμό/τα πάθια και οι καημοί του κόσμου. Κάπου το έχω ακούσει…» αυτό μονολογεί η Σταθούλα. Η παπαδιαμάντειος παρακαταθήκη στο έργο της Μαρινέλλας Βλαχάκη σημειώνει το πάθος και τον καημό, τον ανθρώπινο πόνο ως το νήμα που δένει το τώρα, το χθες και το αύριο με την επισήμανση πως η ανθρώπινη μοίρα αποδέχεται ως νικητές τον πόνο και τον θάνατο στον χώρο των ανθρώπινων.

Ο πόνος και ο θάνατος βράχοι που κύλησαν και σκέπασαν το στήθος της Σταθούλας. Πρώτα έχασε τον Νικόλα της, τον σύντροφό της, την παρηγοριά της χωρίς να μάθει ποτέ το πώς. «Τον σκότωσαν; τον έστειλαν εξορία; Βούλιαξε στο χιόνι;». Ύστερα έχασε τον Σωτηράκη της, τον μοναχογιό της. Μωρό ήτανε κι έκλαιγε μέσα στη σπηλιά. «Σσσσς…. σσσσς… ακούστηκε σιγανά και αυστηρά από πολλά στόματα… Πίεσα το κεφαλάκι του να κολλήσει στο στήθος μου… Οι Τούρκοι έξω από τη σπηλιά… Πίεσα πιο δυνατά το κεφαλάκι του μωρού μου στο στήθος μου ώσπου του κόπηκε η αναπνοή…». Η Σταθούλα πέθανε τότε μέσα σε εκείνη τη σπηλιά μαζί με το σπλάχνο της. Και μετά στην προκυμαία της Σαμψούντας μέσα στον κόσμο και τις φωνές έχασε και τη Ρηνιώ της. Δεν την ξαναείδε ποτέ.

Όμως η ζωή δεν σταματά. Βρίσκει τη δύναμη και συνεχίζει. Με ποιον τρόπο άραγε; «Ανέκαθεν με βιασμένο σώμα/ κι αιμάσσουσα ψυχή/ πιάνω την πένα.»2 γράφει η Μαρινέλλα Βλαχάκη. Κι αλλού «Με τόσα σκουριασμένα αντικείμενα/σκορπισμένα σποράδην γύρω μου/θα είχα στα σίγουρα σακατευτεί./Η τέχνη, μου ‘φερε προθήκες./ Είναι να μην της χρωστώ την ύπαρξή μου;».3 Να ο τρόπος. Η Τέχνη. Και η Σταθούλα χρωστά την ύπαρξη της στη μοδιστρική τέχνη. Η μάνα της τη δίδαξε κι έγινε η πιο ξακουστή ράφτρα του Πόντου. Ράβοντας και κεντώντας τότε έντυνε «όμορφες, υπερήφανες γυναίκες. Όλες λεβέντισσες! Χριστιανές, Τουρκάλες, Εβραίες, Αρμένισσες…». Τώρα ανοίγοντας την κούτα με τα κειμήλια  και κρατώντας στα χέρια της κουρελάκια από εκείνα τα ρούχα , τα δικά της έργα τέχνης, θυμάται τα πρόσωπα και τις ιστορίες τους. Και γίνονται τα κουρελάκια τα απομεινάρια μιας περασμένης ζωής. Και είναι πολύτιμα γιατί δεν αφήνουν «να ξεχαστούν τα βάσανα που περάσαμε», όπως λέει η Σταθούλα.

Η Σταθούλα επέζησε. Η Τέχνη της έγινε το κλειδί της μνήμης της, το κλειδί της μνήμης όλων μας. Βέβαια η μνήμη δεν είναι μόνον τα ίχνη του παρελθόντος πάνω μας. Είναι αυτή που διατηρεί τις πιο βαθιές ελπίδες και τους πιο βαθιούς φόβους μας. Και  κοστίζει ψυχικά γιατί «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί»4 γράφει ο Γιώργος Σεφέρης.

Ο θεατρκός μονόλογος της Μαρινέλλας Βλαχάκη ως υπενθύμιση και μαρτυρία διαλέγεται με την Ιστορία και η Σταθούλα της ανεβαίνοντας στη σκηνή, στο Σπίτι του Πολιτισμού στο Ρέθυμνο, το βράδυ της Κυριακής 23 Οκτωβρίου 2022 μας υπενθύμισε πως «Σμιλεύει πάλι ο καιρός την ιστορία./Γρέζια και κουρνιαχτός πάνω σ΄ ανυποψίαστους και υποψιασμένους».5 Μια παράσταση 45 λεπτών που καθήλωσε.

Στην υποβλητική παράσταση συνέβαλαν καθοριστικά: η απέριττη σκηνοθεσία του Κωστή Καπελώνη, η τρυφερή μουσική του Λεωνίδα Μαριδάκη, η γλυκιά φωνή της Δάφνης Πανουργιά που απέδωσε τους συγκινητικούς στίχους της Δέσποινας Τραχαλάκη, τα αισθαντικά  video του σκηνοθέτη Θοδωρή Παπαδουλάκη.

Επιλογικά μια πρόταση: Τον μακρινό Αύγουστο του 1943 ο Κάρολος Κουν είχε πει «…Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας…». Στο πλαίσιο αυτό και καθώς τιμούμε εφέτος τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής ο θεατρικός μονόλογος της Μαρινέλλας Βλαχάκη Σταθούλα, ράφτρα εκ Πόντου θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σενάριο διδασκαλίας της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας για τους μαθητές του λυκείου.

* Η Καλλιόπη Κωτσάκη, είναι  φιλόλογος

1 Κ. Π. Καβάφης, «Στα 200 π.Χ.» στο Ποιήματα Β΄(1919-1933),εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1973 σ.88.

2 Μ. Βλαχάκη, «Έμπνευση», στην ποιητική συλλογή Ως κάτω στο βυθό, εκδόσεις Πυξίδα, Χανιά 2020, σ. 18.

3 Μ . Βλαχάκη, «Η τέχνη», στην ποιητική συλλογή Τα πολύτιμα, Χανιά 2009, σ. 33.

4 Γ. Σεφέρης, «Μνήμη, Α΄», στο Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 12 1979.

5 Μ Βλαχάκη, «Η σκόνη του χρόνου», στην ποιητική συλλογή Τα πολύτιμα, Χανιά 2009, σ. 27.