Σίγουρα θα ήταν μεταξύ των πρώτων σε λεβεντιά και γενναιότητα ο Σταυριανός Μπίρης. Διαφορετικά γιατί να το παραδέχονται και οι ίδιοι οι Τούρκοι; Και γιατί να θρηνεί το θάνατό του η λαϊκή μούσα;
Η αναφορά μας σήμερα σε ένα σπουδαίο πατριώτη που εκτός από τον εχθρό πολεμούσε και μια κατάρα της φυλής, την αλληλομαχιά και μάλιστα σε καιρούς δύσκολους.
Ο Σταύρος ή Σταυριανός Μπίρης γεννήθηκε στο χωριό Ασκύφου Σφακίων το 1847. Σε κάποιες πηγές αναφέρεται ως γεννέθλιος τόπος του το Ζουρίδι. Φαίνεται, όμως, ότι η αναφορά αυτή δεν είναι απόλυτα ακριβής. Στο αρχοντοχώρι αυτό του Ρεθύμνου ο καπετάν Σταυριανός είχε δημιουργήσει οικογένεια. Από μια έγκριτη πηγή φαίνεται ότι η οικογένεια του οπλαρχηγού έχει την ίδια ρίζα με τους Μπίρηδες από τους Κομητάδες.
Από κάποιο πρόγονό του ήρωα επίσης πήρε το επώνυμό του. Κάποιο αγωνιστή που αναζητούσαν οι Τούρκοι για να τιμωρήσουν επειδή έχασαν την ησυχία τους με δαύτον. Δεν ήξεραν το όνομά του και επειδή ήταν ο πρώτος τον αναζητούσαν ως ο «μπιρ».
Αυτή η λέξη σημαίνει στα τούρκικα ένα, ένας, πρώτος. Κι έτσι έμεινε να λέγεται η οικογένεια Μπίρη.
Φύση ανυπόταχτη κι ο Σταυριανός δρούσε ως επαναστάτης στα Ρεθεμνιώτικα με οπλαρχηγούς το Γεώργιο Αποστολάκη και τον Νικόδημο.
Οι Τούρκοι τον έτρεμαν. Ο πασάς της περιοχής σε μια προσπάθεια να τον αποδυναμώσει χωρίς να δημιουργήσει πονοκέφαλο στους ανωτέρους του διόρισε το Σταυριανό «γιούσμπαση» (yüzbasi) δηλαδή λοχαγό του Ρεθύμνου.
Ο διορισμός όμως δεν επηρέασε καθόλου τον Μπίρη, που περίμενε την ευκαιρία να απαλλαγεί από το αξίωμα. Και η ευκαιρία δεν άργησε. Με τις πρώτες φήμες προετοιμασίας νέου ξεσηκωμού παραιτήθηκε. Δραπετεύει με βάρκα και με την έκρηξη της επανάστασης του 1877 βρέθηκε στο ύπαιθρο του Ρεθύμνου αρχηγός του μεγαλύτερου σώματος των οπλαρχηγών.
Από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα αυτού του ξεσηκωμού ήταν η υποχώρηση της Υψηλής Πύλης στο αίτημα των επαναστατών να αποτελείται η Χωροφυλακή Κρήτης μόνο από ντόπιους. Κι αυτό το επιδίωξαν επειδή τους έδινε το δικαίωμα με το πρόσχημα της Χωροφυλακής να οργανώνουν και να διατηρούν ένοπλα τμήματα.
Η γενναιότητα του Μπίρη δεν αργεί να ανταμειφθεί από τους συντοπίτες του. Η Κρητική βουλή του απένειμε το βαθμό του λοχαγού και του ανέθεσε την αρχηγία της Χωροφυλακής Σφακίων με υπαρχηγό τον υπολοχαγό Εμμ. Μανουσέλη.
Στην επόμενη Κρητική Επανάσταση του 1895 – 96 ο Σταυριανός Μπίρης πρόσφερε τόσο σημαντικές υπηρεσίες που αναφέρεται συχνά στο ημερολόγιο του Μανούσου Κούνδουρου που ήταν ο αρχηγός.
Ο Μπίρης όμως ασφυκτιούσε. Ήθελε να προχωρούν με ταχύτερους ρυθμούς τα ζητήματα της Κρήτης που ήταν φανερό ότι προχωρούσαν ανάλογα με τα συμφέροντα εκείνων που έπαιζαν στην πολιτική σκακιέρα της εποχής. Ζήτησε να παραιτηθεί από το αξίωμα του λοχαγού της Χωροφυλακής. Η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή, γιατί όπως του έλεγαν προσπαθώντας να τον πείσουν θα πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες σαν αξιωματικός. Εκείνος όμως επέμεινε στις αποφάσεις του. Και παραιτήθηκε χωρίς άλλη συζήτηση. Συνέχισε τους αγώνες του και μόνο με τη δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας, αποφάσισε να αποσυρθεί και να ξεκουραστεί πια. Ο Σταυριανός ούτε ζήτησε ούτε όμως και δέχτηκε να εξαργυρώσει με αξιώματα τη μεγάλη του εθνική προσφορά. Με ήσυχη τη συνείδησή του επέστρεψε στο Ζουρίδι, που είχε στο μεταξύ δημιουργήσει οικογένεια. Ασχολήθηκε με την περιουσία του, εργατικός πάντα και εκτός από το νάμι του μεγάλου αγωνιστή είχε και τη φήμη του άριστου οικογενειάρχη.
Κάλεσμα από το Θέρισσο
Για λίγο κράτησε όμως η ήρεμη ειρηνική ζωή.Δεν άργησε να ακουστεί το νέο σάλπισμα του αγώνα για την πολυπόθητη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Μπίρης ήταν από τους πρώτους που έσπευσε στο Θέρισσο.
Ήταν μάλιστα παρών μαζί με άλλους πολιτικούς και οπλαρχηγούς στην επίσημη κήρυξη της επανάστασης στις 10 Μαρτίου του 1905.
Οι γενναίοι επαναστάτες όμως λογάριαζαν χωρίς τις «προστάτιδες» δυνάμεις που δεν συμφωνούσαν με την Ένωση κι ας ήταν λεύτερο από Τούρκους το νησί από το Νοέμβριο του 1898.
Κι όπως ήταν συνηθισμένοι οι «προστάτες» μας, όταν ήθελαν να επιβάλουν τις θέσεις τους σήκωσαν τα όπλα εναντίον των επαναστατών.
Ο καπετάν Μπίρης αφοσιωμένος στο σκοπό της επανάστασης δεν έπαυε να εκφράζει και τον έντονο προβληματισμό του σχετικά με τις εμφύλιες συγκρούσεις στην Κρήτη.
Αρχές Ιουνίου ο Σταυριανός βρέθηκε πολιορκημένος με 30 άνδρες του από τις Ρωσικές δυνάμεις στο Ατσιπόπουλο. Ευτυχώς δεν έμεινε για πολύ μόνος και αβοήθητος. Η έγκαιρη παρουσία και άλλων επαναστατών που έσπευσαν να ενισχύσουν το Μπίρη στην πιο κρίσιμη ώρα, υποχρέωσε τους Ρώσους να υποχωρήσουν.
Την 1η Αυγούστου υπέγραψε με άλλους οπλαρχηγούς επιστολή διαμαρτυρίας για τις βιαιοπραγίες που διέπραξαν οι Ρώσοι στρατιώτες. Και την επομένη ακριβώς, 2 Αυγούστου 1905 βρέθηκε να πολεμά στη μάχη του Ατσιπόπουλου μικτή δύναμη Χωροφυλακής και Ρώσους.
Πώς φθάσαμε στη μάχη του Ατσιποπούλου
Για τα γεγονότα που οδήγησαν στη μάχη αυτή αναφέρει σχετικά ο δήμαρχος Ρεθύμνου κ. Γιώργος Μαρινάκης μιλώντας σε εκδήλωση που είχε γίνει πριν μερικά χρόνια για να τιμηθούν οι πεσόντες:
«Στις 19 Ιουλίου 1905, κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος στο Ρέθυμνο, ο οποίος αφορά μόνο τις στρατιωτικές ζώνες και όχι αυτές που ελέγχονται από την επαναστατική συνέλευση.
Η κήρυξη του στρατιωτικού Νόμου σηματοδότησε τον άμετρο διωγμό όλων των φίλων της επανάστασης από τους Ρώσους, οι οποίοι προβαίνουν αδιακρίτως σε συλλήψεις και φυλακίσεις πολιτών.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Οι Ρώσοι έκαναν χρήση κάθε δυνατού μέσου για να διατηρήσουν το επιβεβλημένο αρμοστειακό καθεστώς και να εξαλείψουν κάθε επαναστατική δράση προκειμένου να συνεχίσουν να ελέγχουν το λιμάνι της Σούδας και να διατηρούν φυσικά το βαλκανικό status quo αδιατάρακτο.
Οι σχέσεις Ρεθύμνιων Ρώσων είχαν διαταραχθεί σε μεγάλο βαθμό.
Ο Κωνσταντίνος Μάνος, οπλαρχηγός από τα Χανιά και πρωτεργάτης στην οργάνωση του επαναστατικού κινήματος, αναχώρησε την Κυριακή 31 Ιουλίου 1905 για το Σπήλι με 62 οπλίτες συντροφιά με τον Εμμανουήλ Παπαδερό, ενώ στο Ατσιπόπουλο είχε φτάσει 3 μέρες νωρίτερα ο καπετάν Γιάννης Καλογερής, όπου «ηπειλείτο έξοδος των Ρώσων».
Λίγες ώρες πριν φτάσει στο Σπήλι κι ενώ διανυκτέρευε στα Ρούστικα, η επαναστατική ομάδα του Μάνου έλαβε επείγον μήνυμα με τον ταχυδρόμο που απέστειλαν οι σωματάρχες Ανδρέας Μυλωνάκης, Χαράλαμπος Λιανδρής Ιωάννης Καλογερής, Σταύρος Μπίρης, Χαβρεδάκης, Γιώργος Γοβατζιδάκης και Κουργιεράκης, με τον οποίο τους καλούσαν για ενισχύσεις δεδομένου ότι τη Δευτέρα 1 Αυγούστου, οι επαναστάτες συνεπλάκησαν με τους Ρώσους και τη Χωροφυλακή, στο Ατσιπόπουλο.
Ο Μάνος αναχώρησε αμέσως με τους συντρόφους του για το Ατσιπόπουλο, όπου και έφτασαν στις 8.30 το πρωί. Παρά τις δραματικές περιγραφές του ταχυδρόμου, όταν έφτασαν επικρατούσε ησυχία με αποτέλεσμα 2 ώρες μετά την άφιξη τους ο Μάνος να αποφασίσει την αναχώρησή τους για το Σπήλι.
Τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί από την περιοχή του σημερινού στρατοπέδου Θεοδωράκη. Άνδρες από την περιοχή της συμπλοκής έσπευσαν να καλέσουν το Μάνο και τους αγωνιστές. Παρά την αρχική του επιφύλαξη, μια και θεώρησε ότι επρόκειτο για ακροβολισμούς, τελικά κάλεσε τους άνδρες του να συμμετάσχουν διευκρινίζοντας τους ότι δεν πάνε για να κάνουν πόλεμο και ότι θα επέμβουν μόνο εάν κινδυνέψουν οι σύντροφοι επαναστάτες.
Φτάνοντας στην περιοχή της Ατσιποπουλιανής καμάρας χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και οχυρώθηκαν. Ο Μάνος σε συνεργασία με τον ιατρό Ζερβό από τα Σφακιά που είχε έρθει για να συνδράμει τον αγώνα προχώρησαν με την ομάδα τους πέραν της γέφυρας. Στην κορυφή της εχθρικής φάλαγγας προχωρούσαν 300 άνδρες της Κρητικής Χωροφυλακής κάποιοι εκ των οποίων φορούσαν κρητικές φορεσιές για να ξεγελάσουν τους επαναστάτες, πράγμα που κατάφεραν αρχικά, με αποτέλεσμα να τους πλησιάσουν επικίνδυνα. Στη θέα των συμπατριωτών τους, οι επαναστάτες δυσκολεύτηκαν για λόγους ψυχολογικούς και ηθικούς ν’ ανοίξουν πυρ εναντίον των αδελφών τους, ενώ η παράδοση λέει πως ο ίδιος ο Μάνος τους παρότρυνε να μην ανοίξουν πυρ λέγοντάς τους: «Μην τους παίζετε μωρέ! Χριστιανοί είναι κι αυτοί». Όμως, επιλογή άλλη δεν του άφησε η περικύκλωσή τους από ένα ισχυρό όγκο 600 ρώσων στρατιωτών που ήρθε πίσω τους, με αποτέλεσμα να γίνει μάχη, η οποία κρατήθηκε σε ισορροπία μέχρι τις 4 το απόγευμα. Τότε ο Ουρμπάνοβιτς διέταξε πυκνό πυρ από και προς όλες τις κατευθύνσεις με συνέπεια την υποχώρηση των επαναστατών, αφού ξέμειναν από φυσίγγια προς το άλλο κέντρο τους, στα Ρούστικα.
Σε κείνη την κοσμοχαλασιά κυριαρχούσε το θάρρος και η ορμή του Σταυριανού».
Το τέλος ενός ήρωα
Ανυπόμονος και ενθουσιώδης, όπως πάντα, όταν βρισκόταν στα πεδία της μάχης ο Σταυριανός Μπίρης, άρχισε να παροτρύνει τους επαναστάτες για έφοδο. Εκείνη τη στιγμή θύμιζε μυθικό ήρωα. Εκπροσωπούσε την γνήσια κρητική ψυχή που δεν διαπραγματεύεται τα ιδεώδη του ανθρώπου. Ανήμερο θεριό έδειχνε ο μεγάλος αυτός πατριώτης. Και κείνη την ώρα τον βρήκε η σφαίρα στο νεφρό. Έπεσε αγέρωχος, καθώς ήταν. Τον ακολούθησαν στο θάνατο άλλοι πέντε επαναστάτες. Αυτός ήταν ο τραγικός επίλογος μιας μάχης από τις σημαντικές.
Μετά το τέλος της σύγκρουσης η ηγεσία των Ρωσικών Δυνάμεων δεν επέτρεψε στους συγγενείς του Μπίρη να παραλάβουν το πτώμα του. Τελικά όμως οι επαναστάτες παρέλαβαν τη σορό και τη μετάφεραν στο Ζουρίδι, όπου και τον έθαψαν. Στην κηδεία του εκφώνησαν επικήδειους τα στελέχη της επαναστατικής κυβέρνησης Κωνσταντίνος Μάνος και Εμμ. Παπαδερός.
Η λαϊκή μούσα δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη κι έτσι υπάρχει και δημοτικό τραγούδι που θρηνεί το θάνατο του Σταυριανού και αφήνει το όνομά του αθάνατο στην ιστορία.
Νικόλαος Αποστολάκης
Ένας ακόμα στιβαρός κλώνος από το γενεαλογικό δέντρο της οικογενείας Αποστολάκη και ο Νικόλαος. Αυτός γεννήθηκε στον Πρινέ Μυλοποτάμου το 1860. Ήταν παιδί πολυμελούς οικογένειας, αλλά ξεχώριζε από μικρός για τα ιδιαίτερα στοιχεία του χαρακτήρα του. Είχε τόλμη, θάρρος, δύναμη και μια αίσθηση δικαίου που σου προκαλούσε το δέος και τον σεβασμό.
Οι συνθήκες της εποχής τον κράτησαν μακριά από το σχολείο. Ήταν αναλφάβητος, αλλά διέθετε κοφτερό μυαλό και ευθύτατη κρίση. Θεία δώρα μιας γενναιόδωρης φύσης, που φάνηκαν πολυτιμότερα αργότερα. Μπορεί να βοήθησε σ’ αυτό και η εποχή του που μύριζε έντονα μπαρούτι από τις επαναστάσεις και οι άνθρωποι έπρεπε να είναι διπλά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
Σημασία έχει ότι ο Νικόλαος, αισθανόταν την ανάγκη να βρίσκεται κοντά σε κάθε επιχείρηση ενάντια στο δυνάστη. Κι αυτή η αφοσίωση δεν τον άφηνε να καταπιαστεί σοβαρά με κάποιο από τα έργα ειρήνης. Η αντάρτικη ψυχή του δεν του επέτρεπε εφησυχασμό όσο η πατρίδα του ήταν υπό καθεστώς κατοχής.
Εκτός από τον Δαμιανό, αρχηγό των καλογήρων στην επανάσταση του 1897, αδελφός του ήταν και ο Κυριάκος που πολέμησε εθελοντής στον Μακεδονικό Αγώνα, ο Μάρκος και ο Γεώργιος. Είχαν και μια αδελφή τη Βασιλική που παντρεύτηκε στο διπλανό χωριό την Ελεύθερνα.
Όταν ξεκίνησε η διαφωνία του Βενιζέλου με τον πρίγκιπα, για το θέμα της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, ο μεγάλος πολιτικός άρχισε τις επαφές με τους ανθρώπους του για να βγούνε στο βουνό. Η έκρηξη της επανάστασης βρήκε τον Νικόλαο σε αποστολή να παραδώσει για λογαριασμό του Βενιζέλου υλικό στην Τύλισσο σε κάποιο Μπακατούρη. Αμέσως μετά με τον Κυριάκο Μπιράκη, βουλευτή της Κρητικής Πολιτείας, φεύγει για το Αρκάδι. Εκεί γίνεται ενημέρωση για τις εξελίξεις και το σκοπό να προχωρήσουν όλοι πλάι στον Εθνάρχη, με τον ίδιο στόχο. Να δουν την πολυπόθητη Ένωση.
Γίνεται λειτουργία και δέηση για την επιτυχία του αγώνα και αμέσως μετά αναχωρούν όλοι για τον μεγάλο προορισμό τους με τον ενθουσιασμό πανηγυριωτών. Ήταν τόση η αγάπη και η αφοσίωση στον Εθνάρχη.
Τίμησε τις ρίζες του
Τα γεγονότα που ακολούθησαν γνωστά. Έλαβαν όλοι οι επαναστάτες το ανάλογο τίμημα.
Ο «τσαούσης» είχε την τύχη που προαναφέραμε. Συνελήφθη και οι Ρώσοι πήγαν και χάλασαν το σπίτι αρχίζοντας από την οροφή.
Η τιμωρία ήταν βαριά αν φανταστεί κανένας ότι έμεναν στο δρόμο τόσα μικρά παιδιά. Γιατί τότε ο Νικόλαος είχε την Αμαλία (μετέπειτα μητέρα του Ουρανογιώργη) τον Μανόλη, που πέθανε αργότερα τελειόφοιτος Γυμνασίου, τον Γιώργη, τον Μίνωα, τον Κωστή και τον Γιάννη.
Ήταν όλα μικρά, κάτω από τα δέκα τους χρόνια. Μέχρι που ξανακτίστηκε το σπίτι μοιραζόταν η οικογένεια να κοιμηθεί σε συγγενικά σπίτια. Αφάνταστη ταλαιπωρία για τη μάνα και τα παιδιά. Μα κανένας δεν παραπονέθηκε. Έτσι είχαν μάθει.
Προσπάθεια δωροδοκίας
Πλησίαζαν τοπικές εκλογές όταν ο Αποστολάκης έλαβε μήνυμα από σπουδαίο παράγοντα του Ρεθύμνου και φίλο του να τον επισκεφθεί. Εκείνος πήγε από περιέργεια. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, πρέπει να σημειώσουμε, ότι ήξεραν με μοναδικό τρόπο να διαχωρίζουν την πολιτική από τη φιλία. Αυτός που κάλεσε τον «τσαούση» ήταν στο, ακριβώς, αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε τη φιλική σχέση των δύο ανδρών.
Μόλις ο παράγοντας Π.Ζ., είδε τον Αποστολάκη, τον καλοδέχτηκε και αμέσως χωρίς περιστροφές του είπε:
«Άκουσε. Θα βγάλεις τον… δήμαρχο και εγώ θα σου κτίσω αμέσως το σπίτι σου από τα θεμέλια».
Μόνο που άκουσε το όνομα γνωστού αντιβενιζελικού ο «τσαούσης» πετάχτηκε πάνω.
«Και την προσφορά σου δεν δέχομαι του είπε, χωρίς δεύτερη σκέψη και θα βγάλω βενιζελικό δήμαρχο. Το είπε και τo ‘κανε. Έκανε νικηφόρο προεκλογικό αγώνα υπέρ κάποιου Χαλκιαδάκη από τις Μαργαρίτες. Μια ακόμα απόδειξη του κύρους του τόσο στο χωριό όσο και στην ευρύτερη περιοχή.
Η συγκίνηση του εθνάρχη
Σε μια επέτειο του Αρκαδίου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήρθε να τιμήσει τον εορτασμό με την επίσημη ιδιότητά του πλέον. Από τους τόσους που έσπευσαν να τον καλωσορίσουν ήταν και ο Αποστολάκης. Και συνέβη κάτι ιδιαίτερα σημαντικό και τιμητικό για τον ήρωα του σημερινού μας αφιερώματος.
Προσφώνησε κι αυτόν στην ομιλία του ο Βενιζέλος, αναφέροντας «φίλε πιστέ που ποτέ δεν μου ζήτησες τίποτα» εννοώντας ότι ποτέ ο περήφανος αυτός άνθρωπος δεν ζήτησε ανταλλάγματα για τις θυσίες του.
Για την ιστορία να προσθέσουμε ότι την ίδια περίοδο οι Ρώσοι εκδικήθηκαν κι έναν Μπιράκη, καταστρέφοντας την αποθήκη του σε κτήμα που είχε μεταξύ Μελιδονίου και Εξάντη, επειδή κι αυτός συμμετείχε στην επανάσταση του Θερίσου.
Πηγές:
Κρήτη Αφιέρωμα
Βικιπαίδεια
Ομιλία Γιώργου Μαρινάκη σε εκδήλωση στο Ατσιπόπουλο (Αύγουστος 2012)