Σε συμβολική παράσταση διαμαρτυρίας στην πύλη του νοσοκομείου προχώρησαν σήμερα γιατροί και εργαζόμενοι του Γ.Ν.Ρ. διαμαρτυρόμενοι για μια ακόμα φορά για την υποστελέχωσή του.
Η έλλειψη προσωπικού έχει ως αποτέλεσμα το νοσηλευτικό ίδρυμα να υπολειτουργεί, οι ασθενείς να ταλαιπωριούνται και οι γιατροί να οδηγούνται στα όρια της εξάντλησης.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή την περίοδο εντοπίζεται στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών στο οποίο εργάζονται μόλις δύο γιατροί, 24 ώρες τη μέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα. Πρόκειται για το πιο νευραλγικό τμήμα το νοσοκομείο το οποίο υποδέχεται καθημερινά δεκάδες περιστατικά.
Οι υγειονομικοί ζητούν μόνιμες προσλήψεις προσωπικού επισημαίνοντας ότι οι όποιες άλλες λύσεις είναι εμβαλωματικές και δεν λύνουν το πρόβλημα.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η Πέλλα Νεονάκη, πρόεδρος της Ένωσης Γιατρών ΕΣΥ Ρεθύμνου, η κατάσταση στο Γ.Ν.Ρ. όχι μόνο δεν βελτιώνεται αλλά αντιθέτως επιδεινώνεσαι διαρκώς δοκιμάζοντας τις αντοχές του υπάρχοντος προσωπικού.
«Η κατάσταση πραγματικά είναι στο απροχώρητο, έχουμε δύο γιατρούς στο ΤΕΠ, ενώ θα έπρεπε να είναι επτά στο σύνολο. Αυτοί δεν μπορούν να καλύψουν εξ ολοκλήρου το ΤΕΠ, καλύπτουν το παθολογικό μόνο και αυτό με μπαλώματα, δύο γιατροί δεν μπορούν να εφημερεύουν 15 μέρες τον μήνα, οπότε εδώ και πολλούς μήνες έχουμε μετακινήσεις γιατρών από κέντρα υγείας. Αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται, όπως το ίδιο ισχύει και για την υπερεφημέρευση των ήδη υπαρχόντων γιατρών.
Από την άλλη δεν μπορεί να καλύπτεται και το χειρουργικό ΤΕΠ, στο οποίο ζητείται από έναν χειρουργό – ο οποίος εφημερεύει μόνος του- να καλύπτει και το χειρουργικό ΤΕΠ και τη χειρουργική κλινική, όπου είναι η δουλειά του κατά κύριο λόγο και να βάζει και επείγοντα χειρουργεία αν χρειαστούν, που απαιτούν τουλάχιστον δύο χειρουργούς για να μπουν. Δεν υπάρχει κανένας ειδικευόμενος στο χειρουργικό μέχρι στιγμής και ο λόγος είναι ότι δεν γίνονται εδώ και μήνες, ίσως πάνω από χρόνο, παρά ελάχιστα τακτικά χειρουργεία και ένα αποτέλεσμα είναι ότι δεν έρχονται ειδικευόμενοι, γιατί δεν υπάρχει αντικείμενο να εκπαιδευτούν. Ένα δεύτερο είναι ότι ο κόσμος δεν βρίσκει ραντεβού για τα χειρουργεία του, υπάρχουν τεράστιες αναμονές, ήδη από το 2022. Αυτή τη στιγμή με έκτακτες ανάγκες και του αναισθησιολογικού προς το παρόν, -μέχρι νεοτέρας- έχουμε αναστολή των χειρουργείων των τακτικών όλων».
Από την πλευρά του ο Γιάννης Σαριδάκης αντιπρόεδρος και μέρος του γενικού συμβουλίου της ΕΓΕΣΥ σημείωσε ότι: «Το Νοσοκομείο Ρεθύμνου διολισθαίνει μέρα με τη μέρα σε μία κατάσταση σοβαρής υποβάθμισης, κινδυνεύει μελλοντικά να μην είναι νοσοκομείο δευτεροβάθμιου επιπέδου. Δεν μπορεί να είναι δημόσιο Νοσοκομείο ένα ίδρυμα, το οποίο εδώ και σχεδόν δύο χρόνια έχει έτοιμο έναν υπερσύγχρονο μαγνητικό τομογράφο, δεν κάνει καμία προκήρυξη προσωπικού και έρχεται να λύσει το πρόβλημα, κάνοντας μία σύμβαση πρόσφατα, με κάποιον ιδιώτη γιατρό, διαμοιράζοντας την περιουσία του δημοσίου στους ιδιώτες, υπονομεύοντας επί της ουσίας τη λειτουργία του μηχανήματος προς όφελος του λαού.
Δεν μπορεί ένα Νοσοκομείο να αποκαλείται νοσοκομείο πια, όταν την ώρα που διαφημίζει τον μαγνητικό τομογράφο, κινδυνεύει να μην κάνει ούτε μία απλή ακτινογραφία. Αυτή τη στιγμή τα μηχανήματα των βασικών τομογραφιών είναι χαλασμένα, ο κόσμος το γνωρίζει αυτό και δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε απλές τομογραφίες για να εξυπηρετήσουμε τον κόσμο. Κάνουμε κακής ποιότητας ακτινογραφίες, ως λύσεις ανάγκης και σε τελευταία ανάλυση, μπορεί ένας ολόκληρος νομός να μείνει με ένα Νοσοκομείο άμεσα, το οποίο ούτε ακτινογραφία δεν θα μπορεί να κάνει, αν δεν βρεθούν λύσεις στα προβλήματα που υπάρχουν με τις υποδομές και τα μηχανήματα.
Δεν μπορεί να αποκαλείται νοσηλευτικό ίδρυμα δευτεροβάθμιου επιπέδου ένα νοσοκομείο που στο ΤΕΠ μπορεί να βρεθεί ανειδίκευτος γιατρός, για να διαχειριστεί σοβαρά περιστατικά, μπορεί ακόμα και νοσηλεύτρια να κληθεί, ή ένας αγροτικός γιατρός με ένα μήνα εμπειρία.
Δεν μπορεί να αποκαλείται νοσηλευτικό ίδρυμα δευτεροβάθμιου επιπέδου ένα νοσοκομείο που έχει έναν χειρουργό, που πρέπει να κλονοποιηθεί για να βρίσκεται ταυτόχρονα στο ΤΕΠ, στη χειρουργική κλινική και στο χειρουργείο αν χρειαστεί, ή ακόμα και να κάνει διακομιδή ο ίδιος άνθρωπος.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο, αντίθετα όλα οδεύουν προς το χειρότερο και πρέπει να είμαστε ξανά έτοιμοι για μία μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση στους δρόμους, για να περιφρουρήσουμε τη δημόσια υγεία στον τόπο».
Η Κατερίνα Καλοειδά, νοσηλεύτρια στα ΤΕΠ σημείωσε ότι: «Το ΤΕΠ «υποφέρει» πιο πολύ, γιατί υπάρχει υποστελέχωση σε γιατρούς, το βάρος πέφτει στους νοσηλευτές και αυτοί τραβάνε το μεγάλο κουπί. Ο κόσμος δεν εξυπηρετείται όπως θα έπρεπε, συσσωρεύονται περιστατικά και δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα. Τέτοια κατάσταση συναντώ πρώτη φορά από το 2007, με το Νοσοκομείο να βρίσκεται τώρα στη χειρότερή του κατάσταση, γιατί δεν υπάρχουν γιατροί, ούτε και εκπαιδευμένο προσωπικό, με αποτέλεσμα να έρχονται γιατροί από Κέντρα Υγείας και από το Ηράκλειο, οι οποίοι δεν είναι εκπαιδευμένοι για την επειγοντολογία».
Ο Ιατρικός Σύλλογος Ρεθύμνου σε ανακοίνωσή του αναφέρεται στα προβλήματα του νοσοκομείου αλλά και των ιατρών που εργάζονται σε αυτό, αναφέροντας χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων:
«Μέσα σε ένα μήνα λάβαμε δυο επιστολές από συναδέλφους που αναγκάστηκαν να εφημερεύσουν μόνοι τους στο ΤΕΠ του νοσοκομείου μας, μία εξ αυτών αγροτικός ιατρός, υποχρεωμένη με εντέλλεσθε να καλύψει την εφημερία στο ΤΕΠ του νοσοκομείου μας, ενώ υπηρετεί σε Κέντρο Υγείας.
Επίσης είναι σύνηθες να εφημερεύει ένας χειρουργός σε ΤΕΠ και κλινική.
Στις περιπτώσεις αυτές δεν συζητάμε απλά, για μη επαρκείς για κάλυψη των αναγκών ιατρικές υπηρεσίες, αλλά για κίνδυνο απώλειας ζωής.
Τα κίνητρα που θα δοθούν με τον χαρακτηρισμό του νοσοκομείου μας ως αγόνου α΄ προσφέρουν μια βοήθεια που όμως δεν είναι επαρκής.
Οι λόγοι πολλοί. Το επίδομα δεν δίνεται σε ειδικευόμενους, Χειρουργούς (ειδικότητα πρώτης γραμμής) και σε επικουρικούς ιατρούς.
Έτσι μπορεί σε μια κλινική δυο γιατροί να εργάζονται πλάι πλάι, να εκτελούν ακριβώς το ίδιο έργο, να έχουν την ίδια ειδικότητα αλλά να λαμβάνουν τελείως διαφορετικούς μισθούς επειδή ακριβώς το επίδομα για τις άγονες περιοχές δεν καταβάλλεται στους επικουρικούς γιατρούς. Να υπενθυμιστεί ότι οι επικουρικοί εργάζονται στο ΕΣΥ με συμβάσεις οι οποίες ανανεώνονται πλέον συχνά λόγω των μεγάλων ελλείψεων σε ιατρικό προσωπικό.
Επίσης δεν δίνεται ως επί τοις % του βασικού μισθού, όπως όριζε ο νόμος 1389/1983.
Αν συνέβαινε αυτό θα ήταν π.χ. 870€ για Επιμελητή α΄. Αυτό που δίνεται όμως, πολύ μικρό ουσιαστικά, αφού δεν καλύπτει ούτε το ενοίκιο σε πόλη όπως την δική μας, που τα υψηλά ενοίκια αποτελούν αντικίνητρο προσέλευσης ιατρών, εκπαιδευτικών, φοιτητών και εργαζόμενων στον τουρισμό.
Η δεδομένη υποστελέχωση ακυρώνει και θεσμικά κίνητρα που θα δοθούν, όπως εκπαιδευτικές άδειες.
Ακόμα, δεν είναι δυνατόν ένα τμήμα σχετικά επαρκώς στελεχωμένο να αποδυναμώνεται με αναγκαστικές μετακινήσεις των ιατρών σε Νοσοκομείο άλλου νομού.
Οι αναγκαστικές μετακινήσεις αφενός αποτελούν βάναυση καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων και αφετέρου θέτουν σε κίνδυνο την ζωή των ασθενών για λόγους που επανειλημμένα έχουμε αναλύσει».
Ο Ιατρικός Σύλλογος επαναφέρει τα αιτήματά του για:
• Γενναία χρηματοδότηση του συστήματος υγείας.
• Γενναία αύξηση των μισθών των εργαζομένων στο ΕΣΥ, ιατρών και νοσηλευτών.
• Μαζική προκήρυξη των κενών θέσεων σύμφωνα με τις σημερινές ανάγκες των νοσοκομείων.
• Αφορολόγητες τις εφημερίες που γίνονται επιπλέον του ωραρίου που καθορίζουν οι νόμοι και το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και προσθέτει ότι:
«Ακόμη λέμε όχι σε μετακινήσεις και συγχωνεύσεις τόσο στην υγεία όσο και στην παιδεία.
Λέμε όχι στην απλήρωτη εργασία των Εργαστηριακών ιατρών. Κάθε εξέταση που εκτελείται, να αποζημιώνεται από τον ΕΟΠΥΥ.
Λέμε όχι στην επίταξη των Ιδιωτών ιατρών για κάλυψη θέσεων στο ΕΣΥ, επίταξη που καταργεί κάθε έννοια ισονομίας και ελεύθερης βούλησης των επαγγελματιών υγείας σε συνθήκες μη πολέμου και έκτακτων αναγκών.
Το ΣτΕ έχει κρίνει σε πολλές περιπτώσεις ότι οι ελλείψεις που προκύπτουν από διοικητικές και οργανωτικές ανεπάρκειες, δεν συνιστούν κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Σε κάθε περίπτωση είναι απορίας άξια η έλλειψη κάθε αυτοκριτικής και προβληματισμού για την παντελή απουσία στήριξης από τον ιατρικό κόσμο των ρυθμίσεων στο χώρο της υγείας.
Αποτέλεσμα της όλης κατάστασης είναι οι μισοί νέοι γιατροί της χώρας να βλέπουν το μέλλον τους εκτός Ελλάδας σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ι.Σ. Θεσσαλονίκης».
Στην παράσταση διαμαρτυρίας σήμερα στο πλευρό των υγειονομικών ήταν εκπαιδευτικοί, συνταξιούχοι και ο επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης του δήμου Ρεθύμνης, Μανούσος Μανουσογιάννης.