Πρωτοφανείς οι εκδηλώσεις πένθους από αρχές και φορείς στην κηδεία του
Βαρύς ο φόρος νεαρών ψυχών και από το Ρέθυμνο στη σοδειά του χάρου. Αναρίθμητες φορές θρηνήσαμε νέους ανθρώπους, που έχασαν νωρίς τη ζωή τους, βυθίζοντας στο πένθος τις οικογένειές τους.
Αν και τίποτα δεν μπορεί να χαρακτηρίσει, σε βαθμίδες, το πένθος εν τούτοις έτυχαν περιπτώσεις στο Ρέθυμνο, που ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου, προκαλούσε πάνδημη συμμετοχή στο πένθος. Εκτός από τα αίτια του θανάτου, στάθηκαν αφορμή και κάποιοι άλλοι παράγοντες για να μείνει το γεγονός στην ιστορία του τόπου.
Από τις πιο άγνωστες αλλά πολύ σημαντική ήταν η περίπτωση του Στέλιου Σταυρουλάκη. Γνώρισα τον πατέρα του από τις πρώτες μέρες που ήρθα στο Ρέθυμνο το 1972. Ο Ανδρέας Σταυρουλάκης, ήταν από τους πολυγραφότερους συνεργάτες των εφημερίδων της εποχής. Έχω αναφερθεί στον ίδιο και στο πολυσήμαντο έργο του σε σειρά αφιερωμάτων.
Η καθημερινή συνεργασία μας, είχε δημιουργήσει και μια οικειότητα πατρική από πλευράς του. Ποτέ όμως, μα ποτέ, δεν μου είχε μιλήσει για τον γιο του Στέλιο. Κι ας είχε προκαλέσει ο θάνατός του (Ιούνιο του 1958) τόση συγκίνηση στο Ρέθυμνο. Κι ας είχε τιμηθεί όσο ελάχιστοι στον τόπο αυτό. Ήταν ένα όμορφο παλικάρι ο Στέλιος. Γεννήθηκε στο Σπήλι το 1937. Επιμελής πάντα στις σπουδές του, ζηλευτός στις παρέες του, ήταν από τους πολλά υποσχόμενους νέους της πόλης. Είχε τόσες αρετές, που σε συνδυασμό με ένα Απολλώνιο παράστημα, ήταν και δικαιολογημένα το καμάρι του τόπου και όχι μόνο της οικογενείας του.
Ο εκλεκτός συμπολίτης κ. Ανδρέας Σμαραγδάκης μας μίλησε με συγκίνηση για τον φίλο του αυτό, που ενώ είχαν κάποια διαφορά ηλικίας, τον έκανε, μικρότερος αυτός, να νοιώθει σπουδαίος με την ευγένεια και τον σεβασμό που τον αντιμετώπιζε. Όπως και τους άλλους φίλους του στην πόλη.
Εκτός των άλλων ο Στέλιος είχε μια λατρεία στους αιθέρες. Ίσως γιατί ήθελε πάντα να κοιτάζει ψηλά κι εκεί να τοποθετεί τους στόχους του. Έτσι αποφάσισε να γίνει Ίκαρος και το κατάφερε. Δεν άργησε κι εκεί να διακριθεί. Σαν γνήσιος Αγιοβασιλειώτης, με κληροδότημα ακριβό τις ιστορικές καταβολές της γενιάς του, δεν υστερούσε σε τόλμη από προηγούμενους αεροπόρους, που είχαν διαπρέψει σε δύσκολους καιρούς όπως ο Κλέαρχος Μαμαλάκης και ο γιος του Γεώργιος. Ο Στέλιος ήταν πάντα πρόθυμος, σε κάθε δύσκολη αποστολή, έχοντας την εκτίμηση των ανωτέρων του. Και κάποια μέρα, όταν ήταν τριτοετής Ίκαρος, ήρθε ένας κεραυνός να πλήξει το σκάφος που οδηγούσε, ευρισκόμενος σε διατεταγμένη υπηρεσία με αεροσκάφος Τ-33Α στη θαλάσσια περιοχή νοτίως του αεροδρομίου της Ελευσίνας.
Η τραγική είδηση
Ήταν 6 Ιουνίου 1958.Κεραυνός εν αιθρία έπεσε το θλιβερό άκουσμα στην μικρή μας πολιτεία. Συγκλονιστικά είναι τα ρεπορτάζ των εφημερίδων «Βήμα» και «Κρητική Επιθεώρηση» που αναφέρονται στην κηδεία που έγινε την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 1958.
Είχε προηγηθεί βέβαια η προαγγελία της μεταφοράς της σορού με πηχυαίο τίτλο. Η σορός του άτυχου Ικάρου είχε αφιχθεί στα Χανιά με ειδικό αεροπλάνο της Βασιλικής Αεροπορίας με συνοδεία συμμαθητών του και ανώτερων αξιωματικών.
Η υποδοχή στο Ρέθυμνο δεν μπορεί να περιγραφεί με απλά λόγια ούτε και η ατμόσφαιρα πένθους που επικρατούσε. Σκηνές αλλοφροσύνης εκτυλίχθηκαν μόλις η σορός τοποθετήθηκε στο σπίτι του άτυχου νέου.Κόσμος συνέρρεε ασταμάτητα για να στηρίξει την οικογένεια. Από τις πιο τραγικές μορφές η μητέρα, που ποτέ δεν ξεπέρασε τη συμφορά της αυτή παρά το γεγονός ότι από τα άλλα της παιδιά πήρε το μέγιστο που θα περίμενε μια μάνα σε ηθική ικανοποίηση. Η πληγή που άνοιξε μέσα της ο θάνατος του Στέλιου δεν θεραπεύτηκε ποτέ.
Κι ήρθε η στιγμή που έκανε και τις πέτρες να «ραγίσουν» Ήταν τότε που το φέρετρο του νεαρού αεροπόρου, σκεπασμένο με την ελληνική σημαία και συνοδευόμενο από τιμητικό απόσπασμα, τη μουσική του δήμου και όλου του ιερατείου της πόλης βγήκε από το σπίτι για την τελευταία πράξη του δράματος. Απερίγραπτος ο σπαραγμός των οικείων αλλά και καθολική η συγκίνηση. Κλαίγοντας ακολουθούσε μια λαοθάλασσα την κηδεία του άμοιρου παιδιού.
Της νεκρώσιμης πομπής προηγούνταν η Μουσική του Δήμου, τα εξαπτέρυγα, και τα στεφάνια που θα κατέθεταν αργότερα εκπρόσωποι του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, του Γενικού Επιτελείου της Αεροπορίας, της Σχολής Ικάρων, του Δήμου Ρεθύμνης, του Διδασκαλικού Συλλόγου Ρεθύμνης, της Κοινότητας Αγίου Βασιλείου κ.ά.Το φέρετρο ακολουθούσαν ο ιερός κλήρος, οι οικείοι του ήρωα νεκρού και οι συγγενείς του, οι αρχές της πόλης με επικεφαλής τον νομάρχη, τον δήμαρχο, και πλήθος κόσμου.Τις ταινίες του φέρετρου σήκωναν οι Ίκαροι συμμαθητές του Στέλιου, ενώ η Φιλαρμονική παιάνιζε πένθιμα εμβατήρια.
Η νεκρώσιμη πομπή κατέβηκε από Μασταμπά στη Λεωφόρο Κουντουριώτη και από εκεί μέσα από τις οδούς Αρκαδίου και Καραολή και Δημητρίου κατέληξε στον Καθεδρικό Ναό όπου σε κλίμα βαθιάς κατάνυξης εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία, Απ’ έξω η μουσική του δήμου και το τιμητικό απόσπασμα απέδιδαν τις δέουσες τιμές. Το νεκρό αποχαιρέτησε ο αρχηγός της τάξης του, στη Σχολή Ικάρων, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.
Στη συνέχεια η σορός μεταφέρθηκε με επίσημη πάντα πομπή στο Νεκροταφείο, όπου έγινε η ταφή με νέο κύμα σπαρακτικών εκδηλώσεων.Κορυφαία στιγμή όταν τιμητικό απόσπασμα παρουσίασε όπλα και έριξε τιμητικές βολές, ενώ το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο. Με αυτές τις εκδηλώσεις ο τόπος του αποχαιρετούσε τον ήρωα Ίκαρο με τη μουσική του δήμου να κλείνει το τραγικό σκηνικό με την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.
Χαρακτηριστικό του κλίματος πένθους που επικρατούσε στην πόλη για μέρες αργότερα και το παρακάτω ποίημα με τίτλο «Νεκρολούλουδα στον Ίκαρο Στέλιο Ανδρ. Σταυρουλάκη» που δημοσιεύτηκε στην «Κρητική Επιθεώρηση» 8 Ιουνίου 1958 με την υπογραφή Δ.Γ.Δ (τολμώ να υποθέσω ότι υπογράφει ο φιλόλογος και σπουδαίος πολιτιστικός παράγοντας του τόπου Δημήτρης Γεωργίου Δαφέρμος, που ενδεχομένως να τον είχε και μαθητή αν κρίνουμε από το περιεχόμενο του ποιήματος).
Λιγνό βλαστάρι, διαλεχτής γενιάς ξεπεταρούδι
Στέλιο που τόσο βιάστηκες να παραβγείς τα ουράνια
την ώρα που της νιότης σου λαλούσε το τραγούδι
Γιατί μες το κιβούρι σου, σιωπάς με υπερηφάνεια;
Μη δεν σου τάξαμε χαρές, γονιοί σου και δασκάλοι;
Μη δεν σε διαφεντέψαμε για διαλεκτή ζωή
Μη δε σε προίκισε ο Θεός με ζηλεμένα κάλλη;
Μη δεν σε χάιδευε βαθειάς λαχτάρας μας πνοή;
Ξύπνα μες το κιβούρι σου και σαν αετός ορθώσου
κι άρπαξε μες στα χέρια σου τ’ ατσάλινα φτερά
και πέταξε σαν άλλοτε στο γαλανό ουρανό σου
Και γέψου την αχόρταγη του ιλίγγου τη χαρά
Μα πρόσεξε. Εκεί που πας στου ονείρου τα παλάτια
τα διαφεντεύουν άγγελοι μιας άλλης μηχανής
Μη γελαστείς και αναμιχτείς μαζί τους κει στα πλάτια
για θα σε πάρουν για όμοιον τους. Κι έτσι για μιας χαθείς
Για τον θάνατο του Στέλιου Ανδρέα Σταυρουλάκη εξέδωσε ψήφισμα και η τότε Κοινότητα Αγίου Βασιλείου στις 8 Ιουνίου 1958.
Ο κοινοτάρχης Παύλος Πετρουλάκης αναφέρθηκε στο γεγονός και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Μανόλης Κλειδής, Λάμπρος Κλειδής, Γεώργιος Γυπαράκης, Ευάγγελος Γερουκάκης αποφάσισαν να μεταβεί σύσσωμο το συμβούλιο στο Ρέθυμνο για να συλλυπηθεί την οικογένεια, να ακολουθήσει την εκφορά του νεκρού μέχρι του τάφου, να κατατεθεί στεφάνι στη σορό του, να σημαίνει πένθιμα η καμπάνα από τις 9 το πρωί μέχρι 4 το απόγευμα την ημέρα της κηδείας, να τηρηθεί πένθος 40 ημερών ανάλογα με τα έθιμα των κατοίκων και να δημοσιευθεί το ψήφισμα στον τοπικό τύπο.
Το τραγικό αυτό γεγονός απαθανατίστηκε και στις στήλες των κοινωνικών σχολίων όπως στις «Πεννιές» της «Κρητικής Επιθεώρησης» που ανέφεραν σχετικά στο φύλλο της Τρίτης 10 Ιουνίου 1958.
«Βαριά και πένθιμος ήταν η ατμόσφαιρα ολόκληρη την ημέρα της Κυριακής συνεπεία του τραγικού θανάτου του ατυχούς αεροπόρου.
Δεν έμεινε κανείς να μην συγκινηθεί από το νέο δράμα που έπληξε την Αεροπορία μας και είχε ένα τόσο τραγικό επίλογο, τον χαμό ενός εκ των πρώτων μαθητών της Σχολής Ικάρων, υιόν του τόσο συμπαθούς εις την Κοινωνία μας διδασκάλου κ. Ανδρέα Σταυρουλάκη.
Όλες οι μανάδες το έκλαψαν σαν να ήταν δικό τους παιδί και όλοι μικροί μεγάλοι λυπήθηκαν για τον άδικο χαμό του σεμνού παλικαριού.
Καθ΄ όλην την ημέρα στο στόμα όλων ήταν το όνομα του τραγικού αεροπόρου και μπορεί να πει κανείς ότι ολόκληρο το Ρέθυμνο θρήνησε για τον χαμό ενός εκλεκτού τέκνου του…».
Αυτός ήταν ο Στέλιος Σταυρουλάκης που οι περισσότεροι νεότεροι Ρεθεμνιώτες αγνοούν, αλλά κάποτε έγινε το πρόσωπο της ημέρας με τον τραγικό θάνατό του.
Η Υπατία Μοάτσου
Είχαμε βέβαια και άλλες τραγικές περιπτώσεις από την αρχή του περασμένου αιώνα στο Ρέθυμνο.Σε προηγούμενα αφιερώματα είχαμε αναφερθεί στις τραγωδίες που έπληξαν τις οικογένειες του παπά Μάρκου Πλυμάκη, του Κωνσταντίνου Μοάτσου, του Κωνσταντίνου Τζαγκαράκη (Αδελιανού) που είχαν προκαλέσει οδύνη στην τοπική κοινωνία λόγω της ιδιομορφίας και των συνθηκών της εποχής.
Αρκετές αναφορές έγιναν κατά καιρούς στον θάνατο της Υπατίας Μοάτσου. Η Υπατία (1901-1920) όπως διαβάζουμε στους «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη» του αξέχαστου Γιώργου Εκκεκάκη, ήταν μια πανέμορφη Ρεθεμνιωτοπούλα, με πολλές αρετές. Δυστυχώς γι’ αυτήν όμως γνώρισε μόνο τη σκληρή πλευρά της ζωής.
Πριν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής της, έχασε τον πατέρα της Κωνσταντίνο. Και πριν συμπληρώσει τα 20 χρόνια της, αρρώστησε βαριά. Παρά τις προσπάθειες του θείου της, Θεμιστοκλή Μοάτσου, όλα έδειχναν πως ήταν καταδικασμένη. Κι είναι σπαραγμός ψυχής ο τρόπος, που η νέα αυτή κοπέλα αντιμετώπισε το τέλος που ερχόταν. Ζήτησε από τον θείο της να διαθέσει την προίκα της για την αποπεράτωση του Ιερού Ναού της Κυρίας των Αγγέλων.
Και διαβάζουμε ακόμα και σήμερα στο καμπαναριό της εκκλησίας την επιγραφή: « Εις μνήμην Υπατίας Κ.Δ. Μοάτσου εικοσαέτιδος προς Κύριον εκδημησάσης».
Η τραγική Χαρίκλεια
Χαρακτηριστική και η περίπτωση της κόρης του παπά Μάρκου Πλυμάκη που περιγράφει και η Μαρία Τσιριμονάκη στο βιβλίο της «Ρεθεμνιώτες».
Ήταν η Χαρίκλεια, από τα πιο χαρισματικά του παιδιά. Από μικρή έπαιρνε τα γράμματα και ο παπά Μάρκος δεν θέλησε να της στερήσει το δικαίωμα της γνώσης. Συνέχισε λοιπόν η μικρή και πήρε πτυχίο δασκάλας. Καμάρωνε ο πατέρας γιατί με αφορμή με την πρόοδο της κόρης του που ήταν από τις πρώτες κοπέλες που αξιώθηκαν να μορφωθούν και να εργαστούν την εποχή εκείνη, μπορούσε να πείσει δύστροπους γονείς να επιτρέψουν στις κόρες τους να μορφωθούν, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την ηθική και την υπόληψή τους. Κανένα χατήρι δεν χάλασε της κόρης του ο προοδευτικός αυτός ρασοφόρος. Ούτε κι όταν ζήτησε να σπουδάσει μουσική της έφερε αντίρρηση. Προχώρησε και στον τομέα αυτό η χαρισματική Χαρίκλεια και μάλιστα σε βαθμό πολύ υψηλό για τις συνθήκες της εποχής της. Κάποτε μάλιστα σε μια εκδήλωση του Λυκείου των Ελληνίδων τραγούδησε ως σολίστ «Βαπτιστικό» καταγοητεύοντας το ακροατήριό της.
Ας μη νομιστεί ότι ο παπά Μάρκος ακολουθούσε χαλαρή διαπαιδαγώγηση κόντρα στο πνεύμα της εποχής του. Και αυστηρός γονιός ήταν και ηθικές αξίες είχε φροντίσει να περάσει στα παιδιά του που ξεχώριζαν. Η Χαρίκλεια χωρίς να προκαλεί ξεχώριζε. Ζούσε δεκαετίες μπροστά σε νοοτροπία και δίψα για το ωραίο αλλά ποτέ δεν έγινε αφορμή για αρνητικά σχόλια. Αντίθετα πολλές ήταν οι κοπέλες που με την ευλογία της μητέρας τους αντέγραφαν σε κομψότητα τη νεαρή παπαδοπούλα η οποία και στον τομέα αυτό της καλαισθησίας και του λεπτού γούστου ξεχώριζε.
Όπως ήταν φυσικό πολλά άξια παλικάρια την έβαλαν στα όνειρά τους. Κατάφερε όμως να την αποκτήσει ένας από τους καλύτερους εμπόρους της αγοράς ο Δημήτρης Μακρυλάκης, άνθρωπος με λεπτότητα και από τους πιο σοβαρούς επιχειρηματίες.
Εκείνη όπως κάθε παντρεμένη γυναίκα αμέσως μετά τον γάμο της άφησε την εργασία της στο σχολείο και αφοσιώθηκε στο νοικοκυριό της. Ο άντρας της όμως, που τη λάτρευε, δεν άφηνε να της λείψει το παραμικρό. Μέχρι και μοδίστρα της είχε με το μήνα, για να την εξυπηρετεί όποτε ήθελε. Ευλογούσαν όλοι την καλή της μοίρα. Κι ο παπά Μάρκος έκανε ένα σταυρό παρά πάνω για την καλή τύχη της κόρης του που ήταν το καμάρι του τόπου.
Από τον γάμο της αυτό η Χαρίκλεια απέκτησε δυο κοριτσάκια όμορφα και χαριτωμένα που τα μεγάλωνε υποδειγματικά. Κι εκεί που απολάμβανε τη λατρεία του συζύγου και τα αγαθά ενός τόσο επιτυχημένου γάμου, αρρώστησε ξαφνικά. Ήταν μόλις πέντε χρόνια παντρεμένη.
Ο άντρας της δεν άφησε γιατρό να μην ζητήσει θεραπεία για τη γυναίκα του, γεμάτος ελπίδα για τη σωτηρία της. Ούτε γιατροί όμως στο Ρέθυμνο μπόρεσαν να σταματήσουν τη γρήγορη εξέλιξη της ύπουλης ασθένειας, ούτε και η νοσηλεία της σε μεγάλο ιατρικό κέντρο της Αθήνας κατάφερε να σώσει την κοπέλα. Τραγικές φιγούρες οι γονείς περίμεναν μέχρι και την τελευταία στιγμή να γίνει το θαύμα.
Δυστυχώς όμως ο Θεός κάλεσε τη Χαρίκλεια κοντά του πριν προλάβουν καλά-καλά οι δικοί της άνθρωποι να προετοιμαστούν για το μοιραίο.
Ράγιζαν και οι πέτρες στο θέαμα της κοπέλας που αναπαυόταν στο ανθοστόλιστο φέρετρο θυμίζοντας άγγελο από χρωστήρα χαρισματικού ζωγράφου. Πολλά γόνατα λύγισαν στο στερνό αντίο Και τότε ήρθε το δεύτερο σκληρό χτύπημα της μοίρας για τον άτυχο παπά Μάρκο. Εκεί που έσκυψε η τραγική μητέρα η παπαδιά να νεκροφιλήσει το παγωμένο πρόσωπο της θυγατέρας της, έπεσε νεκρή. Δεν άντεξε η πληγωμένη καρδιά της αυτή τη δοκιμασία.
Την άλλη μέρα δυο φέρετρα περνούσαν από την αγορά με τα ερμητικά κλειστά μαγαζιά σε ένδειξη πένθους για τη διπλή συμφορά στην ενορία τους.
«Διπλή συμφορά αισχυλείου πλοκής…» όπως θα έγραφε την επομένη ο τύπος.
Ένας θρήνος γέμιζε ανατριχίλα την ατμόσφαιρα. Το Ρέθυμνο ζούσε μια από τις πιο πικρές στιγμές στα χρονικά του. Και μόνο τα δυο ορφανά κοριτσάκια έπαιζαν αμέριμνα στο σαλόνι του σπιτιού τους. Ούτε μπορούσαν να φανταστούν ότι ο θόρυβος που ερχόταν από τον δρόμο αφορούσε τα δυο από τα πιο αγαπημένα τους πρόσωπα μητέρα και γιαγιά που πετούσαν αγκαλιασμένες για τον τόπο της αιώνιας γαλήνης.
Ευτυχώς όμως δεν ήταν σε ηλικία να νοιώσουν αυτή την οδύνη. Και συνέχιζαν να παίζουν αμέριμνα χαμένα στο δικό τους παράδεισο …
Ο «Γολγοθάς» ενός πατέρα
Είχαμε αναφερθεί στη ζωή και στο έργο του Κωνσταντίνου Τζαγκαράκη του περίφημου «Αδελιανού», που υπήρξε από τους στυλοβάτες της τοπικής οικονομίας. Αν και αυτοδημιούργητος, είχε καταφέρει να αποκτήσει μια τεράστια περιουσία. Κι εκεί που απολάμβανε το αποτέλεσμα του μόχθου, άρχισε να δέχεται τα σκληρότερα χτυπήματα της μοίρας, εκεί που πονά περισσότερο ένας γονιός. Στα παιδιά του.
Όπως είχαμε αναφέρει και στο παρελθόν οι θυγατέρες του ήταν πανέμορφες και είχαν έφεση στα γράμματα. Η Βαρβάρα του θα γινόταν μια εξαιρετική δασκάλα Αρσακειάς και η Άννα του. Η Ελένη του είχε τη μεγάλη τύχη να συνδέσει τη ζωή της με τον Εμμανουήλ Καούνη, από τους σημαντικούς Ρεθεμνιώτες. Μια σημαντική μονάδα στην τοπική αγορά και ένας άγρυπνος φρουρός της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς.
Σαν να είχε προκαλέσει τη μοίρα του με τόσες επιτυχίες, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα. Η μία συμφορά ακολουθούσε την άλλη.
Η Άννα του σπούδαζε και ήταν στο πτυχίο όταν χτύπησε η αρρώστια την πόρτα της. Από ένα τυχαίο γεγονός, ένα γερό κρυολόγημα, εξελίχθηκε σε φυματίωση. Και τι τραγική σύμπτωση. Το πτυχίο της έφτασε όταν εκείνη ήταν στο φέρετρο. Της έβαλαν το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι. Έκλαψαν και οι πέτρες.
Έχασε μετά και τη γυναίκα του, πέθανε και η Ελένη του. Η καλόκαρδη θυγατέρα με το αγγελικό πρόσωπο και την βαθειά πίστη στον Θεό.
Πρώτη φορά είδαν οι Ρεθεμνιώτες Μητροπολίτη να πηγαίνει σε σπίτι νεκρού για το ξόδι του και να τον συνοδεύει στην εκκλησία για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Η συμμετοχή στο πένθος ήταν πάνδημη γιατί πολλοί είχαν ευεργετηθεί από τον «Αδελιανό».
Δοθείσης ευκαιρίας θα αναφερθούμε και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που σημάδεψαν το Ρέθυμνο τον περασμένο αιώνα.