Αλλά και απαράδεκτες συμπεριφορές σε βάρος των «αριστερών» οπλιτών
Σε μερικούς φαινόταν περιττό. Δεν ήξεραν και όλοι γράμματα. Κάποιοι από τους λεβέντες όμως που έγραψαν την εποποιία του 1940 κράτησαν ημερολόγιο. Κι έτσι μας διέσωσαν λεπτομέρειες χρήσιμες στον ερευνητή. Όπως για παράδειγμα το ημερολόγιο του Κώστα Αντωνάκη που αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Ο λαός του Πειραιά μας υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα από όπου περνούσαμε πεζοί για να φθάσομε εις το Δαφνί για διανυκτέρευση.Φτάσαμε και στήσαμε σκηνές να κοιμηθούμε μα το τσουχτερό κρύο δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε. Πρώτη φορά αντικρίζομε τόσο κρύο. Έτσι μείναμε άυπνοι όλη την νύχτα.
Την επόμενη μέρα παίρνομε τσάι και ετοιμαζόμεθα για το σταθμό Λαρίσης. Εγώ ως επιλοχίας ελλείψει Αξιωματικού μου αναθέτουν την Τετάρτη Διμοιρία. Φεύγοντας για τον Σταθμό επιβιβαζόμεθα σε βαγόνια μαζί με τα Μεταγωγικά στριμωγμένοι στο ένα μέρος του βαγονιού γιατί στο άλλο μέρος ήσαν τα μουλάρια. Εκεί πολλαπλασιάστηκε η ψείρα και η κόπρος των αλόγων μας προξενούσε ασφυξία. Δύο νύχτες και μια μέρα χρειάστηκε για να φθάσομε στο Αμύνταιον.
Αποβιβαζόμενοι αισθανόμεθα το φοβερότερο κρύο. Η μύτη μας έτρεχε και σχημάτιζε κορδόνι, οι δρόμοι ήσαν παγωμένοι και τα μουλάρια γλιστρούσαν και δυσχεραίνετο η πορεία μας για να φθάσει η δύναμη του τάγματος εις χωριό Φιλιοτά. Εκεί καθίσαμε επάνω από μια εβδομάδα και οι στρατιώτες εις τις ταβερνούλες έτρωγαν και έπιναν, λησμονώντας τον συνωστισμό εις τα βαγόνια μα κανείς δεν διεμαρτύρετο. Ήταν μια αρχή δοκιμασίας τόσο εις τα βαγόνια, όπως ήταν και η απόσταση από Αμύνταιο μέχρι τη Φιλιοτά, φιλόδοξοι για τον Αγώνα φωνάζοντας, ζήτω ο πόλεμος. Κανείς δεν σκεπτόταν πως πάμε για σφαγή ως πρόβατα. Εις την ψυχή όλων ήταν η νίκη. Μετά της ημέρες της παραμονής μας εις το χωριό Φιλιοτά άρχισαν οι ημερήσιες και νυχτερινές πορείες για να φθάσομε εις Καστοριά και να μείνομε έξω της πόλεως σε μια ρεματιά ονομαζόμενη Κολοκυνθού.
Την επομένη, αφού πήραμε τρόφιμα και μια ρέγκα, ο λοχαγός μου λέει να πάρω έξι στρατιώτες αν ακολουθήσω τον Αξιωματικό Στρατοπεδάρχη του τάγματος να φύγομε να βρούμε σπίτια να μείνομε. Επρόκειτο για Αλβανικό χώρο. Φεύγομε φορτωμένοι με τους γυλιούς περνούμε το χωριό Ιεροπηγή και εισερχόμεθα στο Αλβανικό έδαφος. Ο τόπος ήταν χιονισμένος και δεν έβλεπες φύλλο δένδρου, όλα καλυμμένα με χιόνι. 15 ώρες βαδίζομε με ξεναγό. Απελπισμένοι τον απειλούσαμε γιατί μας οδηγούσε λάθος. Τέλος φθάσαμε βραδινή ώρα εις το χωριό Κεμπετιστα. Εκεί για πρώτη φορά βλέπομε τη φθορά του πολέμου από εχθρικά λάφυρα εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο κάθε στρατοπεδάρχης προσδιορίζει τα οικήματα που θα μένει ο λόχος. Είχα εξασφαλίσει πέντε οικήματα. Ήρθε ο λόχος και μείναμε το βράδυ. Την επομένη το πρωί, αφού πήραμε το τσάι συνεχίζομε την πεζοπορία νύχτα και μέρα με βροχή και χιόνι, πολλές φορές νηστικοί και χωρίς ψωμί, με λασπωμένους δρόμους και νυχτερινές διανυκτερεύσεις σε δάση για να μη δίνουμε στόχο σε ιταλικά αεροπλάνα, με δύσκολες διαβάσεις και εξαθλιωμένοι από πείνα κούραση και την οδυνηρή ψείρα.
Έτσι βαδίζαμε νύχτα – μέρα και λέγαμε καλαμπούρια να διασκεδάζομε τον πόνο μας και την κούρασή μας που δεν ήταν μόνο η πεζοπορία, αλλά τις περισσότερες φορές αναβαστούσαμε και τα μουλάρια σε δύσβατους και κρυσταλλιασμένους δρόμους, που διχαλώνανε τα πόδια τους. Τα ξεφορτώναμε και τα φορτώναμε και περνούσαμε τους δύσβατους δρόμους και λέγαμε «καλύτερα στην πρώτη γραμμή».
Μια μέρα βαδίζομε σε δύσβατο δρόμο, που ‘πεφταν τα μουλάρια. Εμείς κουρασμένοι χωρίς ψωμί δύο μέρες. Στο τάγμα οι στρατιώτες κάνουν στάση και με φωνές υβρίζον και βλασφημούν. Δεν προχωρούμε, θέλομε ψωμί. Ειδοποιείται ο διοικητής του Συντάγματος και μας βγάζει ενθαρρυντικούς λόγους και μας λέει ο πόλεμος δεν είναι το τουφεκίδι, μα είναι οι κακουχίες, που υποφέρει ο στρατιώτης. Μας ενεθάρρυνε και διέταξε να μας δώσουν μισή κουραμάνα. Έτσι συνεχίζομε την πορεία να φτάσομε σε κανένα χωριό γιατί πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων».
Ένας στρατιώτης φαινόμενο
Ήταν πολλοί οι στρατιώτες που έγραψαν ιστορία με τις ανδραγαθίες τους. Ένας από αυτούς ήταν ο σημαντικός Κωστής Μπαγουράκης που αναφέρει ιδιαίτερα στο δικό του ημερολόγιο ο Κώστας Αντωνάκης περιγράφοντας μια ανδραγαθία του.
Για τον ήρωα θα κάνουμε ιδιαίτερο αφιέρωμα και στην επέτειο της Μάχης της Κρήτης γιατί κρατώντας σημειώσεις σε ένα πρόχειρο χαρτί του τηλεγραφείου μας διασώζει σημαντικά στοιχεία για τις πρώτες μέρες που οι αλεξιπτωτιστές προσπαθούσαν να υποτάξουν το νησί μας.
Στο σημερινό μας θα περιοριστούμε στην περιγραφή που κάνει ο Κώστας Αντωνάκης στην ανδραγαθία του Μπαγουράκη αλλά και σε μια πράξη μεγαλοθυμίας και λεβεντιάς του Ανωμεριανού ήρωα που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα της λογικής.
Ήταν 14 Μαρτίου 1941.
Είχε αρχίσει η εαρινή επίθεση του εχθρού που μετρούσε ήδη τα πλήγματα που του προκάλεσαν οι πεινασμένοι και βασανισμένοι μας φαντάροι.
Ο Κώστας Αντωνάκης συμμετέχει ενεργά στην αντεπίθεση προσπαθώντας να ενθαρρύνει τους άνδρες του οι οποίοι όμως τον ξαφνιάζουν ευχάριστα με το θάρρος να κάνουν και χωρατά μέσα στη φωτιά του πολέμου. Από τους έτοιμους για όλα φαντάρους ήταν ο ομαδάρχης Κωστής Μπαγουράκης που είχε αντιληφθεί τους πρώτους Ιταλούς να εμφανίζονται στο ύψωμα. Αν και ήταν περασμένα μεσάνυχτα τα πυρά εξακολουθούσαν. Οι Ιταλοί ρίχνουν χειροβομβίδες και προχωρούν αποφασιστικά κατά των φαντάρων μας που δεν χάνουν την ψυχραιμία τους. Πάνω μάλιστα στην πιο κρίσιμη στιγμή τους προδίδουν πολυβόλα και οπλοπολυβόλα εποχής 1915 που έπαυσαν να λειτουργούν εξαιτίας του παγετού.
Βάζει τότε τις φωνές ο Αντωνάκης «Παιδιά μη φοβάστε. Είναι λίγοι και θα τους φάμε. Μην αργείτε γιατί σίγουρα θα βγουν και άλλοι στο ύψωμα».
Πρώτος υπακούει στο κάλεσμα του λοχαγού του ο λοχίας Κωστής Μπαγουράκης που ήταν σε πλήρη ετοιμότητα και αρχίζει τα πυρά εναντίον των επερχόμενων Ιταλών. Κατορθώνει να φθάσει στο πολυβολείο όπου βρίσκει τον πολυβολητή νεκρό. Με αυτόν ως ασπίδα συνεχίζει την προσπάθειά του μέσα σε μια κόλαση φωτιάς. Ακολουθούν με την ίδια ψυχραιμία ο Γιάννης Κυριακόπουλος, ο Μανόλης Καλλιτσουνάκης και μαζί με καμιά δεκαπενταριά ακόμα στρατιώτες και με επικεφαλής τον Αντωνάκη και τον Κώστα Βλαχάκη εξορμούν κατά των Ιταλών.
Είκοσι μάλιγχερ στα χέρια διαλεχτών παλικαριών λειτουργούν δαιμονιωδώς. Η ευστοχία όλων ξεπερνά κάθε προσδοκία. Ούτε μια σφαίρα δεν πηγαίνει χαμένη. Κι όμως ο επικεφαλής αξιωματικός των Ιταλών επιμένει. Δεν θέλει για κανένα λόγο να χάσει το ύψωμα. Μέχρι που μια σφαίρα από το όπλο του Κωστή Μπαγουράκη τον πετυχαίνει και τον ρίχνει καταγής. Το θέαμα παγώνει τους Ιταλούς που δεν ξέρουν πώς να συνεχίσουν. Ο Αντωνάκης αντιλαμβανόμενος την αμηχανία τους παρασύρει με ένα στεντόρειο «ΑΕΡΑΑΑ» τους άνδρες του και καταλαμβάνεται εν ριπή οφθαλμού το ύψωμα. Οι Ιταλοί σπεύδοντας να σωθούν άφησαν τον επικεφαλής τους στην τύχη του.
Κι εδώ φαίνεται το μεγαλείο ψυχής του Μπαγουράκη. Τώρα που έχει κατοχυρωθεί το ύψωμα που υπερασπιζόταν προσπαθεί να βοηθήσει τον αναίσθητο Ιταλό αξιωματικό που δείχνει βαριά τραυματισμένος. Επιχειρεί να τον τραβήξει προς τις ελληνικές γραμμές. Ένα ιταλικό βλήμα όμως πέφτει πάνω του και τον αποτελειώνει ενώ τραυματίζει και τον Ανωμεριανό λοχία. Επειδή μπορούσε να περπατήσει, σε άσκημο χάλι βάδισε μέχρι την έδρα του τάγματος και μετά από αφάνταστη ταλαιπωρία έφθασε στην Αθήνα. Νοσηλεύτηκε για μικρό διάστημα και με την ψυχή στο στόμα αφού είχε καταρρεύσει το μέτωπο προσπάθησε να επιστρέψει στην Κρήτη. Η Οδύσσεια του τέλειωσε στις 18 Μαΐου για να συνεχίσει όμως τον αγώνα του στη Μάχη της Κρήτης.
Να σημειώσουμε ότι ο ήρωας τιμήθηκε αργότερα με τον Πολεμικό Σταυρό για τις ηρωικές του πράξεις και μάλιστα είχε προταθεί για τιμητική προαγωγή από τον Αριστείδη Παναγιωτάκη. Η πατρίδα όμως έμεινε μόνο στο παράσημο και αδιαφόρησε για τα υπόλοιπα λόγω της αριστερής ιδεολογίας του ήρωα!!! που σημειωτέον είχε στρατευθεί το 1938 και αποστρατεύτηκε το 1946!
Η οδύσσεια του Κώστα Κρυοβρυσανάκη
Μια Οδύσσεια έζησε και ο Κώστας Κρυοβρυσανάκης που περιγράφει ο εκλεκτός ιστορικός ερευνητής κ. Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης αξιοποιώντας μαρτυρίες του ηρωικού προγόνου του. Όπως αναφέρει μεταξύ άλλων ο Κώστας Κρυοβρυσανάκης στις αφηγήσεις του:
«Τις πρωινές ώρες της 1ης Δεκεμβρίου αποβιβάστηκαν στο Αμύνταιο κάτω από δυνατή βροχή και φοβερό κρύο. Το τσουχτερό κρύο τους διαπερνούσε τα κόκαλα και προχωρώντας μέσα στις λάσπες, φτάσανε μετά από πορεία 5-6 ωρών στο χωριό Φιλώτα. Στο χωριό έμεναν Μικρασιάτες πρόσφυγες, όπου τους φιλοξένησαν στα σπίτια τους κι έκαναν ό, τι μπορούσαν να τους βοηθήσουν.
Ο Κρυοβρυσανάκης ανέβασε πυρετό και σχεδόν είχε παραλύσει παρόλα αυτά όμως έπρεπε να ακολουθήσει τον λόχο του.
Η πορεία ήταν δύσκολη και κουραστική μέσα στη νύχτα και μια καταρρακτώδης βροχή ήρθε να κάνει ακόμα δυσκολότερα τα πράγματα.
Ο Κρυοβρυσανάκης ένοιωθε να σβήνει. Κι εκεί που ήταν έτοιμος να σωριαστεί, τον αντιλήφθηκε ο ανθυπολοχαγός Μαλανδράκης και τον λυπήθηκε. Κατέβηκε αμέσως από το άλογό του και ανέβασε τον στρατιώτη του για να συνεχιστεί η πορεία.
Ακόμα μια πράξη αφάνταστου μεγαλείου ψυχής.
Δυστυχώς, όμως, για τον άρρωστο, τα πράγματα χειροτέρεψαν, γιατί πάγωσε κι αναγκάστηκε ο διοικητής του να τον βάλει πάνω σε μια βοϊδάμαξα και να τον σκεπάσει με κουβέρτες, για να συνέλθει. Στις 13 Δεκεμβρίου φτάσανε στην Κολοκυνθού. Ο Κρυοβρυσανάκης με άλλους αρρώστους δεν μπορέσανε να ακολουθήσουνε το σύνταγμά και καθυστερώντας δεν γνωρίζανε πού πηγαίνανε. Τότε απελπισμένοι προχωρώντας στο άγνωστο πλέον μέσα στα βουνά, συναντήσανε τον Νικ. Ζαχαριουδάκη, που τους καθοδήγησε προς τα πού να πάνε. Έτσι, μπορέσανε και βρήκανε τη μονάδα τους.
Μαζί με άλλους αρρώστους παρουσιαστήκανε στον διοικητή Θειακό και του είπανε το πρόβλημά τους. Αυτός φέρθηκε ακόμα μια φορά απάνθρωπα, λέγοντάς τους: «Φύγετε από δω, κοπρίτες».
Και δεν είναι το μοναδικό περιστατικό που δείχνει την απανθρωπιά αυτού του αξιωματικού.
Αρχές του Δεκέμβρη είχε δώσει εντολή να συγκεντρωθούν στη σκηνή του όλοι οι αριστεροί φαντάροι. Στη σκηνή είδαν να τους περιμένουν οι αξιωματικοί του συντάγματος, ο γιατρός, ο παπάς, ο ταγματάρχης του Α΄ τάγματος Αριστείδης Παναγιωτάκης, ο μόνιμος ανθυπολοχαγός τότε Γιάννης Φουσκάκης και ο διοικητής και υποδιοικητής του συντάγματος, αντισυνταγματάρχες και οι δυο, Θειακός και Κραουνάκης. Μόλις μπήκανε όλοι και σταθήκανε προσοχή η φωνή του Θειακού αντήχησε σαν κραγμός κοράκου:
– Παπα ξομολόγησέ τους, γιατρέ υπόγραψέ τους τα διαβατήρια του θανάτου. Για σας δεν θα λειτουργήσουν στρατοδικεία. Έχω δώσει εντολή και στον τελευταίο στρατιώτη να σας εκτελέσει αν θελήσετε να χύσετε το δηλητήριό σας στις τάξεις του στρατού!
Ο Θειακός ομοιόβαθμος με τον υποδιοικητή ήταν ο μόνος αξιωματικός που δεν ήταν Κρητικός και οι δυο άλλοι, προπαντός ο Κραουνάκης, δεν τον χώνευαν, γιατί ήταν άνθρωπος του Μεταξά.
Ο Κραουνάκης με μια κρητικιά κατσούνα, κρεμασμένη στο μπράτσο του, πήρε τον λόγο:
– Να τ’ αφήσεις αυτά του λέει, μα τα κοπέλια θα πολεμήσουν. Γιατί δεν θέλουν να πάνε οι Ιταλοί να τους ……τις γυναίκες τους. Άκουσες πως σου το παν; Η Κρήτη δεν βγάνει προδότες».
Κάτω από απάνθρωπες συνθήκες προσπαθούσε να επιβιώσει ο Κρυοβρυσανάκης. Κατάφερε όμως να ξεπεράσει τα προβλήματα υγείας χωρίς να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Έζησε και τις συγκλονιστικές στιγμές της κατάληψης του Πούντα Νορ όπου διακρίθηκε ο Ζαχαρίας Αρχοντάκης πατέρας του αείμνηστου δημάρχου Ρεθύμνης.
Με την κατάρρευση του μετώπου επιστρέφοντας κάτω από μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα συναντήθηκε στη Μεθώνη με τον Κωστή Μπαγουράκη και άλλους.
Πέρασε πολλές ακόμα περιπέτειες μέχρι να φθάσει στην Κρήτη που περιγράφει με τη γλαφυρή του πένα ο κ. Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης.
Ό,τι είδα κι άκουσα
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ημερολόγιο του Εμμανουήλ Σταγάκη από όπου και αντλούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Αναφέρομαι προσωπικώς σε ό,τι είδα και έζησα εις την εκστρατεία του Αλβανικού μετώπου στον πόλεμο με τους Ιταλούς που όλοι υποφέραμε και ο καθένας μπορεί να αναφέρεται προσωπικά το πώς πέρασε μα εγώ θεώρησα σκόπιμο να τα αναγράψω να διαβάζονται από τους νεώτερους. Οι πορείες μέρα και νύκτα με χιόνια και βροχή, κουρασμένοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι μας έφερνε πολλές φορές σε απόγνωση μα παίρναμε κουράγιο όταν μας έλεγαν για τις νίκες του στρατού και νοσταλγούσαμε να φθάσομε πιο γρήγορα εις την Πρώτη Γραμμή του Πολέμου. Με αυτές τις νυχθημερόν πορείες φθάσαμε εις την πόλη Κορυτσά και διασχίζομε νυχτερινή ώρα την πόλη και πηγαίνομε έξω σε μια κωμόπολη Λεσκοβίστη που είχε τζαμί και μιναρέ και Ιταλικά εφόδια εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο λόχος στεγάζεται σε σπίτια και το επιτελείο του λόχου σε ένα διώροφο σπίτι ελληνικό που ήταν βαμμένο με τα χρώματα της Ελληνικής Σημαίας. Μέσα έμενε μια γυναίκα με δύο κόρες και μας υποδέχθηκε εγκαρδίως και μας ετοίμασε φαΐ με πατάτες. Μας ανέφερε ότι ο άνδρας της είχε πάει εις Βουλγαρία. Αφού φάγαμε μας είπε, απάνω σας έχω στρώσει να βγείτε να βγάλετε τα εσώρουχά σας να τα βάλετε πάνω από το προσκέφαλό σας. Θα έρθω να τα πάρω να τα πλύνω, να τα σιδερώσω, να σας τα φέρω πάλι να τα βάλετε το πρωί. Πράγματι έτσι έγινε. Όλη την νύχτα έπλενε και σιδέρωνε με τις δύο της κόρες και το πρωί τα φορέσαμε για λίγο, απαλλαγμένοι από την οδυνηρή ψείρα. Κάναμε μια εβδομάδα για ξεκούραση που μας έμεινε αξέχαστη. Φεύγοντας μας χαιρέτησε με δάκρυα και με ευχή τη νίκη, να γυρίσουμε εις τα σπίτια μας. Ποτέ άλλοτε δεν συναντήσαμε τέτοια φιλοξενία γιατί πολλές φορές που μέναμε σε χωριά ζητούσαμε νερό και μας έλεγαν «σκα» (δεν έχει).
Βαδίζαμε μέρα και νύχτα παραμονές γιορτής Χριστουγέννων. Φθάνουμε στο χωριό Λουμπόνια που θα μείνει ο λόχος μας υπό στέγη μα έχει χιόνι 40 πόντους. Το επιτελείο του λόχου σε ένα σπίτι, διώροφο περιμανδρωμένο με ρουγόπορτα μα όπου μένουν οι αξιωματικοί του λόχου και ο επιλοχίας βγάζει σκοπούς να φυλάγουν τα βράδια. Μαζί μένω και εγώ ως επιλοχίας του λόγου. Το κρύο είναι τσουχτερό και ανά μισή ώρα φυλάει κάθε σκοπός μα είναι έξι νούμερα και ξυπνά ο ένας το άλλο. Αυτός που είχε το σπίτι μένει στο ισόγειο. Μαζί του είχε και μια αίγα. Αναφέρω την υπηρεσία και πέφτομε να κοιμηθούμε. Οι σκοποί είναι φρουροί εις την εξώπορτα. Την επομένη είναι Χριστούγεννα μα πριν να σηκωθούμε χτυπά την πόρτα και ο λοχαγός μου λέει σήκω να δεις ποιος χτυπά. Ανοίγω την πόρτα και ο Αλβανός κλαίει γιατί του κλέψαν την αίγα. Με ρωτά αν είχα σκοπό. Του φέρνω την υπηρεσία και λέει εις τον υποδιοικητή να καλέσει τους σκοπούς να ρωτήσει πως αφού ήταν σκοποί μπήκαν και πήραν την κατσίκα. Τους ερωτά ένα – ένα μα κανείς δεν είδε. Τότε λέγει εις τον Κατσιράκη να με πάρει να βρούμε που μένουν… γιατί αυτοί σίγουρα την έχουν πάρει και να πληρώσει ο λόχος την κατσίκα. Βγήκαμε έξω που είχε χιονίσει και οι πατιές της κατσίκας και οι πατιές των στρατιωτών μας οδήγησαν στο σπίτι που έμεναν οι… επτά παρέα. Χτυπούμε την πόρτα και μας ανοίγουν, μας έλουσε ο καπνός του ψητού. Τους λέμε ποιος ο σκοπός μας και μας λένε ευχαρίστως κάνετε έρευνα. Αυτοί κάθονται τριγύρω σε φωτιά. Εμείς ερευνούμε. Γυρίζομε τέκια σανό που είχαν για τροφή των προβάτων, μα δε βρίσκομε τίποτα. Βγαίνομε έξω, πίσω από το σπίτι είναι το αίμα. Πηγαίνομε και λέμε εις το λοχαγό ό,τι είδαμε, μα δεν βρήκαμε κρέας. Τότε πληρώνει του Αλβανού την κατσίκα 350 δραχμές να πάρει άλλη και λέει εις τον κύριο Κατσιράκη να καθίσει εις διανομή το μεσημέρι να δει, αν έλθουν να πάρουν συσσίτιο».
Εδώ θα κλείσουμε το αφιέρωμα στον πόλεμο του ’40 για να καλύψουμε τις επετείους Γουρνόλακκου και Αρκαδίου. Όσο για το υλικό που έχει περισσέψει και είναι άφθονο θα μας χρειαστεί για επόμενα αφιερώματα.