Θάλασσα αρχών Αυγούστου δίχως κυματισμό. Καθαρά τα γαλανά νερά. Όχι πολύ βαθιά.
Δεν είναι μονάχα δική μου. Δεν είναι μόνον δική σου. Είναι για όλους μας.
Η παραλία που συνήθως διαλέγω είναι γνωστή σε ντόπιους και ξένους. Έτσι ελκύει πάντα πολύ κόσμο.
Αν και έχει παντού διάσπαρτες ξαπλώστρες και ομπρέλες, πάντα βρίσκεται χώρος εκεί κοντά που σκάει το νερό της θάλασσας να αφήσεις την πετσέτα και τις παντόφλες σου για να βουτήξεις.
Λίγο πιο έξω, όμως, εκεί που συναντάς πολλά αλμυρίκια για να στήσεις τα καρεκλάκια σου ώστε μετά το κολύμπι να ξεκουραστείς, γίνεται ο χαμός.
Θα σταθώ και στα διάφορα σκουπίδια, υπολείμματα τροφών, ποτών και τσιγάρων κ.λπ., που αφήνουν οι προηγούμενοι για να καταλάβουμε ότι πέρασαν από εκεί και ότι δεν σέβονται την καθαριότητα του κοινού για όλους μας περιβάλλοντος.
Υπάρχουν κι αυτοί που, «φιλόζωοι» δήθεν και «κολλημένοι» όντες με τα τετράποδά τους, γατιά ή σκυλιά, τα αμολούν ελεύθερα στις οργανωμένες παραλίες χωρίς να τους απασχολεί δηλαδή εάν έτσι ενοχλούν, με γαβγίσματα και ακαθαρσίες, τους γύρω απ’ αυτούς άλλους, λουόμενους ή μη…
Περισσότερο, όμως, με νοιάζει που κάποιοι αν και υπάρχουν πολλά άδεια αλμυρίκια με πλατιά σκιά και μολονότι βλέπουν τις αποσκευές μας, τα καρεκλάκια πχ ή κάποιες πετσέτες, σε κάποιο αλμυρίκι πάνε χωρίς να μας ρωτήσουν και «παρκάρουν» στο αλμυρίκι που εμείς έτυχε να διαλέξουμε πριν από αυτούς.
Τούτο δείχνει ότι δε σέβονται το συνάνθρωπο ή, μάλλον επειδή κοιτούν μόνον πώς θα βολευτούν αυτοί αψηφώντας τους άλλους και τις ανάγκες τους, ότι κοιτούν μόνον την πρόσκαιρη καλοπέραση για τον εαυτούλη τους και τους παρά αυτοίς. Και φυσικά δεν τους ενδιαφέρει αν στις αποσκευές που είχαμε αφήσει πριν απ’ αυτούς εκεί συμπεριλαμβάνονται τυχόν χρήματα ή άλλα είδη υλικής ή προσωπικής αξίας!
Δε θα σας φανερώσω το όνομα της παραλίας που συνηθίζω να πηγαίνω. Όσα περιέγραψα, βλέπεις, συμβαίνουν, παρά τις διάφορες νομικές απαγορεύσεις, συχνά σε πολλές ελληνικές παραλίες, ιδίως σε αυτές εδώ τις μέρες που όπως και οι «καταπατητές ή οχληροί» γυρεύουμε και εμείς κάποιες παραθαλάσσιες «οάσεις» δροσιάς και πνευματικής ξεκούρασης και ψυχοσωματικής γαλήνης. Αλλά στην τελική ποιος νοιάζεται πέρα από μένα, τον… γκρινιάρη;