Στις 2 Νοεμβρίου 2023 καλούνται για τέταρτη φορά, λόγω αναβολών της δίκης, τέσσερεις γυναίκες να παραστούν στα δικαστήρια Ρεθύμνης ως μάρτυρες στην εκδίκαση της σεξιστικής – ρατσιστικής επίθεσης που δέχτηκαν από ομάδα ακροδεξιών ανδρών στο Ρέθυμνο τον Μάρτιο του 2020 ενώ κατευθυνόταν σε χώρο όπου ήταν προγραμματισμένη πορεία αλληλεγγύης υπέρ των προσφύγων.
Οι τέσσερεις νεαρές γυναίκες σε σχετικό κείμενο που συνυπογράφουν, υπό τον τίτλο «Δεν είμαστε η ντροπή της χώρας»: Μέρος 5ο αναφέρουν:
«Είμαστε οι Ε. Α., Η. Γ., Ε. Π., Ο. Σ. και στις 2 Νοεμβρίου 2023 καλούμαστε για τέταρτη φορά να παραστούμε στα δικαστήρια Ρεθύμνης ως μάρτυρες στην εκδίκαση της σεξιστικής – ρατσιστικής επίθεσης που δεχτήκαμε από ομάδα ακροδεξιών ανδρών στο Ρέθυμνο τον Μάρτιο του 2020 κατευθυνόμενες σε προγραμματισμένη πορεία αλληλεγγύης υπέρ των προσφύγων.
Τριάμισι χρόνια μετά την απαράδεκτη αυτή επίθεση καταλήγουμε στη θλιβερή συνειδητοποίηση ότι η απόφασή μας τότε να καταφύγουμε στην ελληνική δικαιοσύνη αντί –όπως εύλογα θα περίμενε κανείς– να μας αποζημιώσει ηθικά για την ψυχική οδύνη που υποστήκαμε με την άμεση τιμωρία των ενόχων, έχει έως τώρα το εκ διαμέτρου αντίθετο αποτέλεσμα με τις συνεχείς αναβολές όχι μόνο να παρατείνουν την ατιμωρησία των δραστών αλλά επιπλέον να μας υποβάλουν σε περαιτέρω ψυχική ταλαιπωρία και δικαστικά έξοδα.
Αγανακτούμε στη σκέψη ότι η ατιμωρησία γεννά την ασυδοσία. Στην Ελλάδα του 2023, στην Ελλάδα των πολλαπλών κρίσεων, με την ανησυχητική άνοδο του εθνικισμού και του λαϊκισμού και μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα κοινωνικής σήψης και διαφθοράς, η ατιμωρησία προστατεύει τους ισχυρούς που βρίσκουν ασυλία παρά τα εγκλήματα που διαπράττουν, οι θύτες έχουν τη βεβαιότητα πως κανένας δεν πρόκειται να τους ενοχλήσει και ο πολίτης-θύμα μοιάζει να είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Κι όμως η προάσπιση της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον όλων μας. Όχι μόνο σε κρατικό και συλλογικό επίπεδο, αλλά και σε ατομικό οφείλουμε όλες και όλοι να συμβάλουμε με κάθε τρόπο στην διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν αυτά διαρκώς υπονομεύονται. Στη δική μας περίπτωση, ο τρόπος είναι η επιμονή μας στην τέλεση αυτής της δίκης με την παραδειγματική τιμωρία των ακροδεξιών δραστών που υποτίμησαν, καταπάτησαν και παραβίασαν το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην ελεύθερη σκέψη και έκφραση των ιδανικών μας. Επιθυμία μας είναι ο αγώνας μας ν’ αποτελέσει πρώτα απ’ όλα παράδειγμα πως η διεκδίκηση του δίκιου είναι ο μόνος τρόπος για να μπει ένα φρένο στη διαφθορά αλλά και να δώσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι ο τραμπουκισμός, η λογοκρισία και ο φόβος δεν έχουν θέση στις δημοκρατικές κοινωνίες.
Ζητάμε επιτέλους την απονομή δικαιοσύνης θεωρώντας επιτακτική ανάγκη την τέλεση της δίκης ώστε να αποτελέσει ένα παράδειγμα περιορισμού της ασύδοτης βίας. Διεκδικούμε το αυτονόητο. Δεν κλείνουμε τα μάτια σ’ αυτό που συμβαίνει γύρω μας.
Επιμένουμε, δε σωπαίνουμε».