Σκουριασμένη από τα χρόνια η φωνή σιωπά της καμπάνας, στ’ Αη Γιώργη το ρημοκκλήσι.
Αραχνιασμένες, άνθρωπε, οι ψαλμωδίες μένουν των ψαλτών. Χωρίς τη λάμψη τους την πρώτη η τοιχογραφίες.
Αμίλητα μάς καρτερούν τα εικονίσματα. Χρονοφαγωμένα τα ράσα του ηγουμένου.
Κενά δες τα στασίδια. Στεγνό το δισκοπότηρο.
Σιωπηλή εμπρός σου η Αγία Τράπεζα. Ορφανά τα μανουάλια.
Σαν βρεθείς, άνθρωπε, στο χορταριασμένο προαύλιό του, όμοιες με πάλλευκο περιστέρι, περνώντας τις Συμπληγάδες των πόλεων και τους λωτούς των όχλων, οι Μνήμες αλώβητες ταξιδεύουν. Σε αλλοτινά Χριστουγεννιάτικα χαμόγελα παιδιών ζυγώνουν και Αναστάσιμα φιλιά οικογενειών και γιορτινά πειράγματα φίλων.
Και γυρεύουν, άνθρωπε, τα χρόνια εκείνα που η αγάπη έδινε ζωή και η ζωή ήταν αγάπη, δύναμη ψυχοσώτειρα ζητώντας να παίρνουν για όσα έρχονται και για αυτά που θα έρθουν. Λες και είναι μέλισσες που τη ζωοδότρα γύρη ψάχνουν στα κάθε λογής λουλούδια άοκνες…