Μανούσος Παραγιουδάκης: Έφεδροι αξιωματικοί δόξασαν τα ελληνικά όπλα
Ανοίγοντας μια παρένθεση στο αφιέρωμά μας για τους ήρωες του ’40 που θα ολοκληρωθεί, για φέτος, την ερχόμενη εβδομάδα κάνουμε ένα σταθμό σε ένα χώρο που ζωντανεύει μνήμες από την ένδοξη πορεία του στρατού μας. Η αναφορά μας στο Στρατιωτικό Μουσείο, που βρίσκεται στο Χρωμοναστήρι. Ένα έργο ζωής του επίτιμου αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Μανούσου Παραγιουδάκη που δικαιώθηκε πλήρως με την πρόσφατη αναβάθμισή του ως παράρτημα του Πολεμικού μουσείου της Αθήνας. Μια αναβάθμιση που απαλλάσσει τη διοίκηση από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας και του διευκολύνει τη λειτουργία του πάνω σε σύγχρονα προγράμματα που προβάλλουν κυρίως τη σύγχρονη ιστορία.
Όπως είναι γνωστό το Στρατιωτικό μουσείο Ρεθύμνου βρίσκεται στον διατηρητέο παραδοσιακό οικισμό του Χρωμοναστηρίου, 11 χιλιόμετρα ΝΑ του Ρεθύμνου, ΒΑ του όρους «Βρύσινας», σε υψόμετρο 360 μ. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται το Στρατιωτικό μουσείο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, καθώς πρόκειται για Βενετσιάνικη έπαυλη που χρονολογείται από τις αρχές του 17ου αιώνα. Κατασκευάστηκε στα 1610 και αποτέλεσε τη θερινή κατοικία ευγενούς Βενετοκρητικής οικογένειας ονόματι «Κλόντιο».
Ο Κλόντιο ήταν εύπορος φοροεισπράκτορας και ανήκε στην άρχουσα κοινωνική τάξη της εποχής, τους «Veneti Nobili» δηλαδή τους «Ενετούς Ευγενείς». Στον υπαίθριο χώρο της έπαυλης, σε περίοπτη θέση θα διακρίνουμε το οικόσημο της οικογένειας «Κλόντιο», όπου στο κέντρο του θα παρατηρήσoυμε τον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου, του προστάτη δηλαδή «της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου», όπως ήταν και η επίσημη ονομασία των Ενετών. Το ίδιο οικόσημο θα διακρίνουμε αν επισκεφτούμε την αστική κατοικία της οικογένειας «Clodio» στην πόλη του Ρεθύμνου. Αστικές οικίες όπως αυτές ονομαζόταν «Palazzo».
Συνεχίζοντας με την ιστορία του κτιρίου, μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς το 1646, Οθωμανός «Αγάς» εγκαθίσταται στον χώρο της έπαυλης και η έπαυλη μετονομάζεται σε «Κονάκι» που στα τούρκικα σημαίνει «Αρχοντικό». Οι απόγονοί του παραμένουν στην έπαυλη μέχρι την επίσημη απόσυρση των Οθωμανικών αρχών από το νησί στα 1898. Το πέρασμα του χρόνου βρίσκει την έπαυλη σε σταδιακή φθορά και το 1985, ο τελευταίος ιδιοκτήτης της έπαυλης, Αλκιβιάδης Κοτζάμπασης, αποφασίζει να δωρίσει το κτίριο στην τοπική κοινότητα Χρωμοναστηρίου. Το 1997 το κτίριο παραχωρείται στο Γενικό Επιτελείο Στρατού με σκοπό να αναστηλωθεί και να γίνει Στρατιωτικό μουσείο. Αρχηγός του ΓΕΣ ήταν τη συγκεκριμένη περίοδο ο Στρατηγός Μανούσος Παραγιουδάκης, ο οποίος αποτέλεσε τον εμπνευστή και ιδρυτή του Στρ. μουσείου.
Οι αναστηλωτικές εργασίες από το ΓΕΣ διήρκησαν μέχρι το 2002 και τα εγκαίνια του Στρατ. Μουσείου έγιναν το 2010 από τον ετ Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγό Μανούσο Παραγιουδάκη και τον τότε Αρχηγό του ΓΕΣ Αντιστράτηγο Φραγκούλη Φράγκο. Έκτοτε, ξεκινά επίσημα η λειτουργία του Στρατ. μουσείου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι μέχρι σήμερα, έχουν φιλοξενηθεί πλήθος από εκδηλώσεις που προάγουν το πολιτιστικό επίπεδο της περιοχής, όπως μουσικές συναυλίες, θεατρικά έργα, παρουσιάσεις βιβλίων, διαλέξεις γενικού εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος και εκθέσεις ζωγραφικής.
«Το οικόσημο το λέγαμε «Φραγκάκι»
Στην επίσκεψή μας αυτή, ήταν φυσικό να αναζητήσουμε τον εμπνευστή της ιδέας αυτού του μουσείου, που μας δέχτηκε με τη γνωστή ευγένεια που τον διακρίνει. Και η πρώτη μας ερώτηση στον κ. Παραγιουδάκη ήταν να μας μιλήσει για την ιδέα του αυτή και πως ξεκίνησε:
– «Εγώ είμαι από εδώ», μας είπε. «Γεννήθηκα στο Χρωμοναστήρι. Από παιδί βλέπαμε αυτά τα ερείπια του ενετικού κτιρίου των Κλόντιο, που ήταν η κατοικία και το θερινό διοικητήριο της οικογένειας των Ενετών Κλόντιο. Είχε καταρρεύσει. Εμείς σαν παιδιά τότε τρέχαμε, το βλέπαμε. Το οικόσημο που υπάρχει ακόμη το λέγαμε «φραγκάκι», σαν παιδιά φοβόμασταν κ.λπ. Όμως είχε μπει μέσα μου, όπως και σε όλους, κάποια στιγμή να το αναστήσουμε αυτό, να το αναστυλώσουμε. Πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε. Έφτασα εγώ στη θέση του αρχηγού του ΓΕΣ, και κάποια στιγμή που κατέβηκα στο χωριό μου ο τότε πρόεδρος Γιάννης Τσαγκαράκης μου έκανε μια πρόταση, γιατί είχε κάνει πολλές προσπάθειες αλλά κανείς ποτέ δεν μπορούσε να σταθεί καθώς ήταν δύσκολο το έργο. Τέθηκε λοιπόν το ζήτημα, εάν σας διαθέσουμε στον στρατό τον χώρο αυτόν μπορείτε να το αναστυλώσετε και να το κάνετε ό,τι θέλετε, μουσείο; Άλλο που δεν ήθελα και εγώ. Διότι ξέρετε, κατά πάγιο τρόπο όλοι ζητούν να πάρουν κτίρια, χώρους από τον στρατό. Πολλά στρατόπεδα εγκαταλείπονται και είναι ευκαιρίες αυτές στους τοπικούς άρχοντες να θέλουν να τα πάρουν, και πολλές φορές δίδονται αυτά. Ήταν λοιπόν μια ευκαιρία. Το πήραμε και η σκέψη μου ήταν να το αναστυλώσουμε όσο μπορούσαμε και μπορούσα εγώ. Είχα ζητήσει ήδη την έγκριση των πολιτικών προϊσταμένων και διατέθηκαν τα ποσά. Έγινε πολλή προσπάθεια».
- Είχατε κάποια συνδρομή από συναδέλφους σας ειδικούς;
– «Ξέρετε ο στρατός έχει πολύ σπουδαία ομάδα μηχανικών, αξιωματικούς, οι οποίοι ξέρουν, έχουν ασχοληθεί πολλοί με κτίσματα του στρατού και έτσι τέθηκαν αυτοί ως επιβλέποντες του έργου. Πήρε πολύ καιρό, πήρε χρόνια, τόσο που μετά από εμένα ως αρχηγός που πήγα στο ΓΕΘΑ ανέλαβε ο επόμενός μου στρατηγός ο Παναγιωτάκης και μετά, βέβαια, αργότερα ο στρατηγός ο Φράγκος. Έτσι λοιπόν εγεννήθη η ιδέα, έγινε το μουσείο, πέρασαν πολλά χρόνια, πολλές δυσκολίες, πολλή αδράνεια από πολλούς συναδέλφους. Ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκε ένας κατ’ εμέ ικανός καθόλα αρχηγός ο στρατηγός Φράγκος Φραγκούλης, που με πολλή χαρά προθυμοποιήθηκε να διαθέσει το υλικό που σήμερα κοσμεί εδώ το μουσείο».
- Έχετε σπάνια εκθέματα.
– «Πράγματι Έγιναν πολλές προσπάθειες, κυρίως από το στρατηγό που έστειλε ενδιαφέροντα πράγματα και πολλά που με αφορούσαν προσωπικά, όπως το ελικόπτερο που συναντάτε μόλις μπείτε που ήταν το ελικόπτερο που μετέφερε τον αρχηγό του ΓΕΣ όταν ήμουν εγώ, που παραλίγο να πέσει κάποτε με τον αρχηγό μέσα. Σωθήκαμε, το έστειλε λοιπόν εδώ ως μουσειακό έκθεμα. Τα ίδια και με το αεροπλάνο που είναι έξω, και πολλά άλλα ιστορικά, πολύ σημαντικά για τη διδασκαλία της ιστορίας μας. Λέω την έννοια και ότι δικαιώνεται η προσπάθεια, δεν πάω στους ξένους που είναι πάρα πολλοί και με θαυμασμό βλέπουν ό,τι εκτίθεται και μαθαίνουν την ιστορία, όχι του ελληνικού στρατού μόνο, αλλά της πατρίδας μας και τους αγώνες τις πατρίδας μας κ.λπ. Όμως κυρίως από τους μαθητές των σχολείων, και πάω στις μικρότερες τάξεις που τα παιδιά ενθουσιάζονται και πολλά λένε στις κυρίες τους που κι αυτές με θαυμασμό παρακολουθούν τα παιδιά στο μουσείο, ότι «ξέρετε πιο πολλά μάθαμε αυτές τις δύο ώρες εδώ στο μουσείο, παρά στο σχολειό κυρία».
- Ακόμα μια ένδειξη δικαίωσης του σκοπού.
– «Είναι λοιπόν σημαντικό για εμάς αυτό, ότι το μουσείο δεν έμεινε απλώς ένα παθητικό κτίριο, να βλέπουμε, να λέμε και απλώς να περνάμε, αλλά ένας ενεργός χώρος όπου πράγματι γίνεται διδασκαλία της ιστορίας μας, που όπως ξέρετε η ίδια προσωπικά χρειάζεται σε όλους μας να μάθουμε την ιστορία μας από τον Περικλή έως και σήμερα».
- Μας εκπλήσσει ευχάριστα και η έκθεση με υλικό του κυπριακού αγώνα.
– «Βέβαια, έχουμε μια μεγάλη έκθεση εδώ του κυπριακού αγώνα και όλα που αφορούν την Κύπρο. Είναι βέβαια ενωμένος ο χώρος αυτός με τον υπόλοιπο χώρο τον παλαιό του μουσείου, όπως ενωμένοι γεωγραφικά και ιστορικά είναι η Κύπρος με την Ελλάδα και για την οποία είμαστε έτοιμοι με το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου που λέμε, παρά τα όσα συμβαίνουν με αυτό το θέμα, ότι η Κύπρος είναι το προπύργιο του ελληνισμού, η Κύπρος είναι αδιαίρετο κομμάτι γεωγραφικά, εκεί στηρίζεται δε και το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου».
Η αναβάθμιση του Μουσείου
- Σχολιάσατε με ευγνωμοσύνη θα λέγαμε την πρόσφατη αναβάθμιση του μουσείου.
– «Μα ήταν ένα σπουδαίο γεγονός. Εγώ είχα έναν μικρό προϊδεασμό και μια βεβαιότητα. Επιτρέψτε μου να το πω και δεν είναι κομματικό. Αυτήν τη στιγμή σχολιάζω έναν υφυπουργό Εθνικής Άμυνας, που εγώ με τη μακρά θητεία μου στα επιτελεία έζησα πολλούς. Ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Γιάννης Κεφαλογιάννης ελειτούργησε δραστηριότατα. Δεν ξέρω γιατί, εύχομαι να λειτουργεί σε όλα τα θέματα έτσι. Έχω όμως την αίσθηση, και αυτό είναι ευχάριστο, ότι για το Ρέθυμνο και το Χρωμοναστήρι που είναι αυτό το μουσείο, το οποίο και στους παλαιότερους καιρούς εξεθείαζε και επισκεπτόταν, ότι όταν έφτασε εκεί η πρόταση για να αναβαθμιστεί το μουσείο δεν το σκέφτηκε και πολύ, υπέγραψε αμέσως. Η πράξη, λοιπόν, αναβαθμίσεως του μουσείου ώστε από στρατιωτικό μουσείο να γίνει παράρτημα του Πολεμικού Μουσείου, έγινε με πολύ γρήγορους ρυθμούς, δεν το πολύ σκέφτηκε ο υπουργός, δεν το έβαλε στην μπάντα και να πει «άστο μουσείο είναι, έχω άλλα καυτά ζητήματα να ασχοληθώ». Το υπέγραψε πολύ γρήγορα και τώρα είναι στην πρόεδρο της δημοκρατίας, που είναι εντελώς τυπικό, και νομίζω αυτήν τη στιγμή μπορεί ήδη να έχει υπογραφεί».
- Πόσο εξυπηρετεί η αναβάθμιση αυτή τη λειτουργία του μουσείου.
– «Όταν κάναμε πρώτα το μουσείο, έγινε αποκλειστικά με πόρους του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ίσως επειδή ήμουν εγώ αρχηγός ΓΕΕΘΑ, όχι ότι έκανα ό,τι ήθελα, αλλά με τους πόρους του επιτελείου. Η σκέψη μου ήταν όντως, επειδή είχαμε κάνει και έπρεπε να κάνουμε, και νομίζω ότι και εσείς θα το εκτιμήσετε που ασχολείστε τόσο πολύ με τα ιστορικά θέματα, ότι πρώτα έκανα ένα μουσείο ανάλογο. Αναβαθμίσαμε το μουσείο του Καλπακίου, γιατί αυτό το μουσείο είχε παραμεληθεί λίγο, και βεβαίως κάναμε και αυτό το μουσείο ως μουσείο του στρατού. Έχουμε λοιπόν ένα τρίγωνο στα άκρα της Ελλάδας. Το νοτιότερο στην Κρήτη, ανατολικότερα δίπλα στην Τουρκία στα σύνορά μας και το δυτικότερο το ιστορικό μουσείο Καλπακίου. Έγινε λοιπόν αυτό το μουσείο με πόρους του στρατού, αλλά αυτό είναι μεγάλο έργο. Να βάλω μια παρένθεση να πω, ότι ο ομόλογός μου ο Ιταλός, που εκεί οι ένοπλες δυνάμεις έχουν την ευθύνη όλων των αρχαίων χώρων και τους συντηρούνε και πολύ καλά, υπάρχουν ειδικοί προϋπολογισμοί. Έστειλε μια ομάδα να δει το μουσείο μας όταν τέλειωσε και έμειναν ενθουσιασμένοι. Αυτή η επιτροπή που αποτελούνταν από επιστήμονες και αρχαιολόγους αποφάνθηκε ότι τούτο το μουσείο είναι το καλύτερα αποκατεστημένο ενετικό κτίσμα σε όλη τη Μεσόγειο. Αυτό ήταν μια μεγάλη τιμή και πράγματι έγινε μια μεγάλη προσπάθεια».
- Και σας ανοίγονται λαμπρές προοπτικές.
– «Το μουσείο τώρα θα εμπλουτιστεί και με επιπλέον υλικό. Μετά οι μουσειολόγοι που υπάρχουν στο Πολεμικό μουσείο θα έρχονται εδώ και θα μπαίνει η σκέψη τους, ο τρόπος που βλέπουν τα πράγματα και πιστεύω ότι όχι μόνο τυπικά ή νομικά αναβαθμίζεται, αλλά και ουσιαστικά με την παρουσία των προέδρων από εκεί, των υπεύθυνων του μουσείου κ.λπ. και επομένως αναβαθμίζεται. Αυτά όλα οφείλονται εις τον υφυπουργό Εθνικής Άμυνας, ο οποίος τυχαίνει να εκλεγεί στο Ρέθυμνο και μας τιμάει αυτό. Εγώ προσωπικά τον ευχαριστώ πάρα πολύ γιατί περίπου με μια ηθική σχέση που είχα πλέον με το μουσείο ύστερα από τόσα χρόνια, με απασχολούσε τι θα γίνει το μουσείο μετά, γιατί ακόμα και μετά εάν οι αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου Στρατού σέβονται τον παλαίμαχο αρχηγό. Όμως όταν και αυτοί εκλείψουν ίσως να παραμεληθεί ένα μουσείο, δυστυχώς έχουν άλλες προτεραιότητες τα γενικά επιτελεία. Τώρα όμως το Πολεμικό μουσείο θα φροντίζει και ευχαριστώ δημόσια τον υφυπουργό Εθνικής Άμυνας κ. Γιάννη Κεφαλογιάννη για αυτό που έκανε για το μουσείο, όπως και τον ευχαριστώ προσωπικά για τον φιλόφρονα χαιρετισμό που έκανε στο πρόσωπό μου στις 12 Αυγούστου που έγινε εδώ μια εκδήλωση από τον σύλλογο Χρωμοναστηρίου Παναγία η Κερά της Αθήνας, που με τίμησαν για το έργο μου».
- Με την ευκαιρία και της μεγάλης επετείου που τιμάμε, πείτε μας γιατί κάποιοι επιμένουν να ταυτίζουν τις έννοιες «πατριώτη» και «εθνικιστή». Εθνικιστές ήταν τα παλληκάρια μας που έγραψαν την εποποία του 40;
– «Μπορεί να το κάνουν και επίτηδες εκείνοι που ταυτίζουν τις έννοιες. Ο εθνικιστής ξέρουμε τι είναι, ποιοι είναι, που τάσσονται, πως καταδικάζονται. Η κοινή γνώμη έχει τα δικαστήρια και η πολιτεία και βουλή, τι έχει κάνει για αυτούς που χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο με εκμετάλλευση της ελληνικής σημαίας και των εθνικών συμβόλων. Άλλο αυτό και άλλο ο πατριωτισμός. Προηγουμένως είπα ότι ο στρατός μας είναι πατριωτικός, και το λέω με υπερηφάνια και το έλεγα και στο ΝΑΤΟ και θαυμάζανε αυτοί που έχουν επαγγελματικούς στρατούς. Μιας και λέμε τιμές, ο Ζακ Σιράκ όταν πήγαμε στο Κόσοβο είχαμε κοινές αποστολές ο γαλλικός στρατός και ο ελληνικός. Όταν είδαν πως ήταν οι επαγγελματίες δικοί τους και οι στρατιώτες οι κληρωτοί δικοί μας έμειναν άφωνοι. Για όλο αυτό το έργο που είδανε με τίμησε ο ταξίαρχος με παράσημο. Ο πατριώτης, ο στρατιώτης ο δικός μας δεν έχει καμία σχέση με αυτό που λέμε «εθνικιστής». Θα ήταν προτιμότερο να σας το εξηγήσει ένας επιστήμονας, ένας φιλόλογος, γλωσσολόγος, όμως εγώ σας λέω πως το βιώνουμε. Στον στρατό δεν είναι εθνικιστές, είναι τα παιδιά μας που έρχονται πιστεύοντας οτιδήποτε από τα σπίτια τους, είτε είναι ΚΚΕ, είτε ΣΥΡΙΖΑ και τα κόμματα που είναι τώρα στη βουλή, και μακάρι να είναι πολλά κόμματα στη βουλή, βέβαια το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία. Όλα τα παιδιά έρχονται στον στρατό και κανείς δεν κρύβει αυτό που πιστεύει. Επί Χούντας απόκρυπταν, τότε ακόμα και τη σκέψη σου έψαχναν να βρουν και εάν δεν μπορούσαν αν τη βρουν τη φτιάχνανε, και εγώ θύμα ήμουν. Με την έννοια όχι του αντιχουντικού κ.λπ., απλώς κάναμε ήσυχα τη δουλειά μας και ήθελαν να λέμε αυτά τα εθνικιστικά. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά σχέση του ενός με το άλλο.
Η λέξη «εθνικιστής» που παλαιότερα είχε καλή έννοια, ήταν για το έθνος για την πατρίδα. Και εγώ μίλησα πριν για το έθνος. Μάλιστα, τους δύο Μεγαλόσταυρους εγώ τους λέω εθνικά σύμβολα. Δύο πολιτείες, δύο κράτη ανεξάρτητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είναι ένα έθνος, ένας χώρος. Το δε δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου που έχει γίνει αποδεκτό και από τη βουλή των Ελλήνων και τη βουλή των αντιπροσώπων της Κύπρου, δεν σημαίνει ένωση, το σύνθημα «ένωση» που το αξιοποιούν τώρα οι εθνικιστές ή και άλλοι λίγο απρόσεκτοι, αλλά δείχνει ότι ο χώρος είναι ενιαίος. Σε αυτόν θα αμυνθούμε, οι πατριώτες θα πολεμήσουν για αυτόν. Οι εθνικιστές θα ξεχωρίσουν να κάνουν ό,τι θέλουν.
Δεν μπορώ να ακριβολογήσω στον ορισμό «εθνικιστής» και «πατριώτης», αλλά μπορώ να σας πω ότι ο ελληνικός στρατός είναι πατριωτικός στρατός, τα παιδιά που στρατεύονται ευόρκως υπηρετούν την πατρίδα, έτοιμοι να έρθουν σε κάθε πρόσκληση και το έχω ζήσει πάρα πολλές φορές από τη μακρά θητεία μου. Και γυρίζω βέβαια στον ένδοξο πόλεμο του ’40, που η μεγάλη δόξα προήλθε από τους εφέδρους. Ο ενεργός στρατός ήταν ελάχιστος, όπως και τώρα. Έφεδροι υπολοχαγοί και αξιωματικοί ήταν όλοι που δόξασαν τα ελληνικά όπλα. Έφεδροι θα δοξάσουν εάν χρειαστεί και πάλι τα ελληνικά όπλα. Δουλειά, έργο και όφελος των πολιτικών μας είναι να κάνουν οτιδήποτε νομίζουν λογικό να γίνει με τη διπλωματία. Ο στρατός και οι ένοπλες δυνάμεις θα κάνουμε τη δουλειά μας, όπως προβλέπεται από τους υφιστάμενους νόμους, όπως βέβαια έχουμε ορκιστεί όλοι. Να ξέρετε ότι ο σύγχρονος όρκος «Ορκίζομαι να φυλάττω με πίστη την πατρίδα…», μοιάζει πάρα πολύ με τον όρκο του Περικλέους «Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά». Αυτό λοιπόν πιστεύουμε και τώρα εμείς. Τα λέει ένας παλαίμαχος, αλλά εκφράζω ότι είμαστε σε συνεχή επαφή με τους συναδέλφους και εκτιμώ αυτό που και ο νυν αρχηγός και οι άλλοι του ΓΕΘΑ, του Ναυτικού, με πολύ σεβασμό με παίρνουν και μιλούμε για τα θέματα αυτά, με πολλή προσοχή και τους ευχαριστώ».