Καθώς πλησιάζει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου,συνεχίζουμε το αφιέρωμα μας στην εποποιία του 1940,μνημονεύοντας εκείνους που πολέμησαν με πάθος για την τιμή του έθνους,συνοψίζοντας γεγονότα μέσα από τα ημερολόγιά τους.
Είναι σπουδαίο κληροδότημα μνήμης όσα διαβάζουμε σε ημερολόγια βετεράνων και απλών στρατιωτών από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Αντιπροσωπευτικά τα παρακάτω αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Παντελή Σαββάκη, η ζωή του οποίου μοιάζει με μυθιστόρημα.
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος έμεινε στην ιστορία, καθώς αντίκρισε τόσες φορές το θάνατο κι όμως κατάφερε να τον ξεγελάσει.
Διαβάζουμε στο ημερολόγιό του για το πρώτο διάστημα μετά την κήρυξη του πολέμου:
29-10-40 έως 7-11-40
Την επομένη της αφίξεώς μας εις την Θεσσαλονίκη επαρουσιάσθην εις Γ’ Ανωτέρα Στρατιωτική Διεύθυνσιν και ετοποθετήθην εις ένα Λόχον του Εμπέδου, ως Διμοιρίτης, μαζί με δύο άλλους συμμαθητάς μου.
Διά πρώτη φορά ανελάμβανα διοίκησιν και μάλιστα το τμήμα μου αποτελείτο από αγυμνάστους δηλαδή άνδρας άνω των 30 νέων.
Το γεγονός αυτό είχε μια περίεργη αντίδραση στο ψυχολογικό μου κόσμο και μου εφαίνετο παράξενο το ότι ελεγόμουν ηγήτωρ και η κάθε κουβέντα ήτο διά τους άλλους Διαταγή!
Δούλευα μέχρις υπερκοπώσεως, διότι σαν αρχαιότερος και επειδή ο Διευθυντής του Λόχου ήτο Υπ/γος επιστρατευθείς, μόλις προ διημέρου είχα και τη δουλειά του Λοχαγού ουσιαστικά αναλάβει.
Δεν θα απόφευγα την υπερκόπωσιν εάν έπειτα από εν δεκαήμερον δεν ήρχετο διαταγή τοποθετήσεώς μου από Γ’ Ανωτ. Στρατ. Αξιωματικών εις Διεύθυνσιν Αυτοκινήτων. Εκεί ανέλαβα Υπηρεσίαν βοηθού του Διευθυντού και κάπως ξεκουράσθηκα και επιπλέον μου εδόθη ο καιρός να ασχοληθώ και με την ιδιωτική μου ζωή ας πούμε και να περάσω και λίγο την ώρα μου, όπως επέβαλε η ηλικία μου.
7-11-40
Την ημέρα αυτή έγινε η Ορκωμοσία μας ως Ανθυπολοχαγοί.
Η τελετή απλή, καθαρώς στρατιωτική, όπως επέβαλε το, υπό των περιστάσεων πρόγραμμα έλαβε χώρα εις το προαύλιον του 50ου Συντάγματος.
Τώρα πλέον είμεθα ανθυπολοχαγοί, οι οποίοι δεν εκωλύοντο από τίποτα διά να μεταβούμεν στο Μέτωπον.
8-11-40
Ένα γκρουπ από Αξιωματικούς συναδέλφους αποφασίσαμεν να υποβάλωμεν αναφορά, ζητώντας να μεταβούμεν αμέσως εις το Μέτωπον.
Η σκέψις ότι θα ερρίπτοντο οι Ιταλοί στη θάλασσα και θα… τελείωνε ο πόλεμος και εμείς θα μέναμε απειροπόλεμοι, ενώ οι άλλες τάξεις που είχαν βγει προηγουμένως θα είχαν ιδέα τι εσήμαινε πόλεμος, μας έκανε έξω φρενών και η ανυπομονησία μας κάθε μέρα μεγάλωνε.
Στη σκέψη αυτή αν προσθέσετε και τον ενθουσιασμό μας και την επιθυμίαν μας να λάβωμεν και ‘μεις μέρος εις την ένδοξον προέλασιν του Στρατού μας, μπορείτε να εξηγήσετε το γιατί την επομένην της ορκωμοσίας μας υποβάλαμεν τας αναφοράς μεταβάσεώς μας στο Μέτωπον.
9 έως 20-11-40
Η ζωή στη Θεσσαλονίκη ήτο άσχημη για μας, που τώρα είχαμε την ελευθερίαν να ρυθμίσωμεν όπως θέλαμε τη ζωή μας χωρίς να είμεθα κλεισμένοι στους τέσσαρες τοίχους της Σχολής Ευελπίδων και να σηκωνόμεθα προτού ξημερώσει και να κοιμώμεθα μόλις νυκτώσει, απομονωμένοι από του λοιπού κόσμου.
Η ζωή κυλούσε ήσυχα και μόνο κάπου- κάπου διεκόπτετο, από τις σειρήνες του συναγερμού που μας ανάγκαζαν την ημέρα να εγκαταλείπωμεν την δουλειά μας, για να αρχίσωμεν το καλαμπούρι στα καταφύγια του Ιταλικού Σχολείου, οδός Μισδραχή, όπου εστεγάζετο η Γ’ ανωτέρα Στρατιωτική Διεύθυνση τη δε νύκτα να ανακόπτωμεν τον ύπνον μας και να κατεβαίνωμεν εις το ισόγειο του σπιτιού για να αντικρύσωμεν το θέαμα της συγκεντρώσεως της γειτονιάς εν αδαμιαία περιβολή…, πώς να την χαρακτηρίσω, αφού οι περισσότεροι από την βιασύνη τους, ήρχοντο σχεδόν χωρίς περιβολή!
Εις το σπίτι αυτό (Αγ. Τριάδα) εκαθόμουν, από της πρώτης ημέρας της αφίξεώς μου στη Θεσσαλονίκη. Η κυρά Μαρία η σπιτονοικοκυρά μας επεριποιείτο σαν παιδιά της εμένα και ένα συμμαθητή μου Χωρεμιώτη που εκαθήμεθα εις ένα δωμάτιο.
Ένα μεσημέρι, ενώ ήμουν έτοιμος να ξαπλώσω να ξεκουρασθώ λίγο, ακούω ότι κάποιος ταγματάρχης ζητούσε τον ανθυπολοχαγό Σαββάκη.
Βγαίνω από το δωμάτιο και αντικρίζω τον… Πατέρα μου!
Ήτο με στολή Ταγματάρχου.
Τα συναισθήματα σε τέτοιες περιστάσεις δεν θα τα περιγράψω από φόβο ότι δεν θα τα καταφέρω ούτε κατ’ ελάχιστον να αποδώσω εκείνο που αισθανόμουν.
Είχα μπροστά μου τον πατέρα μου, ο οποίος είχε επανακληθεί με την κήρυξη του πολέμου, εις τας τάξεις του Στρατού και επήγαινε στο Μέτωπο!
Πατέρας και Γιος είχαν αφήσει το σπίτι τους, μόλις προ ημερών ο πρώτος και προ μηνός ο δεύτερος για να μεταβούν και οι δυο στο Μέτωπο.
Το σπίτι μας είχε τώρα και τους δύο προστάτας στο δρόμο προς την πρώτη γραμμή του πυρός.
Έμενε δε πίσω η μητέρα μου με την αδελφή μου, δύο γυναίκες χωρίς η μία να μπορεί να παρηγορήσει την άλλη, ούτε να της βγάλει την εφιαλτική σκέψη, ότι από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να τους έλθει ένα γράμμα, που να λέει ότι ο ένας από τους δύο έπαθε κάτι ή και οι δύο καμιά φορά.
Η ψυχολογία μας όμως και εμάς δεν ήτο και πολύ διάφορος.
Από τας συζητήσεις μας καταλάβαινα κάπως ότι η μόνη ανησυχία του ενός ήτο το να μην πάθει ο άλλος τίποτα.
Κανείς από τους δυο μας δεν ενδιαφέρετο για τον εαυτόν του.
Έτσι παρουσιάσθη το φαινόμενον, όταν μετά δύο ημέρες αποχαιρετούσα τον πατέρα μου στο Σιδηροδρομικό σταθμό κατά την αναχώρησιν του τραίνου, που θα τον μετέφερε στο Μέτωπο, εγώ μεν να μη μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια μου, ενώ ο πατέρας μου ήτο ευχαριστημένος που δεν ήτο ο ρόλος μου αντίθετος.
Μετά την αναχώρησιν του πατέρα μου, παρέμεινα λίγες μέρες ακόμα στη Θεσσαλονίκη, κατά τας οποίας ανέλαβα την υπηρεσίαν του αρχιφύλακος-ελεγκτού της κινήσεως της οδού προς «Π. Μελά», με το φυλάκιον ελέγχου έναντι του στρατοπέδου του Πυροβολικού.
30-11-40
Η αναφορά μας περί μεταβάσεως εις το Μέτωπον ελήφθη υπ’ όψιν και εις απάντησιν ήλθε η διαταγή μεταβάσεώς μας εις τας μονάδας του Μετώπου. Εγώ ετοποθετούμην εις 50ο Σύνταγμα Πεζικού.
Είμεθα το όλον 15 ανθυπολοχαγοί, συμμαθηταί μου, οι μετατιθέμενοι.
1-12-40
Πρωί-πρωί βρισκόμουν εις το ίδιο μέρος του Σιδηροδρομικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, όπου προ ημερών αποχαιρετούσα τον πατέρα μου όταν αναχωρούσε διά το Μέτωπον, διά να ακολουθήσω κι εγώ περί την μεσημβρίαν τον ίδιο δρόμον.
Εις Φλώριναν αποβιβάσθηκαμεν του τραίνου διά να επιβιβασθούμεν αυτοκινήτων τα οποία μας μετέφεραν εις Κορυτσάν.
Εις το χιονισμένο περιβάλλον το οποίο διέσχιζε ο επίσης σκεπασμένος με παχύ στρώμα από χιόνι δρόμος, δεν έβλεπε κανείς σημεία ζωής παρά μόνο κάπου-κάπου φάλαγγας από μεταγωγικά και Στρατιώτας εν πορεία.
Εκείνο που μου έκαμε πολύ μεγάλη εντύπωση ήτο το θέαμα που αντίκρισα εις εν σημείον του δρόμου, όπου είδα Στρατιώτες να σύρουν κανόνια με τον ώμον τους έχοντας αντικαταστήσει τους ημιόνους, οι οποίοι λόγω του ολισθηρού της οδού και της υπερκόπωσης ψοφούσαν και δεν ήτο δυνατόν να χρησιμοποιηθούν.
Ένας συνάδελφος μου τους ερώτησε: Τίνος Μονάδος είσθε παλληκάρια;
Ένας λοχίας απάντησε: Της Μεραρχίας Κρητών!
3-12-40-Κορυτσά.
Η άφιξή μας στη χιονισμένη πόλη ήταν κάτι το συγκινητικό να βλέπει κανείς μια Ελληνική πόλη σε ξένο έδαφος.
Παντού ομιλείτο η Ελληνική γλώσσα, οι επιγραφές των καταστημάτων, στους τοίχους και γενικά όπου έβλεπε κανείς γράμματα ήταν Ελληνικά.
Την μεγαλύτερη εντύπωση μας έκαμε ένα γκρουπ από γυναίκες και γέρους οι οποίοι εις μίαν στροφήν του δρόμου, όπου εσταμάτησε, για λίγο το αυτοκίνητο, μας προσέφεραν κονιάκ, γλυκά, μαζί με ζητωκραυγές και ευχές για ταχεία Νίκη και ολική απελευθέρωσίν τους υπό του ελληνικού Στρατού. Το ίδιο ήσαν έτοιμοι να βγουν από τα καταστήματα και τα σπίτια να κάμουν και οι άλλοι αν σταματούσε έστω και για λίγο αυτοκίνητο και τούτο παρά το πολύ χιόνι που έπεφτε. Αρκούντο δε εις το να μας χαιρετούν με χειρονομίες και φωνές.
Εις το Φρουραρχείο όπου εστάθμευσε το αυτοκίνητον, μας είπαν ότι ήθελαν σημείωμα από την Στρατιωτική Διοίκησιν Κορυτσάς για να μας εξεύρουν στέγην. Εγώ ως αρχαιότερος επεφορτώθην με την δουλειά αυτή.
Πήγα στη Στρατιωτική Διεύθυνσιν όπου μου είπαν ότι το σημείωμα θα το δώσει ο κ. Υποδιοικητής.
Άνοιξα την πόρτα του Γραφείου του κ. Υποδιοικητού και στάθηκα όρθιος εν στάσει προσοχής προ του γραφείου έτοιμος να παρουσιασθώ όταν διαπίστωσα ότι ο κ. Υποδιοικητής ήταν ο… πατέρας μου!
Η στέγη εξευρέθη αμέσως για τους συναδέλφους γιατί εγώ, τις δύο ημέρες της παραμονής μου, λόγω το ότι οι δρόμου εκαθαρίζοντο από το χιόνι, έμεινα εις το σπίτι που έμενε ο πατέρας μου. Μια καλή οικογένεια αποτελούσε τους σπιτονοικοκύρηδες, οι οποίοι με περιποιήθηκαν εξαιρετικά.
Την συγκίνησιν τη δική μου και του πατέρα μου, δεν μου είναι δυνατόν να περιγράψω. Θυμάμαι ζωηρά το μορφασμό που έκαμε ο πατέρας μου, που ακόμα δεν μπορώ να καθορίσω, αν ήταν χαράς, λύπης ή έκπληξης και που μάλλον ήταν όλα μαζί και γι’ αυτό ακριβώς είναι δύσκολος ο καθορισμός του.
Η δική μου χαρά ήταν απεριόριστη, γιατί έβλεπα τον πατέρα μου αφ’ ενός και αφ’ ετέρου διότι ήταν σε μέρος εις το οποίον δε, ήμουν ήσυχος ότι είναι ασφαλισμένος. Ήμουν επίσης χαρούμενος, διότι ύστερα από λίγες μέρες θα ήμουν στο Μέτωπο.
5-12-40
Αφού με εφοδίασε ο πατέρας μου με όλα τα εφόδια εις ιματισμό, υπόδησιν και συμβουλές, απαραίτητα για ένα που πήγαινε στο Μέτωπο, με αποχαιρέτησε με δάκρυα, αυτή τη φορά, εκείνος, ενώ εγώ αντιθέτως ήμουν ευχαριστημένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
6-12-40. Προς το Μέτωπον
Η πρώτη στάσις στην Ερσέκα, για να πάρωμεν λίγο νερό για τα αυτοκίνητα, που μας μετέφεραν. Η πρώτη επαφή με τα αποτελέσματα του πολέμου: Ερείπια – Ερείπια- Ερείπια.
Δευτέρα και τελευταία στάσις εις Λεσκοβίκι.
Απ’ εδώ κι εμπρός θα άρχιζε η πεζοπορία.
Ακολούθησα μια εφοδιοπομπή, που θα πήγαινε στο 50ον Σύνταγμα τρόφιμα.
Το Σύνταγμα αυτό ήταν, από την αρχή του πολέμου, στην πρώτη γραμμή.
Μια σειρά από φορτωμένα ζώα ακολουθούσαν την φάλαγγα, που σα τεράστιο φίδι προχωρούσε αργά-αργά για να πάει στους μαχητάς το πολύτιμο φορτίο του, που με τόση λαχτάρα περίμεναν.
Τρόφιμα – κονιάκ – εφημερίδες και γράμματα από τα αγαπημένα πρόσωπα ήταν τα χριστουγεννιάτικα δώρα για τους φαντάρους μας, που κατέρριπταν το προσωπείον του «Αηττήτου» του Άξονος κι εδίδασκαν, για μια ακόμα φορά, τον υπόλοιπον κόσμο, πώς πρέπει να πεθαίνει και να νικά υπενθυμίζοντάς του ότι στους ετερόφωτους πολιτισμένους Λαούς την ιδιότητα του Έλληνος, διδασκάλου και φωτοδότου του φωτός του πολιτισμού.
Εις το δρόμο συναντήσαμε τη Μεραρχία Κρητών, η οποία εβάδιζε προς το Μέτωπο. Σε μια στιγμή, όπως ήμουν στην ουρά της φάλαγγας μου λέει ένας Στρατιώτης, ότι ένας Δεκανέας με ζητά.
Πηγαίνω εκεί που μου είπαν και βλέπω τον Δεκανέα, ο οποίος ήταν ο… θείος μου ο Μανώλης ο Σαββάκης αδελφός του πατέρα μου.
Κάθισα λίγο και είδα πολλά παιδιά του χωριού μου (Σπήλι Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνης). Μετά από ένα συγκινητικό χαιρετισμό ανεχώρησα. Ένας εξάδελφός μου (Ιωάννης Βρυλλάκης) μου έστειλε ένα σημείωμα, με μολύβι, μελανί γραμμένο, διότι δε με πρόφθασε, όπως είχα φύγει και μου έγραψε ότι στενοχωρήθηκε, που δεν με είδε κλπ.
Το σημειώνω αυτό, το αναφέρω, διότι κατά την αιχμαλωσία μου θα παίξει κάποιο ρόλο.
Προχωρήσαμε με τη φάλαγγα μέχρι ενός σημείου εις την βόρεια πλευρά του Άψου. Το Σύνταγμα ευρίσκετο προς τα νότια του ποταμού. Το ποτάμι, λόγω του χιονιού είχε ανυψωμένη τη στάθμη και είχε χαμένη μια γέφυρα, η οποία υπήρχε εις το σημείον αυτό.
Με σχεδίες ηγούντο η μεταφορά των τροφίμων από την μια όχθη στην άλλη. Ο τρόπος όμως αυτός ήταν δύσκολος και μόνο μικρά ποσότητα τροφίμων κατερθώνετο να διεκπεραιωθεί και να φθάσει μέχρι το Σύνταγμα.
Γι’ αυτό όταν βρήκα τον 2ον Λόχον του Ι Τάγματος, εις τον οποίον ο μακαρίτης Συνταγματάρχης Παπαπέτρου Διευθυντής του 50ου Συντάγματος με είχε τοποθετήσει, βρήκα και τους Στρατιώτες και τους Αξιωματικούς εις αθλίαν επισιτιστικήν κατάστασιν.
Λίγες σταφίδες και 1/10 κουραμάνας, ήταν το ημερήσιον συσσίτιόν τους και κάποτε ούτε κι αυτό.
Ήταν τώρα περίπου 15 ημέρες που, λόγω της καταστροφής της γέφυρας, υπέφεραν τρομερά από την έλλειψιν τροφίμων. Εφαίνοντο δε ότι ακόμα άλλον τόσο καιρό θα έπρεπε να υποφέρουν. Το μηχανικόν είχε λάβει εντολήν να κατασκευάσει την γέφυραν.
Εν τω μεταξύ δεν θα λησμονήσω ποτέ, την εντύπωσιν όπου μου επροξένησαν οι σκελετωμένοι στρατιώται οι οποίοι ευρίσκονταν για ανάπαυσιν ύστερα από πολλάς νικηφόρους μάχας που είχαν δώσει. Αντί να αναλάβουν, καθημερινώς πήγαιναν και χειρότερα από την πείνα. Θυμάμαι ότι ο Λοχαγός (Λοχαγεύων) ένας πολύ φίλος μου στη Σχολή Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης Κωνσταντίνος δεν είχε δύναμη να πάει στο Τάγμα που απείχε ένα τέταρτο δρόμο από το Λόχο προς λήψη προφορικής διαταγής και επεφορτίσθην εγώ από τον Ταγματάρχη να του μεταβιβάσω των εν λόγω διαταγή.
«Σκάβαμε το χιόνι και κοιμόμαστε μέσα»
Συγκλονιστικές και οι μαρτυρίες του Μιχαήλ Κων. Δημητρακάκη στον αντιστράτηγο κ. Νικόλαο Σαμψών για τις δικές του εμπειρίες από το πρώτο διάστημα μετά την κήρυξη του πολέμου.
«Με την κήρυξη της επιστράτευσης μας κάλεσαν και παρουσιαστήκαμε στους Αρμένους. Μετά από 10 μέρες μας πήγαν στα Περβόλια και τότε βρήκα την ευκαιρία να έλθω στο Ατσιπόπουλο να δω τους γονείς μου. Την επομένη κατέβηκα στο Ρέθυμνο όπου συνάντησα τον Μάρκο Κουτσουράκη, που ήταν Λοχαγός. Αυτός με απείλησε γιατί είχα φύγει χωρίς άδεια και έτσι γύρισα στα Περβόλια. Ύστερα από λίγες μέρες ξεκινήσαμε με αυτοκίνητα από τους Αρμένους για τα Χανιά. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων σταματούσε σε κάθε χωριό και οι γονείς και συγγενείς των στρατιωτών τους αποχαιρετούσαν, γι’ αυτό και το ταξίδι μέχρι τα Χανιά κράτησε πολλές ώρες.
Στα Χανιά μείναμε 5-6 μέρες μέχρι να έλθει το καράβι και μετά φύγαμε για τον Πειραιά. Εκεί έγινε οργάνωση σε Διμοιρίες, Λόχους και Τάγματα και μετά μπήκαμε στο τραίνο και αναχωρήσαμε για το μέτωπο. Αφού γυρίσαμε όλη την Αλβανία καταλήξαμε στο Πρωτοκκλήσι νότια της Κλεισούρας. Εκεί όλα ήταν άσπρα από το χιόνι και γι’ αυτό μας είχαν δώσει άσπρα σεντόνια να τα φοράμε πάνω από τη στολή για να μη φαινόμαστε. Εσκάβαμε το χιόνι και κοιμόμαστε μέσα. Το χιόνι ήταν μεγάλο πρόβλημα γιατί δυσκόλευε τις κινήσεις μας και μας προκαλούσε κρυοπαγήματα. Όμως μας βοηθούσε γιατί το λειώναμε και πίναμε νερό και μας προστάτευε από τα βλήματα του Ιταλικού Πυροβολικού γιατί πολλά απ’ αυτά δεν έσκαγαν και εξοστρακίζονταν πάνω στο χιόνι.Oι ψείρες επίσης ήταν ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, αλλά μας βοηθούσαν γιατί ξυνόμαστε και δεν μας έπαιρνε ο ύπνος για πολλή ώστε να παγώσομε.
Είδαμε ένα στρατιώτη που ήταν κοντά σε ένα χαράκι (βράχο) ακουμπισμένος πάνω στο όπλο του και του φωνάξαμε να σηκωθεί αλλά δεν αντέδρασε. Όταν πλησιάσαμε και τον σκουντίσαμε για να ξυπνήσει έπεσε κάτω γιατί ήταν νεκρός παγωμένος από το κρύο. Σκάψαμε ένα λάκκο επί τόπου και τον σκεπάσαμε με το χιόνι.
Μέσα σε κάθε αντίσκηνο κοιμόμαστε τρία άτομα από την ίδια πλευρά για να ζεσταινόμαστε και ψείρες με το τσουβάλι. Ψωμί είχαμε να φάμε όμως άλλα τρόφιμα δεν υπήρχαν. Είναι σκληρό που το λέω μα τρώγαμε το ψωμί των σκοτωμένων που ήταν αρκετό γιατί ήταν πολλοί και οι σκοτωμένοι. Μας έδιναν κάπου κάπου και ένα ποτηράκι κονιάκ. Σκέφτομαι πολλές φορές και λέω πως καταφέραμε να γυρίσομε πίσω στα σπίτια μας. Πως εγλυτώσαμε».
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…