«Σωρό από ερείπια και δεκάδες πτώματα αντικρίσαμε επιστρέφοντας»
Καταθέτοντας βιωματικές μνήμες από το Ολοκαύτωμα του χωριού του ο πρώην δήμαρχος Ανωγείων, συγγραφέας και ερευνητής κ. Γιώργος Σμπώκος, ήταν από τις σημαντικότερες συμμετοχές στην βιβλιοπαρουσίαση «Μαρτυρικά χωριά Ρεθύμνου» της Εύας Λαδιά.
Στην αρχή της εισήγησής του και παίρνοντας αφορμή από μια χειμαρρώδη τοποθέτηση του συγγραμματέως του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδικήσεων Γερμανικών Αποζημιώσεων κ. Αριστομένη Συγγελάκη είπε μεταξύ άλλων ο κ. Κλάδος:
«Ο κ. Συγγελάκης πραγματικά έχει κάνει φοβερό αγώνα για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Για αυτές αγωνιστήκαμε πολύ, κι ας μην ξεχάσουμε ότι έχουν υποβληθεί μηνύσεις όλων, οι οποίοι κατά το διάστημα της κατοχής υπέστησαν καταστροφές κι ότι δικάστηκαν μερικές. Αλλά στο τέλος κατανοήσαμε ότι ο αγώνας μας δεν έβγαζε πουθενά. Εγώ μάλιστα εδήλωσα ότι ο αγώνας αυτός έπρεπε να συνεχιστεί, αλλά να συνεχιστεί από την επίσημη πολιτεία, η οποία έχει και την ευθύνη! Είναι ένα διακρατικό θέμα. Κι όμως, η ελληνική πολιτεία παίρνει φαινομενικές, απλές αποφάσεις χωρίς ουσία και αποτέλεσμα. Αυτοί έχουν την ευθύνη, σε αυτούς πρέπει να ρίξουμε τα οποιαδήποτε βάρη προκύπτουν από αυτήν την επαίσχυντη κατάσταση, η οποία διαιωνίζεται και απλώς πάνε και μόνο μας κοροϊδεύουν».
Αναφερόμενος στο βιβλίο της Εύας Λαδιά, αλλά και στην ό η της προσπάθεια επί χρόνια για την διάσωση της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου, ο κ. Σμπώκος επεσήμανε μεταξύ άλλων:
«Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση που βρίσκομαι κοντά σας με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου «Τα μαρτυρικά χωριά του Ρεθύμνου» της δημοσιογράφου και συγγραφέως Εύας Λαδιά. Χαίρομαι που βρίσκομαι ανάμεσά σας, ανάμεσα σε φίλους καλούς και αγαπημένους, που με δύναμη και ενωμένοι παλέψαμε για να δώσουμε ακόμα μια ώθηση στην πρόοδο και ανάπτυξη του τόπου μας, του Ρεθύμνου. Να σηκώσουμε ακόμα πιο ψηλά την ιστορία και τον πολιτισμό του. Ανάμεσα στους διαλεκτούς φίλους και συνεργάτες, ξεχωριστή θέση κατέχει η Εύα Λαδιά, ιδιαίτερα την περίοδο που εκτελούσα καθήκοντα δημάρχου Ανωγείων και παράλληλα ήμουν πρόεδρος στην τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ρεθύμνης και στο 1ο Συμβούλιο περιοχής Ρεθύμνου. Κατά τη δεκαετία του 1999 και την περίοδο αυτή, τα μέγιστα βοήθησε και ο αείμνηστος δημοσιογράφος Σπύρος Λούπης. Όμως, εκεί που ήταν ιδιαίτερη η παρουσία της Εύας, ήταν ο τομέας του πολιτισμού. Με πρωτοβουλία δική της ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Οργανισμός Κρήτης, μια θαυμαστή εθνική προσπάθεια και ο οποίος συνέσφιξε τους δεσμούς τους με τον Πολιτιστικό Οργανισμό Κύπρου με σημαντικά αποτελέσματα. Εύα μου, προσωπικά θέλω να σου εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες, όχι μόνο για την πολύτιμη βοήθειά σου στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά ιδιαίτερα στην εξηκονταετή προσπάθειά μου να καταγράψω τη ζωή και τον πολιτισμό των Ανωγείων και κατ’ επέκταση του ορεινού Μυλοποτάμου και Μαλεβιζίου. Εύα σε ευχαριστώ θερμά για την πολυσχιδή βοήθεια που με πρόσφερες και εύχομαι ο καλός Θεός να σου δίνει υγεία και δύναμη να συνεχίσεις τις ωραίες προσπάθειές σου και το πετυχημένο έργο σου. Να είσαι πάντα καλά.
«Έκοβαν το ψωμί από το στόμα τους και μας το έδιδαν»
Ο κ. Σμπώκος στην συνέχεια προκάλεσε όχι μόνο το ενδιαφέρον αλλά και την συγκίνηση του κοινού, το οποίο παρέσυρε σε μια αναδρομή πίσω στον χρόνο μέσα από προσωπικές του οδυνηρές μνήμες. Διηγούμενος τις βιωματικές του μνήμες. Παιδί τότε, το 1944,έζησε όλη την φρίκη του Ολοκαυτώμματος των Ανωγείων και όσα ακολούθησαν στην προσπάθεια να επιβιώσουν οι κάτοικοι, λέγοντας:
«Την ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί από τα Ανώγεια, μετά την ολοκληρωτική καταστροφή, η οικογένειά μου βρισκόταν στο χωριό Θεοδώρα απέναντι από το Γενί Γκαβέ, τη σημερινή Δροσιά. Εκεί οι άνθρωποι, πρέπει να πω και να το τονίσω, έκοβαν το ψωμί από το στόμα τους και μας το έδιναν. Αλλά όσο να ‘τανε, έπρεπε από κάπου και εμείς να βοηθήσουμε αυτήν την κατάσταση για να κρατήσουμε εμάς τα παιδιά στη ζωή. Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
Στις 5 του Σεπτέμβρη 1944, λοιπόν, βρισκόμαστε στη Θοδώρα μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο τέσσερις οικογένειες. Ζοριζόμαστε από κάθε άποψη. Μια στιγμή η μάνα μου η συγχωρεμένη βγάζει την αδερφή μου έξω, ακολουθώ και εγώ, και μας ελέει θα πάτε στο περβόλι και αν βρείτε ό,τι βρείτε, ό,τι είναι να τα κόψετε και να τα φέρετε. Αλλά, μας λέει, προσέχετε γιατί οι Γερμανοί οτιδήποτε κινείτε γύρω από το χωριό το σκοτώνουν, θα πηγαίνετε κατσουλιστά να μη σας εδούνε. Εξεκινήσαμε από εκεί εγώ και η αδερφή μου, πήραμε και ένα τσουβαλάκι. Κατεβαίνουμε στη Δροσιά, φτάνουμε στο Χώνος, παίρνουμε το μονοπάτι τον παλιό δρόμο και φτάνουμε στα Ποριά, εκεί που έγινε η μάχη στο Σφακάκι. Όταν φτάναμε εκεί, εβλέπαμε και το χωριό απέναντι που ήμασταν στην απάνω μεριά, ακούμε μια φωνή από την απέναντι κορυφή «Εφύγανε οι Γερμανοί!». Εμείς κατεβήκαμε επήραμε κάτω να κατεβούμε τον ποταμό του Μάκρη, δεν τον πιστέψαμε και τόσο. Αλλά μόλις κατεβαίνουμε κάτω, ακούμε και από τη μεριά των Σισάρχων την ίδια φωνή «Εφύγαν οι Γερμανοί!».
Συνεχίζοντας ο πρώην δήμαρχος Ανωγείων, με πολύ παραστατικό τρόπο διηγήθηκε την εικόνα που αντίκρυσε στο χωριό του όταν έφτασε εκεί με την αδελφή του, κατόπιν παραίνεσης του παππού του, λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Αναφέρει μέσα στο βιβλίο η κ. Εύα ένα περιστατικό για τον Αλμπάτη που θα τον εκτελούσαν. Αυτός ήταν ο παππούς μου. Έμενε στα Σίσαρχα από κάτω, τον βλέπουμε και μας λέει να πάμε στο χωριό. Πάμε στο χωριό. Αυτό που συναντήσαμε δεν μπορεί με λόγια να συγκρατηθεί. Ήταν η πρώτη μέρα που οι Γερμανοί δεν επήγαν στα Ανώγεια, υπήρχε δε απόλυτη ησυχία. Δεν συναντήσαμε κανέναν εκεί τριγύρω. Πήγαιναν και κάνανε επιδρομές, αλλά τις έκαναν συνήθως τη νύχτα. Είδαμε ένα σορό από ερείπια. Ζώα σκοτωμένα εδώ και εκεί να μυρίζουνε. Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ανοιχτές οι πόρτες και μέσα κοπρές, εκεί κουβαλούσαν τα πάντα, ό,τι είχανε για να τα φορτώνουν στα ζώα και να τα κουβαλούν στα Σίσαρχα. Εκοιτάξαμε να βρούμε κάτι το οικιακό, γιατί δεν είχαμε ούτε πιρούνι, ούτε κουτάλι, ούτε τίποτα. Όλα μας ήταν λειψά και τα βρίσκαμε από τα χωριά τριγύρω. Δεν βρήκαμε. Εφύγαν από εκεί και όλα έμειναν στο χωριό, όλα είχαν καταστραφεί. Εγώ πήγαινα αλλού και αλλού έψαχνε η αδερφή μου.
Θυμάμαι αξέχαστα, σε έναν τοίχο μισοκαμμένο εκρέμοταν μια ωραιότατη φλιτζάνα, αλλά δεν την έφτανα. Και βάζω πέτρες, βάζω πέτρες για να βγω πάνω και να φτάσω τη φλιτζάνα να την πάρω. Την ώρα που έφταξα τη φλιτζάνα απάνω στις πέτρες, την ώρα που την έπιασα χαλάει ο σορός με τις πέτρες, γκρεμίζομαι και εγώ, σπάει και η φλιτζάνα και ο μεγάλος μου πόνος ήταν ότι έσπασα τη φλιτζάνα και την έχασα.
Συνεχίσαμε να κινούμαστε στο χωριό. Ακόμη και πόδι ανθρώπινο ξεχωρίσαμε στον Αι Γιώργη απέναντι. Είχε σκοτωθεί μέσα στο σπίτι της μια γυναίκα, και μαζί με αυτή ήταν και πολλά άλλα πτώματα πιο κάτω. Εμείς προχωρήσαμε μέχρι την κεντρική πλατεία του Αρμί. Κοιτάζαμε να βρούμε τίποτα, δεν βρήκαμε. Μετά πήραμε τον δρόμο, κατεβήκαμε στο περιβόλι που το βρήκαμε πλούσιο, δεν το είχε πειράξει κανείς. Κόψαμε από όλα, πήραμε και φύγαμε».
Και κατέληξε λέγοντας ο κ. Γιώργος Σμπώκος: «Αυτή είναι από τις πιο σκληρές αναμνήσεις που μου διαφύλαξε σε εμένα η κατοχή, γιατί την έζησα από όλες τις πλευρές. Και τα τέσσερα χρόνια ανεβοκατέβαινα στους δρόμους του Ψηλορείτη, που ήταν απαγορευμένη ζώνη. Στους κλοιούς που έκαναν οι Γερμανοί, όσους έπιασαν, όλους τους εκτέλεσαν. Ήταν φοβερά δύσκολα και οδυνηρά εκείνα χρόνια. Εζήσαμε μια πάρα πάρα πολύ δύσκολη ζωή όλοι μας. Αλλά μετά ήρθε γρήγορα η απελευθέρωση και αρχίσαμε τον αγώνα της ανοικοδόμησης, ολομόναχοι στην αρχή, μην ακούτε τι λένε. Περάσανε μήνες πολλοί για να μας δώσουν μερικές στάμνες κ.λπ. Από τα ερείπια βρίσκαμε ξύλα, πέτρες και φτιάξαμε τα πρώτα σπίτια για να καθίσουμε περίπου το ’45. Για εμάς δε τα παιδιά, είχαν την πρόβλεψη την καλή, και μας μας είχαν μαζέψει στο 1ο δημοτικό σχολείο Ηρακλείου, το οποίο μετέτρεψαν σε οικοτροφείο. …».
Η εισήγηση του κ. Σμπώκου μαζί με τις άλλες της βιβλιοπαρουσίασης θα ανέβουν προσεχώς στο κανάλι της Εύας Λαδιά στο Youtube και στην ιστοσελίδα Πολιτιστικό Ρέθυμνο.