Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜ. ΚΑΛΛΙΟΥΡΗ*
Με αφορμή την πρόσφατη (1/4/2024) εκδήλωση που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολις Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από την εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού (προσφιλεστάτου θείου μου – αδελφού της μητέρας μου Χαράς Χαρκιανάκη – Καλλιούρη), με τίτλο «Τα άνω ζητών τοις κάτω συναπτόμενος…», νιώθω υποχρεωμένος να απευθύνω την παρούσα επιστολή προς πληροφόρηση του κόσμου της γενέτειράς μας Κρήτης σχετικά με το πραγματικό μέγεθος του αειμνήστου θείου μου – το οποίο αισθάνομαι ότι, δυστυχώς, αδικείται περιοριζόμενο στις διάφορες παρουσιάσεις και τιμητικές εκδηλώσεις μόνο στις (πράγματι σπουδαίες) θεολογικές και ποιητικές δραστηριότητές του.
Εκφράζω εξ αρχής τις θερμότατες ευχαριστίες μου στους διοργανωτές και τους άξιους εισηγητές της εκδήλωσης, που αναφέρθηκαν εκτενέστατα σε πτυχές του θεολογικού και ποιητικού έργου του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού και μετέφεραν σημαντικά στοιχεία από τη θεολογική και πνευματική πολυετή δράση του ξεχωριστού Ανθρώπου Στυλιανού Χαρκιανάκη. Ευχαριστώ θερμά, επίσης, όλους (επισήμους και απλούς κληρικούς και λαϊκούς) που τίμησαν με την αθρόα παρουσία τους στην εκδήλωση τη μνήμη του μακαριστού συμπατριώτη τους Ιεράρχη.
Όμως, επιτρέψτε μου να επισημάνω την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο ουσιαστικότερο και σημαντικότερο έργο του μακαριστού θείου μου (κατά την προσωπική κρίση και γνώση μου, αλλά και κατά την κρίση πολλών που είδαν και γνωρίζουν εξ ιδίων – και ιδίως των ομογενών της Αυστραλίας): στο ποιμαντικό έργο του μεγάλου αυτού Ιεράρχη, που κράτησε όρθιο και ενίσχυσε όσο κανείς άλλος τον Ελληνισμό της ηπείρου που διαποίμανε επί σχεδόν μισόν αιώνα (44 συναπτά χρόνια). Και αγάπησε τόσο πολύ το ποίμνιό του, που απαίτησε -μέσω της διαθήκης του- να ταφεί ανάμεσά τους, στη χώρα όπου με αυταπάρνηση υπηρέτησε την Ομογένειά μας, κι όχι στα χώματα της λατρεμένης του Κρήτης.
Δυστυχώς, λόγω της τεράστιας απόστασης που μας χωρίζει από τον τόπο της κύριας δράσης του – την Αυστραλία – και της ταπεινοφροσύνης του μακαριστού Στυλιανού (που απεχθανόταν την αυτοπροβολή, ως γνωστόν), ελάχιστα γνωρίζουμε απ’ όσα μοναδικά κι αξιοθαύμαστα έπραξε ως Ποιμενάρχης στη χώρα που του εμπιστεύθηκαν ο Θεός κι η Εκκλησία.
Εκτός απ’ όσα ανέφεραν, λοιπόν, οι λίαν αξιόλογοι ομιλητές στην εκδήλωση της 1ης Απριλίου, μήπως πρέπει να μάθουμε κι εδώ στη γενέτειρά του – και σ’ όλη την Ελλάδα, ει δυνατόν! – ότι ο άνθρωπος που λάμπρυνε τη δεύτερη μεγαλύτερη Επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου στον κόσμο, έδωσε κάθε ικμάδα της σωματικής και πνευματικής του δύναμης στη μακρινή Αυστραλία για να κρατήσει όρθιο τον τότε ξεχασμένο Ελληνισμό εκεί, αντιμετωπίζοντας στην αρχή της θητείας του (από τον Απρίλιο του 1975, οπότε ενθρονίστηκε στο Σύδνεϋ) χάος στην υποτυπώδη οργάνωση της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας και ένα εξαιρετικά εχθρικό προς την Εκκλησία κλίμα από την πρώτη μέρα που πάτησε στην Αυστραλία, λόγω των βαθιών διχονοιών της εκεί Ομογένειας;
Πόσοι ξέρουμε ότι η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας που παρέλαβε από τους προκατόχους του είχε ως «προσωπικό» των κεντρικών γραφείων της έναν λαϊκό για γραμματέα και έναν κληρικό για ιερέα ΜΟΝΟ; Με αυτούς τους δυο ανθρώπους ως υποστηρικτικό/στελεχιακό δυναμικό ξεκίνησε το 1975 να οργανώνει την Αρχιεπισκοπή ο Στυλιανός, που από τους πρώτους μήνες ήδη άρχισε να οργώνει ολομόναχος, χωρίς συνοδείες και φανφάρες, όλη την Αυστραλία – ακόμα και στα πιο ερημικά σημεία της – για να διαποιμάνει, να διαφωτίσει, να ενδυναμώσει, να στηρίξει τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ελλήνων ήδη μονίμων κατοίκων της χώρας και των νέων μεταναστών, που δεν είχαν καν αρκετούς ναούς τότε για να εκκλησιαστούν ακόμα και σε μεγαλουπόλεις όπως το Σύδνεϋ και η Μελβούρνη!
Πόσοι ξέρουμε τον ανύστακτο μόχθο και την αγωνία αυτού του ανθρώπου, του Ιεράρχη – του Θεολόγου – του Ποιητή, αλλά προπαντός του πνευματικού πατέρα και ηγέτη της αυστραλιανής Ομογένειάς μας για 44 χρόνια, προκειμένου να στήσει από το σχεδόν απόλυτο μηδέν όσα αξιοθαύμαστα άφησε ως κληρονομιά στην Εκκλησία και στον Ελληνισμό τη μέρα της εκδημίας του, στις 25 Μαρτίου 2019, όταν – κυριολεκτικά – του έκλεισα τα μάτια στο κρεβάτι του στο δωματιάκι της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας (όπου μόνιμα διέμενε τα εννέα τελευταία χρόνια της ζωής του, λιτά κι ασκητικά – όπως συνήθιζε σ’ όλο το βίο του);
Πολύ συνοπτικά, για να μην σας κουράσω:
Ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός άφησε στις 25 Μαρτίου του 2019 πίσω του:
- 104 δραστήριες Ενορίες και Ενορίες – Κοινότητες της Αρχιεπισκοπής σ’ όλη την Αυστραλία, με συνολικά 122 ναούς (όπου επέβαλλε η λατρεία να γίνεται πάντα στην Ελληνική γλώσσα), με σπουδαίες δραστηριότητες για τη διατήρηση και τόνωση του θρησκευτικού και εθνικού αισθήματος των Ομογενών.
- 8 μοναστήρια (από ΜΗΔΕΝ κατά τον χρόνο άφιξής του), καθώς εξ αρχής συνειδητοποίησε τον σπουδαίο ρόλο που θα έπαιζαν οι ανδρικές και γυναικείες μονές μέσα στην πολυπολιτισμική Αυστραλία για τη διατήρηση της πίστης τού εκεί Ελληνισμού. Και άρχισε το έργο της ίδρυσης μονών σ’ όλη την αχανή χώρα, με πρώτους συνεργάτες του εξέχοντες Αγιορείτες πατέρες, που κατ’ επανάληψιν προσκάλεσε και καλωσόρισε στην Αυστραλία, όπως τον (μετέπειτα όσιο) Παϊσιο και τον σημερινό προηγούμενο της Μονής Ιβήρων Βασίλειο (Γοντικάκη) με τους οποίους συνδεόταν αδελφικά από ετών.
- Οκτώ πρότυπα Δίγλωσσα (με μαθήματα στα Ελληνικά και στ’ Αγγλικά) Κολλέγια, επτά από τα οποία ιδρύθηκαν επί των ημερών του στις μεγαλύτερες πόλεις της Αυστραλίας (Σύδνεϋ, Μελβούρνη, Αδελαϊδα, Περθ). Σχολεία με χιλιάδες μαθητές από το Νηπιαγωγείο μέχρι και την τελευταία τάξη του Λυκείου, που αριστεύουν κάθε χρόνο και έχουν εξελιχθεί οι περισσότεροι σε επιστήμονες και υψηλού επιπέδου επαγγελματίες που διαπρέπουν εντός κι εκτός Αυστραλίας.
- Μία Τριτοβάθμια Θεολογική Σχολή (με έτος ίδρυσης και πρώτης λειτουργίας το 1986), αναγνωρισμένη ως ισότιμη από τις πανεπιστημιακές (τριτοβάθμιες) Θεολογικές Σχολές της Ελλάδας και της Αυστραλίας. Από τη Σχολή αυτή έχουν αποφοιτήσει έως σήμερα εκατοντάδες ελληνικής και μη καταγωγής άνδρες και γυναίκες, πολλοί εκ των οποίων εντάχθηκαν στο δυναμικό της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας είτε ως κληρικοί είτε ως λαϊκά στελέχη των γραφείων και των οργανισμών της. Η ίδρυση αυτής της Σχολής, το όραμα και η υλοποίησή της, ανήκουν εξ ολοκλήρου στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό, που με τεράστιες προσπάθειες προσέλκυσε εξέχοντες Ομογενείς ως πρώτους δωρητές και ευεργέτες, που ενέπνευσε τον μεγάλο όγκο των Ομογενών να την στηρίξουν με εκατοντάδες δράσεις (με μικρές ή μεγαλύτερες δωρεές, με εκδηλώσεις που όλα τα έσοδά τους προορίζονταν για την οικονομική στήριξη της Σχολής κ.α.), ενώ ο ίδιος όχι μόνο από τα προσωπικά του έσοδα κάθε χρόνο διέθετε ένα σημαντικό μέρος τους για τη Σχολή -στην οποία επί δεκαετίες ηγείτο ως Κοσμήτοράς της και δίδασκε χωρίς αμοιβή- αλλά και χάρισε όλη τη θεολογικού περιεχομένου βιβλιοθήκη του και έργα τέχνης που του είχαν δωριστεί προσωπικά, καθώς και από την κληρονομιά του προέβλεψε στη διαθήκη του να περιέλθει στη Θεολογική Σχολή το 18% του συνόλου της, συνεχίζοντας να την στηρίζει οικονομικά ακόμα και μετά θάνατον.
- Τον κορυφαίου επιπέδου Φιλανθρωπικό Οργανισμό Γηροκομείων – Γηριατρείων της Αρχιεπισκοπής, τη «Βασιλειάδα» (στη μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, που πρώτος ίδρυσε οργανωμένα φιλανθρωπικά Ιδρύματα για τη φροντίδα ηλικιωμένων και απόρων), με 11 παραρτήματα σε όλες σχεδόν τις Πολιτείες της Αυστραλίας, για την εξυπηρέτηση των χιλιάδων ηλικιωμένων ομογενών μας.
- Παιδικούς σταθμούς, ιδρύματα και κέντρα για Άτομα με Αναπηρίες και για άτομα με εξαρτήσεις, Κέντρα Πρόνοιας σε κάθε Πολιτεία για μια σειρά παροχών και υπηρεσιών στους ομογενείς μας κάθε ηλικίας, Απογευματινά ελληνικά σχολεία και Κατηχητικά σχεδόν σε κάθε Ενορία της Αρχιεπισκοπής, Κεντρικές Φιλόπτωχες Αδελφότητες (εκτός των μικρότερων Φιλοπτώχων σε κάθε Ενορία και Κοινότητα) με αξιοθαύμαστο κοινωνικό έργο, οργανωμένες θρησκευτικές υπηρεσίες για ελληνικής καταγωγής φοιτητές σε όλα σχεδόν τα πανεπιστήμια της χώρας, για Ελληνορθόδοξους ασθενείς στα νοσοκομεία, για ομογενείς μας φυλακισμένους σε όλη την Αυστραλία, βιβλιοπωλεία στα διάφορα κέντρα της Αρχιεπισκοπής, κηροπλαστείο, τακτικές (δίγλωσσες) εκδόσεις της Αρχιεπισκοπής και τόσα άλλα…
- Την κληρονομιά δεκάδων παναυστραλιανών και πολιτειακών συνεδρίων και εκδηλώσεων Νεολαίας (ακόμα και μόνιμη Κατασκήνωση Νεολαίας σε περιοχή της Πολιτείας Κουήνσλαντ), που συστηματικά οργανώνονταν χάρη στον οραματισμό και την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου, με εκλεκτούς προσκεκλημένους ομιλητές από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο, προκειμένου να φέρει μαζικά τους νεαρούς ομογενείς μας κοντά στην Εκκλησία και να διασφαλίσει τη συνέχεια της ελληνορθόδοξης δυναμικής παρουσίας στην πέμπτη ήπειρο.
- Την Ομογένεια ΕΝΩΜΕΝΗ, με ελάχιστες και ολιγάριθμες θλιβερές εξαιρέσεις που επέμεναν στην εμμονική διάσπαση για πάνω από 60 χρόνια, έχοντας προσελκύσει υπό την αιγίδα της Αρχιεπισκοπής και τις σημαντικότερες και πολυαριθμότερες – έως τότε «ανεξάρτητες» – ελληνικές Κοινότητες της Αυστραλίας (ιδίως της Μελβούρνης το 1993 και του Σύδνεϋ το 2011), γεφυρώνοντας τον διχασμό που μάτωνε τον Ελληνισμό της Αυστραλίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και εμπεδώνοντας στην πράξη την ενότητα στις τάξεις της Ομογένειας.
Αυτά τα γνωρίζω προσωπικά από τις επισκέψεις μου στην Αυστραλία επί δεκαετίες, όπως επίσης τα γνωρίζουν από πρώτο χέρι και πολλοί άλλοι ακόμα (Ιεράρχες κι άλλοι κληρικοί, πολιτικοί και λοιποί παράγοντες), όπως ο νυν Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ευγένιος κι άλλοι Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, που επισκέφθηκαν κατά καιρούς – ως προσκεκλημένοι του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Στυλιανού/της Αρχιεπισκοπής ή άλλων ομογενειακών φορέων και συλλόγων – την Αυστραλία και περιηγήθηκαν την Αρχιεπισκοπή και τους αξιοθαύμαστους Οργανισμούς της, παρακολούθησαν μαζικές εκδηλώσεις της/Κληρικο-Λαϊκές Συνελεύσεις κ.λπ.).
Όλα τα παραπάνω (μεταξύ πολλών άλλων), που οραματίστηκε, δημιούργησε σκληρά εργαζόμενος και διατήρησε θυσιάζοντας ακόμα και την υγεία του ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός, ως επικεφαλής της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας και πραγματικός ηγέτης της Ομογένειας, κι έχοντας στο πλευρό του την πλειονότητα των Ελλήνων της Αυστραλίας που στάθηκαν δίπλα του (χωρίς ιδιαίτερη ενίσχυση από την Πατρίδα μας), κράτησαν όρθιο τον Ελληνισμό τόσο μακριά από την πατρίδα για σχεδόν μισό αιώνα. Με αδιάκοπη προσπάθεια νυχθημερόν (κυριολεκτικά) και κόντρα σε συνθήκες αντίξοες κι ανθρώπους τοξικούς (λαϊκούς και, δυστυχώς, κληρικούς!), που θα είχαν απελπίσει και καταβάλει κάθε άλλον άνθρωπο, ο χαλκέντερος Ρεθεμνιώτης Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κουβάλησε στους ώμους του την Ομογένεια για 44 χρόνια και την παρέδωσε με ανέγγιχτη ορθόδοξη κι ελληνική συνείδηση και ταυτότητα, ακμαία, αξιοζήλευτα οργανωμένη και δυναμική, σε μια χώρα με 120 και πλέον μειονότητες (εθνικές κοινότητες) και με τις κύριες Εκκλησίες της, τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες, πανίσχυρες.
Όμως ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας – με την αμέριστη βοήθεια δεκάδων χιλιάδων πιστών και φιλότιμων Ομογενών μας κι αμελητέα (δυστυχώς!) βοήθεια από το «εθνικό κέντρο» – έβγαλε την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας από την ανυποληψία και τη χαώδη κατάσταση στην οποία τη βρήκε το 1975 και την καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αξιοσέβαστους, ισχυρούς και υπολογίσιμους μαζικούς φορείς της Αυστραλίας. Αυτή την ανθηρή κι αξιοθαύμαστη Αρχιεπισκοπή και Ομογένεια – που αριθμεί περίπου 500.000 άτομα συνολικά – κληροδότησε στους διαδόχους του.
Κι αξίζει, έστω και εν περιλήψει, αυτά τα μοναδικά επιτεύγματα – που η φυσική σεμνότητα και ταπεινότητα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού «απαγόρευαν» να προβάλλει και να …διαφημίζει από μόνος του – να δημοσιοποιηθούν έστω και πέντε χρόνια μετά την εκδημία του για να φτάσουν στα μάτια και τα αυτιά περισσότερων.
* Ο Νικόλαος Δημ. Καλλιούρης είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω-Αθήνα