Είναι κοινή πεποίθηση ότι ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες για την διαφυγή από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Επίσης γνωστό είναι και το γεγονός ότι ο κλάδος αυτός είναι ένας από τους λίγους που κατά τα χρόνια της κρίσης λειτουργεί, σε γενικές γραμμές, ανοδικά. Μάλιστα, για την περίοδο 2017-2018 φαίνεται ότι οι κυριότεροι τουριστικοί δείκτες όπως το τουριστικό ισοζύγιο, οι τουριστικές εισπράξεις, οι διανυκτερεύσεις, οι αφίξεις κ.λπ., εμφανίζουν αξιοσημείωτη μεγέθυνση και τεκμηριώνουν τη δυναμική του κλάδου.
Ειδικότερα για το 2017 και για το πρώτο τρίμηνο του 2018 όπου διαθέτουμε οριστικά στοιχεία, τα δείγματα γραφής είναι ενθαρρυντικά. καθώς καταγράφεται ένα «τουριστικό boom» που ελπίζουμε να επιβεβαιωθεί για όλη τη φετινή σεζόν. Αναμένουμε τα φετινά επίσημα στοιχεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ώστε να προσδιορίσουμε το ποσοστό των τουριστικών εσόδων που διοχετεύεται στα εμπορικά καταστήματα των τοπικών μας αγορών.
Συνεχίζει παρόλα αυτά να μας προβληματίζει το γεγονός ότι το λιανικό εμπόριο δεν διαφαίνεται να επωφελείται ουσιαστικά από την είσοδο στη χώρα ενός τόσο μεγάλου αριθμού επισκεπτών, ειδικά στις περιφερειακές αγορές, όπως αυτές των νησιών μας. Το λιανικό εμπόριο, που θα έπρεπε να αποτελεί τον κατεξοχήν κλάδο με άμεση σύνδεση με την τουριστική δραστηριότητα. Όμως, τα τελευταία χρόνια, για μια σειρά από λόγους (περιορισμένο τουριστικό εισόδημα, κατίσχυση υποδείγματος all inclusive κ.α.), η σύνδεση αυτή παρουσιάζει σημαντικές υστερήσεις που σε μεγάλο βαθμό περιορίζουν την θετική πορεία της τουριστικής δραστηριότητας ως προς τη διάχυση και τη δημιουργία πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων.
Σύμφωνα με τους ξενοδόχους, τα ταξιδιωτικά πρακτορεία συγκεντρώνουν μεγάλο ποσοστό από τα περίπου 14,6 δισ. ευρώ των συνολικών τουριστικών μας εσόδων. Στον αντίποδα, για το καλύτερο τουριστικό δίμηνο: Ιουλίου-Αυγούστου, και μάλιστα σε περίοδο εκπτώσεων, ο συνολικός τζίρος του λιανικού εμπορίου, μετά βίας ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια, παρά την κατακόρυφη αύξηση των τουριστικών μεγεθών. Αυξημένη κίνηση παρατηρούμε μόνο στα σούπερ μάρκετ και εν γένει στα καταστήματα τροφίμων, (πάνω από 2%,) κάτι που λογικά αποδίδεται στην αύξηση των διαθέσιμων τουριστικών ακινήτων μέσω της πλατφόρμας «airbnb». Ειδικά για τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, ο κλάδος των τροφίμων εξακολουθεί να παρουσιάζει δυναμική αύξηση, συνεπεία του τουριστικού ρεύματος ενώ και η κατανάλωση καυσίμων για τον ίδιο λόγο φαίνεται να συνεχίζει μία ανοδική πορεία.
Από το 2012 και έπειτα η ανάκαμψη του τουρισμού βασίζεται σε ταχεία αλλαγή μοντέλου. Ενώ δηλαδή προ κρίσης η τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα οφειλόταν κατά 70% στον εισερχόμενο τουρισμό και κατά 30% στον εγχώριο τουρισμό, σήμερα περισσότερο από 90% της τουριστικής δραστηριότητας οφείλεται στον εισερχόμενο τουρισμό. Παρόλα αυτά, η λεγόμενη «εισαγόμενη κατανάλωση» δεν θεωρείται ικανοποιητική, αφού οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέπτονται τη Χώρα μας είναι μέσου και χαμηλού εισοδήματος, ενώ η πλειοψηφία των επισκεπτών φαίνεται να επιλέγει την Ελλάδα ως «φθηνό» τουριστικό προορισμό.
Δεν είναι σωστό να παραπονούμαστε, μια και η συμβολή του Τουρισμού είναι πολύτιμη. Μπορούμε όμως πιστεύω να θέτουμε στόχους για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τόσο του ελληνικού τουρισμού αλλά και του Ελληνικού εμπορίου. Ακολουθούν μερικές σκέψεις, που έχουν βέβαια διατυπωθεί στο παρελθόν, αλλά αξίζει να μας προβληματίζουν, ως προς την πρόταξη μιας σταθερής ανταγωνιστικότητας έναντι της όποιας ευκαιριακής ανάκαμψης των μεγεθών.
1ον: επιβαρύνσεις στο τελικό προϊόν: Η μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων που υπερβαίνουν τα όρια του παραλογισμού, θα πρέπει άμεσα να αποφασιστεί, πριν τα βάρη αυτά «βγάλουν» σημαντικό τμήμα του τουριστικού και εμπορικού μας κλάδου εκτός αγοράς..
2ον: δημιουργία ποιοτικότερων Standards για τον τουρισμό: η διαμόρφωση ενός φιλικού περιβάλλοντος για τις επενδύσεις, με ένα νέο χωροταξικό σχεδιασμό που θα δώσει τη δυνατότητα δημιουργίας υποδομών με υψηλά ποιοτικά Standards και την παροχή νέων υπηρεσιών και εξειδικευμένων τουριστικών προϊόντων.
3ον: Ανθρώπινο δυναμικό: η αναβάθμιση της τουριστικής εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης μαζί με τη δια βίου εκπαίδευση, αφού το ανθρώπινο δυναμικό, η επαγγελματική του επάρκεια και εξειδίκευση του, είναι στοιχεία που συνδέονται άμεσα με τους ποιοτικούς δείκτες της Ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα πιστεύουμε ότι θα πρέπει να θεσμοθετηθεί μια ουσιαστική αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία κατ΄ ελάχιστον θα αντιστοιχεί στην πορεία των θεμελιωδών μεγεθών του κλάδου.
4ον Αυθεντικά – ποιοτικά – τοπικά προϊόντα: η διαθεσιμότητα προϊόντων με αντίστοιχα χαρακτηριστικά, απαντά με τον καλύτερο τρόπο στις απαιτήσεις και τάσεις της εισερχόμενης τουριστικής αγοράς και βελτιώνει σημαντικά τη συνολική εικόνα ενός τουριστικού προορισμού.
5ον Ανταγωνιστικότητα των προσφερόμενων προϊόντων: πλέον των ήδη υψηλών, μη λειτουργικών επιβαρύνσεων στις νησιωτικές – τουριστικές αγορές, υπάρχει το επιπρόσθετο φορτίο του μεταφορικού κόστους, τόσο των εισερχομένων υλών όσο και των εξαγόμενων προϊόντων μας. Συνεπώς, η άμεση ενεργοποίηση του μεταφορικού ισοδύναμου αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
6ον Ταχεία ενεργοποίηση σχετικών χρηματοδοτικών εργαλείων: πρώτιστα μέσω δράσεων του ΕΣΠΑ και του ΕΤΕΑΝ, με έμφαση στη διασύνδεση της παραγωγικής διαδικασίας με την σύγχρονη και ανταγωνιστική εμπορία της εγχώριας παραγωγής.
7ον Αξιοποίηση των πρωτοβουλιών ενίσχυσης και τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας εμπορικών περιοχών – Δράση «Ανοικτά Κέντρα Εμπορίου»: η παραπάνω δράση αφορά κατ’ εξοχήν περιοχές όπως το κέντρο της πόλης του Ρεθύμνου που διαθέτουν σημαντικούς πολιτιστικούς πόρους και τουριστική δυναμική.
8ον Ενθάρρυνση της ηλικιακής ανανέωσης και εμπλουτισμού της επιχειρηματικής κοινότητας: εδώ θα πρέπει να αναζητήσουμε από κοινού τα κατάλληλα κίνητρα για την είσοδο «νέου αίματος» με την είσοδο νέων, κατηρτισμένων και δυναμικών επιχειρηματιών, όπως και κίνητρα για την ομαλή διαδοχή των γενεών στις οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις.
Είναι πάντως φανερό ότι οι αριθμοί για το τρέχον έτος ευημερούν μεν, όμως τα δομικά πλέον προβλήματα που έχει δημιουργήσει η κρίση στις επιχειρήσεις μας, τόσο του τουρισμού, όσο και του εμπορίου, δεν θα πρέπει επ’ ουδενί λόγο να μας επιτρέψουν τον όποιο εφησυχασμό.
Στην προοπτική μιας αντίστοιχης επιστημονικής αποτίμησης, το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) σε συνεργασία με την Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης (ΟΕΣΚ) πραγματοποιούν σχετική έρευνα όπου μέσω μιας επικαιροποιημένης ανάλυσης βασικών οικονομικών μεγεθών για την Περιφέρεια Κρήτης θα αποτυπώσουν τα δεδομένα που θα σκιαγραφούν το μέλλον του εμπορίου στο νησί. Η μελέτη θα έχει την υποστήριξη του Περιφερειακού Συμβουλίου Επιμελητηρίων Κρήτης, και αναμένεται να διαμορφώσει τις αναπτυξιακές προοπτικές της Περιφέρειας μέσα από την ανάλυση της οικονομικής γεωγραφίας των σημαντικότερων επιχειρηματικών πόλων της Κρήτης.
Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι η όποια, ευπρόσδεκτη αύξηση της τουριστικής κίνησης στη χώρα μας, ΔΕΝ θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας προσωρινής διεθνούς συγκυρίας ή να ευνοείται από προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ανταγωνιστικές μας χώρες. Θα πρέπει αντιθέτως να είναι παράγωγο μιας μακροπρόθεσμης, συνεπούς και συντεταγμένης εθνικής, αλλά κυρίως μιας περιφερειακής αναπτυξιακής στρατηγικής.
* O Μανώλης Γ. Ψαρουδάκης είναι μέλος του Δ.Σ. της ΕΣΕΕ – ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ