Μια παιδική ανάμνηση, καλοκαιρινό βραδάκι στο Μεϊντάνι των Ανωγείων, με παρέα παλιών και ωραίων Κρητικών, να πιάνουν μουρμουριστά τον «Ερωτόκριτο».
Δεν θυμάμαι πότε συνέβη, πόσων χρονών ήμουν και σε ποιο πλαίσιο ακριβώς. Θυμάμαι ότι έγραψε μέσα μου με τρόπο ανεξίτηλο. Όπως και πολλά άλλα, ωραία πράγματα που έζησα και είδα μικρός, στον τόπο καταγωγής μου.
Αυτό είναι άραγε τα Ανώγεια; Όμορφες βραδιές με καλές παρέες και τραγούδι; Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις στο θέατρο «Νίκος Ξυλούρης» και στα «Ιακύνθεια»; Ο Ψαρονίκος, ο Ψαραντώνης, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Λουδοβίκος και όλοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες που γεννήθηκαν εκεί;
Το πηγαίο χιούμορ, οι ανοιχτές πόρτες και οι ανοιχτές αγκαλιές;
Ή μήπως είναι τα όπλα, τα φονικά, τα «καπετανιλίκια»; Τα μπαντιλίκια με τα -αγορασμένα από τις επιδοτήσεις- 4Χ4 και οι χιλιοτρυπημένες (από τις σφαίρες) ταμπέλες;
Μια παρέα ανήλικων που δέρνει ένα νέο παιδί, συγχωριανό τους αλλά και επισκέπτη, φίλο τους όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, επειδή δεν τους άρεσαν τα ρούχα του ή και για οποιονδήποτε άλλο λόγο, αυτό είναι τελικά το πραγματικό, σημερινό πρόσωπο των Ανωγείων;
Μακριά από την ρομαντικοποίηση του παρελθόντος και την δαιμονοποίηση του παρόντος, μακριά από την εξιδανίκευση της παράδοσης και του προκατασκευασμένου φολκλόρ, μακριά όμως και από την ισοπέδωση των πάντων και τις υπερβολές στον βωμό του clickbait, προφανώς δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη απάντηση. Ένας τόπος μπορεί να είναι πολλά πράγματα μαζί.
Πλην όμως, όσο κι αν μας πονά, οφείλουμε να κοιτάξουμε και την αλήθεια κατάματα: είτε επειδή συνολικά η κοινωνία διολισθαίνει εκ νέου προς την αγριότητα είτε επειδή σε χωριά όπως τα Ανώγεια οι φιγούρες των παλιών που λειτουργούσαν με σοφία, ως εξισορροπιστές των πραγμάτων και όλοι τους άκουγαν, έχουν πια εκλείψει, είτε επειδή η κουλτούρα της παράνομης επιδότησης και της ήσσονος προσπάθειας έχει δημιουργήσει γενιές αμόρφωτων, προβληματικών τεμπελχανάδων και ψευτοπαλικαράδων, η κατάσταση σαφώς και ολοένα χειροτερεύει.
Το πρόβλημα δεν κρύβεται κάτω από το χαλί και νομίζω ότι δεν θέλει και να κρυφτεί. Ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής άλλωστε είναι ότι οι φορείς αυτών των συμπεριφορών συνήθως καμαρώνουν για τα χάλια τους, ενίοτε τα βιντεοσκοπούν κιόλας.
Η λύση δεν κρύβεται στους εύκολους αφορισμούς. Η λύση ίσως να κρύβεται στα σπλάχνα της τοπικής κοινωνίας. Στη διάθεση των πολλών (περισσότερων από όσο νομίζουμε) να βγουν μπροστά, να δείξουν εμπράκτως, ηχηρά και με κόστος αν χρειαστεί, ότι ο τόπος τους, ο τόπος μας, δεν ανήκει στα κουτσαβάκια και στους «καπεταναίους». Ανήκει σε όσους τον αγαπούν πραγματικά, όχι για την λεζάντα.
Ανήκει στο πηγαίο χιούμορ, στις ανοιχτές πόρτες και στις ανοιχτές αγκαλιές, στις όμορφες βραδιές και στις καλές παρέες.
Ο καιρός να λογαριαστούμε φωναχτά, με θάρρος και χωρίς μισόλογα με τα λογής – λογής μαϊμούνια και τις νοοτροπίες τους είναι τώρα.
Ειδάλλως οι αναμνήσεις μας θα παραμείνουν τέτοιες: αναμνήσεις από το μακρινό παρελθόν δηλαδή, διότι θα είναι πια αδύνατον να δημιουργήσουμε καινούργιες.
(Το κείμενο ισχύει και για κάθε άλλο τόπο με τα χαρακτηριστικά των Ανωγείων).