Ανάμεσά τους ο πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μανόλης Μαθιουδάκης
Έχει πολλές ιδιαιτερότητες ο δήμος Αγίου Βασιλείου αν τον ερευνήσεις χωριό-χωριό. Εκεί όμως που θα μπορούσε να διεκδικήσει ρεκόρ Γκίνες είναι η καταγωγή από χωριά του των επιφανέστερων δημοσιογράφων.
Ανέκαθεν οι Αγιοβασιλειώτες είχαν μια ιδιαίτερη έφεση να καταθέτουν τους προβληματισμούς τους στον τοπικό τύπο.
Εξαιρετική περίπτωση ο δάσκαλος Ιωάννης Αλεξανδράκης, από τον Κισσό, που διέθετε πένα καταπέλτη για τα κακώς κείμενα.
Είχαμε κι άλλους δασκάλους με υπέροχη δημοσιογραφική πέννα.
Ο Ευάγγελος Φωτάκης από τα Ακτούντα με το ψευδώνυμο «Ανεζηνιώ» διέπρεψε με τα λαογραφικά του κείμενα που διέθεταν και ένα φανατικό αναγνωστικό κοινό. Στα ίδια βήματα και ο πολυγραφότατος γιατρός Εμμ. Φραγκεδάκης από τις Βρύσες.
Από τους πολυγραφότερους συνεργάτες των εφημερίδων ο Ανδρέας Σταυρουλάκης από τη Μουρνέ. Αμέτρητα τα άρθρα του που χωρίς φόβο και πάθος στηλίτευε όσα φθείρουν το γόητρο μιας περιοχής.
Κι ένας δικηγόρος ήταν από τους σημαντικότερους συνεργάτες των εφημερίδων. Ο λόγος για τον Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι που χάρις στα δημοσιεύματά του έχουμε πληροφορίες για τα σημαντικότερα κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας και της κοινωνικής ζωής του Ρεθύμνου.
Αδελφός του Μιχαήλ ήταν ο Κωστής Παπαδάκις ο πρώτος νεκρός ανταποκριτής του έπους 1940.
Ήταν όμορφο παλικάρι ο Κωστής και από τις πιο «καλόσειρες» η οικογένεια που μεγάλωσε.
Ο πατέρας του Μύρωνας Παπαδάκης, εργαζόταν στον δικαστικό κλάδο με ρίζες στο Βάτο Αγίου Βασιλείου. Εκεί γεννήθηκε ο Κωστής το 1911.
Όλα του τα σχολικά χρόνια τα πέρασε στο Ρέθυμνο, στο σπίτι που ήταν απέναντι από την τότε Νομαρχία και σημερινή Περιφερειακή Ενότητα.
Η αδελφή του Μαρία η μετέπειτα πανεπιστημιακός και ιδρύτρια του τμήματος Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Κρήτης έτρεφε βαθύ σεβασμό για τον αδελφό της που δεν έμενε ήσυχος ούτε λεπτό διψώντας για γνώση και δράση.
Διάβαζε ατέλειωτες ώρες και επιδίωκε να πρωτοστατεί σε δραστηριότητες που υπηρετούσαν το πνεύμα και τον άνθρωπο. Μα ήταν πολλά και τα πρότυπα που συναντούσε στην οικογένεια και δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί.
Οι καθηγητές του στο σχολείο είχαν να λένε για την ευστροφία του, την αγάπη για μάθηση και τον επαινούσαν για τη μελέτη πολλών εξωσχολικών βιβλίων που έδιναν φτερά στις σχολικές επιδόσεις του.
Μαθητής ακόμα αρχίζει να αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο με το ψευδώνυμο «Κωστής Πάλμης» και κάποια στιγμή δημοσιεύει και την πρώτη ποιητική του συλλογή που ήταν δυστυχώς και η μοναδική.
Τα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα σημαδεύονται από τη φιλία και τις ατέλειωτες συζητήσεις με κορυφαίους της εποχής του πνεύματος και των ιδεολογικών ρευμάτων από τις πηγές δημοκρατικών παρατάξεων.
Ερωτευμένος με τη δημοσιογραφία
Με συνέπεια και χωρίς να χάσει χρόνο τέλειωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών κι επειδή η δημοσιογραφία ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του άρχισε να εργάζεται στο «Ελεύθερο Βήμα». Ο γέρο Λαμπράκης αμέσως διέγνωσε το ταλέντο και τις άλλες αρετές και τον ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή. Του έδωσε την εμπιστοσύνη και όλες τις ευκαιρίες για να αναδείξει τα πνευματικά του χαρίσματα.
Και ο Κωστής ανταπέδιδε δικαιώνοντας τις προσδοκίες του εκδότη του και με απέραντο σεβασμό στον ίδιο.
Σεπτέμβριο του 1940 τον καλεί στο γραφείο και του αναθέτει καθήκοντα ανταποκριτή στο Λονδίνο. Ίσως να ήθελε και να τον προστατεύσει από τη θύελλα που ερχόταν και σαν έμπειρος γνώστης των πραγμάτων ο ίδιος έκανε τις εκτιμήσεις του για το μέλλον του τόπου του.
Αρχικά ο Κωστής ενθουσιάστηκε με την ιδέα αλλά μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος παραιτήθηκε από την ιδέα αυτή και δήλωσε ότι πηγαίνει να καταταγεί. Μάταια ο Λαμπράκης τόνιζε στον νεαρό Ρεθεμνιώτη πόσο πιο απαραίτητος θα ήταν στα μετόπισθεν, στο μετερίζι της δημοσιογραφίας. Εκείνος ανένδοτος προχώρησε στη διαδικασία κατάταξής του. Από τις πιο σπαρακτικές εικόνες αυτή που περιγράφει η αδελφή του Μαρία που τον ξεπροβόδισε στον σταθμό Λαρίσης. Κρεμασμένος από ένα παράθυρο ο Κωστής της έσφιξε το χέρι και τη διαβεβαίωσε ότι πηγαίνει στο μέτωπο με τη σιγουριά της νίκης. Ο έφεδρος αξιωματικός μηχανικού πλέον Κωνσταντίνος Μύρωνος Παπαδάκης βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Οι διαπιστώσεις ήταν απογοητευτικές. Ο Μεταξάς είχε παίξει καλά το παιχνίδι του πατριώτη, αλλά στην ουσία είχε τη χώρα εντελώς αποδυναμωμένη από βασικά αμυντικά όπλα. Θεός οίδε τι είχαν γίνει τα χρήματα από έρανο «για την άμυνα». Κι όμως ο Κωστής δεν πτοείται. Πολεμά με θάρρος. Και στέλνει «κάπου από το μέτωπο» και την πρώτη του ανταπόκριση στην εφημερίδα του το «Ελεύθερον Βήμα»: «Κάπου εις το Μέτωπον 3 Νοεμβρίου 1940. Επτά μέρες τώρα και επτά νύχτες πολεμούμε. Τα κανόνια μας τα πολυβόλα μας, τ’ αεροπλάνα μας, τ’ αδέλφια μας, όλοι εμείς που αποτελούμε τον ελληνικό στρατό με ψυχή γεμάτη θάρρος κι αυτοπεποίθηση πολεμούμε… Θα νικήσουμε έναν εχθρό για να δείξουμε σε όλους τους λαούς τον δρόμο της ελευθερίας και της τιμής… Ας μάθουν όλες οι μανάδες που έχουν παιδιά στα σύνορα πως πρέπει να είναι υπερήφανες γιατί στα παιδιά τους έλαχε ο κλήρος να δείξουν στον κόσμο πως η ελευθερία δεν χαρίζεται από κανέναν, αλλά παίρνεται με το σπαθί».
Την επομένη ακριβώς, 4 Νοεμβρίου 1940, πέφτει νεκρός. Στο χέρι του είχε το περίστροφο που δεν μπορούσε βέβαια να τον βοηθήσει στον αεροπορικό βομβαρδισμό που είχε αρχίσει να θερίζει μαζί με αυτόν και άλλους νέους υπερασπιστές των ιδανικών μας.
Για τον Κωστή Παπαδάκη είχαμε καθιερώσει επί σειρά ετών τις εκδηλώσεις τύπου και είχαν θεσπιστεί και βραβεία για φοιτητές που αρίστευσαν.
Χάθηκαν κι αυτές στη δίνη της μισαλλοδοξίας κάποιων που κάποτε είχαν θεσμική ιδιότητα αλλά σήμερα έχουν χαθεί στη λήθη. Πρόλαβαν όμως να καταστρέψουν θεσμούς που πρόσφεραν πολλά στην πανελλήνια προβολή του Ρεθύμνου.
Γιάννης Χαλκιαδάκης
Από τους τελευταίους παραδοσιακούς εκδότες, με σημαντική δράση σε πολλούς τομείς του Ρεθύμνου ήταν ο Γιάννης Χαλκιαδάκης.
Πόσο σημαντικός ήταν ο άνθρωπος αυτός μόνο ξεδιπλώνοντας πτυχές του βίου του το αντιλαμβάνεσαι. Για μένα αποτελεί κι ένα σύμβολο και το καταθέτω μετά λόγου γνώσης επιχειρηματολογώντας αν χρειαστεί. Δεν ξέρω πόσα δημόσια πρόσωπα θα είχαν το σθένος να επωμιστούν με λεβεντιά ακόμα κι ευθύνες άλλων για να μην διασαλευτεί η τάξη και να μη χαθεί η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Ο Γιάννης Χαλκιαδάκης γεννήθηκε στο χωριό Ατσιπάδες Αγίου Βασιλείου στις 23 Δεκεμβρίου 1925.
Γονείς του, ο παπά-Μανόλης και η πρεσβυτέρα Αγάπη.
Ο ίδιος μου έλεγε για τα βράδια, που όλοι ησύχαζαν στο σπίτι, τα όνειρα που έκανε για τη ζωή του. Όταν ήταν μάλιστα μικρός περιόριζε τις φιλοδοξίες του στην απόκτηση μερικών βιβλίων που δεν θα τους έλειπαν …σελίδες!
Αγαπούσε τόσο το διάβασμα που δεν άφηνε ούτε απόκομμα εντύπου να πάει χαμένο. Ήταν μεγάλη υπόθεση γι’ αυτόν να φέρει ο ταχυδρόμος τα θρησκευτικά περιοδικά που έπαιρνε ο πατέρας του. Κι η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή του μέχρι τότε ήταν, όπως έλεγε, μια αποστολή βιβλίων που ξενύχτησε από τη λαχτάρα και δεν έβλεπε την ώρα να τα παραλάβει.
Ήρθε μετά στο Γυμνάσιο να δώσει εξετάσεις. Τον έφερε ο παπά-Μακρής πάνω στο γαϊδουράκι μαζί με ένα γιο του. Ποτέ δεν ξέχασε την απορία του διαβάζοντας στη προμετωπίδα «Οίκος Παιδείας». Ούτε και τις μέρες που ακολούθησαν.
Για να σπουδάσουν τα παιδιά ο παπά-Μανόλης είχε κάποιες αντιρρήσεις. Πολλά παιδιά, ποιο να προχωρήσει στα γράμματα, ποιο να αδικηθεί; Η πρεσβυτέρα Αγάπη όμως κατάφερε και πάλι να τον πείσει με κείνο το αφοπλιστικό «Ναι γέροντα» που έλεγε πάντα ασχέτως αν δεν συμφωνούσε με τα λεγόμενά του.
Πόσα δρομολόγια δεν έκανε η μάνα αυτή από Ατσιπάδες Ρέθυμνο με τα πόδια για να φέρει στα «δασκαλάκια» της φρέσκο φαγητό και καθαρά ρούχα. Γιατί φεύγοντας τα παιδιά από το χωριό νοίκιαζαν ένα φτηνό δωμάτιο στην πιο ταπεινή γειτονιά της πόλης. Και πώς να τα βγάλουν πέρα;
Κι όμως τέλειωσαν με άριστα.
Έγνοια για τον συνάνθρωπο
Τα χρόνια του Γιάννη Χαλκιαδάκη στην Ακαδημία Ηρακλείου ήταν επίσης αξιομνημόνευτα.
Από τα διάφορα που μου μετέφερε κατά καιρούς η αξέχαστη φίλη Χρυσούλα Μπουρλώτου ήταν και οι κοινωνικές ανησυχίες του Γιάννη. Τον γνώριζε καλά επειδή διευθυντής τότε στην Ακαδημία ήταν ο πατέρας της.
Μια μέρα βλέπει η παρέα των συμφοιτητών, ήταν και η Χρυσούλα μαζί τους, τον Γιάννη να καταφθάνει χωρίς το παλτό του μέσα στο καταχείμωνο.
Παραξενεύτηκαν γιατί ήξεραν πως αποζητούσε τη ζεστασιά. Μάλιστα η χαρά του ήταν που είχε βρει δωμάτιο πάνω από ένα φούρνο κι είχε εξασφαλισμένη …θέρμανση για τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Εκείνος απέφυγε να δώσει εξηγήσεις ξεστρατίζοντας την κουβέντα όπως πολύ καλά ήξερε όταν κάτι τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
Αργότερα έμαθαν από κάποιον ότι το παλτό είχε δοθεί σ’ έναν άρρωστο ζητιάνο που είχε ξεπαγιάσει σε μια γωνιά. Θέαμα που δεν θα μπορούσε να αφήσει τον Γιάννη Χαλκιαδάκη ασυγκίνητο.
Η έγνοια του για τα κοινά είχε ξυπνήσει μέσα του από τα εφηβικά του χρόνια, όταν κατέβηκε κι αυτός μαζί με άλλους να πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης. Ζήτημα να ήταν 16 χρόνων.
Μετά στην αντίσταση έκανε κι αυτός το χρέος του. Εκείνα τα δίσεκτα χρόνια έβγαλε και την πρώτη του εφημερίδα εκεί στο βουνό, στο μετερίζι του αγώνα.
Εκτός έδρας λόγω πεποιθήσεων
Αν και απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, οι πολιτικές του ανησυχίες και πεποιθήσεις δεν έφεραν ποτέ στον ίδιο τον διορισμό στο δημόσιο ως δάσκαλος.
Αποφάσισε να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο. Με την πρώτη «μαγιά» από τον πατέρα του αγόρασε το εμπόρευμα. Και μάλιστα έκανε εντύπωση στον προμηθευτή. Γιατί του άφησε στο τραπέζι όσα λεφτά κρατούσε με μια εμπιστοσύνη που ο άλλος εκτίμησε. Και τον στήριξε όσο του επέτρεπαν οι συνθήκες.
Το 1965, όπως μας διηγείται ο επιστήθιος φίλος του Γιώργης Αγγελιδάκης, δημιουργήθηκε η ανάγκη να αποκτήσει το Ρέθυμνο μια εφημερίδα που να εκφράζει τον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο. Και ο μόνος κατάλληλος κρίθηκε ο Γιάννης Χαλκιαδάκης που είχε μετατρέψει στο μεταξύ το βιβλιοπωλείο του σε «Παρνασσό» με τις προσωπικότητες που συγκεντρώνονταν εκεί.
Στα χρόνια της θύελλας
Έτσι ιδρύθηκαν τα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
Δυο χρόνια μετά η εφημερίδα έκλεισε από τη χούντα και ο εκδότης οδηγήθηκε στις φυλακές επειδή επέμενε να μη συμμορφώνεται με τις διατάξεις.
Μου έλεγε ο αξέχαστος εκδότης μας ότι εκείνα τα δύσκολα χρόνια ένας συμπολίτης τον είχε συγκινήσει αφάνταστα. Ο Πολύβιος Τσάκωνας. Αδιαφορώντας για τις απαγορεύσεις του είχε πάει «άγιο φως» νύχτα ανάστασης στο κρατητήριο που τον είχαν λίγες μέρες μετά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου και αργότερα τον επισκέφθηκε Πρωτοχρονιά στις φυλακές της Αίγινας που τον κρατούσαν.
Με τη μεταπολίτευση και την επανέκδοση των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» ο Γιάννης Χαλκιαδάκης άρχισε να ασχολείται πιο ενεργά με τα κοινά.
Επί προεδρικής του θητείας του μάλιστα στην ΕΑΡ η ομάδα ανέβηκε στην Α’ Κατηγορία.
Ο Γιάννης Χαλκιαδάκης ήταν επίσης μεταξύ των ολίγων τολμηρών που όταν το Ρέθυμνο άδειαζε από απελπισμένα νιάτα που ζητούσαν καλύτερη μοίρα στις μεγαλουπόλεις και στο εξωτερικό ένωσε και τις δικές του δυνάμεις για τη δημιουργία τουριστικών υποδομών, όπως το El Greco, που ήταν ουσιαστικά ο θεμέλιος λίθος στο τουρισμό του Ρεθύμνου.
Και δεν έμεινε σε αυτό.
Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν μια περηφάνια και μια αξιοπρέπεια ακόμα κι όταν τον αδικούσαν.
Πρωτοστατώντας και στον αγώνα για την ίδρυση του Πανεπιστημίου είχε δημιουργήσει μια από τις πρώτες γέφυρες επικοινωνίας με τους καθηγητές αποσκοπώντας να τους φέρει πιο κοντά στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πόλης.
Ήταν δίκαιος άνθρωπος. Άφηνε τους άλλους να πιστεύουν πως τον έχουν πείσει με τις όποιες τους διαβολές σε βάρος άλλων. Κι όταν έφευγαν ο ίδιος τους διέγραφε από τη λίστα της εκτίμησής του.
Δεν δίστασε να διώξει και πολιτικό άνδρα, επιφανέστατο, σε προεκλογική περίοδο, όταν του ζήτησε υποστήριξη με το αζημίωτο.
Αυτός ο χαρακτήρας του τον έφερε κοντά σε μεγάλες προσωπικότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι από το γραφείο του στη γρότα της Χατζηγρηγοράκη πέρασε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Άξιο να αναφερθεί επίσης ότι είχε τη λεβεντιά να αναθεωρήσει απόψεις για δημόσια πρόσωπα όταν έπειθαν με το έργο τους ότι είναι κεφάλαια για την πόλη.
Είχε τις αδυναμίες του και τις όποιες εμμονές του σαν κάθε άνθρωπος. Αλίμονο όμως στον όποιο τολμούσε να θίξει συνεργάτη του.
Αλίμονο και στο συνεργάτη του που θα τολμούσε να καταφερθεί κατά συναδέλφου του.
Όσο για το χιούμορ του ήταν παροιμιώδες, ιδιαίτερα όταν συναντούσε το μεσημέρι τον Κωστή Πετρίδη, όταν έφερνε τη συνεργασία του. Ακόμα και σε «χοντρό» δούλεμα αμφοτέρων, ήταν απόλαυση να τους ακούς.
Ήταν κι ετοιμόλογος. Κάποτε μετά από μια σοβαρή επέμβαση οι γιατροί είχαν συστήσει προσοχή, θεωρώντας ότι τα χρόνια του είναι ελάχιστα.
Εκείνος όμως δεν το έβαζε κάτω και μερικά χρόνια αργότερα στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν η μητέρα του έτυχε να συναντήσει τον γιατρό που τον έχει χειρουργήσει.
Εκείνος βλέποντάς τον άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και άθελά του είπε:
«Ώστε ζεις;».
Κι ο κύριος Γιάννης με το γνωστό του ύφος όταν έκανε πλάκα του απάντησε:
«Γιατί γιατρέ μου; Το ψωμί σου τρώγω…;».
Ένας σεμνός Άνθρωπος
Ωστόσο κάθε φορά που αντιμετώπιζε κάτι σοβαρό δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι θέλει μια κηδεία σεμνή, χωρίς φανφάρες και άλλα που ο ίδιος κατέκρινε όπου τα συναντούσε.
Να πούμε για τη φιλανθρωπία του; Έτυχε φορές που μας όρκιζε να ξεχάσουμε αυτό που είδαμε σε ανύποπτη στιγμή. Αχ αυτή η Ζαχαρούλα μας, καλή της ώρα, πόσα θα είχε να πει αν της επιτρεπόταν να το κάνει.
Από τα αγαπημένα του στέκια εκτός από τον Δημοτικό Κήπο ήταν και το «Μεσοστράτι». Εκεί καθημερινά έδιναν το ραντεβού τους με τον Γιώργη Αγγελιδάκη, που του ήταν απαραίτητος κι ας τον μάλωνε που αρκετές φορές δεν πρόσεχε τη δίαιτά του. Πόσα και πόσα αλήθεια δεν μοιράστηκε με τον φίλο του αυτό.
Η τελευταία συνέντευξη
Είναι πολλά που του οφείλω προσωπικά, αλλά μεταξύ των άλλων και τις συμβουλές του, όταν απέκτησα την αδυναμία του φακού και τον ταλαιπωρούσα στο γραφείο του με τα «δοκιμαστικά» μου. Αν τώρα τύχαινε καμιά φορά να ειπωθεί κάτι χρήσιμο για την τοπική ιστορία το γράφαμε. Έτσι δημιούργησα ένα αρχείο γύρω από την προσωπικότητά του.
Παραμονή που θα γινόταν τα αποκαλυπτήρια της προτομής Βογιατζάκη στο Χρωμοναστήρι του πήρα μια συνέντευξη για τον άρχοντα αυτό στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο. Ήταν η τελευταία.
Εκείνο το βράδυ, μου είχε πει ο Αγγελιδάκης, σαν να είχε προαίσθημα τον πίεζε να φύγουν μαζί. Εκείνος δεν ήθελε να αφήσει την υπόλοιπη παρέα. Ήταν και το τελευταίο βράδυ που χαιρόταν τους φίλους του.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.