To καφενείο δεν συνιστά μονάχα έναν χώρο για να πιεις τον καφέ σου. Ο καφές ήταν πάντα η αφορμή για να συμβούν εντός του γεγονότα που μπορεί να μην καθόριζαν το ρου της ιστορίας αλλά σίγουρα διαμόρφωναν σημαντικά το κοινωνικό γίγνεσθαι των μικρόκοσμων που τοποθετούνταν. Υπήρξε πάντα ένας χώρος κοινωνικής συνεύρεσης, ανταλλαγής απόψεων, πηγής ενημέρωσης και σύνδεσης με τους συνανθρώπους αλλά και έντονης σύγκρουσης με αυτούς. Δείγμα του τρόπου που βιώνουν την απλή καθημερινότητα οι θαμώνες του και μη, το λεγόμενο παραδοσιακό καφενείο έπαιξε σημαντικό ρόλο στον πολιτικό, πνευματικό και κοινωνικό βίο του Ρεθύμνου.
Περιηγηθήκαμε στους δρόμους της πόλης, με σκοπό να φέρουμε στην επιφάνεια αυτά τα «ζωντανά» τεκμήρια του παρελθόντος της, συνομιλήσαμε με ιδιοκτήτες, εργαζόμενους και θαμώνες και το συμπέρασμα είναι ένα: Πως παρ’ όλη τη διαβρωτική τουριστική επίδραση που έχει δεχτεί το Ρέθυμνο και παρά τα ελάχιστα εναπομείναντα γνήσια καφενεία, υπάρχουν ακόμα χώροι όπου η παράδοση αναβιώνει, είτε με τον κλασικό τρόπο, είτε με έναν πιο εναλλακτικό. Χώροι αυθεντικοί, όχι στημένοι, φιλόξενοι και προορισμένοι να υπηρετούν την ανάγκη για ανθρώπινη σύνδεση και απλότητα.
Μνήμες από τα παλιά καφενεία: Οι θαμώνες διηγούνται
Το παραδοσιακό καφενείο αποτελούσε πυρήνα κοινωνικής ζωής και ένα μέρος όπου η αλληλεπίδραση μεταξύ των πελατών είχε μεγάλη σημασία μιας και ήταν ο μοναδικός τρόπος να εξωτερικεύσουν τα προβλήματα τους και να αποφορτιστούν. Παλαιότερα, οι ειδήσεις και τα νέα μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα και το καφενείο ήταν το κεντρικό σημείο όπου αυτά τα νέα διαδίδονταν και αναλύονταν.
Η μεγάλη διαφορά με το σήμερα, όπως σημειώνουν πολλοί, είναι ότι το καφενείο έχει αλλάξει μορφή καθώς οι άνθρωποι πλέον προτιμούν να ασχολούνται με τα τηλέφωνα παρά να αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Ο κ. Νίκος, παλιός πελάτης των καφενείων θυμάται: «Το παλιό καφενείο του ‘60, ‘70 με το σημερινό δεν έχει καμία σχέση. Παλαιότερα, συζητούσαν οι άνθρωποι αναμεταξύ τους τα προβλήματά τους. Τις ανάγκες που είχανε. Γιατί δεν υπήρχαν η τηλεόραση και τα μέσα ενημέρωσης που υπάρχουν σήμερα. Για αυτό διαφέρει το παλιό καφενείο με το καινούργιο. Σήμερα πάνε κάθονται και κοιτάζουνε την τηλεόραση και δεν μιλάει ο ένας με τον άλλον. Παλαιότερα όμως είχε σημασία το καφενείο. Γιατί αυτή ήτανε η συναναστροφή των ανθρώπων. Έμπαινε στο καφενείο κάποιος και του λέγανε «Κέρασε τον». Αυτός από τη φτώχεια του και τις ανάγκες που είχε δεν έπινε καφέ ή λεμονάδα μόνο έλεγε «Δώσε μου μιας δραχμής μπροκάλια» – δηλαδή μία δραχμή έκανε τότε ο καφές, αλλά αντί για τον καφέ έπαιρνε μιας δραχμής καρφάκια για να πάει στο σπίτι να φτιάξει τα παπούτσια του. Σε τέτοιο σημείο. Είχε ένα νόημα το καφενείο της εποχής εκείνης. Επιπλέον, στις εκλογές τα καφενεία μοιράζονταν. Δεν πήγαινε σε δεξιό καφενείο να κάτσει ο αριστερός. Όποιοι δεν ήταν παθιασμένοι πήγαιναν σε όλα».
Ωστόσο, τα καφενεία δεν ήταν μόνο πολιτικοποιημένα. Ήταν και τόπος όπου γίνονταν και όλα τα υπόλοιπα: Οι καβγάδες, οι σχέσεις, οι συζητήσεις. Άλλωστε, όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει το βιβλίο του κ. Χάρη Καλαϊτζάκη, Τα δικά μας καφενεία, «Χάθηκες απ’ το καφενείο, σημαίνει χάθηκες από την πιάτσα, από την κοινωνική ζωή (ΠΙΤΤΑΣ 2013, 12)».
Το καφενείο για πολλούς θαμώνες όπως και στην περίπτωση του κ. Μιχάλη, ήταν και είναι ένα δεύτερο σπίτι. Ένα μέρος όπου συχνά έπαιρνε τον ρόλο ενός άτυπου σχολείου, διαμορφώνοντας σημαντικά τις πεποιθήσεις των πελατών του: «Καφενείο είναι για μένα το δεύτερο μου σπίτι. Εδώ έρχομαι για να περάσει η ώρα μου, να κουβεντιάσω, να πιω καφεδάκι. Βρίσκεις παρέα εδώ. Στο καφενείο, οι θαμώνες σχεδόν κάθε μέρα είναι οι ίδιοι. Είναι στέκι. Δεν είναι το ίδιο βέβαια σε σχέση με παλιά. Ο κόσμος είναι διαφορετικός, τα καφενεία είναι κι αυτά διαφορετικά. Δηλαδή στο καφενείο παλιά πήγαινες και κουβέντιαζες με τους ανθρώπους, έπινες τον καφέ σου, περνούσε η ώρα σου. Μετά ξεκινούσαν οι ρακές, τα παρεάκια, οι πολιτικές συζητήσεις. Τώρα πάμε και παίζουμε με τα τηλέφωνα. Ακούμε ντάμπα ντούμπα μουσική. Είναι μερικά καφενεία που έχουν κρατήσει τον χαρακτήρα τους. Παλιά, μόνο στο καφενείο μάθαινες τα νέα. Εκτός από αυτό όμως, ήταν γενικώς ένα σχολείο. Εκεί μπορεί να διαμόρφωνες ακόμα και χαρακτήρα. Πριν σαράντα χρόνια πηγαίναμε στο καφενείο και θα πήγαινε εννιά δέκα η ώρα, ειδικά βραδιές που δεν είχες και τι να κάνεις, και ξεκινούσαμε τις ρακές και θα έπιανε ένας το μαντολίνο και θα τέλειωνε η παρέα μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Και φασαρίες γίνονταν και προξενιά. Τα γεγονότα γίνονταν στο καφενείο».
Συμπληρώνοντας, ο κ. Ευριπίδης, μας λέει τη μαντινάδα: «Να ξέτρεχα τα γράμματα ωσάν τα καφενεία, θα είχα τον τοίχο μου γεμάτο με πτυχία».
Από το παρελθόν στο σήμερα: Ο Μανέλης και το καφενείο του Μανώλη
Στον κεντρικό δρόμο επί της οδού Μοάτσου συναντάμε ένα καφενείο που στέκεται ως σημείο αναφοράς για όσους αναζητούν σήμερα την αυθεντική ατμόσφαιρά των παλιών καφενέδων. Η Βαγγελιώ με τον αδερφό της συνεχίζοντας με συνέπεια την οικογενειακή παράδοση που ξεκίνησε ο μπαμπάς τους το 1967, λειτουργούν το καφενείο του Μανέλη.
«Μανέλης είναι το όνομα του πατέρα μου. Το καφενείο όταν άνοιξε η άδεια έγραφε Καφενείο Συνάντηση. Απλά μετά λέγανε πάμε στου Μανέλη, γιατί ο Μανέλης στο Ροδάκινο είναι υποκοριστικό του Εμμανουήλ».
Η Βαγγελιώ αποδέχεται πως ο κόσμος έχει αλλάξει γύρω της, αλλά το καφενείο της παραμένει ένα γνώριμο καταφύγιο: «Γενικά στα καφενεία έχει αλλάξει η κατάσταση. Στο δικό μας όχι. Λειτουργούμε όπως λειτουργούσαμε. Να παίζουν τα χαρτιά τους, να πίνουν τη ρακί τους. Καθημερινοί πελάτες, μεσημέρι και βράδυ. Τα πρόσωπα σαφώς έχουν αλλάξει τόσα χρόνια αλλά ανανεώνονται συνεχώς. Αναλόγως τις ώρες, είναι και ηλικίες των πελατών. Το πρωί είναι περισσότερο συνταξιούχοι, από το μεσημέρι και μετά έχουμε όλες τις ηλικίες. Το καφενείο είναι παρέα πάρα πολλών ανθρώπων ηλικιωμένων που είναι μόνοι και εδώ συναντούν την παρέα τους. Είναι και για τα νέα παιδιά που θέλουν να έχουν αυτόν τον τρόπο διασκέδασης: Χωρίς μουσική να πιούν τη ρακή, να κάνουν αυτό το παρεΐστικο, το κάτι διαφορετικό. Αλλά είναι όμως το αυθεντικό. Σερβίρεις ποτά με το μεζέ που είναι μέσα στην τιμή. Δεν έχουμε μενού. Είναι όλα στάνταρ».
Ο Μανέλης, δεν ακολουθεί τις τάσεις της σύγχρονης επιχειρηματικής αγοράς. Δεν χρειάζεται, όπως τονίζει, η Βαγγελιώ, μιας και ακριβώς αυτή η απλότητα του είναι που τραβάει τον κόσμο, ιδίως τους νέους: «Αν θέλουν οι νέοι αυτά τα στοιχεία τα βρίσκουνε σε χιλιάδες άλλα μαγαζιά. Τι να τους βάλω; Υπολογιστές; Όχι. Δεν το θέλαμε. Έχουν σπίτια τους. Είμαστε καφενείο, λειτουργούμε σαν καφενείο. Ούτε σάντουιτς, ούτε μπαγκέτες, ούτε ντελίβερι. Ειδικά στα πιο νέα παιδιά τους αρέσει πάρα πολύ αυτή η ατμόσφαιρα. Έχουν βαρεθεί το απρόσωπο, το κινητό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ψάχνουν κάτι να νιώθουν οικεία, αυθεντικά. Έρχονται παιδιά που είναι από χωριά, έρχονται και φοιτητές που βρίσκονται για πρώτη φορά στο Ρέθυμνο. Οι πάντες. Και νομίζω ότι είναι το αυθεντικό αυτό για το οποίο έρχονται. Και ότι είναι αρκετά οικονομικά. Παίζουν όλα ρόλο».
Αυτό που κάνει μοναδικό το καφενείου του Μανέλη, είναι πως εκεί όλοι έχουν θέση και μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα με τους ίδιους τους καφετζήδες να αποδεικνύουν την αξιοπιστία τους: «Πρώτα από όλα, έχεις αυτιά, μάτια, δεν έχεις όμως γλώσσα. Ο μπαμπάς μου, ο συγχωρεμένος, έλεγε «Ό,τι κάνει η βραδινή βάρδια δεν πρέπει ποτέ να τα λέει στην πρωινή». Ούτε αναμεταξύ μας. Ό,τι δούμε – που έχουμε δει άπειρα – δεν μιλάς. Εδώ έρχεται ο άλλος για να χαλαρώσει. Ξέρεις πόσες φορές από την ίδια παρέα έρχονται μας βρίσκουν και ρωτάνε «Μα τι έγινε τελικά; «εμείς δεν σχολιάζουμε ποτέ. Έχουμε ακούσει από εξομολογήσεις, προβλήματα, τα πάντα. Δεν γίνεται ούτε να μιλάς, ούτε να κοροϊδεύεις. Για εμάς, είναι όλοι ίδιοι, ανεξάρτητα από το οικονομικό και κοινωνικό τους υπόβαθρο» κατέληξε η Βαγγελιώ.
Για τον Στράτο, υπάλληλο στο καφενείο, «Το καφενείο είναι τόπος στήριξης ανθρώπων και συνάντησης», ενώ η Βαγγελιώ συμπλήρωσε: «Αποφόρτισης θα έλεγα εγώ και παρέας. Αυτός είναι και ο ρόλος του, νομίζω, από παλιά».
Την ίδια ώρα ο Μιχάλης, ένας νεαρός θαμώνας του καφενείου μας είπε: «Εγώ ερχόμουν από μικρό παιδί εδώ με τον πατέρα μου και το καφενείο αυτό έχει κρατήσει ακέραιο χαρακτήρα όλα αυτά τα χρόνια. Και πλέον σαν μεγάλος, έρχομαι εδώ με την παρέα μου. Πίνουμε τις ρακές μας, περνάμε πολύ όμορφα. Δηλαδή υπάρχουνε φορές που έχω περάσει εδώ καλύτερα από ό,τι περνάμε σε όλα τα κλαμπ. Έχει τύχει εγώ πολλές φορές απλά να είμαι περαστικός και να κάθομαι τυχαία εδώ για τέσσερις – πέντε ώρες . Αυτό το καφενείο είναι ένα σημείο ξεχωριστό. Και μόνος μου να έρθω κουβεντιάζω με ανθρώπους που δεν γνωρίζω και σχηματίζουμε δεσμούς από το μηδέν. Τέτοια οικειότητα υπάρχει εδώ πέρα. Και αυτό είναι κάτι που δεν βρίσκεται πουθενά αλλού».
Καφενείο Μανόλη Χαλκιαδάκη: Παράδοση και φιλοξενία από το 1963
Στα καρδιά της Παλιάς Πόλης βρίσκεται το παραδοσιακό καφενείο της οικογένειας Χαλκιαδάκη που λειτουργεί από το 1963. Ξεκίνησε ως ραφείο, όπως αναφέρει ο Μανόλης Χαλκιαδάκης, από τον πατέρα του Μανούσο που ήταν ράφτης και σύντομα άρχισε να λειτουργεί και ως καφενείο, όπως συνέβαινε συχνά εκείνη την εποχή, όταν οι χώροι αυτοί συνδύαζαν πολλαπλές χρήσεις: Καφενείο – μπακάλικο, καφενείο – κουρείο κ.ά.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το κατάστημα έγινε αποκλειστικά καφενείο, το οποίο σήμερα διαχειρίζονται ο Μανόλης και η σύζυγός του, Χαρούλα. Όπως εξηγεί ο Μανόλης η οικογένεια του έχει προτιμήσει την απλή – παραδοσιακή προσέγγιση, δίνοντας έμφαση στην εποχικότητα των μεζέδων: «Λειτουργούμε πολύ από το χωράφι στο τραπέζι. Είμαστε υποχρεωμένοι να στραφούμε στην εποχικότητα για αυτό και ο μεζές αλλάζει. Και δεν μας αρέσει ούτε να καταψύχουμε ούτε τίποτα δηλαδή αγκινάρες επιτόπου. Τον χειμώνα μετά θα βάλουμε λάχανα, θα φύγει η ντομάτα και το αγγούρι».
Ένα από τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά του καφενείου είναι η διατήρηση της σχέσης με τις οικογένειες που το επισκέπτονται: «Έρχονται οικογένειες που έχουν μετοικήσει αλλού και τους λέει ο μπαμπάς τους «Παιδιά, εδώ ερχόταν ο παππούς σας». Κάποιοι νέοι πελάτες μπορεί να μην γνώρισαν ποτέ τον παππού και τη γιαγιά τους, αλλά εγώ τους ήξερα», μας λέει χαρακτηριστικά δείχνοντας πως το καφενείο αυτό αποτελεί έναν σύνδεσμο με το παρελθόν τους και τονίζοντας τη δύναμη της φιλοξενίας και της παράδοσης, που ξεπερνά συχνά τα όρια του χρόνου.
Νεοκαφενεία: «Ζωντανοί χώροι παράδοσης και κοινότητας»
Οι σύγχρονες εκδοχές των παραδοσιακών καφενείων, τα λεγόμενα «νεοκαφενεία» αναβιώνουν τις αξίες της ζεστασιάς και της κοινότητας. Μέσα από τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα, το καφενείο «Το Γνωστό Σημείο», το «Μάσα Σούρα» και το «Καναβάτσο», αναδεικνύεται η σημασία αυτών των χώρων ως στέκια.
Πρώτη στάση το Καναβάτσο, στην πλατεία Ηρώων Πολυτεχνείου. Ένα μουσικό καφενείο όπου εδώ η κλασική αίσθηση συνδυάζεται με σύγχρονες καλαίσθητες πινελιές. Το Καναβάτσο αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση, και η Μαρία εξηγεί: «Είναι ο έκτος χρόνος που λειτουργούμε. Προσπαθούμε να ταιριάξουμε την παράδοση με ένα πιο μοντέρνο ύφος. Όποιος μας επισκεφτεί θα το καταλάβει αμέσως. Αγαπάμε τη φύση, τα ζώα. Στην κουζίνα μας, επίσης, προσπαθούμε να αναμείξουμε διάφορα παραδοσιακά υλικά με πιο σύγχρονες συνταγές. Έχουμε και ζωντανή μουσική. Προσφέρουμε ποτά, κρασί, φτιάχνουμε κοκτέιλ. Είμαστε ένα μοντέρνο καφενείο».
Η προσωπική επαφή με τους πελάτες είναι μια από τις κύριες διαφορές που καθορίζουν την εμπειρία στο καφενείο. Οι πελάτες εδώ δεν είναι απλώς καταναλωτές, αλλά μέλη μιας κοινότητας: «Νομίζω ότι έχει να κάνει με την επαφή που έχουμε με τον κόσμο. Είμαστε πιο κοντά. Μπορούμε να συζητήσουμε πιο εύκολα με έναν πελάτη από ότι σε μια καφετέρια που είναι λίγο πιο απρόσωπα τα πράγματα. Οι νέοι επιστρέφουν σιγά-σιγά στο καφενείο. Γιατί είναι ένας πιο οικονομικός τρόπος να περάσεις καλά. Μπορείς να φας ποιοτικό φαγητό σε ένα καφενείο. Και εμείς εδώ μαζεύουμε πολλά πράγματα από τη φύση όπως είναι τα χόρτα, οι βολβοί, τα σύκα μας. Πιστεύω πως υπάρχει αυτή η ανάγκη για αυτά τα προϊόντα και αυτή την εξυπηρέτηση. Ο κόσμος έχει γίνει λίγο πιο απρόσωπος οπότε θεωρώ πολλοί επιζητούν έναν χώρο, στον οποίο θα νιώσουν οικεία, μια παρέα – όπως προσπαθούμε να είμαστε εμείς εδώ. Βλέπεις τα τραπέζια μας είναι κοντά. Οι μουσικοί μας είναι πολύ κοντά στον κόσμο οπότε πραγματικά γίνονται εδώ όλοι μια παρέα».
Για τη Μαρία, το μέλλον των καφενείων στο Ρέθυμνο φαίνεται φωτεινό, καθώς η πόλη δείχνει αποφασισμένη να διατηρήσει τις παραδοσιακές αξίες της: «Πιστεύω σαν τόπος προσπαθούμε να κρατήσουμε την παράδοση. Είτε αυτό είναι η μουσική είτε το καφενείο που λέμε. Θεωρώ ότι δεν θα εκλείψει εύκολα από αυτόν τον τόπο. Τουλάχιστον αυτή είναι η ελπίδα μου».
Στο Καναβάτσο την ίδια ώρα συναντάμε και τον Ζαν Πιερ, έναν μόνιμο κάτοικο του νησιού από το Βέλγιο. Η εμπειρία του στο εναλλακτικό αυτό καφενείο προσφέρει μια αναπάντεχη αλλά καθόλου ασυνήθιστη ματιά στην αυθεντικότητα που αναζητούν πολλοί ταξιδιώτες. Ως διακοσμητής εσωτερικών χώρων, έχει συναντήσει πολλά διαφορετικά μέρη, αλλά το Καναβάτσο τον εξέπληξε. Όταν βρέθηκε με την παρέα του στο Ρέθυμνο, ανακάλυψαν το καφενείο και ένιωσαν ότι είχαν βρει ένα «κρυφό» διαμάντι της πόλης: «Ήρθα εδώ στην Κρήτη πριν τέσσερα χρόνια. Στο Ρέθυμνο έρχομαι συχνά και σήμερα περνώντας από εδώ είδαμε το μέρος και είπαμε αυτό είναι για εμάς. Το αισθάνεσαι μη τουριστικό. Αυθεντικό. Έτσι αποφασίσαμε να κάτσουμε. Όλα είναι σπιτικά, χειροποίητα και ήταν τέλεια».
«Μάσα Σούρα»: Η Παράδοση του Μεζέ και του Ρεμπέτικου
Στο καφενείο «Μάσα Σούρα», στην οδό Μελισσήνου ο κ. Νίκος, ο ιδιοκτήτης, εστιάζει στην παράδοση μέσω του φαγητού και της μουσικής. Από το 2013 που ξεκίνησε να λειτουργεί, το καφενείο συνδυάζει τη ρακή και τους μεζέδες με την παραδοσιακή μουσική, δημιουργώντας τελικά ένα φιλόξενο χώρο: «Το καφενείο έχει πιο παραδοσιακούς μεζέδες. Οι πελάτες έρχονται και μόνοι, αλλά τους κάνουμε και εμείς παρέα. Κάνω κάποια λάιβ, κυρίως κρητικά και ρεμπέτικα».
Ο Νίκος, μεγαλωμένος ο ίδιος στα καφενεία της Παλιάς Πόλης, αναγνωρίζει την αξία του καφενείου ως χώρου κοινωνικής επαφής. «Στο καφενείο θα κάτσεις να μιλήσεις με κάποιον», αναφέρει τονίζοντας ότι από μικρός ήθελε να ανοίξει ένα καφενείο μιας και πάντα θαύμαζε τις παρέες που δημιουργούσαν οι μεγάλοι, τις συζητήσεις που κάνανε στα καφενεία.
«Το Γνωστό Σημείο»: Ένα καφενείο γεμάτο παράδοση
Το καφενείο «Το Γνωστό Σημείο», στην οδό Τσαγρή στην παλιά πόλη λειτουργεί εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Η ανάγκη για επιστροφή σε αληθινές εμπειρίες αναδεικνύεται από τα λόγια της Άννας, μέλος του προσωπικού.
Για εκείνη, το καφενείο δεν είναι απλώς ένας χώρος εργασίας, αλλά πηγή ζωής: «Το καφενείο είναι η ζωή μου. Χωρίς αυτό δεν μπορώ. Επικοινωνώ με τον κόσμο. Το καφενείο είναι πιο ζεστό. Εγώ το προτιμώ. Με μεγάλους ανθρώπους για να μαθαίνω όσο μπορώ πιο πολλά πράγματα, σοφές κουβέντες, ιστορίες. Απλά πράγματα, ένας απλός άνθρωπος αυτό ζητάει».
Η διαχρονική σημασία του καφενείου
Τα καφενεία εξακολουθούν, λοιπόν, να αποτελούν ζωντανά μνημεία της τοπικής κουλτούρας.
Με το πέρασμα του χρόνου, τα καφενεία του Ρεθύμνου – από τα παλαιά παραδοσιακά μέχρι τα νεοκαφενεία που συνδυάζουν την κλασική ατμόσφαιρα με καινοτομίες – ενσαρκώνουν την ίδια βασική αξία: Να προσφέρουν ένα ζεστό καταφύγιο και μια μοναδική ευκαιρία για ουσιαστική σύνδεση και ευχαρίστηση.