Διεπιστημονικό εργαστήριο υποψηφίων διδακτόρων στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Η μελέτη των νησιών, ως ζωντανά εργαστήρια κατανόησης κοινωνικοπολιτικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών φαινομένων και η προσέγγιση του ρόλου τους στην ιστορική εξέλιξη και τη διαμόρφωση των σημερινών κοινωνιών βρίσκονται στο επίκεντρο του διεπιστημονικού εργαστηρίου υποψηφίων διδακτόρων «Μετρώντας τα νησιά: γνώση, διοικήσεις, πληθυσμοί (16ος-21ος αιώνας)» που φιλοξενεί αυτές τις μέρες το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, στην Πανεπιστημιούπολη του Γάλλου. Πρόκειται για μια διοργάνωση που φέρνει στο ίδιο τραπέζι ιστορικούς, γεωγράφους, κοινωνικούς επιστήμονες και περιβαλλοντικούς ερευνητές από όλη τη Μεσόγειο, δίνοντας την ευκαιρία σε νέους επιστήμονες και καταξιωμένους ερευνητές, να προσεγγίσουν και να αναδείξουν την σημασία της νησιωτικότητας, πώς δηλαδή τα νησιά λειτούργησαν στο παρελθόν ως πεδία πειραματισμού εξουσιών και πολιτικών, και πώς σήμερα μπορούν να αποτελέσουν «αισθητήρες» περιβαλλοντικών και κοινωνικών αλλαγών. Η Κρήτη, στο κέντρο αυτής της συζήτησης, δεν αποτέλεσε τυχαία επιλογή για τη φιλοξενία του συνεδρίου, καθώς πρόκειται για ένα μεγάλο νησί, που η γεωγραφία της, αλλά και το ιστορικό παρελθόν της συνδέει τρεις ηπείρους. Επιπλέον, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα ακαδημαϊκά και επιστημονικά ιδρύματα της Μεσογείου κρίθηκε κατάλληλο για την εκκίνηση μιας ερευνητικής συζήτησης, γύρω από τις ιδιαιτερότητες των νησιών της περιοχής. Όπως τονίστηκε μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, η μελέτη των νησιών δεν είναι απλώς γεωγραφικό ζήτημα, αλλά ένας τρόπος να κατανοήσουμε την κοινωνία, την ιστορία και το περιβάλλον μέσα από μικρογραφίες του κόσμου. Από τη δημογραφική ιστορία της βενετοκρατούμενης Κρήτης μέχρι τις περιβαλλοντικές πολιτικές της σύγχρονης Μεσογείου, τα νησιά αποδεικνύονται όπως επεσήμαναν οι συμμετέχοντες, «φυσικά εργαστήρια της ιστορίας». Το συνέδριο συνδιοργανώνεται από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, μαζί με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ (IMS-ΙΤΕ) και τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, ενώ σε αυτό συμμετέχουν δεκάδες υποψήφιοι διδάκτορες από Πανεπιστήμια της Γαλλίας και του εξωτερικού, καθώς και του τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης.

«Τα νησιά είναι στο κέντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος»
Μία ευκαιρία για τους υποψήφιους διδάκτορες και τους νέους ερευνητές να έρθουν σε επαφή με συναδέλφους τους από όλη την Ευρώπη, να ανταλλάξουν εμπειρίες και να ανοίξουν νέους δρόμους συνεργασίας είναι αυτό το συνέδριο, ξεπερνώντας τα όρια μίας απλής επιστημονικής συνάντησης, σύμφωνα με όσα ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.» η πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ελευθερία Ζέη. «Είναι μια συνεργασία του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Ινστιτούτου Μεσογειακών Ερευνών και της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Εντάσσεται στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Gouverner les Îles (κυβερνώντας/διαχειρίζοντας τα νησιά), το οποίο ασχολείται με τη διαχείριση και τη διακυβέρνηση των νησιών, από τον 16ο αιώνα έως σήμερα. Σε αυτό συμμετέχουν πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα». Η κ. Ζέη τόνισε πως το εργαστήριο «ανοίγει νέους ορίζοντες, τόσο επιστημονικά όσο και θεσμικά». Όπως επεσήμανε, «πρόκειται για μια δράση που συμβάλλει ουσιαστικά στην εξωστρέφεια του Τμήματος και στη δημιουργία σταθερών δεσμών με ξένα πανεπιστήμια. Ήδη συζητούμε για μελλοντικές συνεργασίες που θα βασιστούν πάνω σε αυτήν την εμπειρία». Η Πρόεδρος του τμήματος επεσήμανε ότι η επιλογή του Ρεθύμνου και της Κρήτης ως τόπου διεξαγωγής δεν είναι τυχαία: «Το Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι ένα νησιωτικό πανεπιστήμιο και μάλιστα ένα από τα σημαντικότερα της Μεσογείου. Η νησιωτικότητα είναι στοιχείο που χαρακτηρίζει όχι μόνο τον χώρο, αλλά και τα ίδια τα επιστημονικά μας ενδιαφέροντα. Έχουμε πολλά ερευνητικά θέματα που σχετίζονται με την Κρήτη και τα νησιά». Σύμφωνα με την κ. Ζέη, τα νησιά υπήρξαν ιστορικά «τόποι ελέγχου, μέτρησης των πληθυσμών και δοκιμασίας διαφορετικών μορφών διοίκησης». Σήμερα, ωστόσο, αποτελούν πεδία διεπιστημονικής μελέτης: «Τα νησιά βρίσκονται στο επίκεντρο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Τα προσεγγίζουμε ως ιστορικούς τόπους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των κοινωνιών της Μεσογείου».
«Η Κρήτη παραμένει για την έρευνα ένα εξαιρετικό παράδειγμα νησιού που συνδυάζει απομόνωση και συνδεσιμότητα»
Από τη δική του πλευρά, ο Mathieu Grenet, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας και μετανάστευσης στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζ, σύμφωνα με όσα δήλωσε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.», βλέπει στα νησιά ένα πολύτιμο ερευνητικό εργαλείο. «Τα νησιά είναι ενδιαφέροντα σημεία για να παρατηρήσει κανείς και να κατανοήσει πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά φαινόμενα. Η μετανάστευση, για παράδειγμα, ή η κλιματική αλλαγή, μπορούν να μελετηθούν αποτελεσματικά μέσα από την παρατήρηση των νησιών». Μάλιστα, ο κ. Grenet αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη σύνδεση που έχει με την Κρήτη, όπου και έκανε τις μεταπτυχιακές του σπουδές πριν από 25 χρόνια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Όπως σημείωσε: «Η Κρήτη παραμένει για την έρευνα ένα εξαιρετικό παράδειγμα νησιού που συνδυάζει απομόνωση και συνδεσιμότητα. Όταν ήρθα πρώτη φορά, νόμιζα ότι πρόκειται για έναν απομονωμένο τόπο. Όσο όμως την μελετούσα, συνειδητοποιούσα ότι είναι ένα νησί εξαιρετικά δικτυωμένο, ιστορικά, εμπορικά, πολιτισμικά», εξήγησε και στην συνέχεια συμπλήρωσε: «Η Κρήτη υπήρξε πάντα σημείο συνάντησης μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας. Αυτό την καθιστά φανταστικό μέρος για να μελετήσεις τη μετανάστευση, το εμπόριο, την τέχνη, την ανταλλαγή ιδεών». Μάλιστα, η σημασία της νησιωτικότητας δεν είναι μόνο γεωγραφική, αλλά και επιστημονική, με τα νησιά να λειτουργούν ως φυσικά παρατηρητήρια των ερευνητών: «Στα νησιά μπορείς να κάνεις ακριβείς παρατηρήσεις. Είναι σαν φυσικά εργαστήρια όπου συμβαίνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα σε μικρή κλίμακα. Αυτό σου επιτρέπει να παρακολουθείς με λεπτομέρεια κοινωνικές και περιβαλλοντικές διεργασίες». Ο κ. Grenet τέλος απαντώντας στο γιατί η μελέτη των νησιών έχει τόσο μεγάλη αξία, σε σύγκριση για παράδειγμα με την ηπειρωτική χώρα «Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα καθιστά τα νησιά μοναδικά πεδία έρευνας. Βλέπεις φαινόμενα που δεν μπορείς να δεις σε μεγάλα αστικά κέντρα. Οι δραστηριότητες γύρω από τη θάλασσα, η ναυτιλία, η αλιεία, οι μετακινήσεις προσφέρουν μια εντελώς διαφορετική οπτική για την κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας».
«Η Κρήτη βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο των μετακινήσεων μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας»
Συνδυάζοντας ιστορικά αρχεία, κοινωνικές προσεγγίσεις και περιβαλλοντική έρευνα, στο συνέδριο παρουσίασαν τα ερευνητικά τους έργα υποψήφιοι διδάκτορες του Πανεπιστημίου Κρήτης, αλλά και Πανεπιστημίων της Γαλλίας, αναφερόμενοι σε πολύ ενδιαφέρουσες θεματικές σε σχέση με την νησιωτικότητα. Ο Βαγγέλης Μαγιόπουλος, υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, παρουσίασε μια μελέτη για την απογραφή των Τούρκων σκλάβων που ζούσαν στον Χάνδακα (στο σημερινό Ηράκλειο) στα τέλη του 15ου αιώνα. «Η απογραφή φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας και αφορά αποκλειστικά Τούρκους σκλάβους. Παρότι περιορισμένη, μας δίνει πλούσιες πληροφορίες για τη σύνθεση του πληθυσμού, το φύλο, τις ηλικίες και τις κοινωνικές σχέσεις της εποχής», εξήγησε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.». Η έρευνά του κ. Μαγιόπουλου αφορά μια εποχή πολυπολιτισμική, πριν ακόμα την οθωμανική κατάκτηση. «Στην Κρήτη ζούσαν Έλληνες, Βενετοί άποικοι, Τούρκοι σκλάβοι, αλλά και άλλες ομάδες. Ήταν ένα μωσαϊκό πληθυσμών, που αντανακλά τη διαρκή κινητικότητα της Ανατολικής Μεσογείου», ανέφερε και στη συνέχεια υπενθύμισε: «Η Κρήτη βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο των μετακινήσεων μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας. Αυτό το βλέπουμε να ισχύει διαχρονικά, μέχρι και σήμερα», επιχειρώντας να κάνει μία σύνδεση του παρελθόντος με το σήμερα. Στην ίδια θεματική, η Orianne Crouteix, υποψήφια διδάκτορας και βοηθός ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μασσαλίας, εστίασε την έρευνά της, στα μικρά νησιά της Μεσογείου και στον ρόλο τους στη διαμόρφωση περιβαλλοντικών πολιτικών. «Τα μικρά νησιά και νησίδες μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαστήρια ή «αισθητήρες» για την παρακολούθηση των περιβαλλοντικών αλλαγών», εξήγησε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.». Η έρευνά της, με τίτλο Small Islands and Islets: Laboratories or Key Sensors for Environmental Policies in the Mediterranean Basin, εξετάζει πώς τα νησιά αυτά, πολλά από τα οποία έχουν πληθυσμό κάτω των 10.000 κατοίκων, χρησιμοποιούνται ως σημεία παρατήρησης και δοκιμής πολιτικών για τη βιοποικιλότητα. «Το μεσογειακό περιβάλλον είναι ένα από τα σημαντικότερα οικοσυστήματα του κόσμου, με εξαιρετικά πλούσια βιοποικιλότητα. Τα μικρά νησιά παίζουν κρίσιμο ρόλο στην προστασία των ειδών προς εξαφάνιση, των φυτών και των μικροοργανισμών που ζουν σε αυτά», υπογράμμισε. Η κ. Crouteix επεσήμανε, ωστόσο, ότι «τα μικρά νησιά δεν μπορούν πάντα να λειτουργήσουν ως μοντέλα για γενικευμένες πολιτικές, γιατί έχουν ιδιαίτερα οικολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά». Αντίθετα, όπως ανέφερε , «είναι πιο χρήσιμο να τα βλέπουμε ως «αισθητήρες» που μας δείχνουν τις περιβαλλοντικές τάσεις και προκλήσεις της Μεσογείου».












