Σε φάση εξαθλίωσης ο κόσμος – Με δελτίο γινόταν η τροφοδοσία – Και ο κίνδυνος εμφυλίου να καιροφυλακτεί
Η σειρά του Ρεθύμνου να καλωσορίσει τη λευτεριά, ήρθε με το ξημέρωμα της 13 Οκτωβρίου 1944. Ήδη από την προηγουμένη κυμάτιζε η γαλανόλευκη στον ιερό βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών. Στις εννέα το πρωί λοιπόν της ιστορικής αυτής μέρας ο κόσμος έβλεπε με απορία μπροστά στο Καμαράκι κάθε λογής αυτοκίνητα μαζεμένα.
Αξιωματικοί και στρατιώτες Γερμανοί φθάνουν με τις αποσκευές τους έτοιμοι για αναχώρηση. Κάποιοι τολμούν και να αποχαιρετίσουν τους Ρεθεμνιώτες που απλά τους κοιτάζουν με το ίδιο πάντα βλέμμα που έκρυβε φόβο και αμφισβήτηση των φαινομενικά καλών προθέσεων.
Γεμίζουν τ’ αυτοκίνητα στρατό. Γεμίζουν και τα μικρά, από αξιωματικούς. Από τη Σοχώρα φεύγουν τα ιταλικά άρματα με τους «μαυροκούκουλους». Ένας Γερμανός στρατιώτης ξεκρεμά την ταμπέλα της στρατιωτικής διοικήσεως.
Κάποιοι σχολιάζουν ψιθυριστά για το γεγονός ότι δεν έγινε το πρωί έπαρση της γερμανικής σημαίας. Μήπως τελικά το όνειρο γίνεται πραγματικότητα; Οι ποταμοί αίματος οδήγησαν στην όχθη της λευτεριάς;
Κάπου ένα μικρό άρμα σκεπασμένο με τη γερμανική σημαία είναι ακινητοποιημένο. Μόλις όμως η φάλαγγα με τα άλλα οχήματα φθάνει στο ύψος της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων ξεκινά και αυτό.
Μόλις και το άρμα αυτό φθάνει έξω από το Νεκροταφείο, ο κόσμος νοιώθει ένα κύμα ενθουσιασμού να τον πλημμυρίζει. Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία ότι ο τόπος ανάσανε πια.
Και από τη μια στιγμή στην άλλη κωδωνοκρουσίες, ζητωκραυγές, δημιουργούν στην πόλη ένα πανδαιμόνιο ευτυχίας. Ο κόσμος ξέφρενα γιορτάζει την απελευθέρωσή του από τον ναζιστικό ζυγό με τη γαλανόλευκη να βγαίνει από τα μπαούλα και να κυματίζει στα μπαλκόνια, με μπαλωτές και άλλες εκδηλώσεις πανηγυριού.
Κατοχή, βασανιστήρια, εκτελέσεις ανήκουν στο μαύρο παρελθόν. Αναφέρει σχετικά ο αξέχαστος συμπολίτης Μανόλης Κούνουπας σε μαρτυρία του για την «Κιβωτό Μνήμης» του «Πολιτιστικού Ρεθύμνου».
«Στις 13 Οκτωβρίου του 1944 εγκατέλειψε την πόλη το τελευταίο γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο για τα Χανιά, κατάφορτο με πάνοπλους στρατιώτες της Βέρμαχτ. Στο πίσω μέρος της καρότσας είχε τοποθετηθεί ένα πολυβόλο με το πρόσωπο του χειριστή προς τον δρόμο.
Από τους Τέσσερις Μάρτυρες μέχρι τον Κήπο και πέραν αυτού είχε μαζευτεί κόσμος και ντουνιάς. Οι Ρεθεμνιώτες έβλεπαν συνεπαρμένοι το απίστευτα απολαυστικό θέαμα: Να φεύγουν οι Γερμανοί!
Η φάλαγγα είχε προχωρήσει αρκετά, όταν ο συμπολίτης καφεπώλης Νικολακάκης στάθηκε στη μέση της Λεωφόρου Κουντουριώτου και άρχισε να τους μουντζώνει και να τους βρίζει. «Κατησχυμένος και ντροπιασμένος φεύγεις ξένε κατακτητά» ήταν η επωδός.
Αμέσως μετά όλοι οι παριστάμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. Επισφράγισμα του συγκλονιστικού αυτού γεγονότος ήταν ο κρότος της ανατίναξης της γέφυρας Ατσιποπούλου. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν ακόμα και την τελευταία στιγμή να μην αφήσουν τίποτα όρθιο πίσω τους.
Το τεταμένο εφιαλτικό κλίμα της γερμανικής κατοχής άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Άνοιξαν οι ουρανοί. Οι Ρεθεμνιώτες βρέθηκαν σε μια κατάσταση ευδαιμονίας και ονείρου ακόμα και αλλοφροσύνης.
Άλλοι γελούσαν άλλοι έκλαιγαν κι άλλοι φιλιόντουσαν. Την άλλη μέρα μπαίνουν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ περίπου 150 με 200 άνδρες και παρελαύνουν στην πόλη. Η μπάντα του δήμου με επικεφαλής τον αλησμόνητο αρχιμουσικό αγαπητό Βορειοηπειρώτη πρόσφυγα Νίκο Γκίνο ξεκινά από την πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη και διέρχεται την Αρκαδίου, συνεχίζει ως τον Πλάτανο και δια της Εθνικής Αντιστάσεως φθάνει στη Μεγάλη Πόρτα. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής επικρατεί παράφορος ενθουσιασμός με μυριόστομες ζητωκραυγές και φρενιτιώδη χειροκροτήματα. Οι άνδρες του ΕΛΑΣ μετά από διήμερη εγκατάσταση στους παλιούς στρατώνες στη Σοχώρα, άφησαν μια μικρή δύναμη στο Ρέθυμνο και οι υπόλοιποι μετακινήθηκαν στα Χανιά».
Νέα σύννεφα στον ορίζοντα
Άλλα προβλήματα όμως μένουν πίσω να συνεχίσουν το συναξάρι του βασανισμένου λαού μας από εκεί που το άφησε η εχθρική κατοχή.
Με την ικανοποίηση φανερή στα πρόσωπά τους κάποιοι Ρεθεμνιώτες επιμένουν να περιμένουν στην έξοδο της πόλης να βεβαιωθούν. Είναι τόση η χαρά που φαίνεται σαν ψέμα.
Κι όμως το βλέμμα των Γερμανών που ταπεινωμένοι γυρίζουν και κοιτάζουν πίσω την πόλη που παραληρεί βεβαιώνει ότι πράγματι. Ήρθε η στιγμή να αποσυρθεί στο πυρ το εξώτερο το ναζιστικό τέρας.
Ήσαν αναφέρει ο χρονογράφος της εποχής, χλωμοί, και μαραμένοι. Ήσαν οι ηττημένοι! Ύστερα από μισή ώρα ακούστηκε μια δυνατή ανατίναξη. Ήταν ο θάνατος της Ατσιπουλιανής καμάρας, πολεμικής κι αυτής ηρωίδας.
Η πείνα όμως παρέμεινε
Μπήκε νικήτρια η ομάδα του Βαρδη Ι. Χομπίτη στην πόλη με τους άλλους αγωνιστές και η τοπική διοίκηση μπαίνει πια στη διαδικασία καθόλου εύκολη να βάλει τον κόσμο σε μια καθημερινότητα. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.H τοπική κοινωνία στην πλειοψηφία της αντιμετωπίζει θέμα επιβίωσης. Καχεκτικά παιδιά και γυναίκες με μαραμένα πρόσωπα κυριαρχούν ενώ οι ηλικιωμένοι θυμίζουν σκιές. Τα μνημόσυνα έχουν την πρωτοκαθεδρία στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Κι όλοι περιμένουν τις καλύτερες μέρες για να προγραμματίσουν τη ζωή τους.
Πολλές εύπορες οικογένειες ζουν στα όρια της φτώχειας εξαιτίας των κατασχέσεων που έκαναν οι ναζί της περιουσίας τους για διαφόρους λόγους και κυρίως για αντιστασιακή δράση. Στην κατηγορία αυτή και ο σπουδαίος αγωνιστής γιατρός Μιχάλης Μαρούλης. Μπορεί εκείνος που του παραχωρήθηκε η κλινική από τους Γερμανούς έναντι υπηρεσιών να πήρε με τη γυναίκα του τον δρόμο προς τη φίλη του χώρα για να γλιτώσει τις συνέπειες της αντεθνικής δράσης του, αλλά ο ηρωικός γιατρός έπρεπε να περιμένει μια σειρά από διαδικασίες για να του επιστραφεί η οικογενειακή περιουσία. Πέθανε όμως την άνοιξη του ‘45 και δεν πρόλαβε τουλάχιστον αυτή την αποζημίωση. Αν δεν κάνω λάθος και οι κληρονόμοι του πέρασαν αρκετή ταλαιπωρία μέχρι να πάρουν πίσω όσα τους κατάσχεσε ο εχθρός.
Από τα πρώτα θέματα που απειλούν το μεταπολεμικό Ρέθυμνο είναι τι άλλο; Η αισχροκέρδεια όπως αποδεικνύουν οι συναλλαγές που γίνονται και εις είδος σε μερικές περιπτώσεις. Χαρακτηριστικό το δημοσίευμα στην «Κρητική Επιθεώρηση» (Δεκέμβρης 1944):
«Προς δόξα της Αγορανομίας μας και εις πείσμα της διατιμήσεως, το Σάββατον επωλήθησαν τα ψάρια προς τρεις οκάδες έλαιον, ο πελτές προς δραχμάς 240, τα τσουκάλαι εις την τιμήν των 90 δραχμών και το σινάπι προς 16 δραχμάς, παρά τη διατίμηση, δηλαδή δέκα φορές και πλέον των προπολεμικών τιμών …». Και στο μεταξύ βασικά είδη αρχίζουν να εξαφανίζονται από την αγορά και μεταξύ αυτών το πολύτιμο λάδι.
Η σύλληψη και παραδειγματική τιμωρία εμπόρου δεν συνέτισε τους κατ’ εξακολούθηση μαυραγορίτες και η αγανάκτηση των ανθρώπων άρχισε να ξεχειλίζει. Στο γειτονικό Ηράκλειο έχουμε και κρούσματα λιντσαρίσματος.
Δημιουργείται θέμα με την τροφοδοσία. Ένα ακόμα σημείο των καιρών έρχεται να φορτίσει περισσότερο το κλίμα. Ενώ στο Ηράκλειο γίνεται κανονικά η συναλλαγή με το νέο ελληνικό χαρτονόμισμα και την Αγγλική στρατιωτική λίρα που είχαν αντικαταστήσει το σύστημα συναλλαγής στο Ρέθυμνο, μια μερίδα συναλλασσομένων αρνείται να συμμορφωθεί προβάλλοντας υπερβολικές αξιώσεις στην συναλλαγή της. Και με τη συμπεριφορά αυτή έρχεται μεγάλη μερίδα συμπολιτών σε πλήρες αδιέξοδο».
Επιτέλους λίγο πριν τα Χριστούγεννα μαθαίνει περιχαρής ο λαός του Ρεθύμνου ότι άνοιξε ο δρόμος της τροφοδοσίας. Στο δεύτερο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου καταφθάνει στο λιμάνι Ηρακλείου το πρώτο ατμόπλοιο με τρόφιμα και λοιπά είδη ο Στρατιωτικός Αγγλοαμερικανικός Σύνδεσμος Μ.L.
Τα τρόφιμα αυτά τα έστειλε ο σύνδεσμος για να διανεμηθούν δωρεάν. Θα πληρωνόταν μόνο το κόστος μεταφοράς και διανομής.
Από το πλούσιο φορτίο του σκάφους οι 350 τόννοι προορίζονταν για το Ρέθυμνο, προκειμένου να τους διαχειριστεί ο τότε στρατιωτικός διοικητής Χρήστος Τζιφάκης. Που να προλάβει όμως ο καημένος να χαρεί την ευκαιρία να νοιώσει μια κάποια ανακούφιση ο ταλαίπωρος λαός.
Ξεσηκώθηκαν οι λιμενεργάτες και οι μεταφορείς διεκδικώντας υπερβολικά ποσά για τις δυνατότητες της Πολιτείας να ανταποκριθεί Ταλαιπωρημένη κατηγορία εργαζομένων και οι λιμενεργάτες πίστεψαν πως ήρθε ο καιρός να βγάλουν τα «σπασμένα» άλλων εποχών.
Αρχίζουν μαραθώνιες διαβουλεύσεις με τον Τζιφάκη που με το γνωστό του εκείνο μειλίχιο ύφος προσπαθεί να τους φέρει στο φιλότιμο. Ανένδοτοι αυτοί, εν αντιθέσει με τους Ηρακλείωτες συναδέλφους τους που προσφέρουν και δωρεάν υπηρεσίες για τη διανομή πακέτων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και του οργανισμού ML για την εξυπηρέτηση του πληθυσμού.
Πάντως κάτι παίρνει Χριστουγεννιάτικα επιπλέον το Ρέθυμνο. Πρόκειται για μισό κιλό …αλάτι κατ’ άτομο.
Το πρόβλημα του επισιτισμού δεν λύνεται όμως και σε λίγο καιρό αρχίζει να αντιμετωπίζει θέμα και η ύπαιθρος του νομού.
Και οι καλλιέργειες θα σκεφτείτε; Μα ποιες καλλιέργειες χωρίς σπόρους και άλλα γεωργικά εφόδια. Άρχισε να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που γέμιζε πυκνά σύννεφα τον ορίζοντα που μόλις είχε ξαστερώσει από τη σκλαβιά.
Στο μεταξύ αρχίζουν να έρχονται στο Ρέθυμνο, Χανιώτες μη αντέχοντας να βλέπουν Γερμανούς στον τόπο τους που ως γνωστόν είχαν όλοι συγκεντρωθεί στον γειτονικό νομό από όπου έφυγαν τελικά στα μέσα του 1945.
Στους Χανιώτες μας «πρόσφυγες» στον τόπο τους ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός όπως διαβάζουμε σε σχετική ανακοίνωση τους χορηγεί δυο οκάδες αλεύρι και μισή οκά όσπρια το άτομο κι έχει ο Θεός.
Εχθρικό κλίμα
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ομάδες ενόπλων εμφανίζονται στην πόλη σκορπίζοντας τον πανικό. Ευτυχώς που υπήρχε ομάδα περιφρούρησης υπό τον Βαρδή Ι. Χομπίτη και γλίτωσε η πόλη από συρράξεις.
Η έξαψη των παθών αρχίζει και ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα. Κοντά στην πείνα έρχεται και ο πανικός να κάνει την κατάσταση αφόρητη που υποχρεώνει το δημοτικό συμβούλιο σε έκτακτη συνεδρίαση (13 Δεκεμβρίου 1944 ημέρα Τετάρτη, στις 10.30 π.μ.) για να ληφθούν άμεσες αποφάσεις. Προεδρεύει ο Ευάγγελος Δρανδάκης και παρίστανται οι Πέτρος Μανουσάκης, Ιωάννης Αθανασιάδης, Γεώργιος Μαμαλάκης, Νικόλαος Σφηνιάς, Αντώνιος Παληκαράκης, Οδυσσέας Φραγκελάκης, Παντελής Μυλωνάκης, Γρηγόριος Δάνδολος και Γεώργιος Αναστασάκης. Γραμματέας ήταν ο Κωνσταντίνος Μαντωλανάκης. Παρών ήταν φυσικά και ο δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης.
Η συζήτηση ξεκίνησε μετά από την εισήγηση του Νικολάου Σφηνιά που πρότεινε σύσταση σε όλες τις οργανώσεις να παύσουν να κυκλοφορούν εμπρηστικά έντυπα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακραίες καταστάσεις. Έγινε αναφορά αλλά και καταδίκη των εχθροπραξιών στην Αθήνα και Πειραιά που γίνανε αφορμή για νέες δοκιμασίες του ταλαίπωρου λαού. Αποφασίστηκε λοιπόν να συσταθεί σε κάθε αρμόδιο παράγοντα και σε κάθε αντάρτικη ομάδα να σεβαστεί τους αγώνες της και να μην προβαίνει σε δράσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια αλλά και την εθνική ομοψυχία. Κάποιοι σύμβουλοι μάλιστα πρότειναν οι συστάσεις αυτές να γίνονται και σε προσωπικό επίπεδο από αντιπροσωπεία του δημοτικού συμβουλίου για καλύτερα αποτελέσματα.
Για να έχουμε μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε και τις δυνάμεις που δρούσαν κατόπιν εντολών ανωτέρων θα μείνουμε σε μια περιγραφή που μας είχε κάνει ο αξέχαστος Μανόλης Κούνουπας.
«Από τις αρχές του Οκτώβρη μέχρι την απόσυρση των Γερμανικών δυνάμεων από το Ρέθυμνο στις 13 Οκτωβρίου 1944, η προσπάθεια της ΕΟΡ επικεντρώθηκε στο ξεσήκωμα όλων των δυνάμεών της απ’ όλο τον νομό. Η εντολή ήταν προσέγγιση της πόλης του Ρεθύμνου απ’ όλα τα σημεία, με τη δημιουργία ενός κλοιού, με σκοπό την παρεμπόδιση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, από οποιαδήποτε πρωτοβουλία κατάληψης των Αρχών με το φεύγα των Γερμανών.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ από τον Ψηλορείτη και τον Μυλοπόταμο κατέβηκαν και στρατοπέδευσαν στη περιοχή Πηγής – Αγ. Δημητρίου και από κει στα περίχωρα της πόλης.
Οι Άγγλοι και η διοίκηση της ΕΟΡ εγκατέστησαν το Αρχηγείο τους στην Κλινική Δανδόλου και στο σπίτι δοσίλογου, που ήταν στην Οδό Γιαμπουδάκη. Όρισαν φρούραρχο της πόλης τον Παύλο Γύπαρη, που εγκαταστάθηκε στα στρατιωτικά οικήματα της Στρατολογίας, ενώ εγκατέστησε παράλληλα, φυλάκια με άνδρες της ΕΟΡ σε επίκαιρα σημεία, (Άμμος Πόρτα, ΒΙΟ, δυτική πλευρά του κήπου).
Ομάδες Εθνικοφρόνων της ΕΟΡ, εξάλλου, κατέλαβαν τον λόφο Ευλυγιά.
Τμήματα του ΕΛΑΣ κατέλαβαν την περιοχή Μύλους – Χρωμοναστήρι και τον λόφο της Μεσκηνιάς. Εγκατέστησαν τη διοίκηση του 44ου Συντάγματος υπό τον Στρατή Βελουδάκη στο κτίριο της Επιστρατεύσεως στη Σοχώρα».
Προσπάθειες για επικράτηση της τάξης
Όπως το αποφάσισε έτσι έπραξε το δημοτικό συμβούλιο της εποχής. Κύριο ρόλο όμως στην πρόληψη ακόμα χειρότερων καταστάσεων διαδραμάτισε ο Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις, ο πολυγραφότατος δικηγόρος, ο χαλκέντερος ιστορικός ερευνητής.
Η μεγάλη του ικανότητα να προλαμβάνει καταστάσεις με την οξύνοια που τον διέκρινε έσωσε την επαρχία του από μεγάλη αιματοχυσία.
Αργότερα με τον διχασμό και των ομάδων της Αντίστασης ο Παπαδάκις προσχώρησε στον ΕΟΡ. Με την πειθώ και το κύρος του όμως κατάφερε να αμβλύνει διαφορές και αντιπαλότητες μεταξύ των αντάρτικων ομάδων.
Όταν ελευθερώθηκε το Ρέθυμνο διορίστηκε Κυβερνητικός Επίτροπος στο έκτακτο Στρατοδικείο και μετά την απόλυσή του 9 Μαρτίου 1945 συνέχισε να δικηγορεί μέχρι το 1967.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Γιώργη Αγγελιδάκη, σοβαρό ρόλο στην προσπάθεια να αποφευχθεί ο εμφύλιος στο Ρέθυμνο κατέβαλαν εκτός από τον ίδιο και τον Μιχάλη Μυρ. Παπαδάκη και οι Εμμ. Τσιριμονάκης, Νίκος Δασκαλάκης, Στέλιος Δουλγεράκης, Κώστας Χατζάκης, Γιάννης Ευαγγελίδης, Νίκος Μυλωνάκης, Γιώργης Σμπώκος, Γιώργης Κλάδος, Αντρέας Κουτρουμπάς και Κώστας Αντωνάκης:
Αρχίζουν δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο (μόνο την Κρητική Επιθεώρηση βρίσκουμε από 13 Δεκεμβρίου 1944 ημερομηνία επανέκδοσης της) που προσπαθούν να τονώσουν το πατριωτικό αίσθημα και την ανάγκη για ομόνοια και εθνική ομοψυχία.
Η κατάσταση όμως παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και στις 19 Δεκεμβρίου 1944 κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος σε όλο το νησί.
Σκηνές απείρου «κάλλους» αρχίζουν να διαδραματίζονται προκαλώντας ντροπή για την κατάντια ορισμένων «εθνοπατέρων».
Οι νύχτες γίνονται κόλαση ομάδες «τραμπούκων» βρίσκουν ευκαιρία να λειτουργούν ως παρακράτος.
Μια τέτοια νύχτα σύρθηκαν στους δρόμους τα αδέλφια Ανδρέας και Μανόλης Κούνουπας. Αυτή την περίοδο κρατήθηκε άνευ λόγου στα κρατητήρια η «μάνα» της προσφυγιάς Λέλα Κούνουπα.
Εν ονόματι της εθνικοφροσύνης αθώοι πολίτες έπεφταν θύματα άγριου ξυλοδαρμού. Και κάποιος ακατανόμαστος βρήκε πρόσφορο έδαφος και για βιασμούς αθώων γυναικών. Πόσα δεν έχει να κρύψει από ντροπή η ιστορία εκείνων των ημερών.
Άσκοποι πυροβολισμοί οδηγούν σε φόνους εξ …αμελείας και ο Χρήστος Τζιφάκης αναγκάζεται να βγάλει νέα ανακοίνωση (14 Δεκεμβρίου 1944) απαγορεύοντάς τους και προειδοποιώντας ότι θα οδηγούνται στο στρατοδικείο οι παραβάτες όπου και θα τιμωρούνται παραδειγματικά.
Αυτές ήταν οι πρώτες μεταπολεμικές μέρες για το Ρέθυμνο κάποιες από τις οποίες ήταν χειρότερες και από τις μέρες κατοχής. Αυτά όμως τα έχουμε αναδείξει και σχολιάσει σε προηγούμενα αναλυτικά μας αφιερώματα.