Τον τελευταίο καιρό, η κεντρική πολιτική σκηνή, μου θυμίζει ένα φωτομοντάζ του Γερμανού καλλιτέχνη John Heartfield (1891-1968). Στη Γερμανία του μεσοπολέμου, μέσα από τα έργα του σχολίαζε την αναβράζουσα πολιτική κατάσταση, προφητεύοντας και προσπαθώντας να στηλιτεύσει την ραγδαία άνοδο του ναζισμού. Σε αυτό το φωτομοντάζ του 1930, παρουσιάζει ένα άνθρωπο με πρόσωπο καλυμμένο με εφημερίδες, θέλοντας να σχολιάσει την κρατική προπαγάνδα μέσω του τύπου, που ήταν η βασική πηγή πληροφόρησης της εποχής. Έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε και αυτή η μονοδιάστατη πληροφόρηση από τα μεγάλα ΜΜΕ, με news που μπορεί να είναι και fake, ίσως κάτι σημερινό μας θυμίζει.
Ο ιστορικός, συγγραφέας και φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έγραψε για την αστική τάξη που, ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπου ο διαφωτισμός διαμόρφωσε μια ισχυρή αστική συνείδηση. Αυτή η έλλειψη αστικής συνείδησης και συλλογικότητας, είχε ως αποτέλεσμα, μια εξ’ ορισμού προβληματική σχέση του Έλληνα πολίτη με τις κυβερνήσεις του. Η σχέση του ψηφοφόρου με τους κυβερνώντες γίνεται μέσο ατομικής μικροκομματικής συναλλαγής και αυτό μακροπρόθεσμα έχει διαμορφώσει μια αμοιβαία καχυποψία μεταξύ του πολίτη και των κυβερνήσεων. Σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η κυβέρνηση είναι δίπλα στον πολίτη, συμπορεύεται μαζί του, και ο πολίτης εμπιστεύεται την κυβέρνηση, γιατί, σε γενικές γραμμές, γνωρίζει ότι σε αυτή βασίζεται για να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Παράλληλα, στην Ελλάδα, διαχρονικά η πολιτική αντιμετωπίζεται ως ένα πεδίο πολλαπλών συναλλαγών όπου δεν υπάρχει καμία διάκριση εξουσιών. Η εκτελεστική, η νομοθετική, η δικαστική εξουσία, αλλά και τα ΜΜΕ, εργαλειοποιούνται και αλληλοεμπλέκονται χωρίς να υπάρχει κάποιος σαφής διαχωρισμός μεταξύ τους, αλλά και κανένας ουσιαστικός έλεγχος.
Το δυστύχημα των Τεμπών, ως απόρροια εγκληματικών παραλείψεων και πολιτικών αστοχιών, συνοψίζει ένα σύνολο παθογενειών που μαστίζουν διαχρονικά την πολιτική στην Ελλάδα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης του πολίτη προς τον κρατικό μηχανισμό, είναι ιδιαίτερα εμφανής και εδώ. Η αναμενόμενη στάση της κάθε κυβέρνησης θα ήταν να σταθεί με συνέπεια και ενσυναίσθηση δίπλα στις σοβαρές και απόλυτα βάσιμες ανησυχίες των πολιτών, να σταθεί δίπλα στους συγγενείς των θυμάτων, να συνδράμει με όποιο τρόπο μπορεί για να βρεθούν τα πραγματικά αίτια και να ξεκινήσει απόλυτα συγκεκριμένες πολιτικές για να διορθωθούν τα προβλήματα που οδήγησαν σε ένα τέτοιο άδικο και οδυνηρό δυστύχημα. Αντί αυτού, η προσπάθεια αποποίησης ευθυνών ήταν άμεση και σοκαριστικά ψυχρή.
Ένας «απληροφόρητος» και παραπλανημένος πρωθυπουργός (όπως παραδέχτηκε ο ίδιος εκ των υστέρων) έκανε βιαστικές και ατεκμηρίωτες δηλώσεις λίγες μέρες μετά το συμβάν, πολύ πριν να ολοκληρωθούν τα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων, για να διαψευσθεί αργότερα, όταν δημοσιοποιήθηκαν τα πρώτα πορίσματα. Ο κυβερνητικός μηχανισμός, αντί να βοηθήσει και να σταθεί δίπλα στις προσπάθειες των συγγενών, προτίμησε, μέσω πρώιμων και ατεκμηρίωτων συμπερασμάτων και προτροπών για βουβό πένθος, να διασπείρει υπονοούμενα που στόχευαν στη σπίλωση των ανθρώπων που προσπάθησαν να μάθουν την αλήθεια. Μετά από δύο χρόνια στασιμότητας και παλινδρομήσεων, μετά από μεγάλες διαδηλώσεις, όπου οι απλοί πολίτες αναγκάζονται να υποκαθιστούν την αφοπλιστικά ανεπαρκή αντιπολίτευση, κάποια γρανάζια φαίνεται να κινούνται.
Το ζητούμενο ήταν και συνεχίζει να είναι ένας κυβερνητικός μηχανισμός με σεβασμό, σοβαρότητα και ενσυναίσθηση, που τοποθετεί τον πολίτη πάνω από τα μικροπολιτικά και κομματικά συμφέροντα. Ένας μηχανισμός που εργάζεται για τον πολίτη και δεν έχει ανάγκη να κρύβεται πίσω από επικοινωνιολόγους και από συνεργαζόμενα ΜΜΕ, για να δημιουργήσει πολίτες, όπως ακριβώς τους απεικονίζει ο John Heartfield στο φωτομοντάζ του, τυφλούς και άβουλους πίσω από μια μάσκα παραπληροφόρησης. Νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να απαιτήσουμε λίγη σοβαρότητα, που δεν έχει να κάνει μόνο με πρόσωπα, αλλά κυρίως με την ποιότητα των ίδιων των θεσμών.