Είναι γεγονός ότι πολλοί ηθοποιοί από το Ρέθυμνο διέπρεψαν στην έβδομη τέχνη. Κι ήταν ξεχωριστή η χαρά τους όταν το έφεραν οι συνθήκες να έρθουν για γυρίσματα εδώ στον τόπο τους. Μαθαίνοντας για τις πρόσφατες επιλογές Μποτόνη Μποτωνάκη και Μάρκου Πελαντάκη, για συμμετοχή σε ταινίες και μάλιστα διεθνούς παραγωγής, ήρθαν αυθόρμητα στο νου μου μνήμες από άλλες εποχές. Και θυμήθηκα παραγωγές με πλατό στο Ρέθυμνο κάποιες από τις οποίες μάλιστα θεωρούνται κλασικές στο είδος τους. Στις περισσότερες ένας ήταν ο σπουδαίος ερασιτέχνης που ξεπερνούσε σε υποκριτική και πολλούς επαγγελματίες,o Λευτέρης Κορωνάκης.
Όταν κάναμε τις συναντήσεις μας για τη βιογραφία του θυμάμαι με πόση συγκίνησης μου μιλούσε για τις ευκαιρίες εκείνες να δει τον εαυτό του στο …«πανί»! Διακινδύνευε και το μεροκάματο καθώς δεν αποζούσε από την ηθοποιία. Αυτό που σίγουρα τον έσωζε ήταν η απελπισμένη προσπάθεια των εκάστοτε κρατούντων να δουν την πόλη τους να προβάλλεται μήπως και έβλεπε κάποτε φως στο τούνελ της ανάπτυξης
Το «Νησί των Γενναίων» ήταν η πρώτη ταινία που εμφανίστηκε ο Κορωνάκης. «Δεν θα ξεχάσω τα αισθήματα που μου προκαλούσε η συμμετοχή σε μια ταινία με γίγαντες της Τέχνης Αλεξανδράκης, Καρέζη, Λυκούργος Καλλέργης …» μου είχε πει.
Η ταινία που γυρίστηκε στα νότια παράλια του νομού, είναι πολύτιμη για το σημερινό ιστορικό ερευνητή γιατί του δίνει ατμόσφαιρα εποχής από την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Αυτό είναι που καμαρώνεις στους τότε σκηνοθέτες. Γύριζαν στα σημεία που ανέφερε το σενάριο τις αντίστοιχες σκηνές και όχι όπως γίνεται στις μέρες μας που βλέπουμε ένα φάρο του Ρεθύμνου και το νεώριο στα Χανιά κι όλες οι άλλες σκηνές διαδραματίζονται όπου είναι φθηνότερα για την παραγωγή.
Ήταν το 1959 που άρχισαν τα γυρίσματα σε επιλεγμένες περιοχές και του νομού μας. Η ταινία διάρκειας 98 λεπτών γυρίστηκε σε σκηνοθεσία Ντίμη Δαδήρα,μουσική Μάνου Χατζιδάκι και διευθυντή παραγωγής τον Γρηγόρη Κουτελιδάκη.
Εισπρακτικά δεν πήγε και άσκημα αφού έκοψε 106.373 εισιτήρια, καταλαμβάνοντας την 4η θέση ανάμεσα σε 52 ελληνικές ταινίες της σεζόν.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι ήταν η πρώτη ταινία που ο Αρτέμης Μάτσας εμφανίστηκε στον ρόλο του προδότη και μάλλον μετά την επιτυχία του καθιερώθηκε στον ρόλο αυτό.
Στο Νησί των Γενναίων επίσης πρωτακούστηκε η μεγάλη επιτυχία του Μάνου Χατζηδάκι «Μην το ρωτάς τον ουρανό».
Εκτός από το Λευτέρη Κορωνάκη συμμετείχαν στην ταινία και οι Μιλτιάδης Φουντεδάκης από τις Βρύσες, Κυριάκος Κατσαντώνης από τους Γουργούθους Σ. Μαμαλάκης, Σ. Γενεράλης και ο Παντελής Παλιεράκης ο μετέπειτα αιώνιος φροντιστή στη «Φίνος Φιλμ» που άφησε μάλιστα και στη γεννέτειρά του το Σπήλι όλα τα σενάρια εκείνης της εποχής που ο κινηματογράφος ήταν στις δόξες του. Μπορείτε να τα δείτε στο μουσείο που εγκαινίασε πρόσφατα ο τόσο δραστήριος π. Ευάγγελος Κοπανάκης.
Τα γυρίσματα αν και έγιναν σε μια εποχή που ήταν ακόμα νωπές οι πληγές από τη ναζιστική κατοχή, εν τούτοις έγιναν δεκτά με ευγνωμοσύνη από τους κατοίκους του τόπου μας που τα θεώρησαν σαν μνημόσυνο στη μνήμη των νεκρών μας.
«Αγάπη γραμμένη με αίμα»
Στα 1962 έρχεται άλλο κινηματογραφικό συνεργείο στον τόπο μας για να γυρίσει μια ταινία κοινωνική αυτή τη φορά. Ιδανικός τόπος για τα γυρίσματα κρίθηκε το Άνω Μέρος που επιτέλους έβγαινε από την αχλύ του πένθους και της καταστροφής που είχε βιώσει. Η ταινία «Αγάπη γραμμένη με αίμα» διάρκειας 93 λεπτών με σκηνοθέτη τον Ντίμη Δαδήρα δεν μπορούμε να πούμε ότι εντάχθηκε στις κλασικές. Το σενάριο είχε γράψει ο σπουδαίος ιστορικός Γιάννης Β. Ιωαννίδης. Τα σκηνικά ήταν του Γιώργου Μακρίδη, η φωτογραφία του Παύλου Φιλίππου και η μουσική του Κώστα Κλάβα.
Σύμφωνα με το σενάριο. Ο αρραβωνιαστικός μιας όμορφης κοπέλας σκοτώνεται τη μέρα του αρραβώνα από κάποιον άγνωστο. Ο ήρωας, λίγο προτού ξεψυχήσει, ξορκίζει την αγαπημένη του να βρει τον δολοφόνο του και να εκδικηθεί τον θάνατό του. Εκείνη του το υπόσχεται και κάνει τα πάντα για να τηρήσει τον όρκο της με τη βοήθεια ενός νεαρού που είναι ερωτευμένος μαζί της.
Η ταινία προβλήθηκε τη σεζόν 1961-1962 και έκοψε 10.521 εισιτήρια. Ήρθε στην 50η θέση σε 68 ταινίες.
Να σημειώσουμε για την ιστορία ότι στην ταινία αυτή έλαβαν μέρος οι ηθοποιοί: Σόνια Ζωίδου (Αρετή), Ανδρέας Ζησιμάτος, Γιώργος Καμπανέλλης (Μανούσος), Ντίνα Τριάντη, Θόδωρος Έξαρχος (Χρόνης), Μαλαίνα Ανουσάκη, Αγλαϊα Κονταξή, Ανδρέας Μπάρκουλης (Σήφης), Κώστας Ρηγόπουλος (Μανωλιός), Σόνια Ιωαννίδου, Γιάννης Βογιατζής (II) (τραγούδι).
«Η χαραυγή της νίκης»: Ταινία με περιπέτειες εκτός οθόνης
Κι ήρθε η στιγμή να μεταβληθεί σε πλατώ όλη η πλατεία της Σοχώρας και μάλιστα σου έκοβε το αίμα η θέα της σβάστικας που κυμάτιζε στο κτήριο της Νομαρχίας.
Όλα όμως ήταν για τις ανάγκες της ταινίας «Η χαραυγή της νίκης» που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια από τις πιο θεαματικές περιπέτειες. Εκείνη η σκηνή μάλιστα στο κάστρο της Φορτέτζας που γίνεται μάχη με τους Γερμανούς για την απελευθέρωση πατριωτών που είχαν συλληφθεί είναι όλα τα λεφτά! Χολιγουντιανών απαιτήσεων σκηνές γυρίστηκαν εκεί που είχαν γίνει θέμα συζήτησης για μέρες στα καφενεία και στα σαλόνια.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1970. Εκτός από το κτήριο της Νομαρχίας όπου βρήκε το τέλος που του άξιζε ο δοσίλογος (κατά κόσμον Δήμος Σταρένιος) γυρίσματα έγιναν, στο Κουρταλιώτικο και Πρασιανό φαράγγι, στο Σπήλι και στους Μύλους, στον Μαρουλά και στο οροπέδιο της Νίδας.
Την ταινία που είχε διάρκεια 92 λεπτά και προβλήθηκε το 1971, σκηνοθέτησε ο Ντίμης Δαδήρας σε σενάριο του Γιώργου Λαζαρίδη. Τη μουσική έγραψε ο Κώστας Καπνίσης. Στην ταινία τραγούδησε και έπαιξε λύρα ο Νίκος Ξυλούρης στο «Πότε θα σπάσει η παγωνιά».
Έπαιξαν και οι ηθοποιοί Ίλυα Λιβυκού, Δήμος Σταρένιος, Γιώργος Βελέντζας, Νίκος Βανδώρος, Μπέττυ Αρβανίτη, Λάκης Κομνηνός, Λάκης Γκέκας, Γκίκας Μπινιάρης, Μιράντα Κουνελάκη, Λευτέρης Βουρνάς, Λευτέρης Κορωνάκης, Άντα Πατρέλη κ.ά.
Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1971 στις 20 Σεπτεμβρίου, αλλά το κοινό την υποδέχτηκε με φοβερές αποδοκιμασίες. Οι παραγωγοί της ταινίας απείλησαν ότι θα διέκοπταν την προβολή, αν συνεχίζονταν οι αποδοκιμασίες, χωρίς αυτό να γίνει κατορθωτό. Το έργο τιμήθηκε με το βραβείο β΄ γυναικείου ρόλου (Μιράντα Κουνελάκη) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1971, επίσης προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού τον Μάιο του 1971 στο Φεστιβάλ των Καννών με σκοπό την αγορά της από ξένες κινηματογραφικές εταιρείες. Στους κινηματογράφους έκανε πρεμιέρα στις 8 Νοεμβρίου 1971 και κατά την προβολή της έκοψε 126.494 εισιτήρια και ήρθε στην 38η θέση ανάμεσα σε 90 ταινίες της σεζόν 1971-1972.
Επιχείρηση Κράιπε ο τάφος του Γ’ Ράιχ
Θα ήταν ποτέ δυνατόν να μην έχουμε και μια απαγωγή Κράιπε; Έγινε κι αυτό με την ταινία «Επιχείρησις Κράιπε ο τάφος του Γ’ Ράιχ» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χριστοδούλου και σενάριο Λάζαρου Μοντανάρη και Αντώνη Δαυίδ. Η μουσική ήταν του Κώστα Καπνίση.
Στον ρόλο του Κράιπε ο αξέχαστος Λυκούργος Καλλέργης που έπαιξε με τους Ζώρα Τσάπελη, Παντελή Ζερβό , Φαίδωνα Γεωργίτση, Θανάση Μυλωνά, Νίκο Πασχαλίδη, Νίκο Βανδώρο, Καίτη Παπανίκα, Άννα Βαγενά.Γιώργο Νέζο κ.ά.
Η ταινία διάρκειας 100 λεπτών προβλήθηκε το 1971.Έκοψε 155.061 εισιτήρια κι ήρθε στην 39η θέση σε 87 ταινίες.
«Ο ήλιος του θανάτου»
Κι έρχεται η σειρά του Παντελή Πρεβελάκη να φέρει στον τόπο του συνεργείο για το γύρισμα του περίφημου έργου του «Ο ήλιος του θανάτου».
Ακόμα μια συγκίνηση περίμενε τον Λευτέρη Κορωνάκη στα γυρίσματα αυτά που έγιναν στο Ρέθυμνο μέσα στην πόλη στο Αρκάδι και στην Πηγή.
Τα γυρίσματα έγιναν το 1977 και η ταινία προβλήθηκε τον Οκτώβρη του 1978.
Ήταν διάρκειας 115 λεπτών και στην ταινία αυτή η Νέλλη Αγγελίδου ήταν μια συγκλονιστική θειά Ρουσάκη. Η σκηνοθεσία ήταν του Ντίνου Δημόπουλου, που έγραψε κι ένα αξιοπρεπές σενάριο σεβόμενος απόλυτα το έργο του Παντελή Πρεβελάκη. Η φωτογραφία ήταν του μαέστρου του είδους Άρη Σταύρου και τη μουσική στην ταινία έγραψε ο μεγάλος μας Νίκος Μαμαγκάκης.
Σύμφωνα με το σενάριο βρισκόμαστε στην Κρήτη του, 1917. Μια μεσόκοπη χωρική, η Ρουσάκη, πληροφορείται τον απρόσμενο θάνατο του αδελφού της και την αυτοκτονία της νύφης της και κατεβαίνει στη Χώρα για να πάρει τον δεκαεξάχρονο γιο τους, τον Γιώργη. Δίπλα στη θεία, το ορφανό αγόρι μυείται μεγαλώνοντας στα της ζωής, αλλά ο θάνατος στον πόλεμο του πρωτεξάδελφου και μοναχογιού της Ρουσάκη, που είχε σκοτώσει άθελά του έναν παιδικό του φίλο, το ρίχνει σε μεγάλες φουρτούνες. Οι συγγενείς του σκοτωμένου στρέφουν το μένος τους στο αθώο ορφανό και ο αδήριτος νόμος της βεντέτας καραδοκεί. Η θεία Ρουσάκη προτιμά να θυσιαστεί η ίδια για να προστατέψει τη ζωή του ανιψιού της, ο οποίος στο μεταξύ έχει νιώσει και το πρώτο του ερωτικό σκίρτημα. Τα ηχηρά ονόματα στη συγγραφή, στην ερμηνεία και στη σκηνοθεσία δεν συγκίνησαν το κοινό. Η ταινία (παραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου) έκοψε 7.480 εισιτήρια. Ήρθε στην 24η θέση σε 26 ταινίες.
Λευτέρης Κορωνάκης: Ο μοναδικός
Όπως είδαμε πιο πάνω από τους πρώτους που καλούσαν οι σκηνοθέτες όταν έρχονταν για γύρισμα στο Ρέθυμνο ήταν ο Λευτέρης Κορωνάκης. Και είχαν δίκιο γιατί αν και ερασιτέχνης έπαιρνε τον ρόλο και τον απογείωνε. Προσφυγάκι κι αυτός. Τετράχρονο αγόρι ήταν, όταν βρέθηκε με την ξεριζωμένη γενιά στο Ρέθυμνο.
Ο Λευτέρης βρέθηκε με την οικογένειά του στο σπίτι του Άι-Γιωργιανού στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων πάνω από το «Διεθνές» με είσοδο από τη Γερακάρη. Δίπλα τους έμενε μια οικογένεια Αρμένηδων.
Ο Σκευάκης ήταν το πρώτο του «αφεντικό». Θελήματα του έκανε μέχρι που εκείνος τον πήρε να δουλέψει στην «Ηλεκτρική». Η εξοικείωση με τις μηχανές τον έφερε κοντά στον κινηματογράφο. Είχε ήδη μάθει να χειρίζεται τις πρωτόλειες κινηματογραφικές μηχανές του «Ιδαίον Άντρον» που και σαν κτήριο και σαν υποδομή ανήκε στην «Ηλεκτρική». Αυτές έδωσαν ευκαιρία εξειδίκευσης και σε πολλά ακόμα Ρεθεμνιωτόπουλα που ήθελαν να μάθουν μια τέχνη.
Στην αρχή οι μηχανές ήταν χειροκίνητες. Αργότερα ο Λευτέρης με τον Δημήτρη Μαραγκουδάκη και τον Γιώργο Κιαγιαδάκη βρήκανε μια γερμανική κινηματογραφική μηχανή και δημιούργησαν τον κινηματογράφο «Ρεξ» εκεί που είναι σήμερα η αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνου στην προκυμαία. Νοίκιαζαν τον χώρο και από τα εισιτήρια έβγαζαν τα έξοδα. Αξίζει να σημειωθεί για τους γνώστες του αντικειμένου ότι στη μηχανή δεν υπήρχε βολταϊκό τόξο. Είχε μια λάμπα 1000 W και εξέπεμπε την εικόνα.
Από μικρός στη σκηνή
To «μικρόβιο» του καλλιτέχνη όμως υπήρχε στον Λευτέρη Κορωνάκη και πριν από την ασχολία αυτή με αντικείμενο που σε έφερνε κοντά στην τέχνη.
Στο δημοτικό, όσο τον άφησε η βιοπάλη να παρακολουθήσει, ήταν πάντα στις πρώτες επιλογές των δασκάλων για ποίημα ή σκετς ιδιαιτέρων απαιτήσεων.
Η ανάγκη να εγκαταλείψει το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένειά του δεν επηρέασε καθόλου τη δίψα του για μάθηση. Έκανε αχώριστο σύντροφο το βιβλίο. Κι έτσι μόνος του κάλυπτε τα κενά της μόρφωσής του. Η επαφή με τη λογοτεχνία του ξύπνησε μέσα του την αγάπη για το θέατρο. Πριν από τον πόλεμο, μαζί με άλλους φίλους του, που είχαν το «μεράκι», είχαν δημιουργήσει μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα και ανέβασαν από «Ερωφίλη» μέχρι σύγχρονο ρεπερτόριο.
Ήρθε η απελευθέρωση και ο Λευτέρης γύρισε στις καθημερινές του ασχολίες. Θα ήταν γύρω στο 1946, όταν ήρθε στο Ρέθυμνο ο θίασος Σαντοριναίου για να παρουσιάσει την «Ταβέρνα» του Ζολά. Μια ατυχία του θιασάρχη ήταν η ευκαιρία του Λευτέρη Κορωνάκη να συνεργαστεί με επαγγελματικό θίασο.
Παραμονές της πρεμιέρας κι αρρώστησε σοβαρά ένας ηθοποιός που κρατούσε βασικό ρόλο. Άρχισαν τότε να αναζητούν, εναγωνίως, λύση μέχρι που κάποιος τους μίλησε για τον Λευτέρη.
Εκείνος στην αρχή το πήρε αψήφιστα. Υπέθεσε ότι τον ζητούν για κάποιο ρολάκι. Όταν τού έδωσαν το κείμενο με τον ρόλο του Λαντιέ, έφυγε το έδαφος από τα πόδια του. Μα ήταν σοβαρά πράγματα αυτά; Χωρίς πρόβες θα ανέβαινε με τόσο φορτίο ευθύνης στη σκηνή; Ήταν όμως ευκαιρία. Εκεί στο Αχίλλειον, που έμεναν οι ηθοποιοί του θιάσου, έγιναν κάποιες πρόβες στο «πόδι» και το άλλο βράδυ δόθηκε η παράσταση.
Μετά την αποθέωση του νέου ηθοποιού ήταν φυσικό να μην τον αφήσουν να μείνει στο Ρέθυμνο. Έτσι ο Κορωνάκης έκανε την πρώτη του τουρνέ δίνοντας παραστάσεις Θήβα, Λαμία, Λειβαδιά.
Επιστροφή στον τόπο του
Ίσως να θεωρηθεί απερισκεψία του νεαρού αλλά δεν έβλεπε «φως» για το μέλλον του στην «Ηλεκτρική». Ψιθυριζόταν όταν θα γίνει δημοτική αλλά με ψιθύρους δεν μπορεί ένας νέος άνθρωπος να προγραμματίζει τη ζωή του. Έτσι ακολούθησε τον θίασο, που του έδινε την ευκαιρία να απολαμβάνει σε κάθε παράσταση το θερμό χειροκρότημα του κοινού.
Μια μέρα ο Λευτέρης ενώ βρισκόταν με τον Σαντοριναίο στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, γνωρίστηκε με τον πρόεδρο Κώστα Κοφινιώτη. Εκεί που συζητούσαν, περιμένοντας να τελειώσει ο Σαντοριναίος τις δουλειές του και να φύγουν κάποια στιγμή, τον ρώτησε ο Κοφινιώτης τι δουλειά κάνει. Κι όταν άκουσε «μαθητευόμενος μηχανικός» του είπε:
«Και θέλεις παιδί μου να γίνεις ηθοποιός; Το θέατρο είναι σαπίλα. Θα σου συνιστούσα να γυρίσεις στον τόπο σου. Δεν είσαι φτιαγμένος εσύ για τον κόσμο του θεάτρου. Επομένως δεν βλέπω να έχεις μέλλον».
Αν ήταν μεγαλύτερος στα χρόνια ο Λευτέρης ίσως και να προβληματιζόταν από τις πατρικές συμβουλές του Κοφινιώτη. Νεαρός όμως, καθώς ήταν, μέσα στο πάθος της τέχνης που τον κυρίευε, δεν έδωσε σημασία. Αντίθετα συνέχισε την περιοδεία με τον θίασο.
Μετά από κάμποσο καιρό ξαναβρέθηκε στο ίδιο γραφείο και έτυχε να συναντηθεί ξανά με τον Κοφινιώτη. Αυτή τη φορά όμως αντίκρισε έναν άνθρωπο γεμάτο θαυμασμό, επειδή είχε μάθει πόσο καλά πήγε η τουρνέ και πόσο καλός ήταν στον ρόλο του ο Λευτέρης.
Τον κοίταξε λοιπόν βαθιά στα μάτια και του είπε:
«Συνέχισε παιδί μου. Εγώ ήμουν που σε αποθάρρυνα αλλά τώρα σου λέω να συνεχίσεις …».
Του υποσχέθηκε μάλιστα να τού εξασφαλίσει και άδεια ηθοποιού.
Τώρα όμως ο Λευτέρης ήταν που τον άκουγε αδιάφορα. Από τη μια η κούραση της περιοδείας σε βουνά και σε λαγκάδια, με χιόνια και βροχές, από την άλλη η νοσταλγία για το Ρέθυμνο δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει και δεν άργησε να γυρίσει πίσω στον τόπο του.
Εδώ ξαναβρήκε την ομάδα του και συνέχισε την πορεία του στο ερασιτεχνικό θέατρο με μεγάλη επιτυχία.
Όταν γυριζόταν το «Νησί των Γενναίων» πήγε και τον βρήκε ο Γρηγόρης ο Κουτελιδάκης που ήταν τότε φροντιστής και τον έπεισε να πάρει τον ρόλο που τον έκανε να νιώσει μοναδικές εμπειρίες. Έπειτα του δόθηκαν και άλλες ευκαιρίες με τον «Ντελικανή» και τον «Ήλιο του Θανάτου». Πήρε μέρος και στην αναπαράσταση της τραγωδίας των χωριών του Κέντρους.
Ο Λευτέρης Κορωνάκης ήρθε καιρός που λησμονήθηκε ενώ ήταν πάντα μια ισχυρή δύναμη στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Μόνο ένας ήταν πάντα κοντά του. Ο Μανός Αστρινός, αυτός ο άρχοντας, που ήξερε να τιμά και να εκτιμά τις πνευματικές δυνάμεις του τόπου μας.
Έτσι συμβαίνει και στο Ρέθυμνο δυστυχώς. Κάθε μεγάλη μορφή περνά στη λησμονιά όταν δεν μπορεί πια να προσφέρει. Ο Λευτέρης Κορωνάκης δεν πήρε όσα άξιζε. Και αν έλειπε ο Ανδρέας Μπικάκης να του δώσει μια ευκαιρία εξέλιξης στην «Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών», όπου με τη δουλειά του και την αξία του έγινε προϊστάμενος των εργοστασίων της, ποιος ξέρει πως θα έκλεινε τον κύκλο της ζωής του. Ποιος δεν θυμάται αλήθεια τα αποκριάτικα άρματα της Ένωσης που είχαν τη σφραγίδα του Λευτέρη Κορωνάκη και σε έμπνευση και σε κατασκευή.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αναπνευστικά του προβλήματα που έγιναν εντονότερα όταν βρέθηκε χωρίς την πολύτιμη σύντροφό του, επιβάρυναν περισσότερο την καρδιακή ανεπάρκεια από την οποία υπέφερε.
Έφυγε τον Γενάρη του 2002, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στην πολιτιστική μας ζωή.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.