Για όσους παρακολουθούν τη λογοτεχνική παραγωγή τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, σίγουρα θα έχουν εστιάσει την προσοχή τους σε κάποιους δημιουργούς που πραγματικά καταθέτουν με τον λόγο, αλλά κυρίως την ψυχή τους έργα που αναμφίβολα σηματοδοτούν την πρόοδο της πεζογραφίας μας. Ακόμα κι αν μέσα στην «ποσότητα» της βιβλιοπαραγωγής, ίσως κάποιες φορές καλύπτεται η «ποιότητα» κάποιων έργων η περίπτωση της Τέσυς Μπάιλα είναι αναμφίβολα αξιοπρόσεκτη.
Για όσες και όσους την παρακολούθησαν από το πρώτο μυθιστόρημά της «Το παραμύθι της σιωπής» – πριν καν εμφανιστεί στον «ισχυρό» εκδοτικό οίκο «Ψυχογιός» – έως τις «Άγριες Θάλασσες», το «Ουίσκι μπλε», «Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές», αλλά και το «Μυστικό ήταν η ζάχαρη», ήταν ευνόητο πως από την συγγραφέα δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα λιγότερο από το επόμενο εξαίσιο έργο της που ήρθε το Νοέμβρη του 2022 με τίτλο «Λέγε με Ισμαήλ» (η πρώτη φράση από τον «Μόμπυ Ντικ», 1851) του Χέρμαν Μέλβιλ!
Ένα λογοτεχνικό παλίμψηστο που η περίτεχνη γραφή της συγγραφέως για την περίοδο διωγμού των Ελλήνων της Πόλης είναι μόνο το πρώτο επίπεδο γραφής, αφού μέσα από ομόκεντρους κύκλους που δημιουργούν οι «ήρωες» – Έλληνες και Τούρκοι – τονίζεται ο απώτερος στόχος του έργου που δεν είναι άλλος από έναν ηχηρό ύμνο στον Άνθρωπο κι ένα παράλληλο μήνυμα αντίστασής του στην παράνοια της πολιτικής που γκρέμιζε – και δυστυχώς εξακολουθεί να γκρεμίζει – όλα όσα δημιούργησαν άνθρωποι σαν τον Ισμαήλ, τον Ισίδωρο, την Καλλιάνθη, την Μέλπω, την Αϊσέ, την Εσίν, ακόμα κι ο Γιουσούφ ένας ευαίσθητος σκύλος ή ο Σοπέν ένας χαδιάρης γάτος, που κι αυτοί, αν και ζώα, είχαν ενσωματωθεί στη μωσαϊκή κοινωνία της πολύχρωμης, πολύβουης και κυρίως πολυπολιτισμικής πόλης.
Ο δρόμος του Πέραν με σήμα κατατεθέν το μονοβάγονο κόκκινο τραμ, τα καταστήματα που τον κοσμούσαν με κέντρα τον καφενέ του Ισμαήλ και τον σκοτεινό μακρόστενο βιβλιοπωλείο – παράδεισο του Ισίδωρου, το υπόγειο που διέμενε η πάλαι ποτέ γόησσα και μετέπειτα θύμα του έρωτά της Γιασεμώ, το αρχοντικό που η Καλλιάνθη με την παρέα της, τη Μέλπω προσπαθούσε να αποδεχτεί πώς ένα τόσο δα χαρτάκι που της έγραψε ο Αρίφ και αντιλήφθηκε ο αστός πατέρας της την εγκλώβισαν στην ισόβια μοναξιά με μοναδική αρσενική παρέα της τον χαδιάρη γάτο της, τον Σοπέν.
Ιστορίες ανθρώπων, πλεγμένες στην υγρασία του Βοσπόρου, σκαρφαλωμένες στους τρούλους των εκκλησιών και των μιναρέδων ή των τζαμιών, περπατημένες στα πλακόστρωτα του Γαλατά, ατενίζουν το μέλλον να έρχεται απειλητικό και δυσοίωνο σαν το πυρωμένο βλέμμα του Αρίφ κάτω απ’ το παράθυρο της Καλλιάνθης κρατώντας σφικτά την πέτρα, ή εκείνο το δολοφονικό ένστικτο του Ναντίρ που μοίραζε λοστούς εκείνη την αποφράδα μέρα του Σεπτέμβρη και λίγο πριν αρπάξει την Ασλίβ από το χαμάμ.
Γενναιόδωροι ήρωες που ζουν και κινούνται σε καφενέδες, χαμαιτυπεία, πορνεία, βιβλιοπωλεία, υγρά υπόγεια ή αρχοντικά ψηλοτάβανα στην Πόλη ή την Πρίγκηπο, που βρέχονται άλλοτε στα μαβιά νερά του γέρο-Βόσπορου ή του Μαρμαρά κι άλλοτε περιμένουν τον εξαγνισμό του νερού από τα βαριά σύννεφα που σκεπάζουν με θαλπωρή τους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς τρούλους της Πόλης, τσακισμένες ζωές από υπογραφές πολιτικών σε συσκέψεις και συνέδρια που έκοβαν το παρελθόν και το μέλλον σαν τον σιροπιαστό μπακλαβά στα πολίτικα ζαχαροπλαστεία, μόνο που αντί για σιρόπι έτρεχε εδώ αίμα και δάκρυ.
Κι ύστερα ξεσπά η θύελλα∙ τώρα πια οι ζωές των ηρώων είναι ίδιες τα φύλλα των φυλλοβόλων στις όχθες του Ελλήσποντου. Μόλις κόβονται απ’ το αδύναμο κρύο δέντρο ταξιδεύουν αφημένα στη ροή του ανέμου. Χωρίς προορισμό, δίχως στόχο. Αιωρούνται μέχρι να βρουν κάποιο εμπόδιο και κάπου εκεί ν’ αρχίσει η αποσύνθεσή τους. Οι προτροπές της Γιασεμώς να καλύψουν με τα ύφασμα της ημισελήνου κάθε ρωμαίικο γράμμα δεν αποδείχτηκαν ικανές να βάλουν φραγμό στον εθνικιστικό παροξυσμό, την μόνιμη νόσο των απανταχού μισανθρώπων. Δεν μπόρεσαν καν να σώσουν τον πιστό της Γιουσούφ που ως αυτόπτης μάρτυρας της κακοποίησης της Ασλίβ, έπεσε θύμα του ζωώδους ηρωισμού του και του «ανθρώπινου» κυνισμού! Τι ειρωνεία αλήθεια;
Πόσο τραγικό είναι ο άνθρωπος που βρήκε το λασπωμένο φέσι του μικρού Οθωμανού και το παρηγόρησε διδάσκοντάς το να μην παρατά την προσπάθεια, να είναι εκείνος που η μητέρα του παιδιού θα τον καταστήσει θύμα του αφιονισμένου αιμοσταγούς όχλου!
Η τραγωδία μπορεί να επινοήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα, αλλά με πολύ μεγάλη ευκολία εξαπλώθηκε σ’ όλη την οικουμένη. Γιατί όλοι εμείς οι άνθρωποι είμαστε τόσο παράξενα πλάσματα∙ σπουδαίοι και χθαμαλοί, γενναίοι και δειλοί, ευαίσθητοι και κτηνώδεις.
Η Τέσυ Μπάιλα μας έδωσε και αυτή την φορά γενναιόδωρα όπως συνηθίζει, ένα ιστορικό μυθιστόρημα που ο αναγνώστης θα κατατάξει πολύ ψηλά στην βιβλιόφιλη εκτίμησή του και θα εκτιμήσει παράλληλα με τη λογοτεχνική αρτιότητα – στοιχείο γνωστό από την πορεία της συγγραφέως – την αυθεντική ανθρωποκεντρική οπτική που διακρίνει κάθε έργο της, ιδωμένη μέσα από το πάντα γοητευτικό και ιστορικό πρίσμα.
* Ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος – συγγραφέας