Του ΓΙΩΡΓΗ Ν. ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ*
Ένα πολυσήμαντο βιβλίο είχε την τύχη να γνωρίσει, πριν από λίγο διάστημα, η εκπαιδευτική κοινότητα του νομού Ρεθύμνης και όχι μόνο, πνευματικός καρπός του άοκνου συγγραφέα – ερευνητή Θεόδωρου Στ. Πελαντάκη, σε μία καλαίσθητη κι επιμελημένη έκδοση 145 σελίδων, με τον γενικό τίτλο «Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και διδάξαντες στα σχολεία του Νομού Ρεθύμνης από το 1800 μέχρι το 1913».
Το χρονικό διάστημα (1800-1913) στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται κι ερευνά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι κρίθηκαν τα πάντα για το Κρητικό Ζήτημα. Κρίθηκε αφ’ ενός η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους και αφ’ ετέρου κρίθηκε η Ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα, παρά τις βλέψεις στο νησί ξένων δυνάμεων, οι οποίες εποφθαλμιούσαν τη γεωστρατηγική του θέση. Πήραν εν τέλει το διάστημα αυτό σάρκα και οστά οι πόθοι και οι προσδοκίες αμέτρητων γενεών, που από το έτος 1204 μέχρι το έτος 1898 βρέθηκαν ακρωτηριασμένες από τον Εθνικό τους Κορμό, υπό ξενική, αλλόφυλη και αλλόπιστη σκλαβιά και δουλεία. Ο λαός αυτός στην πλειοψηφία του, παρά τα 694 χρόνια (!!!) σκλαβιάς και τυραννίας, δεν ξέχασε την καταγωγή του, τη θρησκεία του, τη γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμά του. Δεν έχασε ποτέ την ταυτότητά του, παρά τις τρικυμίες που πέρασε. Το «θαύμα» αυτό, ότι δηλαδή ο λαός της Κρήτης δεν αλλοτριώθηκε, οφείλεται, κυρίως, σε δύο παράγοντες στη θρησκεία, δηλαδή την πίστη και την αφοσίωσή του στο Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα και στην Εκπαίδευση, με όποιον τρόπο γινόταν και όποια μορφή κι αν είχε στο πέρασμα αυτών των επτά αιώνων της σκλαβιάς και της απελπισίας και αυτό αναδεικνύεται επαρκώς από τον συγγραφέα.
Ο Θ. Πελαντάκης, βέβαια, εξειδικεύει την εργασία του, όχι μόνο χρονικά (1800-1913), αλλά και στη διαβάθμισή της, ως Δευτεροβάθμια. Μεγάλο, ωστόσο, μέρος της είναι αφιερωμένο στα πρόσωπα εκείνα, τους πρωτοπόρους εκπαιδευτικούς, που έδωσαν τα φώτα τους, λειτουργώντας κάτω από δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Στον πρόλογο του βιβλίου μάλιστα ο συγγραφέας αναφέρει: «…Και για μεν τα θέματα της εκπαίδευσης έχουν γραφεί πολλά, ελάχιστα όμως για τους εκπαιδευτικούς κάθε εποχής, για εκείνους δηλαδή που σήκωσαν αυτό το πελώριο φορτίο για την αναμόρφωση- απελευθέρωση της κοινωνίας από το σκοτάδι της άγνοιας. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται να γίνει αναφορά στους εκπαιδευτικούς εκείνους που από το 1800 περίπου μέχρι το 1913 (Ένωση της Κρήτης με την άλλη Ελλάδα), δίδαξαν στα σχολεία, τα οποία η έρευνα κατατάσσει στη Δευθτεροβάθμια Εκπαίδευση. Παρόμοια εργασία δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα, ειδικά για την Κρήτη και ειδικότερα για τον Νομό (Λιβά) Ρεθύμνου κατά την παραπάνω εποχή, κατά την οποία είχε γίνει πεποίθηση ότι η ελευθερία θα προκύψει από τον φωτισμό του νου, που μόνο η εκπαίδευση μπορεί να προκαλέσει…».
Εκπαίδευση βέβαια και Ορθόδοξη Εκκλησία στα χρόνια της βενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας ήταν κύκλοι ομόκεντροι, μια και η Εκκλησία ήταν η τροφός που επιμελείτο τα της Εκπαίδευσης σε όλο τον ελλαδικό χώρο. «….Το εκπαιδευτικό σύστημα της Εκκλησίας, καθώς μας λέγει ο συγγραφέας, λεγόταν «Σταυρέ, βοήθει μοι» (σελ. 13) και με αυτό οι «μαθητές», μόνο άρρενες, εμάθαιναν ανάγνωση από τα εκκλησιαστικά βιβλία, (το Ψαλτήριο, την Οκτώηχο και τον Απόστολο). Σπάνια μάθαιναν και γραφή….Επί αιώνες αυτό το σχήμα σχολείου ήταν το μοναδικό και συνδέεται με τα μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις Ενορίες των χωριών, προκειμένου να καλύπτονται αποτελεσματικά οι λειτουργικές ανάγκες της λατρείας με αναγνώστες, ψάλτες, γραμματισμένους μοναχούς και ιερείς κ.λπ. Στα σχολεία αυτά της Εκκλησίας επί αιώνες εκπαίδευαν τα παιδιά κάνοντάς τα αφοσιωμένους Χριστιανούς με συνείδηση ελληνική, έτοιμους για τη μεγάλη αναμέτρηση με τους κατακτητές (σελ. 16)….Πολλοί από τους διδάξαντες στα σχολεία όλων των τύπων του νομού Ρεθύμνης κατά την επανάσταση του 1866-69 και τις επόμενες (1878,1889,1895,1897), άφησαν τη διδασκαλία και έπιασαν το όπλο. Για να πετύχουν αυτά που δίδασκαν στους μαθητές τους άφηναν την πέννα και έπιαναν τα όπλα. (σελ. 60)».
Η ύλη στο αναφερόμενο βιβλίο είναι χωρισμένη σε δώδεκα κεφάλαια – ενότητες και περιέχει άφθονα ιστορικά στοιχεία, όχι μόνο από την τοπική εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά και στοιχεία γενικότερα από την εκπαίδευση στον ελλαδικό χώρο. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος, όπως ήταν φυσικό, είναι αφιερωμένο στα κεφάλαια Β’, «Ενημέρωση σχετικά με την εκπαίδευση κατά την τουρκοκρατία (18ος-19ος αι.), ειδικότερα στην Κρήτη, και το ιστορικό πλαίσιο (σελ. 9-51)» και κεφάλαιο Δ’, «Στοιχεία των 147 δαδιξάντων κατά χρονολογική σειρά (σελ. 61-108)», κατά την προαναφερόμενη περίοδο (1800-1913), και είναι διανθισμένα με πολλές φωτογραφίες αυτών των πρωτοπόρων εκπαιδευτικών, οι οποίοι δεν ήταν κατ’ ανάγκη απόφοιτοι Παιδαγωγικών ή Φιλοσοφικών Σχολών, αλλά δικηγόροι, γιατροί ή απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης κ.λπ. και κάλυπταν περιστασιακά εκπαιδευτικές ανάγκες, γιατί γνώριζαν εξ ιδίων όλοι τους ότι: «Το έργον του εκπαιδευτικού είναι το τιμιώτατον (=πολυτιμότατον) των έργων», σύμφωνα με τον σοφό Δάσκαλο Εμμανουήλ Γενεράλι.
Την πιο κρίσιμη λοιπόν εποχή, που η Κρήτη έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα για την ελευθερία της και την ενσωμάτωσή της με τον Εθνικό Κορμό, υπήρξαν φωτισμένες μορφές, που γαλούχησαν τα Κρητικόπουλα τότε με τα νάματα της πίστης, της ελευθερίας και των ιδανικών εκείνων, που διαχρονικά είχαν διαμορφώσει τη Φυλή μας. Έκαναν δηλαδή αυτό που με άλλα λόγια λέει ο ποιητής Σπύρος Τίτου Λίτινας σ’ ένα ελεγείο του, ακριβώς για την περίπτωση:
« …Στη σκοτεινάγρα στη Τουρκιάς, το φως του νου, τση πίστης
τόχαν στα χέρια άντρες γερά κι έδιναν κι εφιλεύαν
την φλόγα του Έθνους την Ιερή, κλερονομιά τρισάγια».
* Ο Γιώργης Ν. Τσιγδινός είναι συντ/χος εκπαιδευτικός