Ένα ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας για το θέμα της βύθισης του καλωδίου θα ήταν ανεκτίμητο δώρο προς τον Ερντογάν. Με το επεισόδιο αυτό θα ανέβαινε στα ύψη ο εθνικιστικός πυρετός και ο πρόεδρος της Τουρκίας θα κατάφερνε όχι μόνο να επανασυσπειρώσει τον κόσμο στο πλευρό του, αλλά και να ξεχαστεί ακόμη και η σκηνοθετημένη δίωξη και φυλάκιση του πολιτικού αντιπάλου του, Εκρέμ Ιμάμογλου.
Από μιαν άλλη σκοπιά, αν η Ελλάδα αφεθεί να συρθεί σε κάποια σύγκρουση με την Τουρκία για το θέμα του καλωδίου – ειδικά στην περίοδο που διανύουμε – θα ήταν αφέλεια να αναμένουμε πως ο πρόεδρος Τραμπ θα παρενέβαινε εξισορροπητικά, ώστε να μη φθάσουν στα άκρα δυο χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ. «Ποιού ΝΑΤΟ;» – θα μας ρωτούσε ίσως ο ίδιος: «Ακόμη έχετε μείνει εκεί;».
Για τη βύθιση του καλωδίου χρειάζεται λοιπόν περίσκεψη από διαφορετικές σκοπιές και ο κατάλληλος χρόνος. Κατά τον Αριστοτέλη, οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται όταν υπάρχει ο «κατάλληλο καιρός», δηλαδή ευνοϊκές συνθήκες – παρόμοια όπως περίμεναν τότε οι καπετάνιοι ούριο άνεμο για να βγουν από το λιμάνι. Σήμερα γνωρίζουμε εκ του αποτελέσματος, ότι ευνοϊκές συνθήκες για την κοινοτική διευθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (καθώς και για την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε.) δεν υπήρχαν εξαρχής στην Ε.Ε., αλλά δημιουργήθηκαν με επίπονες διαπραγματεύσεις και αξιοποιήθηκαν, αρχικά, στη συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, επί πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη. Όπως ο ίδιος έχει διαπιστώσει μεταγενέστερα: τότε, όπως και «το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις αυτές προέβαλε αργότερα, ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004 επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Στο Ελσίνκι συμφωνήθηκε τελικά και έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις να αναγνωρισθεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα στην Ε.Ε., με την προϋπόθεση πως «σε εύλογο χρονικό διάστημα» όφειλε να επιλύσει τις τυχόν συνοριακές ή άλλες διαφορές της με τα κράτη μέλη στην βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – εφόσον δεν επερχόταν συμφωνία σε εκκρεμείς διαφορές. Για καλύτερη αποσαφήνιση, εξάλλου, στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε ότι «το αργότερο το 2004» οι 15 ηγέτες θα επανεξέταζαν την κατάσταση για να εγκρίνουν την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αν δεν είχαν επιλυθεί οι εκκρεμείς διαφορές, θα προωθούσαν την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Τον Μάιο του 2004, παρόλο που ο τότε πρωθυπουργός, Κ. Καραμανλής είχε τη δυνατότητα, ωστόσο «δεν προέβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι» … Αντίθετα επεσήμανε, ότι «οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν». Απεδέχθη έτσι την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και των αιγιαλίτιδων ζωνών τους, αντί να απαιτήσει την κοινοτική εφαρμογή της συμφωνίας του Ελσίνκι και επομένως την κοινοτική προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Σήμερα που δεν βλέπουμε μέχρι τώρα προθυμία ούτε από τους εταίρους μας στην Ευρώπη να θέσουν αυστηρούς όρους για τον σεβασμό των συνόρων της Ε. Ε. στο Αιγαίο, οι αποφάσεις του Ελσίνκι για την κοινοτική προσφυγή στη Χάγη, αν δεν επιλύονταν μέχρι το 2004 οι διαφορές, ήταν μια μοναδική και ανεπανάληπτη ευκαιρία που ατυχώς δεν αξιοποιήθηκε.