Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ*
Οι εικόνες από την πλημμυρισμένη Θεσσαλία θα έπρεπε να μας φρονηματίσουν. Δυστυχώς ούτε ετούτες οι εικόνες βιβλικής καταστροφής δείχνουν να επηρεάζουν τον τρόπο που το σύστημα λειτουργεί. Με παράξενη επιμονή οι ιθύνοντες, διοικούντες, πολιτικοί φορείς και παρατάξεις, αρμόδιοι κάθε είδους και μορφής εξακολουθούν να σχεδιάζουν, να στηρίζουν και να υλοποιούν έργα και καταστάσεις που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην επόμενη καταστροφή. Να το αναλύσω:
Στις ως τώρα μελέτες του νέου ΒΟΑΚ, όπως μας έχουν παρουσιαστεί απουσιάζουν οι συνεκτικές «υδραυλικές» μελέτες. Στην πρώτη μάλιστα σχεδίαση αυτή που πέρασε από το συμβούλιο της Περιφέρειας Κρήτης ως περιβαλοντολογική μελέτη, η αναφορά το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτων ήταν περιθωριακή.
Θα σταθώ μόνο στην περιοχή του ανατολικού Ρεθύμνου για οικονομία χρόνου. Το προγραμματιζόμενο έργο του νέου ΒΟΑΚ τέμνει κατά μήκος δύο μεγάλες λεκάνες απορροής υδάτων, του Αδελιανού, του Πηγιανού κάμπου και των όμορων περιοχών. Ουδεμία, επαναλαμβάνω ουδεμία μελέτη ή απλά απάντηση έχει δοθεί στο πρόβλημα της διοχέτευσης των υδάτινων όγκων που θα δημιουργήσει ακόμα και μία μέτριας έντασης θεομηνία. Η αόριστη αναφορά σε φυσικούς πόρους -ρέματα- οι οποίοι θα επωμιστούν την εκτόνωση των υδάτινων όγκων είναι τουλάχιστον αφελής.
Πέρα από την κατάσταση των ρεμάτων της περιοχή -ή μάλλον ό, τι έχει απομείνει από αυτά- η πρόσθεση ενός τεχνητού αναχώματος -του νέου ΒΟΑΚ- κατά μήκος των παράκτιων πεδιάδων, θα μεταβάλει ριζικά κάθε είδους φυσική εκτόνωση των φαινομένων.
Όγκοι νερού θα υποχρεωθούν να αναζητήσουν νέες διόδους προς την θάλασσα με όλες τις συνέπειες που αυτό θα έχει στην νότια και πιο ειδικά στην βόρεια πλευρά του νέου αυτοκινητόδρομου. Ήδη στην περιοχή έχουν σημειωθεί στο παρελθόν πλημμυρικά φαινόμενα. Το προγραμματιζόμενο έργο, έτσι όπως παρουσιάζεται θα πολλαπλασιάσει τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα και κινδύνους.
Τυχόν καταστροφές στο μετά την υλοποίηση του έργου διάστημα σίγουρα δεν θα οφείλονται στην κλιματική αλλαγή. Τα έργα των ανθρώπων -στο βωμό του κέρδους εργολάβων και κατασκευαστών- προετοιμάζουν την καταστροφή των πολλών, των κατοίκων, των παραγωγών και των επαγγελματιών της δραστήριας οικονομικά και οικιστικά αυτής ζώνης.
Επισημαίνουμε μόνο αυτό το πρόβλημα την σοβαρότητα του οποίου ανέδειξαν οι καταστροφές στη Θεσσαλία. Τα ζητήματα οικονομικής υποβάθμισης της περιοχής -με τρεις παράλληλους «εθνικούς» δρόμους σε κοντινή απόσταση, με καταστροφή καλλιεργειών, ελαιώνων, τουριστικών εγκαταστάσεων, τα ζητήματα κυκλοφορίας και πρόσβασης των γύρω οικισμών δεν έχουν επίσης λάβει πειστικές απαντήσεις.
*Γιώργος Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ