Σταθεροποιητικές τάσεις παρουσιάζουν τον τελευταίο ενάμιση μήνα οι τιμές του ελαιολάδου στην Κρήτη, κάτι που εν πολλοίς οφείλεται στην περιορισμένη ζήτηση σε συνδυασμό με την περιορισμένη προσφορά.
Καθώς διανύουμε ένα εξόχως κρίσιμο στάδιο, όπου η ανθοφορία έδωσε τη θέση της στην καρπόδεση, οι ειδικοί εφιστούν ιδιαιτέρως την προσοχή για τη σωστή κι αποτελεσματική αντιμετώπιση του δάκου: Εάν όλα κυλήσουν ομαλά, η νέα ελαιοπαραγωγική περίοδος στο νησί αναμένεται να είναι πλούσια και σε ποσότητα και σε ποιότητα!
Τα μέχρι στιγμής μηνύματα είναι αρκετά θετικά για την Κρήτη.
Οι καιρικές και γεωπολιτικές – οικονομικές συνθήκες θα καθορίσουν εν πολλοίς την έκβαση της επόμενης χρονιάς. Κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση των τάσεων και του κλίματος στην αγορά θα έχει και η Ισπανία, η πρώτη σε παραγωγή χώρα του πλανήτη.
Την ίδια στιγμή, η ανοδική πορεία – επαναφορά της τουριστικής βιομηχανίας σε προ covid επίπεδα, δεν έχει την απαιτούμενη επιδραστικότητα στην απορρόφηση και την αξιοποίηση του λαδιού από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και σχετίζονται (έμμεσα ή άμεσα) με τον κλάδο.
Πολύ καλές οι υπάρχουσες ενδείξεις
Πριν ακριβώς από δύο εβδομάδες, ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών δήμων Κρήτης δημοσίευσε τον πίνακα τιμών του ελαιολάδου: η μέγιστη στην Κρήτη ανερχόταν σε 3,65 και η ελάχιστη σε 3,30 ευρώ. «Δεν έχουμε καμία σοβαρή εξέλιξη. Είναι σχεδόν σταθερές εδώ και αρκετό καιρό, κάτι περισσότερο από ενάμιση μήνα. Είναι περίπου στα ίδια επίπεδα – με πολύ μικρές αλλαγές» δήλωσε στα «Ρ.Ν.» ο επιστημονικός σύμβουλος του Σ.Ε.ΔΗ.Κ., Νίκος Μιχελάκης, μιλώντας για το… σήμερα.
Υπάρχει μία κοινή διαπίστωση, η οποία αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τις άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες της Ευρώπης, ότι παρουσιάζεται μία περιορισμένη προσφορά αλλά και μία περιορισμένη ζήτηση, που σύμφωνα με τον ίδιο οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι: «Και οι μεν αγοραστές και οι δε παραγωγοί που πουλούν το προϊόν αναμένουν κάτι καλύτερο, καθένας για την πλευρά του. Οι μεν αγοραστές περιμένουν ότι θα υπάρχουν εξελίξεις για χαμηλότερες τιμές, οι δε παραγωγοί περιμένουν θα υπάρχουν εξελίξεις για μεγαλύτερες τιμές. Το ποιος θα δικαιωθεί περισσότερο, δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί».
Ένας σημαντικός παράγοντας που θα κρίνει τις εξελίξεις για τις τιμές του ελαιολάδου, είναι η πορεία της Ισπανίας, που κατέχει σχεδόν το μισό της παγκόσμιας παραγωγής.
«Απ’ ό,τι ξέρουμε η εκεί ανθοφορία ήταν σχετικά καλή, αλλά οι συνθήκες για την εξέλιξή της απ’ ό,τι ακούμε από τα Μέσα Ενημέρωσης, δεν είναι καθόλου ευνοϊκές. Υπάρχει μία παρατεταμένη ξηρασία κατά την άνοιξη και από την άλλη μεριά υπάρχουν και πάρα πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Το αποτέλεσμα των θερμοκρασιών αυτών συνήθως δεν είναι καλό. Αλλά πρέπει κανείς να το δει στην πράξη, πώς θα επιδράσει τελικά στην παραγωγή. Δεν υπάρχουν εκτιμήσεις από την πλευρά της Ισπανίας, όπως υπήρχαν κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Κι αυτό οφείλεται στο ότι κι εκείνοι δεν είναι έτοιμοι να προβλέψουν πώς θα πάει η παραγωγή τους» σημειώνει ο κ. Μιχελάκης.
Το στάδιο της ανθοφορίας έληξε στην Κρήτη. «Έχουμε προχωρήσει στο επόμενο στάδιο της καρπόδεσης, η οποία σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι είναι αρκετά καλή» αναφέρει ο επιστημονικός σύμβουλος του Σ.Ε.ΔΗ.Κ. «Υπάρχουν βεβαίως ανομοιομορφίες και κατά περιοχές: Δηλαδή, άλλες περιοχές έχουν πολύ καλή καρπόδεση, άλλες όχι και τόσο, αλλά υπάρχει επίσης και μία σχετική ανομοιομορφία λόγω των ακραίων θερμοκρασιών που επικράτησαν κατά το διάστημα του Μαΐου, ακόμα και στα ίδια δέντρα πάνω – βλέπουμε καρπούς που είναι μεγάλοι και καρπούς που είναι πιο μέτριοι. Ελπίζουμε σε γενικές γραμμές ότι η παραγωγή της Κρήτης, αν δεν συμβεί κάτι πολύ απρόοπτο και αναπάντεχο και χειροτερέψει την κατάσταση, θα είναι πολύ καλή».
Δακοκτονία: Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός
Για την ποιότητα, επί του παρόντος δεν μπορεί να γίνει μία ασφαλής πρόβλεψη. «Θα εξαρτηθεί από τις προσβολές του δάκου κατά κύριο λόγο, γι’ αυτό και παρακολουθούμε με αγωνία το πώς θα χειριστούν τα θέματα της δακοκτονίας οι αρμόδιες Υπηρεσίες στην Κρήτη και στις άλλες περιοχές της Ελλάδος, οι οποίες εφαρμόζουν στην πράξη τη δακοκτονία – διότι την κεντρική εποπτεία την έχει πάντοτε το αρμόδιο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων» σχολιάζει ο κ. Μιχελάκης.
Για την επιτυχή έκβαση των προγραμμάτων δακοκτονίας, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή αυτό το πρώτο διάστημα: «Είναι μία διαδικασία που εφαρμόζεται δεκαετίες τώρα. Η Κρήτη έχει ένα χαρακτηριστικό, ότι οι κλιματικές της συνθήκες οι οποίες είναι πάρα πολύ ευνοϊκές για την εξέλιξη του ελαιοκάρπου και την παραγωγή καλής ποιότητας λαδιού, δυστυχώς είναι πολύ καλές και για την εξέλιξη του δάκου. Δηλαδή, ο κίνδυνος να έχουμε δακοπροσβολές στην Κρήτη είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι είναι σε άλλες περιοχές, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και των άλλων ελαιοπαραγωγικών χωρών. Γι’ αυτό και πρέπει να παρακολουθούμε με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη του δάκου και να τον αντιμετωπίζουμε με τον σωστό τρόπο» εξηγεί ο επιστημονικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης.
Το τι θα γίνει εφέτος δεν το ξέρουμε. Είμαστε ακόμα στην αρχή. Οι πρώτοι ψεκασμοί, πάντως, είναι κρίσιμης σημασίας. «Ακριβώς επειδή οι δάκοι αναμένεται να υπάρξουν και να προσβάλλουν την ελαιοπαραγωγή. Είναι εκείνοι οι οποίοι προέρχονται από τον προηγούμενο χρόνο (που διαχείμασαν στο έδαφος, στο δέντρο, σε διάφορες μορφές κ.λπ). Και που τώρα, με την άνοδο των θερμοκρασιών, προχωρούν, εξελίσσονται κι είναι έτοιμοι να προσβάλλουν τον ελαιόκαρπο. Από εκεί και πέρα, εάν γίνουν δακοπροσβολές, δυστυχώς ο δάκος πολλαπλασιάζεται με γεωμετρική πρόοδο: Ο κάθε δάκος μπορεί να γεννήσει μέχρι 300 αυγά, απ’ αυτά τα μισά μπορεί να είναι γόνιμα , θηλυκά κλπ. Ένας δάκος στην αρχή του καλοκαιριού μπορεί να δημιουργήσει δισεκατομμύρια προς το τέλος του καλοκαιριού. Η αντιμετώπιση και ο έλεγχος του δάκου στην πρώτη του εμφάνιση, δηλαδή με τους πρώτους ψεκασμούς, είναι πολύ κρίσιμης σημασίας» τονίζει ο κ. Μιχελάκης.
Να χτυπήσουμε τον δάκο πριν εξελιχθεί, προτρέπει εν ολίγοις, «γιατί η κατάληξη προς το τέλος θα είναι πολύ οδυνηρή και ανεξέλεγκτη!» όπως προειδοποιεί. «Στην αρχή κρίνονται τα πράγματα» επισημαίνει με νόημα.
Ο παγκόσμιος χάρτης, οι πολεμικές αναταράξεις και η συμβολή του τουρισμού
Το λάδι δεν εξαιρείται από τους νόμους της αγοράς και της οικονομίας: Οι τιμές διαμορφώνονται πάντοτε με την προσφορά και τη ζήτηση.
«Σημασία έχει ποια θα είναι η παγκόσμια παραγωγή – σε ένα μεγάλο βαθμό την απεικονίζει η Ισπανίας» επαναλαμβάνει ο κ. Μιχελάκης.
Οι κύριες ελαιοπαραγωγικές χώρες, μετά την Ισπανία, είναι η Ιταλία και η Ελλάδα. Η χώρα μας βεβαίως κινδυνεύει να χάσει τη θέση της από την Τυνησία, μια και η βόρεια Αφρική έχει μπει δυναμικά στον χάρτη της ελαιοπαραγωγής.
Οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία επηρέασαν, στο ξεκίνημά τους, την κατανάλωση και τη διακίνηση του προϊόντος.
«Στην αρχή του πολέμου, υπήρξε μία αυξημένη κατανάλωση ελαιολάδου από τους καταναλωτές Κάποιοι έτρεξαν να προμηθευτούν τις ποσότητες που χρειάζονται, εκτιμώντας πώς μπορεί να υπάρξουν δυσμενείς συνθήκες και να μην βρίσκουν αργότερα ελαιόλαδο. Αλλά αυτή η αγωνία σταμάτησε κατά κάποιο τρόπο» παρατηρεί ο έμπειρος επιστήμονας.
Απ’ την 7η Ιουνίου, οπότε και δημοσιεύτηκαν οι τελευταίοι πίνακες, οι τιμές δεν φαίνεται να παρουσιάζουν σημαντικές μεταβολές, παρά (ίσως) κάποια ελαφρά πτωτική πορεία. «Δεν γίνονται πια διαγωνισμοί – ή είναι λιγότεροι. Οι μεγαλύτερες τιμές επιτυγχάνονται με τους διαγωνισμούς που διενεργούν διάφοροι συνεταιρισμοί» μας πληροφορεί ο κ. Μιχελάκης.
Απ’ την άλλη, ο τουρισμός δεν επιδρά «τόσο πολύ όσο θα έπρεπε στην κατανάλωση του ελαιολάδου» διαπιστώνει επιπρόσθετα ο ίδιος. «Για παράδειγμα, κάθε καλοκαίρι στην Κρήτη έχουμε πενταπλάσιο πληθυσμό λόγω των τουριστών. Όμως, οι τουρίστες αυτοί καταναλώνουν ελαιόλαδο; Τα φαγητά που τρώνε, στην εστίαση και στα ξενοδοχεία, είναι όλα παρασκευασμένα με ελαιόλαδο;». Αυτά είναι δύο κρίσιμα ερωτήματα που θέτει ο επιστημονικός σύμβουλος του ΣΕΔΗΚ.
Η γενική εντύπωση που έχει είναι ότι «Ελαιόλαδο χρησιμοποιείται στις σαλάτες, στα βραστά. Στα άλλα φαγητά, κυρίως στα τηγανητά που έχουν μεγάλη κατανάλωση, είναι κυρίως με σπορέλαια» υποστηρίζει.
Εκεί θα αποδώσει και την αναστάτωση που προέκυψε «με την αύξηση των τιμών του σπορελαίου εξαιτίας του πολέμου: αυξήθηκε το σπορέλαιο και έφτασε στα 3,5 ευρώ, στα ίδια επίπεδα τιμών με το ελαιόλαδο!».
Όπως θα πει, οι επιχειρήσεις εστίασης είχαν μία μεγάλη ευκαιρία να στραφούν προς το ελαιόλαδο, «Αφού η τιμή πλέον είναι ίδια, κι αφού είναι παγκοσμίως γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι το ελαιόλαδο είναι ασυγκρίτως καλύτερο από πλευράς γευστικής και υγιεινής. Όμως αυτό δεν βλέπουμε να συμβαίνει» είναι το καταληκτικό του συμπέρασμα.