Το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια αόρατη θηλιά που σφίγγει ολοένα και περισσότερο τον λαιμό της πραγματικής οικονομίας. Πίσω από τους αριθμούς των ισολογισμών και τις εκθέσεις των τραπεζών, κρύβονται χιλιάδες νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παλεύουν καθημερινά να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, οι συνολικές οφειλές πολιτών και επιχειρήσεων προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες ξεπερνούν τα 270 δισ. ευρώ. Από αυτά, πάνω από το μισό θεωρείται μη εξυπηρετούμενο ή «παγωμένο», γεγονός που δείχνει ότι η πλειονότητα των οφειλετών δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, ακόμη και με ρυθμίσεις.
Οι αιτίες είναι βαθύτερες και πολυεπίπεδες. Οι συνεχείς κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας – οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή και πληθωριστική – αποδυνάμωσαν τα εισοδήματα και αύξησαν δραματικά το κόστος ζωής. Έτσι, η προσπάθεια αποπληρωμής παλαιών χρεών συχνά συνυπάρχει με την ανάγκη επιβίωσης του σήμερα.
Η κρατική πολιτική δυστυχώς δεν οδήγησε σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών και τα προγράμματα δεύτερης ευκαιρίας δίνουν ανάσες, αλλά η γραφειοκρατία, η έλλειψη ευελιξίας και η αδυναμία ουσιαστικής διαγραφής χρεών κρατούν πολλούς εκτός. Παράλληλα, οι πλειστηριασμοί ακινήτων αυξάνονται, προκαλώντας νέα κοινωνική ένταση.
Η λύση δεν μπορεί να είναι μόνο λογιστική. Το ιδιωτικό χρέος είναι ταυτόχρονα οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα. Χρειάζεται μια συνολική στρατηγική που θα συνδυάζει:
• Στοχευμένες ρυθμίσεις με πραγματική δυνατότητα αποπληρωμής.
• Ουσιαστικά κίνητρα για επιχειρηματική επανεκκίνηση,
• και ένα νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, που θα εξισορροπεί δικαιώματα οφειλετών και πιστωτών.
Χωρίς μια τέτοια παρέμβαση, η «θηλιά» θα συνεχίσει να πνίγει όχι μόνο τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, αλλά και την προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας συνολικά. Γιατί χωρίς οικονομικά ελεύθερους πολίτες, δεν υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη.







