Μια γειτονιά ήταν κάποτε το Ρέθυμνο. Περνούσες από τα μαγαζιά και δεν προλάβαινες να χαιρετάς. Μάθαινες τα κοινωνικά γεγονότα και αντιδρούσες σαν να ήταν δικές σου χαρές ή λύπες. Αν έλειπαν οι κοινωνικές τάξεις που μοίραζαν την τοπική κοινωνία σε ύπατους και πληβείους, θα ήταν το Ρέθυμνο μια παραδεισένια γωνιά.
Σ αυτή την κοινωνία ιδιαίτερα τα θλιβερά γεγονότα έκαναν μεγαλύτερη αίσθηση. Ιδιαίτερα αν επρόκειτο για νέους ανθρώπους που υπόσχονταν πολλά.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ανδρέα Ροδινού, του περίφημου λυράρη.
Εξαιρετική είναι η μονογραφία του εκλεκτού και πολυγραφότατου συμπολίτη συγγραφέα και λογοτέχνη κ. Δημήτρη Αετουδάκη που αναφέρει μεταξύ άλλων για τον Ανδρέα Ροδινό με το γνώριμο ποιητικό του ύφος:
«Γεννημένος το 1912, στο μικρό, ρομαντικό, θαλασσοφίλητο Ρέθυμνο, από πατέρα Ατσιπουλιανό και μητέρα από τα Μετόχια της επαρχίας Ρεθύμνου, έδειξε από τα παιδικά του τα χρόνια την τάση που είχε για τη μουσική που κυριαρχούσε τότε στα χωριά και τις πόλεις της Κρήτης, με τη λύρα και το λαούτο από φημισμένους μουσικός της εποχής. Ζήλευε από τα 13 του χρόνια τις μουσικές επιτυχίες του Νικήστρατου και του Πίσκοπου και βάλθηκε από τότε να τους ξεπεράσει.
Στις σχολικές διακοπές έπαιρνε την αγαπημένη του λύρα και με μικρές παρέες γυρνούσε στα χωριά μας και άκουγε, άκουγε τους καημούς και τα οράματα του λαού μας και εξέφραζε αυτά τα πολύμορφα συναισθήματά του με τα τραγούδια και τις μαντινάδες του. Όλα αυτά αποτελούσαν τα σπουδαία βασικά ερεθίσματα για να συνθέτει τους δικούς του μοναδικούς σκοπούς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών, ηλικία που άλλα παιδιά μόνο παιχνίδια και διασκέδαση σκέφτονται, αυτός συγκρότησε δικό του μουσικό συγκρότημα με συνεργάτη στο λαούτο τον Σταύρο Ψύλλο.
Τα επόμενα χρόνια, τα λίγα αυτά χρόνια, ο νεαρός Ροδινός, με συνεργάτη το μεγάλο τραγουδιστή και λαουτιέρη Μπαξεβάνη, παίζουν και τραγουδούν στα γλέντια, στους γάμους, στα πανηγύρια, χωρίς να παίρνουν χρήματα, και ήταν τέτοια η φήμη του νεαρού λυράρη που έφθαναν στο Ρέθυμνο από όλη την Κρήτη μόνο και μόνο να ακούσουν να παίξει ο Ροδινός. Βέβαια, την εποχή εκείνη η μόνη διασκέδαση και η μόνη ψυχαγωγική καταφυγή ήταν η λύρα και το λαούτο, γι’ αυτό οι οργανοπαίκτες αυτοί τύγχαναν τις γενικής εκτίμησης και αγάπης του λαού μας.
Αλλά αυτή η άστατη ζωή, αυτό το συνεχές γλεντοκόπημα, τα ξενύχτια και τα γλέντια υπέσκαψαν την υγεία του, και, το 1933, ενώ είχε καταταγεί στο στρατό, το φοβερό τότε χτικιό, η τρομερή και αθεράπευτη τότε φυματίωση κτύπησε τα ευαίσθητα πνευμόνια του Ροδινού… Πέρασε τότε στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου, εκείνο που οι Ρώσοι είχαν κτίσει το 1898, όταν κατείχαν το Ρέθυμνο για προστασία. Εκεί έμεινε για έξι περίπου μήνες. Κάποια στιγμή που μπόρεσε να σταθείς τα πόδια του και παρά τον πυρετό που έκαιγε τα σωθικά του, με προτροπή φίλων του και ειδικά του συνεργάτη του και πιστού συντρόφου του Μπαξεβάνη, κατάφερε να ηχογραφήσει δύο μοναδικούς δίσκους.
Μετά την ηχογράφηση, έφυγε από το νοσοκομείο και προσπάθησε να νικήσει το θερίο πάνω σ’ ένα λόφο, κοντά στο χωριό της μητέρας του, στους Νίππους.
Εκεί, στην κορυφή του λόφου, ο πληγωμένος αετός, το άρρωστο παλικάρι, με συντροφιά την αγαπημένη του λύρα και με ακροατές τα πουλιά, τα ζώα, τα δέντρα και τα άστρα της νύχτας έπαιζε και θρηνούσε τη ζωή που έφευγε, τα όμορφα νιάτα του και χανόταν μέσα στους υψηλούς πυρετούς.
Έτσι, μέσα σ’ αυτές τις συναισθηματικές επάρσεις και εξάρσεις του για τη ζωή και τη μουσική του ήρθε η ώρα που ο Χάροντας, αυτός ο τρομερός εκτελεστής του θανάτου, άρπαζε το ωραιόμορφο Ρεθεμνιωτόπουλο στα 22 του χρόνια, στις 9 του Φλεβάρη του 1934, με συντροφιά του τις δυο αγαπημένες του λύρες.
Τότε όλο το Ρέθυμνο τον έκλαψε. Ακόμα και η περιπέτεια της υγείας του έγινε σημείο αναφοράς για κάθε ερωτευμένο που απευθυνόταν στην κοπελιά του δίχως ανταπόκριση:
Να με χτικιάσεις πολεμάς
σαν και το ροδινάκι
απού το χτίκιασε και αυτό
της λύρας το μεράκι».
Είναι επίσης γεγονός κάτι μοναδικό στα χρονικά του Ρεθύμνου να μείνουν κλειστά όλα τα καταστήματα την ημέρα της κηδείας του. Έχουμε όμως και άλλες τραγικές περιπτώσεις. Ας δούμε μερικές.
Ένα καμάρι για την αρχοντοοικογένεια των Βαλαρήδων ήταν η Αιμιλία που γεννήθηκε το 1910. Ήταν τόσο όμορφη που είχε κερδίσει τον τίτλο της Μις Ρέθυμνο σε καλλιστεία για τα οποία έχει κάνει εκτενή αναφορά ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου. Ο θάνατος της πανέμορφης Αιμιλίας ήταν ακόμα ένα γεγονός που βύθισε σε πένθος την τοπική κοινωνία.
«Διπλή συμφορά αισχυλείου πλοκής»
Έχουμε κάνει ιδιαίτερο αφιέρωμα στον παπά Μάρκο Πλυμάκη μια εμβληματική μορφή ιερέα που λάτρευε το ποίμνιό του Πρόθυμος ακροατής κάθε πόνου, ήταν ο ιδανικός πν ευματικός και πάντα κοντά στους νέους. Κι όμως του έλαχε να πιει το πικρότερο ποτήρι.
Η κόρη του Χαρίκλεια, ήταν από τα πιο χαρισματικά του παιδιά. Από μικρή έπαιρνε τα γράμματα και ο παπά Μάρκος δεν θέλησε να της στερήσει το δικαίωμα της γνώσης. Συνέχισε λοιπόν η μικρή και πήρε πτυχίο δασκάλας. Καμάρωνε ο πατέρας γιατί με αφορμή με την πρόοδο της κόρης του, που ήταν από τις πρώτες κοπέλες που αξιώθηκαν να μορφωθούν και να εργαστούν την εποχή εκείνη, μπορούσε να πείσει δύστροπους γονείς να επιτρέψουν στις κόρες τους να μορφωθούν, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την ηθική και την υπόληψή τους. Κανένα χατίρι δεν χάλασε της κόρης του ο προοδευτικός αυτός ρασοφόρος. Ούτε κι όταν ζήτησε να σπουδάσει μουσική της έφερε αντίρρηση. Προχώρησε και στον τομέα αυτό η χαρισματική Χαρίκλεια και μάλιστα σε βαθμό πολύ υψηλό για τις συνθήκες της εποχής της. Κάποτε μάλιστα σε μια εκδήλωση του Λυκείου των Ελληνίδων τραγούδησε ως σολίστ «Βαπτιστικό» καταγοητεύοντας το ακροατήριο της.
Όπως ήταν φυσικό πολλά άξια παλικάρια την έβαλαν στα όνειρά τους. Κατάφερε όμως να την αποκτήσει ένας από τους καλύτερους εμπόρους της αγοράς ο Δημήτρης Μακρυλάκης, άνθρωπος με λεπτότητα και από τους πιο σοβαρούς επιχειρηματίες.
Εκείνη όπως κάθε παντρεμένη γυναίκα αμέσως μετά το γάμο της άφησε την εργασία της στο σχολείο και αφοσιώθηκε στο νοικοκυριό της. Ο άντρας της όμως, που τη λάτρευε, δεν άφηνε να της λείψει το παραμικρό. Μέχρι και μοδίστρα της είχε με τον μήνα, παρακαλώ, για να την εξυπηρετεί όποτε ήθελε. Ευλογούσαν όλοι την καλή της μοίρα. Κι ο παπά Μάρκος έκανε ένα σταυρό παραπάνω για την καλή τύχη της κόρης του που ήταν το καμάρι του τόπου.
Από το γάμο της αυτό η Χαρίκλεια απέκτησε δυο κοριτσάκια όμορφα και χαριτωμένα που τα μεγάλωνε υποδειγματικά. Κι εκεί που απολάμβανε τη λατρεία του συζύγου και τα αγαθά ενός τόσο επιτυχημένου γάμου, αρρώστησε ξαφνικά. Ήταν μόλις πέντε χρόνια παντρεμένη.
Ο άντρας της δεν άφησε γιατρό να μην ζητήσει θεραπεία για τη γυναίκα του γεμάτος ελπίδα για τη σωτηρία της. Ούτε γιατροί όμως στο Ρέθυμνο μπόρεσαν να σταματήσουν τη γρήγορη εξέλιξη της ύπουλης ασθένειας, ούτε και η νοσηλεία της σε μεγάλο ιατρικό κέντρο της Αθήνας κατάφερε να σώσει την κοπέλα. Τραγικές φιγούρες οι γονείς περίμεναν μέχρι και την τελευταία στιγμή να γίνει το θαύμα.
Δυστυχώς όμως ο Θεός κάλεσε τη Χαρίκλεια κοντά του πριν προλάβουν καλά-καλά οι δικοί της άνθρωποι να προετοιμαστούν για το μοιραίο.
Ράγιζαν και οι πέτρες στο θέαμα της κοπέλας που αναπαυόταν στο ανθοστόλιστο φέρετρο θυμίζοντας άγγελο από χρωστήρα χαρισματικού ζωγράφου. Πολλά γόνατα λύγισαν στο στερνό αντίο. Και τότε ήρθε το δεύτερο σκληρό χτύπημα της μοίρας για τον άτυχο παπά Μάρκο. Εκεί που έσκυψε η τραγική μητέρα η παπαδιά να νεκροφιλήσει το παγωμένο πρόσωπο της θυγατέρας της, έπεσε νεκρή. Δεν άντεξε η πληγωμένη καρδιά της αυτή τη δοκιμασία.
Την άλλη μέρα δυο φέρετρα περνούσαν από την αγορά με τα ερμητικά κλειστά μαγαζιά σε ένδειξη πένθους για τη διπλή συμφορά στην ενορία τους.
«Διπλή συμφορά αισχυλείου πλοκής…» όπως θα έγραφε την επομένη ο τύπος.
Τα πλούτη δεν φέρνουν την ευτυχία
Από τους πλουσιότερους ανθρώπους του Ρεθύμνου ήταν ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης ο περίφημος Αδελιανός. Κατέβηκε με τα ρούχα που φορούσε από το Άδελε και μετά από σκληρή δουλειά έγινε το πρώτο όνομα στη Ρεθεμνιώτικη αγορά.
Η ζωή φαινόταν να του χαμογελά. Οι θυγατέρες του ήταν πανέμορφες και είχαν έφεση στα γράμματα. Η Βαρβάρα του θα γινόταν μια εξαιρετική δασκάλα Αρσακειάς και η Άννα του. Η Ελένη του είχε τη μεγάλη τύχη να συνδέσει τη ζωή της με τον Εμμανουήλ Καούνη, από τους σημαντικούς Ρεθεμνιώτες. Μια σημαντική μονάδα στην τοπική αγορά και ένας άγρυπνος φρουρός της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς.
Σαν να είχε προκαλέσει τη μοίρα του με τόσες επιτυχίες, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα. Η μία συμφορά ακολουθούσε την άλλη.
Η Άννα του σπούδαζε και ήταν στο πτυχίο όταν χτύπησε η αρρώστια την πόρτα της. Από ένα τυχαίο γεγονός, ένα γερό κρυολόγημα, εξελίχθηκε σε φυματίωση. Και τι τραγική σύμπτωση. Το πτυχίο της έφτασε όταν εκείνη ήταν στο φέρετρο. Της έβαλαν το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι. Έκλαψαν και οι πέτρες.
Έχασε μετά και τη γυναίκα του, πέθανε και η Ελένη του. Η καλόκαρδη θυγατέρα με το αγγελικό πρόσωπο και τη βαθειά πίστη στο Θεό.
Πρώτη φορά είδαν οι Ρεθεμνιώτες Μητροπολίτη να πηγαίνει σε σπίτι νεκρού για το ξόδι του και να τον συνοδεύει στην εκκλησία για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Η συμμετοχή στο πένθος ήταν πάνδημη γιατί πολλοί είχαν ευεργετηθεί από τον «Αδελιανό». Το ίδιο σημαντικός ήταν και ο γαμπρός του που εκτός από την τοπική οικονομία που τόνωνε με τις επιχειρήσεις του, είχε αναλωθεί στην προστασία του αρχαιολογικού μας πλούτου.
Ένας άτυχος νέος
Από το 1929 μέχρι το 1935 επιμελητής ήταν ο Παντελής Κοτσυφός.Ήταν η «ψυχή» του πρώτου μουσείου Ρεθύμνου αλλά άτυχος κι αυτός.
Είχε γεννηθεί στο Ρουσσοσπίτι το 1903. Ξεκίνησε 12χρονο παιδί από το χωριό του για να κατακτήσει τη γνώση και τη ζωή. Δούλευε σκληρά χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Με άπειρες στερήσεις, αλλά μεγάλη φλόγα για μάθηση, κατάφερε να τελειώσει τις σπουδές του και να διοριστεί καθηγητής φιλόλογος, στο Γυμνάσιο το 1928. Πάλεψε μόνος, χωρίς καμιά βοήθεια, έστω ηθική. Κι όμως τα κατάφερε.
Απλός, μετρημένος, πρόθυμος να προσφέρει, σεμνός και ταπεινός ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τους συναδέλφους του ενώ οι μαθητές του τον λάτρευαν.
Ήταν καθηγητής και εξομολόγος μαζί. Μιλούσε με κάθε μαθητή στη γλώσσα που βοηθούσε καλύτερα την επικοινωνία. Κι όλα αυτά σε μια εποχή που ο καθηγητής έπρεπε να στέκει στο ψηλότερο βάθρο.
Οι κακουχίες από την παιδική του ηλικία και ο επαγγελματικός του ζήλος, που δεν του άφηνε χρόνο να ξεκουραστεί, η κακή διατροφή, λόγω περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, άρχισαν να εμφανίζουν τις συνέπειές τους επτά χρόνια μετά τον διορισμό του.
Ίσως να τον κούρασε και η ολόθερμη αφοσίωση στη δημιουργία του πρώτου Μουσείου Ρεθύμνου που ξεκίνησε ο Φιλεκπαιδευτικός σύλλογος.
Είχε οριστεί για την οργάνωσή του με αντικείμενα από ιδιωτικές συλλογές. Μόλις τέλειωνε τις υποχρεώσεις του φιλολόγου, εντός και εκτός σχολείου,, αφοσιωνόταν στη μελέτη προκειμένου να οργανωθεί καλύτερα το Μουσείο. Πολλές φορές τον εύρισκε το ξημέρωμα εκεί στην οδό Καστρινογιαννάκη, που δημιουργούσαν τον πυρήνα του πρώτου αρχαιολογικού μουσείου. Ο ζήλος του αυτός είχε πολλές φορές επαινεθεί και μάλιστα από προσωπικότητες της εποχής.
Και ξαφνικά ήρθαν τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας που θέριζε εκείνη την εποχή. Είχε προσβληθεί από φυματίωση.
Τις τελευταίες μέρες της ζωής του πέρασε στο θεραπευτήριο «Διόνυσος» με τη σκέψη στους μαθητές του και την καρδιά του να σκίζεται στη σκέψη της δύστυχης μητέρας του που είχε χάσει και άλλα παιδιά της.
Ο Παντελής Κοτσυφός πέθανε σε ηλικία 33 ετών τον Αύγουστο του 1936. Δεν είχε κανένα κοντά του να του κλείσει τα μάτια.
Το χώμα της Αττικής γης τον δέχτηκε. Αλλά η μνήμη του έμεινε για πάντα άσβεστη στη συνείδηση των μαθητών του και όσων τον έζησαν.
Υπατία Μοάτσου-Μαρία Ρολόγη
Από τις πιο προικισμένες με χάρες Ρεθεμνιωτοπούλες ήταν η Υπατία Μοάτσου (1901- 1920). Κι όμως η μοίρα φάνηκε πολύ σκληρή από τα πρώτα της βήματα στη ζωή. Πριν καλά-καλά χρονίσει έχασε τον πατέρα της. Μεγαλώνοντας εκτός από σπάνια ομορφιά, άρχισε να ξεδιπλώνει τις χάρες της μια-μια κάνοντας περήφανη την οικογένειά της. Άρχισαν ήδη να την προσέχουν οι μανάδες που είχαν γιους ζηλεμένους και περίμεναν την καλύτερη στιγμή για να στείλουν προξενιά. Πρόλαβε όμως ο χάρος. Πριν συμπληρώσει τα 20 χρόνια της προσβλήθηκε από ανίατη ασθένεια. Μάταια ο θείος της Θεμιστοκλής Μοάτσος έκανε τα πάντα από επιστημονικής πλευράς για να τη σώσει. Η χαριτωμένη αυτή κοπέλα ήταν καταδικασμένη. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι ήξερε πως το τέλος της σιμώνει, αλλά το αντιμετώπιζε με βαθειά χριστιανική αντίληψη με αποκορύφωμα να συναινέσει για να δοθεί η προίκα της για την αποπεράτωση του Ιερού Ναού της Κυρίας των Αγγέλων.
Με τη δωρεά αυτή η άτυχη κοπέλα κέρδισε την αθανασία, γιατί περνώντας από εκεί αν υψώσουμε το βλέμμα στο καμπαναριό διακρίνουμε την μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή: «Εις μνήμην Υπατίας Κ.Δ Μοάτσου εικοσαέτιδος προς Κύριον εκδημησάσης».
Μια ακόμα κοπέλα που θυμίζει την σύντομη επίγεια παρουσία της ένας ναός ήταν η Μαρία Ρολόγη κόρη του χειρούργου ιατρού Σταμάτη Ρολόγη από το Νευς Αμάρι. Ο Ρολόγης από το γάμο του με την Ελένη Σκανδαλάκη είχε αποκτήσει τρία παιδιά. Δυο αγόρια και τη μοναχοκόρη του τη Μαρία.
Το κοριτσάκι από νωρίς, σύμφωνα με αφηγήσεις του Λεωνίδα Καούνη, έδειχνε μια σπάνια ωριμότητα. Πολλές φορές ξάφνιαζε το περιβάλλον της με ερωτήσεις που έθιγαν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Κι άλλες φορές ξεχνιόταν στο παράθυρο δίνοντας την αίσθηση ότι βρίσκεται σε άλλη κοσμική διάσταση.
Όταν έγινε 11 χρόνων αρρώστησε από μηνιγγίτιδα. Και παρά τις προσπάθειες τόσο του πατέρα της όσο και της λοιπής επιστημονικής κοινότητας που είχαν πάρει προσωπικά το ζήτημα σωτηρίας της μικρής δεν τα κατάφεραν.
Ο αείμνηστος Λεωνίδας Καούνης μας έλεγε χαρακτηριστικά ότι η μικρή σαν να είχε νοιώσει το τέλος της έμοιαζε να προσεύχεται μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Οι γονείς της στη μνήμη της κόρης τους ανέγειραν το 1934 μονόχωρο ιδιωτικό ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Αργότερα ο ναός αυτός με αρχιτέκτονα μηχανικό τον γνωστό συνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη μεταβλήθηκε σε μια επιβλητική ροτόντα που δεσπόζει και σήμερα και που έχει χαρακτηριστεί από την Αλεξάνδρα Πολυχρονάκη «Η Αγία Σοφία του Μασταμπά»
Ένας ακόμα άτυχος νέος
Κανένας δεν θα γνώριζε τον Ιωάννη Βαλή αν έλειπε ο αξέχαστος Κρητολόγος Γεώργιος Εκκεκάκης. Στη μνημειώδη μελέτη του για τους Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη έχει συμπεριλάβει κάποιον Ιωάννη Βαλή που θα γινόταν σίγουρα μεγάλος αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος.
Γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1862 στο Ρέθυμνο. Στην επανάσταση του 1866 κατέφυγε με τη μητέρα του και την αδελφή του στη Σίφνο. Εκεί πληροφορήθηκαν τον θάνατο του πατέρα. Ο Ιωάννης μεγαλώνοντας έδειξε μια ιδιαίτερη έφεση για μάθηση. Οι δάσκαλοί του υποκλίνονταν σε μια ιδιοφυία παροτρύνοντας τη μητέρα του να τον στείλει για ανώτατες σπουδές.
Αυτό φαινόταν ανέφικτο αλλά ευτυχώς για τον Βαλή βρέθηκαν φιλάνθρωποι να βοηθήσουν ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του αριστεύοντας πάντα. Αργότερα τον βρίσκουμε υπότροφο της Ελληνεμπορικής Σχολής της Χάλκης. Και τη χρονιά που θα αποφοιτούσε προσβλήθηκε από ιλαρά που στάθηκε μοιραία γι’ αυτόν. Άφησε πίσω του ένα πλούσιο υλικό με ποιήματα, θεατρικά έργα αξιοπρόσεκτα ένα μέρος από τα οποία εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό του (Χάλκη 1881). Φαίνεται πως έκαναν αίσθηση στο αναγνωστικό κοινό γιατί επανεκδίδονται και το 1885.
Έζησε κι άλλα θλιβερά γεγονότα το Ρέθυμνο. Αυτές όμως οι περιπτώσεις εντοπίστηκαν και σχολιάστηκαν από τους Κρητολόγους, ίσως γιατί είχαν προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση. Γι’ αυτό και τα αναφέραμε στο σημερινό αφιέρωμα.
Πηγές:
Γεωργίου Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη.
Θεμιστοκλή Βαλαρή: Μια πόλη αναμνήσεις.
Γ. Π. Εκκεκάκης: Ένα σπάνιο βιβλιαράκι – Κρητολογικά Γράμματα τ.1/1990 σ.29.
Κωστής Ηλ. Παπαδάκης: Παντελής Κοτσυφός.
Μαρίας Τσιριμονάκη: Εν Ρεθύμνω.
Νίκος Δερεδάκης: Πρακτικά συνεδρίου για το Μασταμπά.