Αυτό που έκανε σίγουρα πιο δελεαστικά τα παραμύθια μιας άλλης εποχής, ήταν η ύπαρξη θησαυρών που συνήθως έπαιρνε ο ήρωας στο τέλος, προς μεγάλη τέρψη των ακροατών.
Η έννοια του θησαυρού έπαιρνε διαστάσεις απωθημένου στη φαντασία καθενός, που ονειρευόταν μια ζωή χωρίς στέρηση. Και δεν ήταν σπάνιο να γίνεται και ευχή δοθείσης ευκαιρίας.
Μερικές φορές μάλιστα γινόταν αφορμή για συγκρούσεις μεταξύ οικογενειών, αλλά και κάποιες περιοχές έγιναν πόλος έλξης χρυσοθήρων, με την ελπίδα πως αυτοί θα εύρισκαν τον κρυμμένο θησαυρό, οπότε «αντίο φτώχεια».
Μια από αυτές τις περιοχές είναι και τα πανέμορφα Αγκουσελιανά που αποτελούν ένα ακόμα καύχημα για το δήμο Αγίου Βασιλείου.Το χωριό όμως αυτό εκτός από φυσικές καλλονές, διαθέτει και ένα στοιχείο από το απώτατο παρελθόν του, που θα μπορούσε να το ωφελήσει περισσότερο από πλευράς τουριστικής προβολής.
Το στοιχείο αυτό αποκαλύφθηκε μεταξύ άλλων στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Η επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα» που έγινε το 2008 στο Σπήλι και τα πρακτικά του κυκλοφόρησαν το 2014.
Όταν ήρθε η σειρά των Αγκουσελιανών ακούσαμε και το εξής καταπληκτικό:
Δυτικά του οικισμού υπάρχουν ίχνη οικισμού Ελληνιστικών χρόνων και στην συνείδηση των κατοίκων μία από τις εκατό πόλεις της Κρήτης. Πρόκειται για το τοπωνύμιο Μαρκαρίνα, που φέρεται να λειτουργούσε νομισματοκοπείο ολόκληρης της Κρήτης. Κάθε πόλη είχε το δικό της νόμισμα (χρυσό-ασημί-χάλκινο). Ήταν ένα είδος Παγκρήτιας Υπερκρατικής Τράπεζας. Δεν έχει καταγραφεί καμιά εχθροπραξία με άλλες πόλεις, ούτε η παράδοση διέσωσε τέτοια. Σαν πόλη νομισματοκοπείο δεν την πείραξαν. Φημισμένοι χαράκτες – καλλιτέχνες εκτελούσαν τις παραγγελίες. Ένα βράδυ, παραμονή της παραλαβής – παραγγελίας η πόλη κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Ακούστηκε βοή τρομακτική και ένα τράνταγμα που η πόλη σύμψυχη πήγε στ’ άπατα βάθη. Χάθηκαν όλοι: Άνθρωποι – σπίτια και ο θησαυρός. Το ξημέρωμα, στη θέση της πόλης ήταν κάμπος με θάμνους και αγριόχορτα. Αργότερα οι κάτοικοι έκτισαν εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου να προστατεύει την περιοχή. Ο Άγιος, για να δείξει την αγάπη του παρουσιάζεται κατά καιρούς σε κατοίκους του χωριού και φανερώνει πού είναι ο θησαυρός.
Στη μνήμη των κατοίκων έχουν αποτυπωθεί πολλές περιπτώσεις. Κάτοικος για παράδειγμα που έσκαψε μέσα στο ναό, ως ο Άγιος τον είχε ονειρέψει, βρήκε ένα πιθάρι µε τον θησαυρό. Άνοιξε το καπάκι και φανερώθηκε ένας Αράπης και είπε: «Κερί – λιβάνι δεν βαστάς, στον Άγιο ήντα ζητάς» και έμεινε µόνο το σκάψιµο απόδειξη της πράξης. Και κάτι ακόμα.
Παιδιά βοσκαρούδια στην περιοχή, μετά από καταρρακτώδη βροχή μπαίνουν στο εκκλησάκι για να προστατευθούν. Βλέπουν στην Αγία Τράπεζα σωρό από νομίσματα του θησαυρού, ολόχρυσα. Τρέχουν να το πουν στο χωριό και όταν γύρισαν, ήταν ένας σωρός κάρβουνα… Ο θησαυρός παραμένει θαμμένος. Αν βρεθεί ποτέ, χαρά στο χωριό, χαρά στην Κρήτη. Λεπτομέρειες στο βιβλίο του Βασίλη Χαρωνίτη, «Η Κρήτη των Θρύλων».
Και μια ακόμα γλαφυρή περιγραφή του αναφέρει ο Γιώργος Αντωνάκης δάσκαλος – συγγραφέας:
«∆εξιά το χωριό µου τ’ Αγκουσελιανά κι ίσια κάτω στο ποτάμι η Μαρκαρίνα, το ξωκλήσι του Αϊ Γιώργη µε τις παράξενες ιστορίες, που τις ’λέγαν οι παππούδες µας τότε που είμαστε παιδιά. Θησαυροί θαμμένοι στο άγιο Βήμα, βοσκόπουλα που βρήκαν νομίσματα στην άγια Τράπεζα κι ένας Αράπης καθισμένος στα πιθάρια µε τα φλουριά. Χτυπούσε τότε η καρδιά µας, όταν περνούσαμε από το ξωκλήσι, µπας και φανερωθεί και µας ρωτήσει: – Κερί, λιβάνι δε βαστάς, στον Αϊ Γιώργη ίντα γλακάς;
Αυτά για τη Μαρκαρίνα που πήρε το όνομά της από την αρχόντισσα Ρήνα και τον άνδρα της Μάρκο που κατοικούσαν στην περιοχή.
Φαίνεται πως η περιοχή έγινε πολύ ελκυστική για επίδοξους χρυσοθήρες και πολλές απόπειρες για τον εντοπισμό θησαυρών είχαμε κατά καιρούς.
Μάλιστα το 2013 είχαν γίνει και αφορμή για ρεπορτάζ τέτοια περιστατικά με ανησυχητική συχνότητα.
Ίσως τώρα ο θησαυρός της περιοχής να υπάρχει μόνο στα τόσα αξιοθέατα που κοσμούν το χωριό. Και γιατί να μην αξιοποιηθεί με την κατάλληλη τουριστική προβολή, αφού το να διαθέτεις παγκρήτια τράπεζα κατά την αρχαιότητα δεν είναι και κάτι που μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Θησαυρός στα θεμέλια
Μια και μιλάμε όμως για θησαυρούς, θα σταθούμε σε μια ακόμα είδηση που αναφέρει τον εντοπισμό κάποιου θαμμένου κοντά στο Ενετικό λιμάνι.
Για την οικογένεια Κοκονά τους ήρωες της Αντίστασης έχουμε γράψει τόσες φορές.Πατέρας και γιος έδωσαν τα πάντα στην Αντίσταση, κάνοντας το σπίτι τους στο Γερακάρι καταφύγιο αγωνιστών.
Μάταια όμως οι Άγγλοι που είχαν βρει καταφύγιο στην οικογένεια Κοκονά και ιδιαίτερα ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ο περίφημος Φιλεντέμ, θέλησαν πολλές φορές να κάνουν ένα χρηματικό δώρο σ’ αυτή για να βγάλουν εν μέρει την υποχρέωση. Κάθετος πάντα ο πατέρας, ιδιαίτερα, σε κάθε τέτοια απόπειρα.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που αναφέρει ο συγγενής τους Σπύρος Μαρνιέρος στις σχετικές αναφορές του στην οικογένεια:
Κάποτε ένας Άγγλος αξιωματούχος έστειλε στον πατέρα Κοκονά ένα δεματάκι με χρυσές λίρες «για να πάρει μερικά τσιγάρα» όπως ανέφερε.
Ποια ήταν όμως η έκπληξή του όταν είδε να του επιστρέφεται το δέμα με μια λακωνική απάντηση από τον Κοκονά.
«Σ’ ευχαριστώ φίλε μου για το δώρο σου, αλλά δεν φουμάρω…»
Πέρασαν τα χρόνια, τέλειωσε ο Νίκος Κοκονάς τις σπουδές του έχοντας κάνει στο ακέραιο το καθήκον του στην πατρίδα και όταν κατάφερε να εκπληρώσει ένα όνειρο ζωής, έβαλε μπροστά να κτίσει την κλινική του, εκεί στο Ενετικό Λιμάνι στη γωνία όπου σήμερα λειτουργεί μια καφετέρια.
Πασίχαρο κατέφθασε συνεργείο να πιάσει δουλειά ευλογώντας την ώρα και τη στιγμή, γιατί τότε που αναφερόμαστε, δεκαετία του 1950, δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο. Κι αυτή η παρατεταμένη ανεργία, οδήγησε στο κύμα της μετανάστευσης, που παρατηρούμε αρχές της δεκαετίας του 1960.
Κεφάτοι λοιπόν οι εργάτες έβαλαν μπροστά ν’ ανοίξουν θεμέλια, αλλά κάποια στιγμή προσέκρουσαν σε κάτι ιδιαίτερα σκληρό. Με προσοχή τώρα συνέχισαν την προσπάθειά τους ενημερώνοντας και τον γιατρό που έσπευσε επί τόπου.
Όσο απομάκρυναν τα χώματα φαινόταν κάτι σαν σεντούκ.ι Τελικά επρόκειτο για ένα τενεκέ που περιείχε λίρες !!!
Φυσικά το θέμα έγινε είδηση στις εφημερίδες της εποχής, εμείς την εντοπίσαμε στο «Βήμα» του Λυκούργου Καφφάτου. Ήταν ένα μονόστηλο στην τελευταία σελίδα που ανέφερε το γεγονός.
Ο γιατρός Νίκος Κοκονάς αμέσως μετά τον εντοπισμό του απρόσμενου θησαυρού, ακολούθησε όλες τις νόμιμες διαδικασίες χωρίς να οικειοποιηθεί το παραμικρό. Κι όπως ήταν το νομίμως απαραίτητο το μισό περιεχόμενο του τενεκέ μοιράστηκε ισότιμα στους εργάτες.
Όσο και να μην θέλησε η οικογένεια Κοκονά να ανταμειφθεί για τις πράξεις της, άλλα θέλησε ο Θεός. Κι έτσι αναγέρθηκε μια πρότυπη κλινική, για την οποία ο γιατρός Κοκονάς δεν εφείσθη χρημάτων για να προσφέρει στον τόπο του μια πρότυπη μονάδα περίθαλψης, με υπερσύγχρονο για την εποχή του εξοπλισμό.
Είχαμε όμως και άλλα περιστατικά.Μερικά χρόνια αργότερα, για παράδειγμα, δημοσιεύτηκε, στα «Ρ.Ν.» συγκεκριμένα, η περίπτωση μιας ομάδας Γερμανών, που είχαν συλληφθεί στην προσπάθειά τους να βρουν κρυμμένο θησαυρό.
Δεν μάθαμε όμως ποια ήταν η τύχη τους στη συνέχεια. Το βέβαιο είναι ότι δεν κατάφεραν να πετύχει το σχέδιό τους. Και ο θησαυρός παραμένει εκεί που πίστεψαν είτε φαντάστηκαν.
Όταν η κληρονομιά σώζει
Ας έρθουμε τώρα σε μια άλλη περίπτωση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και αποτελεί δείγμα αυτού που λέει ο σοφός λαός μας «Ορφανά κάνει ο Θεός άμοιρα δεν κάνει». Μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να κοιμηθείς πένης και να ξυπνήσεις πάμπλουτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παρακάτω ιστορία.
Στον καιρό της Τουρκοκρατίας ένας απροσκύνητος Ρεθεμνιώτης, φόβος και τρόμος των Τούρκων, ο Σταμάτης, αγάπησε με πάθος μια Τουρκοπούλα. Ήταν πανέμορφη αλλά και πάμπλουτη. Αυτό το τελευταίο ποσώς ενδιέφερε το Σταμάτη, που αποφάσισε να κλέψει την αγαπημένη του και να ξενιτευτεί.
Άλλο που δεν ήθελε κι εκείνη. Ακολούθησε τον αγαπημένο της στην Κάσο που κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν χωρίς να διαμαρτυρηθεί κι ούτε να στενοχωρηθεί που άφησε πίσω της τα πατρογονικά της.
Καλά ζούσαν για ένα διάστημα. Απέκτησαν κι ένα γιο το Δημήτρη. Για κακή τους τύχη, τους εντόπισαν δυστυχώς οι συγγενείς της Τουρκοπούλας και στήνοντας ενέδρα σκότωσαν το Σταμάτη.
Η άμοιρη η χήρα του επέστρεψε στο Ρέθυμνο, αφήνοντας το παιδί στην Κάσο, περισσότερο για τη δική του την ασφάλεια.
Απαρνήθηκε τα εγκόσμια και κλείστηκε σε μοναστήρι. Ο γιος της ο Δημήτρης, όταν είδε πως δεν έχει προκοπή, αποφάσισε να ξενιτευτεί.
Αρχικά πήγε στην Αίγυπτο και μετά άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκε στην Αλάσκα. Εκεί κατάφερε να γίνει πάμπλουτος, χωρίς όμως να δημιουργήσει οικογένεια.
Πέθανε άκληρος υποχρεώνοντας τους δικηγόρους του να αναζητήσουν τους συγγενείς, για να μοιραστούν το μυθώδες ποσόν των 80.000.000 δολλαρίων!!!Δηλαδή τέσσερις φορές περισσότερα από την αμερικανική βοήθεια που ελάμβανε μεταπολεμικά η χώρα μας.
Στον εντοπισμό των κληρονόμων βοήθησε πολύ κι ένας υπέργηρος μοναχός της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, που έτυχε να γνωρίζει την χήρα που αποφάσισε να γίνει μοναχή μετά την τραγωδία που έζησε στην Κάσο.
Και ο θησαυρός αυτός ήρθε να σώσει έξι οικογένειες πάμπτωχες, που είχαν διασκορπιστεί στα Χανιά και στους Αρμένους Ρεθύμνου.
Ποιος να το έλεγε στις οικογένειες αυτές που περνούσαν τόσο στερημένα, αλλά με αξιοπρέπεια ότι τις περίμενε τόσο απρόσμενη τύχη.Κι όλοι χάρηκαν για την απροσδόκητη αυτή εύνοια της τύχης στις οικογένειες αυτές γιατί τις αποτελούσαν έντιμοι άνθρωποι, αγωνιστές της ζωής, που μοναδικό τους βιος είχαν την τιμή και την υπόληψή τους.
Τώρα θα είχαν τη δυνατότητα να κάνουν το καλύτερο για τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Δεν ξέρουμε άλλες λεπτομέρειες για τις οικογένειες αυτές, παρά ότι κόσμησαν και κοσμούν την κοινωνία μας απόγονοί τους, που η τοπική κοινωνία σέβεται και τιμά ιδιαίτερα.
Την είδηση για τους κληρονόμους είχε δημοσιεύσει η εφημερίδα «Βραδυνή» των Αθηνών. Ήταν ανταπόκριση από Χανιά που υπέγραφε ο δημοσιογράφος Θ. Αμουτζόπουλος. Η εφημερίδα «Βήμα» του Ρεθύμνου την πήρε από τη «Βραδυνή» και σε φύλλο της αρχές της δεκαετίας του 1950 διαβάζουμε σχετικά:
«Εις την «Βραδυνήν» των Αθηνών δημοσιεύεται η κατωτέρω ανταπόκρισις εκ Χανίων του συναδέλφου κ. Θ. Αμουτζόπουλου. Την αναδημοσιεύομεν διοτι και αι ιδικαί μας ανεπίσημοι πληροφορίαι, καθ’ όσον αφορά τους συγγενείς του Δ. Σ. συμπίπτουν προς τας ιδικάς μας.
Χανιά 25. Ογδόντα εκατομμύρια δολάρια το τετραπλάσιο δηλαδή της εφετεινής αμερικάνικης βοήθειας προς την Ελλάδα πρόκειται συντόμως να περιέλθουν εις εξ πάμπτωχες οικογένειες των Αρμένων Ρεθύμνου που κληρονομούν τον αποβιώσαντα εις την Αλάσκα άκληρον ομογενή Δημήτριον Σταματίου Σ.
Η υπόθεσις μοιάζει με παραμύθι: Μέχρι προ ενός περίπου μηνός κανένας δεν εγνώριζε και την ύπαρξίν του καν του πολυτάλαντου αυτού Κρητός που ζούσε στην Αλάσκα ολομόναχος, χωρίς την παραμικρή επαφή με την Ελλάδα. Έξαφνα μια μέρα έφθασε στις Αρχές της Κρήτης το γράμμα ενός Αμερικάνου δικηγόρου που αναζητούσε τους νομίμους κληρονόμους του αποβιόσαντος πελάτου του Δημητρίου Σ. Κρητός την καταγωγή, αλλά γεννηθέντος εις την Κάσον της Δωδεκανήσου. Και αμέσως ενεφανίσθησαν οι κληρονόμοι. Ήταν εξ οικογένειες κατιόντων από πρώτους εξαδέλφους του Σ. καταγόμενες από τους Αρμένους Ρεθύμνης και εγκατεστημένες σε διάφορα μέρη των Νομών Ρεθύμνης και Χανίων. Μεταξύ αυτών και η γραία Καλλιόπη Κ. πρώτη εξαδέλφη του εκλιπόντος Κροίσου ετών 80 και ο κ. Κωνσταντίνος Αλ. Δ. κάτοικος Χανίων πρώτου επίσης εξαδέλφου του Σ. Λοιπόν η κάθε μια από τις εξ αυτές οικογένειες κληρονομεί ούτε λίγο ούτε πολύ από τετρακόσια δισεκατομμύρια δραχμών!
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ευτυχών κληρονόμων, οι οποίοι με κοινό συμβόλαιο συνταχθέν εις το Ρέθυμνον, ανέθεσαν ήδη την υπόθεση της εκκαθαρίσεως της κληρονομιάς εις Αμερικάνον δικηγόρον ο Δημήτριος Σ. γεννήθηκε στη Κάσσο από γονείς καταφυγόντας εκεί από το Ρέθυμνον. Ο πατέρας του Σ. γνωστός την εποχή του ο μεγαλύτερο νταής του Ρεθύμνου, είχε αγαπήσει μια βαθύπλουτη Τουρκοπούλα την οποίαν απήγαγε και τη μετέφερε στο χωριό του Ρεθύμνου Μαρουλέ, όπου την εβάπτισε χριστιανή και την εστεφανώθηκε. Επειδή όμως φοβότανε μήπως τον σκοτώσουν οι Τούρκοι πήρε σε λίγο την γυναικά του και κατέφυγε στην Κάσο, όπου τελικά εγλύτωσε. Συγγενείς της Τουρκοπούλας ανακαλύψαντες τα ίχνη του υστερ’ από δώδεκα ολόκληρα χρόνια, έφθασαν στην Κάσο όπου τον βρήκαν και τον εσκότωσαν.
Μετά τα δραματικά αυτά γεγονότα η χήρα του Σταμάτη Σ. ξαναγύρισε στο Ρέθυμνο και κλείστηκε σε μοναστήρι, όπου έζησε όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της αφοσιωμένη στη λατρεία του Χριστού. Ο γιος της όμως ο Δημήτρης και αυτό είναι το σκοτεινό σημείο, ένα παιδί δώδεκα ετών περίπου δεν την ακολούθησε στο Ρέθυμνο, αλλά έμεινε στη Κάσο πιθανόν με τη συγκατάθεση της μητέρας του, που φοβόταν ίσως μήπως τον σκοτώσουν οι Τούρκοι συγγενείς της. Όπως και αν έχει πάντως το πράγμα, γεγονός είναι ότι ο νεαρός Δημήτρης Σ. μπαρκάρισε σ’ ένα ελληνικό Ιστιοφόρο και βρέθηκε στη Αίγυπτο για να καταλήξει αργότερα στην Αλάσκα όπου εγκαταστάθη για πάντα κι όπου εσχημάτισε μια κολοσιαία περιουσία.
Πως θα αποδειχθούν τώρα όλα αυτά. Οι κληρονόμοι πιστεύουν ότι έχουν γερές αποδείξεις στα χέρια τους. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και η ένορκος κατάθεσις ενός υπέργηρου μοναχού της Μονής Αρκαδίου που βεβαιώνει ότι η εκχριστιανισθείσα μητέρα του Σ. του διηγήθηκε ολόκληρη τη μυθιστορηματική ζωή της θρηνώντας απαρηγόρητα μέχρι της τελευταίας πνοής της, για τον χαμό του συζύγου της και για την εξαφάνιση του παιδιού τη,ς που ουδέποτε της απέστειλε το παραμικρό μήνυμα».
Θ. Αμουτζόπουλος
Τιμώντας τις οικογένειες και σεβόμενοι απολύτως τα προσωπικά δεδομένα, δεν αναφέρουμε ούτε τα επώνυμα των κληρονόμων ούτε περισσότερα για τις εφημερίδες που δημοσίευσαν την είδηση.
Μετράει για μας η εγκυρότητα των στοιχείων για την απρόσμενη αυτή κληρονομιά, που έσωσε κυριολεκτικά τις οικογένειες αυτές και που δίνει μια νότα ελπίδας σε όσους πιστεύουν πως κάτι μπορεί να αλλάξει στη μίζερη ζωή τους.