Κι ο Παύλος Βλαστός πέρασε από το δεξί ψαλτήρι
Με χαρά θα ανταποκριθούμε σήμερα, σε αίτημα πολλών αναγνωστών να παραθέσουμε μερικά επιπλέον στοιχεία για την ενορία της Μητροπόλεως που πανηγυρίζει σήμερα αλλά από την ανάλαφρη πλευρά.
Κι πρώτα ζήτησαν περισσότερα στοιχεία για πρόσωπα που χρημάτισαν επίτροποι όπως ήταν ο Ιωάννης Γρηγοριάδης ο ιδρυτής ενός από τα πρώτα ζαχαροπλαστεία στην πόλη σύμφωνα με τον Θεμιστοκλή Βαλαρή (Μια πόλη αναμνήσεις). Και δεν είναι ο μοναδικός λόγιος που τον αναφέρει:
Στη σειρά των χρονογραφημάτων του για «την πόλη που δεν σβήνει» ο Κώστας Μαμαλάκης μας περιγράφει με τη δική του πέννα τον Ιωάννη Γρηγοριάδη που είχε αχώριστους φίλους τον Μιχάλη και τον Μανόλη Βαλαρή.(Κρητική Επιθεώρηση 1 Οκτωβρίου 1966).
«Ο Γιάγκος Γρηγοριάδης, διατηρούσε χρόνια το ξακουστό ζαχαροπλαστείο του Ρεθύμνου, μαγνήτη μικρών και μεγάλων. Η φήμη του είχε απλωθεί σ΄ όλη την Κρήτη.
Πόσους ανθρώπους γλύκανε με τους τρόπους του και τα ανεπανάληπτα σε γεύση θαυμάσια γλυκά ο πρωτομάστορας της ζαχαροπλαστικής με τα αγνά υλικά και την ασυναγώνιστη τέχνη! Στην Αθήνα του Παυλίδη, στο μικρό τότε, αλλά ονομαστό ζαχαροπλαστείο, σε μια πάροδο της Αιόλου – από εκεί ξεκίνησε η τεράστια σήμερα επιχείρηση – έμαθε την τέχνη ο Γρηγοριάδης. Και η τέχνη αυτή του έγινε μεράκι. Καλλιτέχνης του είδους, τίμιος, με ευσυνειδησία σπάνια και φιλοδοξία να αποκτήσουν φήμη τα «έργα των χειρών του». Φήμη που την ήθελε στέρεη, πάγια, γι’ αυτό και δεν εννοούσε να την εκμεταλλευθεί. Απέβλεπε κυρίως στην ποιότητα, χρησιμοποιώντας τα πιο γλυκά υλικά και αδιαφορώντας για τον περιορισμό του κέρδους.
Οι αφάνταστες ποικιλίες των ζαχαρωτών του ελίκνισαν τα όνειρα της παιδικής ηλικίας. Και το ακριβό μυρωδάτο βούτυρο «Ντέρνας» που χρησιμοποιούσε πάντα κι έκανε να μοσχοβολάει όλη η οδός Τσάρου, (τώρα Αρκαδίου) γαργάλιζε την όσφρηση κάθε ηλικίας. Πειρασμός και για τους μεγάλους τα γλυκά του τα ασύγκριτα. Τα γευόμαστε όμως τότε άφοβα. Και με αγαλλίαση κατευθύνονταν αυτόματα τα βήματά μας στου Γρηγοριάδη. Όρθιος πίσω από τον πάγκο του εκείνος, ήταν χαρά του μόλις έβλεπε φίλο του, να «πιάνει» τραπεζάκι στο ζαχαροπλαστείο του, να τον φωνάξει δια μέσου του φουκαρά του Γκρανή του, που διατελούσε πάντα «υπ’ ατμόν» κρυμμένος από μέσα, να πιούνε «μια» στα όρθια. Κι ήταν ζεστό εγκάρδιο το κάλεσμα.
Κι ήταν «φωθιά» η μουρνόρακι και θαυμάσιος ο μεζές καβουρντισμένα μύγδαλα, πασπαλισμένα ελαφρά με αλάτι. Ύστερα ο κυρ Γιάγκος, άρχιζε τη χαρακτηριστική κίνηση, που του ‘μεινε συνήθεια, της αναδίπλωσης του πάνω χείλους για να το απελευθερώσει από υπόλειμμα καβουρντισμένου αμύγδαλου.
Σε πόσους Ρεθεμνιώτικους, Χανιώτικους, Καστρινούς, ουρανίσκους, γλυκύτατε κύριε Γιάγκο, δεν χάρισες την απόλαυση!!!».
Ο Ιωάννης Γρηγοριάδης ήταν και ένθερμος πατριώτης. Κι όταν έμαθε πως ο γιος του Θεόδωρος στα 16 του χρόνια ήθελε να πολεμήσει στον Μακεδονικό Αγώνα του έδωσε συγκινημένος την ευχή του. Για τον Ιωάννη Γρηγοριάδη ο σημαντικός μας ιστορικός ερευνητής Γιώργος Εκκεκάκης στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που άφησαν εποχή» προσθέτει ότι γεννήθηκε το 1850 στις Βρύσες Αγίου Βασιλείου πιθανότατα το 1850. Το κατάστημά του (τουλάχιστον κατά το 1896) ήταν κοντά στην Αγία Βαρβάρα. Γιοί του ήταν ο Θεόδωρος, ο Ανδρέας και ο Φίλιππος. Είχε ασυνήθιστη για την εποχή του μόρφωση και ήταν βιβλιόφιλος (1881-1886). Το 1892 είχε περιληφθεί στους εκλέξιμους για τη θέση ειρηνοδίκη.
Γαβριήλ Πάγκαλος
Από τις μορφές που άφησαν έντονο φως στην ενορία της Μητρόπολης και ο Γαβριήλ Πάγκαλος.
Γεννήθηκε στα Πλευριανά Μυλοποτάμου το 1870. Αγαπούσε την εκκλησία κι όταν άλλα παιδιά περνούσαν τον χρόνο τους παίζοντας εκείνος προτιμούσε την απομόνωση για νοερή προσευχή. Ίσως να τον είχε επηρεάσει και ο θείος του Μεθόδιος Λαγουβάρδος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ασωμάτων που ο Γαβριήλ αγαπούσε ιδιαίτερα. Με αυτές τις ενδείξεις κανένας δεν ξαφνιάστηκε που νεότατος ο ευσεβής νεαρός προεχειρίσθη τόσον ενωρίς εις Ιεροδιάκονο.
Οι παλιοί Ρεθεμνιώτες, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Πρεβελάκη, τον απολάμβαναν επί σειρά ετών στο ψαλτήρι του Καθεδρικού μας Ναού. Η φωνή του λέγεται πως γινόταν γέφυρα που οδηγούσε στους ουρανούς.
Ο αείμνηστος Εμμανουήλ Καούνης έβλεπε στο πρόσωπό του έναν σημαντικό συνεργάτη που τον βοηθούσε στο σημαντικό έργο του να αναδεικνύει και να προστατεύει τον αρχαιολογικό μας πλούτο. Πολύτιμες οι πληροφορίες που έδωσε ο Γαβριήλ στον Καούνη για τον τάφο του Χορτάτζη και το ναΐδριο της Αγίας Παρασκευής από τα αρχαιότερα της Κρήτης.
Περίφημος ψάλτης ήταν και ο Παύλος Βλαστός.
Είχε διοριστεί μάλιστα για το αριστερό στασίδι της Μητρόπολης το 1858.
Από το αφιέρωμά μας αυτό δεν μπορεί να λείψει ο Κώστας Βουρλάκης.
Το αυτοσχέδιο πολυχρόνιο του Βουρλάκη
Ήταν Μικρασιάτης, ο εκλεκτός αυτός άνθρωπος. Καταγόταν συγκεκριμένα, από το Τζεσμέ της Ιωνίας. Μετοίκησε στη Χίο κατά τον πρώτο διωγμό (1914) κι από κει ήρθε στο Ρέθυμνο, κρατώντας συστατική επιστολή του Επισκόπου Χίου.
Αναφέρεται επίσης στο βιβλίο του π. Χαραλάμπους Καμηλάκη «Ο Μητροπολιτικός Ναός τα Εισόδια της Θεοτόκου», Ρέθυμνο 1999, σ. 231.
Εκτενέστερο αφιέρωμα κάνει για τον Κώστα Βουρλάκη ο αξέχαστος Κώστας Μαμαλάκης στη σειρά των δημοσιευμάτων του «Η πόλη που δεν σβήνει». Και αναφέρει σχετικά:
«Δεμένος σφικτά με την ιστορία του παλιού Ρεθέμνους ο Βουρλάκης.
Πόσες βαθιά θρησκευόμενες Ρεθεμνιώτικες ψυχές δεν έκανε ν’ αναγαλλιάζουν και να μεταρσιώνονται με την τέχνη της μελωδικής ψαλτικής του και το μέταλλο της βαρύτονης φωνής του, που γινόταν βροντερά θριαμβική σ’ εκείνα τα θαυμάσια δοξαστικά.
Πως να ξεχάσει κανείς εκείνο «το δόξα σοι τω δείξαντι το φως», που όταν έψελνε, γέμιζε Χερουβείμ ο Ναός της Παναγίας και έκανε να πεταχτούν στα ουράνια οι ψυχές.
Δεν έχω ξανακούσει πουθενά τέτοια εκτέλεση!».
Αναφέρει στη συνέχεια με το γνωστό γλαφυρό του ύφος ότι ο Κωστής Βουρλάκης ήταν άνθρωπος θεοφοβούμενος με σπάνιο ήθος και χρυσή καρδιά.
Ήρθε με τον πρώτο διωγμό κι έγινε βέρος Ρεθεμνιώτης. Η σπάνια φωνή του τον οδήγησε σύντομα στο δεξί ψαλτήρι του Καθεδρικού Ναού.
Άνθρωπος εργατικός και με ευρύ πνεύμα, διοχέτευσε το επιχειρηματικό του πνεύμα στο εμπόριο, ανοίγοντας ένα κατάστημα υφασμάτων.
Από το πόστο αυτό δίδαξε με τον τρόπο του εμπορική δεοντολογία, βασιζόμενος στην εντιμότητα και το επαγγελματικό ήθος.
Αγάπησε πολύ το Ρέθυμνο. Ο σεβασμός στους ανθρώπους κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, που έδειχνε, ήταν παροιμιώδης. Άρχοντας σωστός ο Βουρλάκης εφάρμοζε στην καθημερινότητά του τις ρήσεις του Ευαγγελίου. Και ποτέ κανένας δεν κατάλαβε πόσο φιλάνθρωπος ήταν. Ένας πραγματικός Χριστιανός. Οι παρέες του ήταν διαλεχτές αφού ο ίδιος ήταν αξιαγάπητος και αξιοσέβαστος από όλους. Και τις αποτελούσαν όλοι εκείνοι που άφησαν έντονα τα ίχνη τους στην πολιτιστική και πνευματική ζωή του τόπου.
Σε μια επίσκεψη του Βενιζέλου στο Ρέθυμνο, ο Βουρλάκης προβληματίστηκε προκειμένου να δώσει την ιδανικότερη εικόνα στον Εθνάρχη.
Βενιζελικός μέχρι το κόκκαλο, δεν μπορούσε να μην φερθεί ανάλογα με την περίπτωση, υποδεχόμενος τον λατρεμένο του αρχηγό.
Έτσι λοιπόν, στη Δοξολογία που εψάλη για την υποδοχή του, ο Κωστής Βουρλάκης ξάφνιασε τους πάντες με ένα «Πολυχρόνιο» που σύνθεσε, προς τιμήν του υψηλού επισκέπτη, με περιεχόμενο που ταίριαζε απόλυτα στη δράση του επαναστάτη του Θερίσσου.
Μόλις τέλειωσε κι ενώ το εκκλησίασμα κρατούσε και την ανάσα του από το υπέροχο άκουσμα, γιατί ο ψάλτης είχε βάλει στην εκτέλεση και όλο το Βενιζελικό πάθος του, προσπαθούσε με συγκρατημένη διακριτικότητα, να καταλάβει ποια εντύπωση είχε προκαλέσει στον Εθνάρχη. Εκείνος βέβαια είχε κατασυγκινηθεί αλλά και από την άλλη προσπαθούσε να σταθεί στο επίπεδο ενός αρχηγού.
Μετά το πέρας της Δοξολογίας, κι ενώ ευχαριστούσε τον Βουρλάκη για το υπέροχο δώρο, που του είχε προσφέρει, νοιώθοντας και πάλι τη συγκίνηση να τον κυριεύει, προσπάθησε να κρατήσει το συναίσθημά του χαριτολογώντας:
– Εμένα φίλτατε τι με εμπλέκετε με «Πολυχρόνια». Αυτά είναι ματαιοδοξία των Βασιλέων.
Με τίποτα όμως δεν μπόρεσε στη συνέχεια να κρύψει τον θαυμασμό του για τη φωνή, αλλά και τον χαρακτήρα του Βουρλάκη που πραγματικά τον εξέπληξε.
Όταν κατέρρευσε ο εξώστης
Στο Μητροπολιτικό μας Ναό επίσης ευλογήθηκε και η πρώτη εκκλησιαστική χορωδία. Όπως μας πληροφορεί ο αξέχαστος παπά Χρύσανθος Βιτζικουνάκης, (η εκκλησ. Χορωδία μας, κατηρτίσθη τετράφωνος κατά μέλος και σύνθεσιν της Ρωσσ. Χορωδίας. Κατά την Θείαν Λειτουργίαν ήτις ετελείτο κατά τας Κυριακάς και Μεγάλας εορτάς, τον μεν άρθρον έψαλλεν με Βυζαντινήν Μουσική μέχρι της Δοξολογίας, κατά δε την έναρξην της Θείας Λειτουργίας εγίνετο συγχώνευσις όλου του εκκλησιαστικού χορού, ψάλλοντος με τετραφωνίαν, μέχρι τέλους της Θείας Λειτουργίας. Κατά την περίοδον εκείνην υπηρετεί ως ιεροδιάκονος ο μακαρίτης Τίτος Σταυρακάκης, χρηματίσας μετέπειτα Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, με μουσικήν κατάρτισιν, όστις και έψαλλε Ρωσσίστί, όλον το μέρος του Διακόνου, κατά την λειτουργίαν , εφ’ οσον εκκλησιάζετο και ο Ρωσσικός στρατός και ετελείτο μικτή η λειτουργία. Αι δε εκφωνήσεις των ιερέων εγένοντο Ρωσιστί και Ελληνιστί.
Όταν όμως κατηρτίσθη τελείως, η εντόπιος χορωδία μας οι Ρώσσοι εζήτησαν και τους παρεχωρήθη ο Ιερός Ναός της Αγίας Βαρβάρας και εκεί ετέλουν μόνοι τους τη Θείαν Λειτουργίαν με Ρώσσον εφημέριον και με τον ιδικόν των εκκλησιαστικόν χορόν, πλην του Αρχιμουσικού Λέον Σίριγκο, όστις εξηκολούθη να διευθύνει την ιδικήν μας εκκλησιαστικήν. Χορωδίαν επί πολύ ακόμη.
Κατά τα μεγάλας όμως εορτάς, ήτοι των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων και του Πάσχα εγίνετο εις τον Καθεδρικόν Ναόν των Εισοδίων μικτή λειτουργία, όπου έψαλλον και οι και οι δύο εκκλ. Χοροί εναλλάξ, Ρωσσιστί και Ελληνιστί.
Ο δε αείμνηστος Επίσκοπος Ρεθύμνης Διονύσιος Καστρινογιάννης λειτουργών έλεγε τα εκφωνήσεις εκ του Ιερού Βήματος και Ρωσσιστί και Ελληνιστί. Η Χορωδία μας αύτη εξηκολούθη να ψάλει μέχρι μέχρι της αναχωρήσεως του Ρωσσικού στρατού εκ Ρεθύμνης, ότε έφυγε κι ο αρχιμ. Λέων Σιρίγκο, οπότε ο εκκλησιαστικός χορός μας διελύθη και έσχηματίσθη πάλιν ο Βυζαντινός υπο την διεύθυνσιν του Ιεροψάλτου Ιωάννου Παπαδάκη με την σύμπραξιν όλων των μικρών μαθητών εκ της διαλυθείσης τετραφώνου χορωδίας».
Εκτός από την ιστορία της εκκλησιαστικής χορωδίας ο παπά Χρύσανθος μας δίνει και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πληροφορία. Όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στον Πολύβιο Τσάκωνα, ο Ναός των Εισοδίων δεν είχε τότε που αναφέραμε εξωτερικό Νάρθηκα Είχε δυο σκάλες από βορρά και νότο, από τις οποίες ανέβαιναν οι γυναίκες στο γυναικωνίτη. Έξω από την εκκλησία και πάνω ακριβώς από την είσοδο υπήρχε ένας εξώστης κατασκευασμένος
Στον γάμο όμως ενός Ρώσου αξιωματικού με μια Ρεθύμνια (ο παπά Χρύσανθος δεν θυμόταν όνομα, να εννοεί άραγε τους Κοβάλσκυ;) ο ναός είχε γεμίσει ασφυκτικά από Ρώσους και Ρεθεμνιώτες που ήθελαν να ευχηθούν στο ζευγάρι. Κάποια στιγμή όταν οι γυναίκες βγήκαν από τον γυναικωνίτη για να δουν τους νεονύμφους έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, καθώς από το βάρος ο εξώστης κατέρρευσε. Η κατάρρευση παρέσυρε και τραυμάτισε αρκετές γυναίκες μεταξύ των οποίων και την αδελφή του εμπόρου Τίτου Ζακάκη.
Το ζεύγος των νεονύμφων όμως δεν έπαθε τίποτα κι αυτό θεωρήθηκε μεγάλο θαύμα της Παναγίας μας. Το περιστατικό αυτό συνετέλεσε ώστε να δοθεί από τους Ρώσους η απαιτούμενη δαπάνη για να επισκευασθεί με νέο ρυθμό η είσοδος του ναού όπως την ξέρουμε σήμερα.
Ο Επίτροπος Καλογέννητος
Ο Νικόλαος Καλογέννητος ήταν επιφανής έμπορος ειδών κιγκαλερίας με υποκατάστημα και στο Πάνορμο. Να σημειώσουμε πως ήταν και το πρώτο αφεντικό του μετέπειτα βιομηχάνου Ευάγγελου Τσουρλάκη κοντά στον οποίο ο μετέπειτα λαμπρός επιχειρηματίας διδάχτηκε το ήθος στο επιχειρείν.
Ένα χαριτωμένο περιστατικό για τον Καλογεννητο μας αφηγείται ο Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις». Μια μέρα ο Καλογέννητος αποφάσισε να ταξιδέψει για δουλειές στην Αθήνα. Κατά την επιβίβασή του όμως στη βάρκα έπεσε το βαλιτσάκι που κρατούσε στη θάλασσα. Αμέσως προθυμοποιήθηκαν οι βαρκάρηδες να βουτήξουν για να το βγάλουν με το αζημίωτο φυσικά. Ο Καλογέννητος άκουγε τις προσφορές ανέκφραστος «Άσε, είπε κάποια στιγμή. Θα το παραιτήσω μα δεν έχει πράμα να αξίζει». Ένας βαρκάρης όμως που θα τον έσφιγγε σίγουρα η ανάγκη πρότεινε ένα ελάχιστο οβολό και ο Καλογέννητος δέχτηκε για να του κάνει και χάρη. Όταν όμως άνοιξαν το βαλιτσάκι που ήταν ως απάνω με ασημένια ναπολεόνια όσοι έφριξαν «Κι αμέ θα έδειχνα πόσο πολύτιμο είναι, τους φώναξε μέσα στα γέλια του ο Καλογέννητος για να μη με φθάνουν δέκα ναπολεόνια για να το πάρω πίσω…».
Σήμερα γάμος γίνεται
Κι αφού ελάφρυνε η ατμόσφαιρα ας κλείσουμε με ένα ακόμα χαριτωμένο περιστατικό δυο αξιαγάπητων ιερέων της Μητρόπολής μας από τα χρονογραφήματα του Κώστα Μαμαλάκη.
«Γάμος θα γινόταν σε ένα σπίτι απόγευμα Κυριακής.
Το μυστήριο θα τελούσαν ο παπά-Μάρκος και ο παπά-Γιώργης.
Έψαλαν και το «Ησαΐα» ευχήθηκαν συγκινημένοι-ειλικρινής και ολόψυχη ήταν πάντα η συμμετοχή τους στις χαρές και στις λύπες των πιστών – στους νεονύμφους:
«Να ζήσουν, να γεράσουν και καλούς απογόνους!» κι ύστερα τους κάλεσαν να καθίσουν σε θέση τιμητική: Σε καναπέ που βούλιαζε το κορμί αναπαυτικά.
Σε λίγο άρχισε η παρέλαση των δίσκων με κουφέτα, σουμάδες και κοκ.
Όταν ο δίσκος με τα κοκ έφθασε μπροστά στον παπά-Γιώργη αυτός είχε πάθει ήδη σιελόρροια. Πήρε ένα κοκ.
Πετιέται από δίπλα του ο παπά-Μάρκος λέγοντάς του:
– «Παπά-Γιώργη εσένα σου αρέσουν τα γλυκά, πάρε άλλο ένα!».
Του ρίχνει μια ματιά προσποιητής δυσφορίας ο παπά-Γιώργης. Το πήρε όμως το δεύτερο κοκ.
Όταν σε λίγο ξαναπερνά από μπροστά τους ο δίσκος με τα κοκ, ξαναγεμισμένος για κείνους που δεν είχαν πάρει – ο παπά-Γιώργης τα είχε χωνέψει κιόλας – ο παπά-Μάρκος σταματά το δίσκο, ευγενικά, προς χάριν του παπά-Γιώργη και του λέει παροτρύνοντάς τον:
«Πάρε μπρε άλλο ένα, εγώ ξέρω πως τρελαίνεσαι για τα κοκ».
Παίρνει και το τρίτο κοκ ο παπά-Γιώργης κοκκινίζοντας.
Πέρασε λίγη ώρα, είχαν τελειώσει και τα «τραταμέντα» και οι καλεσμένοι σιγά – σιγά άρχισαν να αποχωρούν.
Ο παπά-Γιώργης είχε καρφωμένο το βλέμμα τώρα στο βάθος της σάλας. Τον αντιλαμβάνεται ο παπά-Μάρκος, και προσποιούμενος τον αδιάφορο, τον παρακολουθεί.
Τι συνέβαινε;
Ένας μεγάλος δίσκος ασημένιο; Μισογιομάτος από κοκ που είχαν περισσέψει, είχε μαγνητίσει το βλέμμα του παπά-Γιώργη!
Σε λίγο σηκώνεται, κάτι ψιθυρίζει στη μητέρα της νύφης – την άδεια ασφαλώς θα ζητά ευγενικά – και προχωρεί με τρόπο, προς το βάθος του σαλονιού, ρίχνοντας ματιές, για να εξασφαλισθεί ότι δεν θα γίνει αντιληπτός από τρίτους.
Από τον παπά-Μάρκο είναι εξασφαλισμένος ευτυχώς. Τώρα και λίγη ώρα τον βλέπει μελαγχολικό. Αυτή τη στιγμή κοιτάζει το ταβάνι συλλογισμένος. (Για να ενισχύσει την πειστικότητα της αδιαφορίας του).
Τότε ο παπά-Γιώργης δεν χάνει καιρό: Αρχίζει και εναποθηκεύει μέσα από το «αντερί» του, στο ύψος του στήθους, κοκ αρκετά.
Τελειώνει γρήγορα και επιστρέφει «πανευδαίμων» στη θέση του καναπέ, πλάι στον παπά-Μάρκο.
Κι αρχίζει ο παπά-Μάρκος το «δούλεμα».
– «Το ξέρεις πως «ξεγύρισες» παπά-Γιώργη; Μια χαρά μου είσαι τελευταία. Μου φαίνεται πως πήρες και λίγο πάχος».
Και τον ψαχούλεψε στιγμιαία στο στήθος.
Ανακάθισε θορυβημένος ο παπά-Γιώργης:
«Μπρε πολύ πάχυνες» συνεχίζει το βιολί του, ο παπά-Μάρκος, και τα δάχτυλά του πιέζουν μαλακά το στήθος του παπά-Γιώργη.
Αγωνίζεται απεγνωσμένα να αποφύγει τα επικίνδυνα πασπατέματα ο παπά-Γιώργης. Ιδρώνει, ξεϊδρώνει.
Μάταια απευθύνει διαμαρτυρίες:
– «Έχε με παρατημένο παπά-Μάρκο!».
Μάταιες εκκλήσεις.
«Να χαρείς τα παιδιά σου άσε με!».
Ο παπά-Μάρκος «κάνει την πάπια» και με αθώο ύφος επιμένει:
– «Μα πάρα πολύ πάχυνες σου λέω» και δωσ’ του νέο ζούληγμα ισχυρότερο.
Ο παπά-Γιώργης έχει απηυδήσει. Δεν αντέχει άλλο και «σπάει» στο τέλος.
Προκειμένου να υποστούν ολοκληρωτική καταστροφή τα γλυκά, που ‘χε κρυμμένα στον κόρφο του παραδίδεται άνευ όρων.
Και ομολογεί με φωνή σιγανή για να μην ακουστεί παραπέρα, αλλά τσιριχτή από την αγωνία και το κακό του:
– «Παπά-Μάρκο παπά-Μάρκο …Σιγά μπρε, μη μου ξετσιλακώσεις τσοι κόκους».
Αυτά για την μικροιστορία της ενορίας του καθεδρικού μας ναού που δεν είναι και τα μοναδικά. Σε μια επόμενη ευκαιρία θα συνεχίσουμε.