Τις έντονες αντιδράσεις των νοσοκομειακών γιατρών που κάνουν λόγο για διάλυση του ΕΣΥ και πολιτικές που οδηγούν τους πολίτες στον ιδιωτικό τομέα έχει προκαλέσει το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του υπουργείου Υγείας, που δίνει τη δυνατότητα σε γιατρούς του ΕΣΥ να ασκούν και ιδιωτικό έργο εκτός νοσοκομείου.
Όπως υποστηρίζουν οι νοσοκομειακοί γιατροί που συζήτησαν εκτενώς το θέμα σε εκδήλωση που διοργάνωσαν σήμερα το απόγευμα στην αίθουσα του Εργατικού Κέντρου το νέο νομοσχέδιο αποτελεί «ταφόπλακα» για τη δημόσια υγεία.
Όπως ανέφερε σε δηλώσεις του στα «Ρ.Ν.», ο πρόεδρος της Ένωσης Γιατρών ΕΣΥ Ρεθύμνου, Γιάννης Σαριδάκης, οι γιατροί απορρίπτουν στο σύνολό τους τις διατάξεις του νομοσχεδίου και ζητούν αυτό να μην κατατεθεί στη βουλή.
«Υπάρχουν κομβικά ζητήματα, που πρέπει να τα αντιληφθεί ο κόσμος. Το βασικότερο είναι η κατάργηση του θεσμού της αποκλειστικής απασχόλησης για τους γιατρούς, που ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το εθνικό σύστημα υγείας. Ένας γιατρός του ΕΣΥ μπορεί υπό προϋποθέσεις να ανοίξει και ιδιωτικό ιατρείο, αλλά και ένας ιδιωτικός γιατρός να μπει στο ΕΣΥ με μερική απασχόληση, διατηρώντας παράλληλα και το ιατρείο του. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι καταλύεται ο θεσμός του δημόσιου γιατρού-λειτουργού, αλλά και η φύση του Εθνικού Συστήματος Υγείας σαν ένα σύστημα με ισότιμη και καθολική πρόσβαση. Μπαίνει πλέον το οικονομικό στοιχείο στην σχέση γιατρού-ασθενή. Οπότε προτεραιότητα δεν θα έχουν οι ανάγκες του ασθενούς, προτεραιότητα θα έχουν οι ιδιωτικοοικονομικές λειτουργίες, δηλαδή το κέρδος. Θα δημιουργηθεί μια διαλυτική κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία, όπου θα συνυπάρχουν γιατροί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, οι οποίοι βέβαια θα είναι σε μια ανεκτική θέση από οικονομικής άποψης. Μιλάμε για μια χαοτική κατάσταση, η οποία θα υποβαθμίσει σοβαρότατα το δημόσιο σύστημα υγείας και τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους ασθενείς».
Όπως συμπλήρωσε με τα όσα προβλέπονται στο νομοσχέδιο επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο ο Έλληνας ασθενής, «Ουσιαστικά η φιλοσοφία αυτού του νομοσχεδίου είναι η απόσυρση του κράτους από τις δαπάνες υγείας και η αύξηση των δαπανών αυτών από τα χρήματα που θα πληρώνουν οι ασθενείς. Ένας γιατρός, ο οποίος θα έχει και ιδιωτικό ιατρείο έξω, οπωσδήποτε από την στιγμή που μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία, θα δώσει προτεραιότητες στους ασθενείς που προέρχονται από το ιδιωτικό του ιατρείο όταν θα πάει στο νοσοκομείο, και όχι σε αυτούς που δεν τους έχει δει ποτέ. Οπότε δημιουργούνται διαφορετικές ταχύτητες ανάμεσα στους ασθενείς. Αυτοί που πληρώνουν και είναι από το ιατρείο θα έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση, αυτό ισχύει και για τα απογευματινά χειρουργεία. Εκείνος που καλείται να πληρώσει σημαντικά ποσά ενδεχομένως θα βρει μια θέση στη λίστα για να χειρουργηθεί. Ενώ, οι χιλιάδες που περιμένουν και δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν δεν θα χειρουργηθούν ποτέ ή θα χειρουργηθούν πολύ αργά. Επομένως, θα έχουν σοβαρή οικονομική επιβάρυνση οι πολίτες, σε ένα περιβάλλον που ήδη έχουν σοβαρή φτωχοποίηση. Εκατομμύρια συμπολίτες μας είναι στα όρια της φτώχειας, πολλοί περισσότεροι δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν, κάτι το οποίο σημαίνει ότι θα έχουμε ένα κοινωνικό αποκλεισμό ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, ίσως και το 2/3, από το δημόσιο σύστημα υγείας».
Παράλληλα, όπως είπε το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο βάζει φραγμούς στου νέους γιατρούς προκειμένου να μπουν και να κάνουν μια ειδικότητα ποιότητας. «Ουσιαστικά, επειδή καταργείται η λίστα αναμονής που ίσχυε μέχρι τώρα που ήταν αρκετά αντικειμενική, τώρα γίνεται υποκειμενική η κρίση. Μέχρι τώρα υπάρχει μια λίστα αναμονής σε κάθε νοσοκομείο στην οποία δηλώνεσαι και παίρνεις μια σειρά προτεραιότητας και παρακολουθείς. Τώρα θα το αποφασίζει ο διευθυντής του τμήματος του νοσοκομείου, που σημαίνει με κριτήρια υποκειμενικά, που έχουν να κάνουν με την υποκειμενική του βούληση και όχι με την ανάγκη να κάνει κάποιος την ειδικότητά του. Δημιουργείται ένα περιβάλλον στους νέους γιατρούς, το οποίο τους αποθαρρύνει να συνεχίσουν στην Ελλάδα, από του λίγους που έχουν μείνει. Ουσιαστικά διώχνει κι άλλους νέους γιατρούς στο εξωτερικό. Ουσιαστικά το νο1 πρόβλημα του συστήματος υγείας είναι ότι έχουμε 7.000-8.000 Έλληνες γιατρούς στο εξωτερικό, συνεχίζεται αυτή η ροή και θα καταρρεύσει το σύστημα υγείας από έλλειψη γιατρών τελικά. Αντί να αναστραφεί, λοιπόν, αυτή η πορεία γίνεται ακόμα χειρότερη».
Και κατέληξε λέγοντας ότι «Όλες οι ενώσεις γιατρών, το σύνολο των νοσοκομειακών γιατρών αλλά και η πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων ζητούν να μην κατατεθεί, καθώς και οι τελευταίοι θα δεχτούν σοβαρό πλήγμα. Δεν θα μπορούν να διατηρήσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες το ιατρείο τους, μπαίνουν σε μια κατάσταση ανταγωνισμού με το νοσοκομειακό που θα έχει και ιατρείο. Το αποτέλεσμα θα είναι και πολλοί αυτοαπασχολούμενοι να μην μπορέσουν να διατηρήσουν τα ιατρεία τους και να φύγουν στο εξωτερικό. Οπότε το πλήγμα στην κοινωνία θα είναι τεράστιο, καθώς ο μεσαίος αυτοαπασχολούμενος γιατρός είναι αυτήν την στιγμή ο πυλώνας της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αφού η δημόσια είναι ανύπαρκτη. Ουσιαστικά η συντριπτική πλειοψηφία του ιατρικού κόσμου, ακόμα και ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος έχει ζητήσει να αποσυρθούν οι διατάξεις από τα εργασιακά, όλοι είναι αντίθετοι από το νομοσχέδιο».
Στο χαιρετισμό που απέστειλε ο τομεάρχης υγείας και βουλευτής Ρεθύμνου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Ανδρέας Ξανθός, ανέφερε:
“Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που με τις ρυθμίσεις του θα δώσει τη «χαριστική βολή» στο ήδη βαρειά «πληγωμένο» από τις κυβερνητικές επιλογές ΕΣΥ . Σε μια περίοδο αποδιοργάνωσης των δημόσιων νοσοκομείων και πρωτοφανούς κρίσης ιατρικής στελέχωσης των περισσότερων κλινικών και τμημάτων, η κυβέρνηση , αντί να φέρει μια νέα δέσμη κινήτρων που θα καταστήσουν ξανά το ΕΣΥ ελκυστικό στους νέους γιατρούς , έρχεται να ακυρώσει τη θεμελιώδη εργασιακή σχέση του ιδρυτικού νόμου του ΕΣΥ , δηλαδή την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση ( ΠΑΑ) των νοσοκομειακών γιατρών . Δίνοντας τη δυνατότητα απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα σε όσους γιατρούς ήδη συμμετέχουν στα απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων και , κυρίως , θεσμοθετώντας την προκήρυξη ιατρικών θέσεων μερικής απασχόλησης στο ΕΣΥ . Άρα η κυβέρνηση περνά πλέον ανοικτά στην κατεδάφιση όλων των «καταστατικών» ρυθμίσεων που συγκροτούσαν τον ιδρυτικό νόμο του ΕΣΥ (ν.1397/1983) , τη μεγάλη τομή της μεταπολίτευσης στη Δημόσια Υγεία και στο Κοινωνικό Κράτος στην Ελλάδα .
Η Κυβέρνηση και το Υπουργείο Υγείας λοιπόν λένε ωμά στους γιατρούς του ΕΣΥ : «η Πολιτεία δεν πρόκειται να κάνει οτιδήποτε για να αναβαθμίσει τη θέση σας και η μόνη προοπτική για να βελτιωθεί η μισθολογική σας κατάσταση είναι να κάνετε ιδιωτικό έργο , δηλαδή να «τα πάρετε» από τους ασθενείς» ! Μόνο που αυτό είναι έξω από τα διδάγματα της πανδημίας για ενδυνάμωση των δημόσιων και καθολικών συστημάτων υγείας , αλλά και εντελώς εκτός κοινωνικής πραγματικότητας της χώρας μας , με τη δραματική αφαίμαξη εισοδημάτων λόγω της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης . .
Πρόκειται ξεκάθαρα για πολιτική επιλογή οριστικής διάλυσης του Δημόσιου Συστήματος Υγείας . Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο της ΝΔ δεν είναι απλώς το «άνοιγμα» του ΕΣΥ στην αγορά και η διευκόλυνση των επιχειρηματιών υγείας, αλλά η επιστροφή στην προ-ΕΣΥ περίοδο , στην εποχή δηλαδή που περίθαλψη είχαν μόνο όσοι είχαν χρήματα ή πολιτικό «μέσον» . Αυτή η κοινωνική οπισθοδρόμηση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από κανένα και επιβάλλεται η συγκρότηση ενός ευρύτατου συνδικαλιστικού , κοινωνικού και πολιτικού μετώπου υπεράσπισης του ΕΣΥ και ταυτόχρονα διεκδίκησης της ποιοτικής αναδιοργάνωσης της δημόσιας περίθαλψης”.