Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πολύκεντρο πολιτισμού
Συνεχίζουμε σήμερα το αφιέρωμά μας στις παιδικές κατασκηνώσεις που έγιναν ο παράδεισος για τα παιδιά μιας εποχής γεμάτης από στερήσεις.
Μετά τον πόλεμο κι επειδή οι συνθήκες ήταν άθλιες, σε χωριά που αντιμετώπιζαν σοβαρότερα προβλήματα λειτουργούσαν κατασκηνώσεις το καλοκαίρι με την ευθύνη των δασκάλων.
Σε κάποια κτήριο γίνονταν δραστηριότητες και εκεί τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν πλήρη γεύματα. Αυτά τα ετοίμαζαν από κοινού οι χωριανοί με την εποπτεία των δασκάλων, μέχρι που αρχίζουν να λειτουργούν δεκαετία του 1950 οι κατασκηνώσεις που ξέρουμε σε όλη την Ελλάδα με την ευθύνη του υπουργείου Παιδείας.
Το χωριό που φιλοξένησε πρώτο κατασκηνώσεις στον νομό μας ήταν οι Πασαλίτες. Ο μικρός αυτός οικισμός στις βόρειες υπώρειες του Ψηλορείτη, σε υψόμετρο 280 μ. Οι πυκνοί του ελαιώνες με πλούσια βλάστηση και ανεμπόδιστη θέα προς τη θάλασσα και τα γύρω βουνά δημιουργούσαν άριστες συνθήκες για να ζούσαν όμορφες μέρες κοντά στη φύση τα παιδιά καλοκαιρινούς μήνες.
Εκεί λοιπόν στήθηκαν οι πρώτες σκηνές.
Σύμφωνα με τον εκλεκτό συγγραφέα και εκπαιδευτικό κ. Μαρίνο Γαλανάκη, αρχηγός της κατασκήνωσης των Πασαλιτών ήταν ο Εμμανουήλ Παπαδάκης, ο οποίος συνέχισε τα καθήκοντά του και στις κατασκηνώσεις Αρκαδίου που λειτούργησαν αμέσως μετά. Κι αυτές μένουν στην ιστορία γιατί άφησαν πολλές αναμνήσεις στα παιδιά που απόλαυσαν αυτό το προνόμιο.
Πώς λειτουργούσαν;
Για τη λειτουργία των κατασκηνώσεων Αρκαδίου θα αφήσουμε πάλι τη γραφίδα του κ. Μαρίνου Γαλανάκη να μας την περιγράψει:
«Ο Δραγάτης του Μοναστηριού(;) περνούσε κάποτε-κάποτε από το «Δραγατοκάλυβο», που ήταν αποθήκη πια της Κατασκήνωσης. Εκεί παραδίπλα είχε αφήσει τη «μουγκρινάρα» του. Αυτό το εργαλείο εκφοβισμού το αποτελούσε μια στάμνα (λα(γ)ήνα), χωρίς πάτο. Πάνω στα χείλια της ξεπατωμένης λαήνας τοποθετούσε ένα κυλινδρικό ξύλο με μάκρος γύρω στους εικοσιπέντε πόντους και διάμετρο το πολύ τέσσερις. Στη μέση του ξύλου αυτού ήταν δεμένο αφράτο βρεγμένο, που το περνούσε μέσ’ από τη λαήνα και το έπιανε από το άνοιγμα που άφηνε η έλλειψη πάτου. Τοποθετούσε χάμω τη …συσκευή. Κάθιζε κι αυτός σε μια πέτρα. Έφερνε προς το μέρος του το άνοιγμα της λαήνας. Έβαζε στ’ αφτιά της τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών του γι’ αντίσταση. Κι άρχιξε ν’ αποσύρει το αφράτο διαδοχικά με τα χέρια του. Όπως απόσερνε το βρεγμένο αφράτο, αυτό παλλόταν κι οι παλμοί του είχαν αποτέλεσμα την παραγωγή ήχου. Η λαήνα ενεργούσε σαν ηχείο. Πολλαπλασίαζε τον ήχο και τον έστελνε σα μουγκρητό άγριου ζώου. Γι’ αυτό πήρε την ονομασία «μουγκρινάρα» αυτό το πρωτόγονο εργαλείο. Το μουγκρητό τρόμαζε τ’ άγρια μικρά ζώα, και τα έδιωχνε από τ’ αμπέλια. Νόμιζαν τα καημένα ότι πλησίαζε κάποιο από τα σαρκοφάγα, κι έφευγαν να κρυφτούν…
Νότια του κεντρικού αυτού δρόμου, στο πιο ψηλό σημείο της ράχης κάτω από τις πανύψηλες κουκουναριές, ήταν η μια σειρά τσαντίρια κατασκηνωτών, με τις εισόδους τους απέναντι στη μια την άλλη.
Στην ανατολική πλευρά ήταν τοποθετημένο ακόμη πιο μεγάλο αντίσκηνο, όπου διέμεναν τέσσερις Κοινοτάρχες. Κατά τι βορινότερα βρισκόταν η άλλη σειρά, που την αποτελούσαν πιο μικρά τσαντίρια δυο θέσεων, όπου έμεναν Kοινοτάρχισσες, τραπεζοκόμες, αποθηκάριοι, βοηθητικό προσωπικό και κοντά στο τέλος της σειράς αυτής βρισκόταν και το …Πρώτων Βοηθειών.
Αυτό, εκτός από ιώδιο, οξυζενέ, επιδέσμους, παυσίπονα, τσιμπιδάκια, ψαλιδάκια, οινόπνευμα, γάζες και τα τοιαύτα, διέθετε και δυο κρεβάτια. Το ένα έμενε κενό περιμένοντας πελάτη. Στο άλλο κοιμόταν ο νοσοκόμος Γιώργος Σταυρουλάκης. Αυτός ο ευσυνείδητος, καλά ενημερωμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών, πρόσχαρος και πάντα πρόθυμος να προσφέρει κάθε δυνατή υποστήριξη. Ο Γ. Σταυρουλάκης είχε υπηρέτησε στο Νοσοκομείο της πόλης μας από τότε που αυτό στεγαζόταν, όπου τώρα η Σχολή της Αστυνομίας και τα κατοπινά χρόνια συνέχισε ακούραστος την προσφορά των υπηρεσιών του. Την εποπτεία του «νοσηλευτηρίου» αυτού ασκούσε ο τότε σχολίατρος του νομού Νίκος Παπαδάκης, καταγόμενος από τον Ορθέ (Ορνιθέ) Μυλοποτάμου».
Για τις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν τα πρώτα χρόνια ο επίσης εκλεκτός εκπαιδευτικός και συγγραφέας κ. Κώστας Μυγιάκης που άφησε έντονο το αποτύπωμά του στις κατασκηνώσεις μας είπε:
«Τα πρώτα χρόνια που οι μαθητικές κατασκηνώσεις Αρκαδίου λειτούργησαν σε σκηνές υπήρχαν τεράστιες δυσκολίες.
Το νερό ύδρευσης μεταφερόταν από την πηγή που υπάρχει αριστερά κάτω από τη γέφυρα σε τεπόζιτα, κανίστρες με μουλάρια του μοναστηριού.
Σύμφωνα με τον κ. Κώστα Μυγιάκη την περίοδο 1962 -1963 έγινε και η υδροδότηση των κατασκηνώσεων με άντληση του νερού από τις πηγές του φαραγγιού έως την επιφάνεια επάνω».
Υπήρχαν όμως και σοβαρά προβλήματα πρόσβασης στο μοναστήρι προσθέτει ο κ. Μυγιάκης.
– «Ο δρόμος από την Αμνάτο έφθανε μέχρι «Το πατάρι» στη μέση της διαδρομής (Αμνάτο – Αρκάδι). Εκεί ερχόταν τα μουλάρια της Μονής με τους εργάτες που είχε το μοναστήρι. Φόρτωναν τις αποσκευές του κάθε κατασκηνωτή και των στελεχών και τα ανέβαζαν στο χώρο των κατασκηνώσεων. Παιδιά και στελέχη ανέβαιναν πεζή.
Το ίδιο συνέβαινε και με τον διαχειριστή που κατέβαινε για προμήθειες ανά διήμερο. Γινόταν χρήση των μουλαριών του μοναστηριού.
Αυτοκίνητο με τις προμήθειες πρωτοήλθε από τον αγροτικό δρόμο που είχε χαραχτεί από τη διακλάδωση της Αρχαίας Ελεύθερνας μέχρι το Αρκάδι μέχρι που τελειοποιήθηκε η άσφαλτος από το Πατάρι – Αρκάδι περί το 1966-1968».
Πέρασαν άξιοι εκπαιδευτικοί
Πολλοί και άξιοι εκπαιδευτικοί πέρασαν από τις κατασκηνώσεις.
Σημειώνει σχετικά ο κ. Μαρίνος Γαλανάκης.
«Στα 1950, ο δασκαλόπαπας Μανόλης Παπαδάκης αντικαταστάθηκε και στη θέση του Αρχηγού τοποθετήθηκε κι ανέλαβε ο δάσκαλος Νικόλαος Περάκης, που ήταν από τα Σκουλούφια. Κι αυτός ήταν υπέροχος, καλοκάγαθος και προσηνής.
Θυμάμαι ακόμα τον Στέλιο Λίτινα, από τη Μέση. Αδελφό του χειρούργου γιατρού Γιώργη. Ο Στέλιος διέμενε στη Μέση και δίδασκε για πολλά χρόνια στο σκολειό της. Διαδέχτηκε τον πεθερό του στη θέση του δασκάλου και ήταν και οι δυο τους πολύ αγαπητοί και δραστήριοι εκπαιδευτικοί.
– Δημήτρη Αραπλή, που, αν θυμούμαι καλά, διέμενε στους Έρφους και δίδασκε στο εκεί σκολειό. Υπηρέτησε αρκετές φορές ως μέλος του Δ.Σ. του Διδασκαλικού Συλλόγου.
– Αντώνη Ζαχαράκη, που ήταν από το Παγκαλοχώρι και υπηρέτησε πολλά χρόνια δάσκαλος σε σκολειά της πόλης. Έχει στο ενεργητικό του περί τα δέκα έμμετρα και πεζά βιβλία. Χρημάτισε μέλος του Δ.Σ. του Διδασκαλικού Συλλόγου για πολλά χρόνια.
– Γιώργη Μεταξάκη, από Μυλοπόταμο.
– Γιάννη Παπαδάκη, από Μυλοπόταμο. Είχε υπηρετήσει και σε σκολειά της πόλης. Και Παπαγιαννάκη, που δε θυμούμαι τ’ όνομά του. Εναλλάχτηκαν μ’ αυτούς κι άλλοι δάσκαλοι ως κοινοτάρχες κατά τα τρία καλοκαίρια που θήτευσα σ’ αυτή, όμως δε θυμούμαι τα ονόματά τους.
Σε άλλους τομείς θυμούμαι πως υπηρέτησαν οι παρακάτω δάσκαλοι:
– Κωνσταντίνος Νικολουδάκης από Ελεύθερνα. Είχε στην ευθύνη του την αποθήκη εφοδιασμού. Δραστήριος άνθρωπος, που έτρεφε πολύ μεγάλη αγάπη στον τόπο της καταγωγής του και γνώριζε καλά την ιστορία του. Σε ηλικία μεγάλη απόχτησε οικογένεια και ήταν αφοσιωμένος σ’ αυτή.
– Άρης Παπαδάκης, από το Δοξαρώ Μυλοποτάμου, αν δεν κάνω λάθος. Ήταν ο δάσκαλος, που συνέχεια πηγαινοερχόταν στην πόλη, πάντα με μια τσάντα στο χέρι, και πραγματοποιούσε τις αγορές τροφίμων. Ήταν, όπως θα λέγαμε, ο διαχειριστής οικονομικού της κατασκήνωσης.
– Κ. Μυγιάκης από την Πηγή. Ήταν ακόμη αδιόριστος δάσκαλος και υπηρετούσε στην Κατασκήνωση ως βοηθός αποθηκάριος, συνεργαζόμενος με το Κ. Νικολουδάκη. Υπηρέτησε υστερότερα κι άλλες κατασκηνωτικές περιόδους στην ίδια κατασκήνωση. Σ’ αυτή γνώρισε και τη Μαρία, την κατοπινή σύζυγό του.
Από τις δασκάλες-κοινοτάρχισσες θυμούμαι τις: Αλεξάνδρα Τζεδάκη – Τσουδερού. Ήταν θυγατέρα του ράφτη Αγαθού Τζεδάκη, που διατηρούσε ραφείο στον αριθμό 115 της οδού Αρκαδίου.
– Ρούσα Ρέντζου από τη Μέση, που έφυγε στην Αθήνα ύστερ’ από λίγο καιρό.
– Χαρά Περάκη από τα Περιβόλια, κατοπινή σύζυγο του Αντώνη Ζαχαράκη, με τον οποίο γνωρίστηκε σ’ αυτή την κατασκήνωση.
– Μαργαρίτα, κατοπινή σύζυγο του Άρη Παπαδάκη, που από αυτή την κατασκηνωτική περίοδο ξεκίνησε η γνωριμία κ η σχέση τους.
– Χρυσούλα Οικονομάκη από Μυλοπόταμο, που υστερότερα παντρεύτηκε τον Μανούσο Μαυρουδή. Πολύ εργατική και δραστήρια. Είχε, αν θυμούμαι καλά στην ευθύνη της την εστίαση των κατασκηνωτών.
– Μαρία Γ. Τζεβράκη, κόρη του Γεωργίου Τζεβράκη, που διατηρούσε για πολλά χρόνια καφενείο στην Αρκαδίου πίσω από τη Λότζια. Η Μαρία δεν ήταν δασκάλα. Εργαζόταν στην κατασκήνωση ως τραπεζοκόμος. Υστερότερα και για πολλά χρόνια υπηρετούσε υπάλληλος στο Ωδείο του Ρεθέμνους».
Ο κ. Κώστας Μυγιάκης επίσης έζησε από κοντά και επί σειρά ετών τη ζωή στις κατασκηνώσεις αυτές.
Μνήμες Κώστα Μυγιάκη
Με το γνωστό του αφηγηματικό χάρισμα μας μίλησε για το ενδιαφέρον του ηγουμένου Αρκαδίου Διονυσίου Ψαρουδάκη που είχε πάντα την έγνοια των κατασκηνώσεων και ήθελε τα παιδιά να περνούν καλά όσο έμεναν εκεί.
– «Μια μέρα», μας λέει ο κ. Μυγιάκης, «ήταν 6 Αυγούστου πιάνει μια νεροποντή που μας έφερε χειμώνα. Που να πάμε δεν ξέραμε. Ήρθε τότε ο Διονύσιος και μας πήρε. Μείναμε στο μοναστήρι δυο τρεις μέρες μέχρι να στεγνώσουν οι σκηνές. Και η περιποίηση για όλους ήταν αβραμιαία ως συνήθως».
Ρωτήσαμε τον κ. Μυγιάκη ποιον ομαδάρχη είχε ξεχωρίσει από τους τόσους που συνεργάστηκαν μαζί του.
– Ο Γιώργος Εκκεκάκης, μας απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη, ήταν ο ομαδάρχης που έγραψε ιστορία. Από τα 14 χρόνια του έδειχνε το ταλέντο του στον αθλητισμό και την ικανότητά του να εφευρίσκει εξαιρετικού ενδιαφέροντος παιχνίδια που ενθουσίαζαν τα παιδιά. Και βέβαια συμπλήρωνε την πολύτιμη προσφορά του με Καραγκιόζη που ενθουσίαζε τα παιδιά.
Οι αναξιοποίητες προτάσεις του κ. Στρατιδάκη
Για τις κατασκηνώσεις είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε με τον κ. Χάρη Στρατιδάκη που έχει το σπάνιο χάρισμα να δίνει «ψυχή» σε χώρους που ρημάζουν ανεκμετάλλευτοι.
«Ο χώρος των κατασκηνώσεων, μας είπε, είχε παραχωρηθεί για χρήση από τη Μονή Αρκαδίου στο υπουργείο Παιδείας για τη λειτουργία κατασκηνώσεών του.
Σήμερα έχει επιστρέψει στην κυριότητα του Αρκαδιού, που κατά καιρούς αφήνει βοσκούς να τον εκμεταλλεύονται. Τα τελευταία χρόνια η πόρτα εισόδου παραμένει ορθάνοικτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπαίνουν μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα για αυτοσχέδιους αγώνες, που συμπιέζουν το έδαφος και συντελούν στην κατάρρευση των κουκουναριών, που έχουν ελαττωθεί σημαντικά.
Η Μονή Αρκαδίου σε συνεργασία με τη Μητρόπολη μπορούν, μετά από τις αναγκαίες επισκευές, είτε να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις και πάλι (όπως το κάνουν πολλές Μητροπόλεις ανά την Ελλάδα, π.χ. Σάμος) είτε να δημιουργήσουν ένα πρότυπο περιβαλλοντικό κέντρο (ή πάρκο, ο τίτλος είναι σχετικός), εφόσον μάλιστα ο πατριάρχης πασχίζει προς οικολογικές κατευθύνσεις (είχε διοργανώσει και σειρά οικολογικών συνεδρίων). Σε μια τέτοια περίπτωση κι εγώ θα ήμουν πρόθυμος να βοηθήσω, εθελοντικά πάντα, και με την πείρα από τον Φάλκονα.
Στο Κέντρο αυτό τα παιδιά θα παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία θα μπορούσαν να είναι ακόμα και διήμερα και πολυήμερα, με τη μετατροπή ενός από τα 4 κεντρικά κτίρια σε κοιτώνα. Ένα άλλο θα μπορούσε να μετατραπεί σε τοπικό μουσείο φυσικής ιστορίας, το τρίτο σε αίθουσα εκδηλώσεων (όχι μόνο προβολών και ομιλιών αλλά και μουσικών εκδηλώσεων και θεατρικών παραστάσεων κ.λπ.) και το τέταρτο σε αίθουσα δημιουργικών δραστηριοτήτων (ζωγραφικής, πηλού, κατασκευών από φυσικά υλικά, θεατρικού παιχνιδιού κ.λπ.).
Το εστιατόριο θα πρέπει και πάλι να είναι υπαίθριο, όπως και το παλιότερο, με ιδιαίτερη σημασία στην υγιεινή διατροφή και στα βιολογικά προϊόντα. Τα προγράμματα μπορούν να αναφέρονται στη φύση του οροπεδίου του Αρκαδίου, στα αρπακτικά πουλιά, στα αρωματικά και ιαματικά φυτά του, στο ιστορικό του περιβάλλον, στους νερόμυλους ως εναλλακτικές μορφές ενέργειας κ.λπ. Κι ακόμη, θα πρέπει να φέρνουν τα παιδιά σε επαφή με το χώμα και τα ζώα του παλιότερου κρητικού χωριού, τα οποία τα παιδιά στην πραγματικότητα φοβούνται («σύνδρομο έλλειψης της φύσης» το έχει ονομάσει η Μαριάννα Καλαϊτζιδάκη). Άρα το πάρκο θα πρέπει να έχει τόσο αγροκήπιο για τα παιδιά, όσο και ζωοκήπιο, για την εξοικείωση με την περιποίηση των ζώων (γαϊδουράκια, κατσίκες, πρόβατα, κότες και κόκορες, κουνέλια).
Αν στον Φάλκονα προσφέραμε 25 διαφορετικά εκπαιδευτικά προγράμματα από ισάριθμους εθελοντές, εδώ θα μπορούσαμε να προσφέρουμε τα διπλάσια το λιγότερο…».
Γιατί στο Αρκάδι δεν μπορούμε να έχουμε το θαυμάσιο αποτέλεσμα του Μέρωνα;
Με όλη την αγάπη μας στους τοπικούς ταγούς δικαιώνουμε την όποια πικρία ανθρώπων που πονούν τον τόπο.
Εγώ προσωπικά δεν μπήκα καν στον κόπο να ζητήσω πληροφορίες γιατί πολλές φορές έπεσα θύμα της ευπιστίας μου. Ας μην αναφέρω τίποτα για το κελί του Διονυσίου και το περίφημο αρχείο του που σε μια προβολή της ταινίας μου «Διονύσιος Ψαρουδάκης – Ο ντουφεκόπαππας» είχε ανακοινωθεί δημόσια ότι και το κελί θα αναστηλωθεί και για το αρχείο υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές. Εγώ τίποτα από αυτά δεν έχω δει. Μακάρι να κάνω λάθος.
Δημιουργείται όμως το εύλογο ερώτημα: Ακόμα κι αν όλα έγιναν για να εξυπηρετηθεί η όποια ιδιωτική πρωτοβουλία που δίνει λύσεις τα καλοκαίρια στους γονείς για τις διακοπές των παιδιών τους, γιατί να μην ακολουθήσουν κι εδώ το παράδειγμα του Μέρωνα, όπου η αναβίωση των παλιών παιδικών κατασκηνώσεων βασισμένη σε μία σύγχρονη τουριστική προοπτική αποτελεί τοπικό Δημοτικό έργο, το οποίο εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό τουριστικής ανάδειξης του δήμου Αμαρίου.
Με αναδιαμορφώσεις και ανακαινίσεις που έγιναν στα υπάρχοντα κτίρια, τη δημιουργία βασικών υποδομών (διευρυμένου ηλεκτρικού και αποχετευτικού δικτύου, βιολογικού καθαρισμού, αξιοποίησης των νερών επιτόπιας πηγής), αλλά και κατάλληλες παρεμβάσεις διευθέτησης του περιβάλλοντα χώρου, οι «παλιές κατασκηνώσεις» προετοιμάσθηκαν κατάλληλα, για να μετεξελιχθούν σε αυτό που είναι. Και αποτελούν κόσμημα για τον τόπο.
* Οι φωτογραφίες που αναφέρονται στις κατασκηνώσεις Αρκαδίου είναι από το αρχείο του κ. Χάρη Στρατιδάκη τον οποίο θερμά ευχαριστώ για την πάντα πρόθυμη ανταπόκρισή του σε ό,τι του ζητηθεί από το αρχείο του παλιού Ρεθύμνου. Μοιράζεται το κάθε τι με προθυμία κι ας έχει μοχθήσει τόσο για τη συλλογή του.