Η δραματική επιδείνωση της κατάστασης στις δημόσιες δομές υγείας και η συνεχής επιβάρυνση των πολιτών για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, είναι μια πραγματικότητα που δεν αμφισβητείται πλέον από κανένα. Αυτό το διαλυτικό κλίμα στη δημόσια περίθαλψη, πρωτοφανές στην ιστορία του ΕΣΥ, δεν οφείλεται ούτε σε αντικειμενικές δυσκολίες, ούτε σε ανικανότητα ή ολιγωρία. Είναι πολιτική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη η εγκατάλειψη και απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας για να ευνοηθούν οι κλινικάρχες, οι διαγνωστικές αλυσίδες και οι ασφαλιστικές εταιρείες. Η «έμμεση ιδιωτικοποίηση» του ΕΣΥ μέσω της απαξίωσής του και της συστηματικής μετακύλισης κόστους υγείας από το Κράτος και το Ασφαλιστικό Σύστημα στην τσέπη των ασθενών, ήταν το πολιτικό σχέδιο της προηγούμενης κυβερνητικής περιόδου της Ν.Δ. Σήμερα είναι σε εξέλιξη η φάση της «άμεσης ιδιωτικοποίησης» του ΕΣΥ, με πλήρη αποδόμηση του «σκληρού πυρήνα» του δημόσιου συστήματος υγείας, που δεν είναι άλλος από τη θεμελιώδη αρχή της καθολικής, ισότιμης και δωρεάν φροντίδας υγείας όλων των ανθρώπων. Τώρα πλέον, καταστατικά, επίσημα και όχι άτυπα, μέσα από το θεσμό των απογευματινών χειρουργείων, το ΕΣΥ παρέχει χειρουργικές υπηρεσίες με καθαρά εισοδηματικά κριτήρια. Η προτεραιοποίηση των περιστατικών θα γίνεται όχι με βάση τα κλινικά στοιχεία, τη σοβαρότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα μιας πάθησης, αλλά με βάση το «πορτοφόλι» του ασθενή. Αυτό δεν είναι «κομμάτι της ιστορίας του ΕΣΥ», όπως με θράσος δήλωσε ο υπουργός Υγείας κ. Α. Γεωργιάδης, αλλά «κηλίδα» στην ιστορία της δημόσιας περίθαλψης.
Ναι, αλλά υπήρχε πάντα το «φακελάκι», άρα ποτέ δεν ήταν πραγματικά δωρεάν η περίθαλψη στο ΕΣΥ, μας λέει ο υπουργός Υγείας. Όντως υπάρχουν χρόνιες παθογένειες και στρεβλώσεις του συστήματος, τις οποίες κανείς δεν υπερασπίζεται. Οι δυνάμεις της Αριστεράς στα συνδικαλιστικά όργανα των νοσοκομειακών γιατρών (ΟΕΝΓΕ, Ενώσεις Γιατρών ΕΣΥ) είχαν πάντα ανοικτό μέτωπο με τα φαινόμενα διαφθοράς και εκμετάλλευσης του αρρώστου. Και πάντα τόνιζαν ότι εκπροσωπούν τους γιατρούς που προσφέρουν έντιμα τις υπηρεσίες τους και ζουν από το μισθό και τις εφημερίες τους, χωρίς οικονομική συναλλαγή με τον ασθενή. Η διαφορά είναι ότι πλέον η παράνομη και αναξιοπρεπής συμπεριφορά μιας μειοψηφίας δημόσιων λειτουργών νομιμοποιείται, κανονικοποιείται και ενισχύεται θεσμικά.
Και φυσικά η «χαριστική βολή» στο ΕΣΥ θα δοθεί με την εφαρμογή της ρύθμισης για την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών και τη δημιουργία μιας «ενιαίας αγοράς» σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Καταργείται κάθε θεσμικό και εργασιακό «σύνορο» μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών δομών υγείας, οι γιατροί των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας μπορούν να έχουν ιδιωτικό ιατρείο και να εργάζονται σε ιδιωτικές κλινικές ή διαγνωστικά κέντρα, ενώ παράλληλα οι ιδιώτες γιατροί και οι ασφαλιστικές εταιρείες θα μπορούν να φέρνουν την πελατεία τους στο ΕΣΥ. Πάντα «για την καλύτερη εξυπηρέτηση του ασθενή»!
Διανύουμε, χωρίς αμφιβολία, την πιο επιθετική περίοδο του νεοφιλελευθερισμού στην Υγεία. Οι ιδεοληψίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη για «λιγότερο Κράτος και περισσότερη αγορά στην υγεία», δεν της επιτρέπουν να προωθήσει μια ελκυστική δέσμη κινήτρων (μισθολογικών, εργασιακών, εκπαιδευτικών, επιστημονικής εξέλιξης κλπ.) ικανών να ανακόψουν το κύμα παραιτήσεων των γιατρών και το brain drain των υγειονομικών. Αντίθετα, στη χώρα με τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη υγείας στην Ευρώπη (40% της συνολικής δαπάνης), η κυβέρνηση και ο σκληρά νεοφιλελεύθερος υπουργός Υγείας κ. Γεωργιάδης προωθούν την ακόμα μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση των πολιτών: ιδιωτικά απογευματινά χειρουργεία στο ΕΣΥ, ιδιωτικό ιατρείο για τους γιατρούς ΕΣΥ και δυνατότητα απασχόλησης τους σε ιδιωτικές κλινικές, ιδιώτης προσωπικός γιατρός που πληρώνεται από τον ασθενή, αυξημένη συμμετοχή στα φάρμακα, νέο «χαράτσι» για τη συνταγογράφηση εξετάσεων κλπ.
Είναι ανάξια επίσης σοβαρού σχολιασμού, η πρόταση του κ. Γεωργιάδη περί «διάσημων γιατρών» από τα νοσοκομεία της Αθήνας που θα «περιοδεύουν» ανά τη χώρα για να χειρουργούν ασθενείς της επαρχίας! Η τεκμηριωμένη ανισότητα στην περίθαλψη μεταξύ Αττικής και υπόλοιπης Ελλάδας (βλ. μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα το 2021), αντιμετωπίζεται μόνο με ειδικά κίνητρα για τις «άγονες» ειδικότητες και δομές της περιφέρειας και με τη συνεχιζόμενη μετεκπαίδευση των γιατρών – υγειονομικών της επαρχίας.
Οι κυβερνητικές λοιπόν επιλογές δεν συνιστούν ούτε μεταρρύθμιση ούτε αναβάθμιση της δημόσιας υγείας. Έχουν ως τελικό αποτέλεσμα να αναζητούν συνεχώς οι πολίτες υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα, να αυξάνεται η συμμετοχή τους στο κόστος περίθαλψης και άρα η ιδιωτική δαπάνη υγείας, να διευρύνονται οι ακάλυπτες ανάγκες υγείας των ανθρώπων και να ενισχύεται η υγειονομική ανασφάλεια στην κοινωνία. Η πρόσβαση στην αναγκαία ιατροφαρμακευτική φροντίδα έχει γίνει πλέον μείζον πρόβλημα της καθημερινότητας των οικονομικά αδύναμων και ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού.
Ας το καταλάβουν και οι τελευταίοι έχοντες αυταπάτες για τις κυβερνητικές προθέσεις: Έρχονται «τίτλοι τέλους» για το δημόσιο σύστημα Υγείας, με υπογραφή Μητσοτάκη-Γεωργιάδη.
Αυτό που προέχει σήμερα είναι η δημιουργία ενός ισχυρού μετώπου για τη σωτηρία της δημόσιας περίθαλψης, μιας κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας που θα αντιταχθεί σθεναρά στην οριστική και μη αναστρέψιμη διάλυση του ΕΣΥ. Διεκδικώντας όχι μόνο την επιβίωση, αλλά και τη ριζική αναδιοργάνωσή του, με νέες δομές, νέες υπηρεσίες και νέους πόρους, για να καλύψει αξιόπιστα και με ισότιμο τρόπο τις σύγχρονες υγειονομικές ανάγκες (όπως για παράδειγμα η θεραπεία του πόνου και η παρηγορική φροντίδα, που συζητήθηκαν σε επιστημονική ημερίδα στο Ρέθυμνο πριν λίγες μέρες).