Μ. Γιγουρτάκη: «Τα παιδιά που έχουν μεγάλη ενασχόληση με το κινητό, εμφανίζουν αυτιστικές συμπεριφορές, διότι δημιουργείται μια συνήθεια που είναι δύσκολο να μπορέσουν να «απαγκιστρωθούν», σύμφωνα με έρευνες στην Αμερική»
Στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής και ψυχιατρικής κοινότητας βρίσκονται οι διαταραχές του φάσματος του αυτισμού, καθώς και η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), που τα τελευταία χρόνια οι διαγνώσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Σύμφωνα με τις διεθνείς έρευνες, η ΔΕΠΥ επηρεάζει το 4%-7% των παιδιών και των εφήβων, ενώ στους ενήλικες το ποσοστό αγγίζει το 2,5%-5%, ποσοστά αρκετά υψηλά, χωρίς όμως να έχουν εξακριβωθεί οι αίτιες.
Ωστόσο η άνοδος των περιστατικών σχετίζεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, όχι μόνο στην πραγματική συχνότητα εμφάνισής τους, αλλά και στη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των γονέων στο να αναζητήσουν υποστήριξη για τα παιδιά τους, κάτι το οποίο αυξάνει τις γνωματεύσεις.
Η Μαρία Γιγουρτάκη, σύμβουλος Εκπαίδευσης Ειδικής Αγωγή και Ενταξιακής Εκπαίδευσης ν. Ηρακλείου με ευθύνη της επιστημονικής και παιδαγωγικής εποπτείας του ΚΕΔΑΣΥ Ηρακλείου, σε συνέντευξή της στο Ραδιόφωνο ΣΚΑΪ Κρήτης 92,1 με την Αντιγόνη Αδρεαδάκη, έφερε στο προσκήνιο τη ΔΕΠΥ, τις πιθανές αιτίες που την προκαλούν, τα συμπτώματα, καθώς και την αντιμετώπισή της.
«Οι γονείς πλέον έχουν περισσότερη γνώση σε σχέση με θέματα ειδικής αγωγής. Είναι περισσότερο υποψιασμένοι και ευαισθητοποιημένοι και όλο και περισσότεροι τρέχουν στον ειδικό φορέα αξιολόγησης, που πλέον είναι μόνο το ΚΕΔΑΣΥ, και ζητάνε μια αξιολόγηση για τα παιδιά τους. Είτε έχει να κάνει αυτό με τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ΔΕΠΥ, είτε στο φάσμα του αυτισμού, είτε εάν πρόκειται για παιδιά τα οποία θα πρέπει να φοιτήσουν σε σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής. Πλέον υπάρχει μεγαλύτερη αφύπνιση», τονίζει η κ. Γιγουρτάκη.
Η επίδραση του διαδικτύου
Η επίδραση του διαδικτύου στη διαμόρφωση συμπεριφορών είναι αδιαμφισβήτητη. Η υπερβολική χρήση ηλεκτρονικών συσκευών, ειδικά από πολύ μικρές ηλικίες συνδέεται με αρνητικά αποτελέσματα, σύμφωνα με την κ. Γιγουρτάκη, όπως με τα προβλήματα προσοχής.
Η ταχύτητα των εικόνων, τα έντονα χρώματα στο διαδίκτυο και η απουσία ελέγχου από τους γονείς επηρεάζουν την εγκεφαλική λειτουργία, οδηγώντας σε συμπεριφορές που μιμούνται χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ ή του αυτισμού.
«Βλέπουμε μωρά με κινητά στα καροτσάκια, μια εικόνα λυπηρή και επιζήμια για την ανάπτυξή τους», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Γιγουρτάκη, ενώ συμπλήρωσε: «Σίγουρα είμαστε στον αιώνα των ηλεκτρονικών μέσων. Τα παιδιά ήδη από πολύ μικρές ηλικίες χρησιμοποιούν κινητά. Βλέπουμε ότι το διαδίκτυο έχει αντικαταστήσει τον ρόλο του παππού και της γιαγιάς. Οι γονείς αναγκάζονται να εργάζονται όλη μέρα, οπότε πολλές φορές δεν τους είναι εύκολο να απασχολήσουν τα παιδιά με ένα τρίτο πρόσωπο, άρα βλέπουμε πολύ συχνά το φαινόμενο τα παιδιά να απασχολούνται μέσω των ηλεκτρονικών μέσων. Αυτό φυσικά δεν είναι κάτι καλό, δεν προσφέρει πάρα πολλά, γιατί η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων ειδικά στην παιδική ηλικία δεν συνιστάται».
Παράλληλα, τόνισε ότι σύμφωνα με έρευνες στην Αμερική, έχει διαπιστωθεί ότι παιδιά τα οποία έχουν μεγάλη ενασχόληση με το κινητό, εμφανίζουν αυτιστικές συμπεριφορές χωρίς να είναι αυτιστικά άτομα, διότι δημιουργείται μια συνήθεια που είναι δύσκολο να μπορέσουν να «απαγκιστρωθούν», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η κ. Γιγουρτάκη
Συμπτώματα και διαγνωστικά κριτήρια της ΔΕΠΥ
Πρόκειται για μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή η ΔΕΠΥ, όπως εξηγεί η κ. Γιγουρτάκη, που εμφανίζεται στην παιδική ηλικία και μπορεί να διαρκέσει μέχρι την ενήλικη ζωή.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ είναι η απροσεξία, η υπερκινητικότητα, παρορμητικότητα, έλλειψη βραχύχρονης μνήμης, αργός ρυθμός μάθησης κ.λπ.
Η διάγνωση γίνεται με βάση δύο τύπους εγχειριδίων, όπως αναφέρει η κ. Γιγουρτάκη:
«Το πρώτο είναι της αμερικανικής εταιρείας ψυχιατρικών νόσων, με βάση του οποίου θα πρέπει για έξι μήνες μέχρι τα 12 έτη κάποιο παιδί να εμφανίζει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα διαταραχής της προσοχής ή της υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας. Με βάση το παγκόσμιο εγχειρίδιο η ΔΕΠΥ μπορεί να διαγνωστεί εάν κάποιο άτομο για έξι μήνες παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μέχρι τα επτά έτη. Υπάρχει ένας διαχωρισμός. Η ΔΕΠΥ για να ισχύει θα πρέπει να υφίστανται τουλάχιστον σε δύο περιβάλλοντα. Όσον αφορά στους μαθητές μιλάμε για το σχολείο και το σπίτι».
Η διάγνωση, επίσης, πραγματοποιείται από παιδοψυχιάτρους, αναπτυξιολόγους και εξειδικευμένα κέντρα, όπως το ΚΕΔΑΣΥ.
Ένα σημαντικό ζήτημα που αναφέρει η κ. Γιγουρτάκη είναι η υπερδιάγνωση:
«Στις μέρες μας γίνεται και κάποια υπερδιάγνωση. Μπορεί δηλαδή να υπάρχει χωρίς να πληρούνται όλα τα κριτήρια τα οποία χρειαζόμαστε για να έχουμε μια διάγνωση για ΔΕΠΥ. Γι’ αυτό στα ΚΕΔΑΣΥ στις μικρότερες ηλικίες δεν γράφουν ΔΕΠΥ για έναν μαθητή, αλλά γράφουν ενδείξεις ΔΕΠΥ. Εάν ο μαθητής δεν αξιολογηθεί από παιδοψυχίατρο δεν μπορούμε να μιλάμε για ΔΕΠΥ, αλλά μπορούμε να μιλάμε για ενδείξεις ΔΕΠΥ, δηλαδή στοιχεία που παραπέμπουν, αλλά μπορεί να μην είναι. Είναι συμπεριφορά κυρίως».
Όσον αφορά στους ενήλικες: «Στους ενήλικες με ΔΕΠΥ δεν υπάρχουν τα συμπτώματα υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας, αλλά η σκέψη τρέχει, μπορεί να πετάγεται από το ένα θέμα συζήτησης στο άλλο, μπορεί να μην θυμάται τι έχει να κάνει, να μην μπορεί να οργανωθεί».
Παράλληλη στήριξη στην εκπαίδευση
Μεγάλη έμφαση τα τελευταία χρόνο έχει δοθεί στην εκπαίδευση των παιδιών που χρήζουν υποστήριξης μέσα στην τάξη, όπως σημειώνει η κ. Γιγουρτάκη. «Οι μαθητές που έχουν γνωμάτευση από τα ΚΕΔΑΣΥ για ενδείξεις ελλειμματικής προσοχής, μπορούν να ζητήσουν να πάρουν παράλληλη στήριξη που δίνεται όταν ο μαθητής είναι στο φάσμα του αυτισμού, ΔΕΠΥ, ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες όσον αφορά στην όραση, στην ακοή. Επίσης παράλληλη στήριξη δίνεται στις περιπτώσεις που ένας μαθητής κρίνεται απαραίτητο να φοιτήσει σε ένα ειδικό πλαίσιο. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο μαζί με τη ΔΕΠΥ να υπάρχουν και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, δηλαδή να υπάρχει δυσλεξία».
Το ιατρικό μοντέλο αντιμετώπισης της διαταραχής
Το ιατρικό μοντέλο στην αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ περιέγραψε η κ. Γιγουρτάκη, το οποίο βασίζεται σε τρεις άξονες, στην ψυχοεκπαίδευση των γονέων, στη συμπεριφορική παρέμβαση καθώς και στη φαρμακευτική αγωγή.
Όπως εξηγεί η ίδια: «Το ιατρικό μοντέλο στην αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ είναι η ψυχοεκπαίδευση γονέων. Μια οικογένεια που έχει ένα παιδί με ΔΕΠΥ πάρα πολλές φορές υπάρχει και ένα δεύτερο μέλος με ΔΕΠΥ που μπορεί να είναι ένας από τους γονείς. Άρα ο γονέας θα πρέπει να εκπαιδευτεί και στο πως θα αντιμετωπίσει το παιδί του, αλλά και πως θα αντιμετωπίσει τον ίδιο του τον εαυτό. Να μπορεί να βάλει όρια. Τα όρια στη ΔΕΠΥ είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Επίσης, είναι η συμπεριφορική αντιμετώπιση. Πως συμπεριφορικά θα μπορέσω να αντιμετωπίσω ένα παιδί με ΔΕΠΥ. Το κράτος μπορεί να βοηθήσει σε αυτό στέλνοντας εκπαιδευτικούς παράλληλης στήριξης που βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια δυστυχώς όλο και περισσότερα παιδιά χρειάζονται. Το τρίτο κομμάτι είναι η φαρμακευτική αγωγή, την οποία θα προτείνει ο παιδοψυχίατρος εάν και εφόσον κρίνει ότι το περιστατικό είναι σοβαρό και δεν μπορεί ο μαθητής αλλιώς να ενεργήσει. Εκεί υπάρχουν επιφυλάξεις βέβαια από τους γιατρούς. Στην ουσία πρόκειται για διεγέρτες του κεντρικού νευρικού συστήματος».
Στην περίπτωση που ένας γονέας εντοπίζει συμπτώματα στο παιδί του που σχετίζονται με ΔΕΠΥ η κ. Γιγουράκη αναφέρει σχετικά:
«Μπορεί αρχικά να επισκεφτεί έναν ψυχολόγο, που είναι ο πρώτος άνθρωπος που μπορεί να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά, αλλά αυτός που θα γνωματεύσει πραγματικά εάν μιλάμε για ένα μικρό παιδί, μπορεί να είναι ένας αναπτυξιολόγο. Όπως επίσης και ένας παιδοψυχίατρος μπορεί να παρακολουθήσει το παιδί».
Επιμέλεια: Μαγδαληνή Κουντουνιώτη