Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗ*
Η ίδρυση Πανεπιστημιακού Κέντρου Έρευνας και Καινοτομίας (ΠΑΚΕΚ) στα ΑΕΙ προβλέπεται στον πιο πρόσφατο νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση (4957/2022) και πολλά ελληνικά πανεπιστήμια έχουν προχωρήσει στην ίδρυση τέτοιων κέντρων, όπως πρόσφατα και το Πανεπιστήμιο Κρήτης (Σύγκλητος, 20.2.25). Ευχαριστημένο Πανεπιστήμιο, όσο ξέρω, δεν υπάρχει κανένα, διότι η πρόβλεψη του νόμου δε συνοδεύτηκε από τις παροχές εκείνες (χρηματοδότηση, στελέχωση) που θα της έδιναν ουσιαστικό περιεχόμενο. Και αυτό, για διάφορους λόγους, δε μοιάζει πιθανό να συμβεί στο ορατό μέλλον.
Το ΠΑΚΕΚ λειτουργεί με βάση Ινστιτούτα που διοικούνται από Διευθυντή και πάνω από τους Διευθυντές υπάρχει η Διοίκηση του ΠΑΚΕΚ με Πρόεδρο τον Πρύτανη ή τον Αντιπρύτανη της Έρευνας. Η συζήτηση για την ίδρυση ΠΑΚΕΚ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης προκάλεσε μια δημιουργική κινητικότητα που με την αφορμή αυτή εμπνεύστηκαν πολλά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Και τούτο συνεισέφερε νέες ιδέες, που μέλλει να δούμε τι θα αποδώσουν στην πράξη.
Το Κέντρο Ερευνών και Μελετών του ΠΚ προϋπάρχει όλων των πρόσφατων εξελίξεων (βλ. την εξαίρετη συμβολή του «πατέρα» του εγχειρήματος, πρώην Αντιπρύτανη Μ. Δαμανάκη, στον τοπικό τύπο 25.2.25 «Κέντρο Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης (ΚΕΜΕ-ΠΚ): παρελθόν, παρόν και μέλλον»). Αφορά τις ανθρωπιστικές, τις κοινωνικές και τις επιστήμες της αγωγής, τις Σχολές, δηλαδή, που έχουν την έδρα τους στο Ρέθυμνο. Διοικείται από Διευθυντή και Διοικητικό Συμβούλιο που προέρχονται από τις Σχολές που το αφορούν. Από την ίδρυσή του το 2009 και με τους κόπους πολλών έχει διαγράψει συνεχή ανοδική πορεία. Σήμερα στεγάζει 32 εργαστήρια και φιλοξενεί προγράμματα που ξεπερνούν σε οικονομικό μέγεθος τα 5 εκ. €, ενώ και στο παρελθόν έχει φιλοξενήσει προγράμματα αξιόλογου μεγέθους και επιρροής.
Εκ των πραγμάτων εγείρεται το ερώτημα για τη συνύπαρξη του νεοσύστατου Κέντρου με το ΚΕΜΕ-ΠΚ. Εκ πρώτης αποκομίζει κανείς την εντύπωση πως γίνεται ένα ράβε-ξήλωνε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Εντύπωση που επικουρείται από την απορρύθμιση στην Πανεπιστημιούπολη Ρεθύμνου με την περαιτέρω κατάτμηση μιας αυξανόμενης αλλά πάντως ακόμα περιορισμένης ερευνητικής δραστηριότητας από ευρύτερα δύο (ΚΕΜΕ-ΠΚ / Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ) σε τρία πλέον (+ΠΑΚΕΚ) ερευνητικά κέντρα.
Κυρίως, όμως, μεταβάλλεται ένας μακροπρόθεσμος προσανατολισμός του Πανεπιστημίου ως προς τις επιστήμες που θεραπεύονται στο Ρέθυμνο. Γιατί όταν το Πανεπιστήμιο Κρήτης ίδρυσε το ΚΕΜΕ-ΠΚ και το προίκισε με εγκαταστάσεις, με την καταλυτική συμβολή της Περιφέρειας Κρήτης, έκανε μια στρατηγική επιλογή: οι κοινωνικές, οι ανθρωπιστικές και οι επιστήμες της αγωγής να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους και την πρωτοβουλία των κινήσεών τους. Αυτή η επιλογή σήμερα ανατρέπεται. Η ένταξη των επιστημών αυτών μέσα στη μεγάλη χοάνη της έρευνας στο ΠΚ θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε απώλεια του διακριτού τους στίγματος. Και το κέντρο ελέγχου δεν θα είναι πια στην έδρα των επιστημών αυτών, ακόμα κι αν έδρα του ΠΑΚΕΚ ορίστηκε τυπικά το Ρέθυμνο.
Εν τέλει, όμως, στο θέμα του ΚΕΜΕ-ΠΚ και του ΠΑΚΕΚ συγκρούονται δύο θεμελιωδώς αντίθετες λογικές ως προς την εσωτερική ισορροπία του Πανεπιστημίου Κρήτης: μία που διαβλέπει ότι το Πανεπιστήμιο Κρήτης αποτελείται από δύο ισότιμους μεταξύ τους πόλους, και μία άλλη που μέσα από την «ενότητα» όχι στη βάση της ισοτιμίας αλλά στη βάση της ισχύος επιδιώκει να καταστήσει τον πιο αδύναμο πόλο παρελκόμενο του πιο ισχυρού. Και τούτο μικρό διακύβευμα δεν είναι.
*Ο Κ. Σπανουδάκης είναι Πρώην Αντιπρύτανης ΠΚ, Μέλος του ΣΔ ΠΚ, Πρόεδρος του Εφ. Συμβουλίου ΔΚ Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου